Ρεπορτάζ Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Ίση αμοιβή για ίσης αξίας εργασία. Αυτό υποδεικνύει εμμέσως το Δικαστήριο της Ε.Ε., απαντώντας σε προδικαστικά ερωτήματα του Εφετείου Αθηνών και δικαιώνοντας εργαζόμενες και εργαζόμενους στη σχολική καθαριότητα που είχαν προσφύγει στα ελληνικά δικαστήρια.
Το Ευρωδικαστήριο, με διάταξή του που δημοσιοποιήθηκε χθες, κρίνει ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου –και συγκεκριμένα η συμφωνία-πλαίσιο που περιλαμβάνεται στην οδηγία 199/70/ΕΚ– «αντιτίθεται στην ελληνική ρύθμιση κατά την οποία εργαζόμενος ορισμένου χρόνου, του οποίου η σύμβαση έχει χαρακτηρισθεί ως σύμβαση έργου, δεν έχει δικαίωμα να λαμβάνει αμοιβή ισοδύναμη με εργαζόμενο αορίστου χρόνου, για τον λόγο ότι παρέχει την εργασία του στο πλαίσιο σύμβασης ορισμένου χρόνου, εν γνώσει ότι καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη». Έτσι, το Ευρωδικαστήριο απορρίπτει εμμέσως και τη σχετική θέση του Αρείου Πάγου, που έχει κρίνει σε αδρές γραμμές ότι η διάκριση σε βάρος των εργαζομένων με σύμβαση έργου ή σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους μόνιμους συναδέλφους τους δικαιολογείται, όταν ξέρουν ότι παρέχουν ίδια εργασία που καλύπτει πάγιες ανάγκες.
Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου, που προφανώς θα οδηγήσει σε ανάλογη απόφαση του Εφετείου, το οποίο έστειλε τα σχετικά προδικαστικά ερωτήματα, έχει ευρύτερο ενδιαφέρον για τις περίπου 9.500 σχολικές καθαρίστριες που εργάζονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (10μηνες, αντίστοιχες με τη διάρκεια του σχολικού έτους) και μέχρι το 2020 εργάζονταν με συμβάσεις έργου, με αμοιβές πολύ χαμηλότερες των μονίμων.
Η υπόθεση που έφτασε στο Δικαστήριο της Ε.Ε. έχει βάθος 20ετίας και πλέον, καθώς οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι που προσέφυγαν στα δικαστήρια, έπειτα από απασχόληση έξι ετών με συμβάσεις έργου, με τον νόμο Παυλόπουλου (Π.Δ. 164/2004) που ενσωμάτωνε την κοινοτική οδηγία που απαγορεύει την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένων χρόνου, έγιναν αορίστου. Το 2009, με αγωγή ζητούσαν τις διαφορές αμοιβής από αυτές των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων. Η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως, αλλά οι εργαζόμενοι δικαιώθηκαν στο Εφετείο. Το Δημόσιο άσκησε αναίρεση και ο Άρειος Πάγος έκανε δεκτό το αίτημά του, με το αμφιλεγόμενο σκεπτικό που προαναφέραμε, ενώ το Εφετείο στο οποίο επέστρεψε η υπόθεση, έφτασε σε δίλημμα μεταξύ της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και της ερμηνείας της από τον Άρειο Πάγο, γι’ αυτό και διατύπωσε τα προδικαστικά ερωτήματα.
Το σκεπτικό του Ευρωδικαστηρίου, που δεν είναι πρώτη φορά που δικαιώνει συμβασιούