του Ανδρέα Κοσιάρη
Ας ξεκινήσουμε με το πιο απλό: παρά όσα προσπαθούν από την πρώτη στιγμή να πετάξουν ως μελάνι σουπιάς στελέχη της ΝΔ, βουλευτές και υπουργοί της, αλλά και δημοσιογράφοι, το αλιευτικό «Αντριάνα» έπλεε εντός των ορίων της ζώνης Έρευνας και Διάσωσης (SAR) της Ελλάδας, που όπως μπορεί να βρει κανείς στην ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, συμπίπτει γεωγραφικά με τη ζώνη του FIR Αθηνών. Από αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, προκύπτει ότι το περιστατικό ανήκει στην αποκλειστική ευθύνη του ελληνικού Λιμενικού.
Από τα δεδομένα προκύπτει επίσης πως το ελληνικό Λιμενικό είχε γνώση ότι το συγκεκριμένο, υπέρφορτο και μη αξιόπλοο σκάφος, βρισκόταν στη ζώνη ευθύνης του, περισσότερες από 12 ώρες πριν ναυαγήσει. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Frontex, εντόπισε το σκάφος στις 09:47 (διεθνής ώρα, 12:47 ώρα Ελλάδος) της Τρίτης 13 Ιουνίου και «ενημέρωσε άμεσα τις αρμόδιες αρχές Ελλάδας και Ιταλίας». Η ανακοίνωση του υπουργείου Ναυτιλίας, πιο αναλυτική αλλά και ταυτόχρονα πιο συγκεχυμένη, μιλάει για ενημέρωση «γύρω στις 11:00 από το Κέντρο Επιχειρήσεων Ρώμης», «σύμφωνα με πληροφορία που ελήφθη στις ιταλικές αρχές έπειτα από κλήση ακτιβίστριας ΜΚΟ».
Η εν λόγω ακτιβίστρια είναι η Nawal Soufi, η οποία είχε πρώτη αναφέρει την ύπαρξη «ενός σκάφους σε κίνδυνο» στο Twitter στις 10:35 ώρα Ελλάδος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ενώ η Soufi αναφέρεται στο σκάφος ως «σε κίνδυνο» και δηλώνει ξεκάθαρα από την πρώτη στιγμή πως οι επιβαίνοντες με τους οποίους κατάφερε να επικοινωνήσει της αναφέρουν «τη δύσκολη κατάστασή τους», η ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Ναυτιλίας δεν αναφέρει τίποτα για κίνδυνο. Ας το κρατήσουμε αυτό.
Τα μπερδεμένα «γεγονότα» σύμφωνα με την ανακοίνωση του Λιμενικού
Το ελληνικό Λιμενικό ισχυρίζεται ότι ελικόπτερό του απογειώθηκε «περί τις 13:50» από τη Μυτιλήνη, δηλαδή έως και σχεδόν τέσσερις ώρες μετά από την πρώτη ενημέρωση που έλαβε. Το ελικόπτερο εντοπίζει το σκάφος «στις 15:35», ενώ ήδη από «περί τις 14:00» το Λιμενικό ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί «μετά από δυσκολία» με το σκάφος, το οποίο «δεν ζήτησε καμία συνδρομή από το Λιμενικό Σώμα και την Ελλάδα».
Συγκεχυμένα, η ανακοίνωση του υπουργείου Ναυτιλίας έπειτα λέει πως «Επετεύχθη επικοινωνία του ΕΚΣΕΔ [Ενιαίο Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης] με το σκάφος μέσω δορυφορικού τηλεφώνου περί ώρα 18:30. Ο χρήστης του δορυφορικού τηλεφώνου που επέβαινε στο σκάφος, ο οποίος μιλούσε αγγλικά, απάντησε ότι το σκάφος δεν κινδυνεύει, δεν επιθυμούν βοήθεια πλην τροφίμων και νερού και ότι επιθυμούν να συνεχίσουν με προορισμό την Ιταλία.»
Δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή η επικοινωνία είναι με το ίδιο άτομο και με τον ίδιο τρόπο με την προηγούμενη που έγινε «περί τις 14:00». Έπειτα, το Λιμενικό περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση καθώς αναφέρει πως «Από τις 15:30 μέχρι τις 21:00 ο θάλαμος επιχειρήσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας είχε επανειλημμένως επικοινωνία με το αλιευτικό μέσω δορυφορικού τηλεφώνου. Σε όλες επαναλάμβαναν σταθερά ότι επιθυμούν να πλεύσουν προς Ιταλία και δεν ήθελαν καμία συνδρομή από την Ελλάδα.»
Δηλαδή, για να συνοψίσουμε, το Λιμενικό λέει πως είχε μια πρώτη επικοινωνία στις 14:00 με άγνωστο τρόπο, μια δεύτερη στις 18:30 μέσω δορυφορικού τηλεφώνου, αλλά ταυτόχρονα επανειλημμένως από τις 15:30 έως τις 21:00 πάλι μέσω δορυφορικού τηλεφώνου.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, το ελληνικό Λιμενικό δεν είναι παρόν με σκάφος του στην περιοχή. Δίνει εντολή σε σκάφος του Λιμενικού από τα Χανιά να αποπλεύσει «Αμέσως μετά τον εντοπισμό από το ελικόπτερο», δηλαδή στις 15:35. Το σκάφος αυτό φτάνει «πλησίον του αλιευτικού» στις 22:40, δηλαδή σχεδόν 12 ώρες έπειτα από την πρώτη ενημέρωση που έλαβε το ΕΚΣΕΔ. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, μονάχα παραπλέοντα εμπορικά έχουν προσεγγίσει το αλιευτικό, έπειτα από εντολές του Λιμενικού. Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση του Λιμενικού μιλά για δύο σκάφη, ένα με σημαία Μάλτας που προσέγγισε «περί τις 18:00» κι ένα δεύτερο ελληνικό που «που απεστάλη στο αλιευτικό γύρω στις 21:00».
Σύμφωνα και πάλι με την ανακοίνωση του Λιμενικού, το μαλτέζικο εμπορικό προσφέρει νερό και τρόφιμα και επανειλημμένως ρωτά το αλιευτικό «αν επιθυμεί επιπλέον συνδρομή ή αν κινδυνεύει ή αν θέλει κάτι άλλο από την Ελλάδα. Απάντησαν “δεν θέλουμε τίποτα άλλο από το να συνεχίσουμε για Ιταλία”». Από το ελληνικό εμπορικό, το αλιευτικό παίρνει «μόνον το νερό, ενώ τα λοιπά εφόδια τα πέταξαν στη θάλασσα.»
Από τις 22:40 που φτάνει το σκάφος του Λιμενικού κοντά στο αλιευτικό, «Παρέμεινε σε απόσταση και το παρατηρούσε διακριτικά, χωρίς να διαπιστώνει πρόβλημα στην πλεύση του, καθώς είχε σταθερή πορεία και ταχύτητα.»
Στις 01:40 της Τετάρτης 14 Ιουνίου, λέει το λιμενικό, το Κέντρο Επιχειρήσεων ενημερώνεται από επιβαίνοντα στο αλιευτικό «ότι παρουσιάστηκε βλάβη στη μηχανή του σκάφους και έπαψε να κινείται». Η ανακοίνωση του Λιμενικού αναφέρεται εδώ σε αυτόν που ενημέρωσε ως «ο επιβαίνων», υπονοώντας προς πρόκειται για τον «χρήστη του δορυφορικού τηλεφώνου» που αναφέρεται νωρίτερα. Όμως, χαρακτηριστικά, στην περιγραφή των επικοινωνιών το Λιμενικό πηδά από τη χρήση του τρίτου ενικού («απάντησε», «ενημέρωσε»), στο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο («επαναλάμβαναν», «δεν ήθελαν») και τούμπαλιν. Δεν γίνεται ποτέ σαφές αν το Λιμενικό μιλά με ένα πρόσωπο ή περισσότερα, όπως είναι ασαφής και ο αριθμός των επικοινωνιών, όπως και πολλές από τις συγκεκριμένες χρονικές τους στιγμές.
Η βλάβη διαπιστώνεται και από το σκάφος του Λιμενικού, που «Άμεσα (…) προσπάθησε να προσεγγίσει το αλιευτικό για να διαπιστώσει το πρόβλημα». «Στις 02:04πμ ο Κυβερνήτης» του σκάφους του Λιμενικού ενημερώνει πως το αλιευτικό παίρνει κλίσεις και ανατρέπεται, παλαντζάρει κατά τη ναυτική διάλεκτο. Το Λιμενικό αναφέρει πως «Σε δέκα με δεκαπέντε λεπτά αργότερα το σκάφος βυθίστηκε ολοσχερώς».
Ένα εναλλακτικό, πιο σαφές χρονολόγιο
Το Alarm Phone, που είναι μια ΜΚΟ που λειτουργεί εθελοντικά ένα τηλεφωνικό κέντρο εκτάκτου ανάγκης για ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο διαπλέοντας τη Μεσόγειο, σε δική του εκτενή και λεπτομερή ανακοίνωση, λέει πως λαμβάνει την πρώτη κλήση από το σκάφος στις 15:17 ώρα Ελλάδος: «Λένε πως δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν τη νύχτα, πως είναι σε σοβαρό κίνδυνο».
Το Alarm Phone επικοινωνεί επανειλημμένα με το αλιευτικό, πότε επιτυχημένα, πότε αποτυχημένα. Όταν η επικοινωνία, όμως, είναι επιτυχής, οι επιβαίνοντες ζητούν βοήθεια και δηλώνουν πως βρίσκονται σε κίνδυνο.
Στις 17:53, το Alarm Phone ενημερώνει με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τις ελληνικές αρχές, τη Frontex, και το ελληνικό παράρτημα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Στην ενημέρωσή του προς τις αρχές, το Alarm Phone αναφέρει ρητά πως οι επιβαίνοντες «Ζητούν επειγόντως βοήθεια». Λέει επίσης πως στο αλιευτικό υπάρχουν «άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και μωρά, πολύ άρρωστοι» και πως «οι άνθρωποι στο σκάφος λένε πως δεν μπορούν να συνεχίσουν».
Εδώ υπάρχει ένα χρονικό ορόσημο. Ας υποθέσουμε ότι από τις πρότερες ενημερώσεις που έλαβε, το ελληνικό Λιμενικό δεν κατάλαβε πως το εν λόγω σκάφος είναι «σε κίνδυνο» — και ας πιστέψουμε πως στην πρώτη επικοινωνία του με το αλιευτικό, εκείνο «δεν ζήτησε καμία συνδρομή». Λίγο πριν τις 18:00, δηλαδή λίγο πριν την υποτιθέμενη δεύτερη (ίσως και όχι, όπως είδαμε) επικοινωνία με το αλιευτικό, το Λιμενικό έχει ειδοποιηθεί για «σκάφος σε κίνδυνο» και ανθρώπους «που ζητούν επειγόντως βοήθεια».
Στις 18:20, οι επιβαίνοντες στο αλιευτικό λένε στο Alarm Phone πως «ο καπετάνιος έφυγε με μια μικρή βάρκα» και πως «το σκάφος δεν κινείται» — λένε επίσης πως παρακαλούν για «οποιαδήποτε λύση». Δηλαδή, έχουμε μια πρώτη καταγραφή βλάβης ή αδυναμίας κίνησης του αλιευτικού, τέσσερις ολόκληρες ώρες πριν φτάσει το σκάφος του Λιμενικού το οποίο υποτίθεται διαπίστωσε πως δεν υπήρχε «πρόβλημα στην πλεύση». Και έχουμε ρητή αναφορά σε επιζήτηση «οποιασδήποτε λύσης» — το ελληνικό Λιμενικό ισχυρίζεται πως για αρκετές ώρες έπειτα από αυτό το χρονικό σημείο οι επιβαίνοντες «δεν ήθελαν καμία συνδρομή από την Ελλάδα».
Στις 18:34 το Alarm Phone ειδοποιείται από τους επιβαίνοντες πως στο αλιευτικό υπάρχουν πλάγιες κλίσεις, ενώ στις 19:00 επικοινωνεί με την εταιρεία του κοντινού εμπορικού σκάφους «Lucky Sailor» και την ενημερώνει πως υπάρχει σκάφος σε κίνδυνο. Η εταιρεία λέει πως «δρα μόνο υπό την άδεια της ελληνικής ακτοφυλακής». Το «Lucky Sailor» είναι τάνκερ με σημαία Μάλτας και πρέπει να είναι το αντίστοιχο σκάφος που αναφέρεται και στην ανακοίνωση του Λιμενικού, καθώς δυο ώρες αργότερα στις 21:05, οι επιβαίνοντες λένε στο Alarm Phone πως το συγκεκριμένο σκάφος τους έφερε νερό.
Εδώ, όμως, υπάρχει άλλη μία σοβαρή διαφορά με το χρονολόγιο του Λιμενικού. Σύμφωνα με το Λιμενικό, το σκάφος με σημαία Μάλτας «προσέγγισε περί τις 18:00», μία ώρα πριν επικοινωνήσει το Alarm Phone με την πλοιοκτήτριά του, η οποία περίμενε εντολή του Λιμενικού.
Η τελευταία επικοινωνία του Alarm Phone με το αλιευτικό είναι στις 01:46 της Τετάρτης. «Το μόνο που ακούμε είναι: “Γεια φίλε μου … Το σκάφος που στείλατε είναι* …”. Η κλήση κόβεται», αναφέρει [*σ.σ.: το αγγλικό ρήμα «είμαι» («to be», εδώ «is») χρησιμοποιείται συχνά για να εισάγει άλλα ρήματα. Χωρίς τη συνέχεια της πρότασης, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν μεταφράζεται ως «είναι» ή αν η επόμενη λέξη θα άλλαζε την έννοια (πχ. «is pulling» = «τραβάει»)].
Ποιον να πιστέψουμε;
Στις δύο καταγραφές υπάρχουν σαφείς διαφορές — χρονικές, με αυτήν του Λιμενικού να είναι πιο συγκεχυμένη κι ασαφής, αλλά και περιεχομένου. Σύμφωνα με το Λιμενικό πρόκειται για ένα σκάφος που αρνείται συνεχώς βοήθεια και πλέει χωρίς πρόβλημα μέχρι τις 01:40 της Τετάρτης, ενώ σύμφωνα με το Alarm Phone, το αλιευτικό βρίσκεται σε κίνδυνο (κάτι που επιβεβαιώνει και η ακτιβίστρια που πρώτη επικοινώνησε μαζί του), ζητά συνεχώς βοήθεια από οποιονδήποτε και δεν πλέει κανονικά τουλάχιστον από τις 18:20 της Τρίτης.
Το ελληνικό Λιμενικό έχει πιαστεί επανειλημμένα να λέει ψέματα. Αρνείται μόνιμα πως διαπράττει τις πολλάκις καταγεγραμμένες (μέχρι και από τη Frontex και τον OLAF) επαναπροωθήσεις. Και, στην περίπτωση του ναυαγίου στο Φαρμακονήσι τον Γενάρη του ’14, οι ελληνικές αρχές έχουν προσφάτως καταδικαστεί από το ΕΔΔΑ για ελλιπή και αναποτελεσματική έρευνα του περιστατικού. Η ελλιπής και αποτελεσματική έρευνα έγινε για να καλυφθούν οι ευθύνες του Λιμενικού για την τραγωδία.
Η ανακοίνωση του Λιμενικού, με τις εμμονικές αναφορές σε «άρνηση» των επιβαινόντων να ζητήσουν ή να δεχτούν βοήθεια και την παραμικρή αναφορά σε «κίνδυνο», μοιάζει τρομακτικά πολύ με προσπάθεια κάλυψης ευθυνών.
Κι αυτό διότι, σύμφωνα μεταξύ άλλων και με τον κανονισμό 656/2014 (Άρθρο 9) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι αρχές των κρατών-μελών έχουν «υποχρέωση (…) να παρέχουν βοήθεια σε κάθε σκάφος ή πρόσωπο σε κατάσταση κινδύνου στη θάλασσα». Ο κανονισμός περιγράφει πως σε κατάσταση κινδύνου βρίσκεται ένα σκάφος όταν, μεταξύ άλλων, «λαμβάνονται θετικές πληροφορίες ότι πρόσωπο ή σκάφος είναι σε κίνδυνο και χρειάζεται άμεση βοήθεια».
Στην παράγραφο η) του ίδιου Άρθρου, περιγράφεται και τι συμβαίνει όταν διαπιστώνεται σκάφος «σε κατάσταση αβεβαιότητας, συναγερμού ή κινδύνου, αλλά οι επιβαίνοντες αρνούνται να δεχθούν συνδρομή». Η ανακοίνωση του υπουργείου Ναυτιλίας και του Λιμενικού μοιάζει φτιαγμένη για να ενταχθεί σε αυτήν την παράγραφο.
Εάν πιστέψουμε το Λιμενικό, έπραξε όπως περιγράφει ο κανονισμός. Αν όμως δεν πιστέψουμε μια Αρχή που ψεύδεται συνεχώς, τότε το Λιμενικό παρέβη των υποχρεώσεών του.
Το σκοινί
Από το απόγευμα της Πέμπτης, υπάρχουν συνεχώς αναφορές για σκοινί με το οποίο το ελληνικό Λιμενικό έδεσε το αλιευτικό. Πρώτα από τον Κρίτωνα Αρσένη, που έπειτα από επικοινωνία με τους διασωθέντες μετέφερε τα λόγια τους: «οι άνθρωποι μας μίλησαν και μας είπαν ότι ενώ τους τραβούσε κάπως το λιμενικό, ξαφνικά χωρίς να καταλάβουν ούτε οι ίδιοι, ενώ η θάλασσα ήταν ήσυχη, αναποδογύρισε το πλοίο». Σε ερώτηση δημοσιογράφου, ο υποψήφιος του ΜέΡΑ25 είπε: «Μας είπαν ότι την ώρα που τους τραβούσε το λιμενικό, τους είχε δέσει με ένα σχοινί, μετά από λίγο ξαφνικά αναποδογύρισε το πλοίο χωρίς να καταλάβουν τι και πώς. Δεν φαίνεται να έχει γίνει μετακίνηση, γιατί δεν χωρούσαν να μετακινηθούν».
Ανάλογες αναφορές έγιναν από τους διασωθέντες αργότερα ενώπιον του Αλέξη Τσίπρα — τα ίδια μεταφέρουν και άλλες πηγές που έχουν συνομιλήσει με τους διασωθέντες.
Η αναφορά σε σκοινί, δέσιμο ή τράβηγμα, απουσιάζει πλήρως από το μέχρι εκείνη τη στιγμή δημοσιευμένο χρονολόγιο. To Alarm Phone έχει καταγράψει αδυναμία επικοινωνίας με το αλιευτικό από τις 21:05 της Τρίτης έως τις 01:46 της Τετάρτης — και τότε, μόνο μια σύντομη αποκομμένη επικοινωνία.
Η πρακτική της ρυμούλκησης ενός υπέρφορτου και ακυβέρνητου σκάφους δεν είναι κάτι που συνηθίζεται στις επιχειρήσεις διάσωσης. Όμως, η περιγραφή μοιάζει τρομακτικά με τα όσα κατηγορείται πως διέπραξε το Λιμενικό στην περίπτωση του Φαρμακονησίου. Τότε, οι επιζώντες ισχυρίστηκαν πως το Λιμενικό ρυμουλκούσε το σκάφος τους προς τα τουρκικά παράλια. Το Λιμενικό ισχυρίστηκε με τη σειρά του πως το ρυμουλκούσε προς το Φαρμακονήσι. Όπως είπαμε, η καταδικασμένη ως ελλιπής και αναποτελεσματική έρευνα των ελληνικών αρχών, φρόντισε να μη μάθουμε ποτέ τι έγινε στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα με την ΕφΣυν, «Η πρώτη απάντηση από τον εκπρόσωπο του Λιμενικού ήταν η διάψευση ότι έδεσε με σκοινί το πλοίο, αποδίδοντας την ενέργεια αυτή σε άλλο πλοίο, που προσέγγισε τη βάρκα προκειμένου να δώσει νερό και τρόφιμα.». Περίπου την ίδια διάψευση πραγματοποίησε και σήμερα, Παρασκευή: «δεν έγινε ποτέ οποιαδήποτε διαδικασία πρόσδεσης ούτε από εμάς ούτε από κάποιο άλλο πλοίο. Το μόνο που θα μπορούσε να προσιδιάζει σε αυτό που λέει η εφημερίδα [σ.σ. η Καθημερινή, που αναφέρθηκε στις μαρτυρίες για σκοινί] είναι ότι για την παροχή τροφοεφοδίων όταν πλησίασε το φορτηγό πλοίο κατέβασε, λόγω διαφοράς ύψους, σκοινιά για να μεταφερθούν τα τρόφιμα». Όμως, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος λίγο αργότερα σήμερα το πρωί, είπε στην ΕΡΤ πως «Σκοινί όχι ρυμούλκησης χρησιμοποίησε για λίγα λεπτά και το λιμενικό κατά την προσέγγισή του από απόσταση πλώρη με πλώρη. Στη συνέχεια το πήραν οι επιβάτες στο αλιευτικό, για λίγα λεπτά και στη συνέχεια το πέταξαν στη θάλασσα και συνέχισαν την πορεία τους».
Το σκοινί πρώτα δεν αναφερόταν πουθενά, έπειτα ήταν άλλου πλοίου για μεταφορά εφοδίων κι έπειτα ήταν του Λιμενικού για σταθεροποίηση κατά την προσέγγιση. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είπε μάλιστα πως αυτή η προσέγγιση έγινε «περίπου δυο ώρες πριν το ναυάγιο», όταν στην ανακοίνωση του Λιμενικού αναφέρεται προσέγγιση μόλις μισή ώρα πριν το ναυάγιο όταν «διαπίστωσε τη βλάβη».
Πνιγμός και ευθύνες
Η διγλωσσία των ελληνικών αρχών πάνω στο ζήτημα είναι κάτι παραπάνω από σαφής. Είναι, μάλιστα, δεδομένο πως υπάρχουν βίντεο από το περιστατικό, παρά τις αρνήσεις του εκπροσώπου του Λιμενικού. Κι αυτό διότι οι δύο φωτογραφίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, είναι αποσπάσματα από βίντεο, το ένα εναέριο (πιθανόν από μη επανδρωμένο αεροσκάφος της Frontex) και το άλλο στο επίπεδο του αλιευτικού. Το δεύτερο είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται για βίντεο από κάποιο από τα δύο εμπορικά — είναι πιθανότερη η εκδοχή να πρόκειται για βίντεο από το ελληνικό Λιμενικό σκάφος.
Σε αμφότερες τις δύο σκηνές, ο κίνδυνος για τους επιβαίνοντες είναι σαφής. Κι ενώ στην πρώτη φαίνεται με το φως της ημέρας το σκάφος να πλέει, στη δεύτερη, νυκτερινή πλέον σκηνή, είναι σαφές πως το αλιευτικό είναι ακινητοποιημένο.
Έχουμε, λοιπόν, διαπιστωμένα σκάφος σε κίνδυνο, εντός της περιοχής ευθύνης διάσωσης των ελληνικών αρχών. Αυτές ισχυρίζονται πως οι επιβαίνοντες μόνιμα αρνούνταν βοήθεια — κάθε άλλη αναφορά αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό. Και, τέλος, υπάρχει ένα σκοινί, που σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές ήταν πρώτα ανύπαρκτο, έπειτα σκοινί εφοδιασμού από εμπορικό, έπειτα σκοινί σταθεροποίησης από το Λιμενικό.
Πόσο πιθανό είναι το σκοινί αυτό να είναι εν τέλει σκοινί ρυμούλκησης; Η πρακτική, όπως είπαμε, έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από το ελληνικό Λιμενικό.
Εάν το ελληνικό Λιμενικό προσπάθησε να ρυμουλκήσει το αλιευτικό, προς τα πού θα το ρυμουλκούσε; Αν ποτέ το παραδεχτεί, όπως έκανε στην περίπτωση του Φαρμακονησίου, το Λιμενικό θα πει πως το ρυμουλκούσε στα κοντινότερα παράλια, δηλαδή προς την Πύλο. Υπάρχει όμως και η σαφής πιθανότητα, η ρυμούλκηση να γινόταν προς τα πολύ κοντινότερα ύδατα ευθύνης άλλης χώρας, και συγκεκριμένα της Μάλτας ή της Ιταλίας. Αυτό κατηγορείται ότι προσπαθούσε να κάνει το Λιμενικό στο Φαρμακονήσι: να ρυμουλκήσει το σκάφος σε τουρκικά ύδατα και να το παρατήσει εκεί για να διασωθεί από άλλους.
Στο Φαρμακονήσι, η ίδια η ρυμούλκηση ήταν που προκάλεσε την ανατροπή και βύθιση του αλιευτικού σκάφους. Τότε, ήταν ένα μικρότερο πλοιάριο με 27 επιβαίνοντες — στη σημερινή περίπτωση της Πύλου, έχουμε ένα ακόμα πιο δύσκολο, μεγαλύτερο και πιο ασφυκτικά φορτωμένο σκάφος.
Το σίγουρο είναι πως το ελληνικό Λιμενικό ήξερε πως έχει να κάνει με μια περίπτωση «σκάφους σε κίνδυνο», όπου είχε την υποχρέωση να επέμβει και να διασώσει.
Από όλα τα παραπάνω, προκύπτουν δύο πιθανά σενάρια για το τι συνέβη:
Πρώτον, το ελληνικό Λιμενικό, με τη δικαιολογία πως οι επιβαίνοντες αρνούνται βοήθεια — η οποία δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά αλλού και ακούγεται πολύ βολική για να είναι αληθινή — να έμεινε σε ρόλο παρακολούθησης και να επενέβη μόνο μετά από την ανατροπή. Έβλεπε, δηλαδή, ουσιαστικά ανήμπορους και άρρωστους ανθρώπους να πηγαίνουν προς τον πνιγμό τους.
Δεύτερον, το ελληνικό Λιμενικό να προσπάθησε από ένα σημείο και έπειτα να ρυμουλκήσει το αλιευτικό, πράξη που από μόνη της έθεσε σε περαιτέρω κίνδυνο το σκάφος. Πιθανότερος προορισμός της ρυμούλκησης ήταν η ζώνη έρευνας και διάσωσης άλλου κράτους, ώστε να αναλάβει εκείνο την ευθύνη.
Το ελληνικό Λιμενικό, είτε άφησε τους ανθρώπους αυτούς να πνιγούν, είτε τους έπνιξε προσπαθώντας να αποφύγει την ευθύνη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης:
Μήπως να πληρώσει ο Πρετεντέρης τις αποζημιώσεις για το Φαρμακονήσι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου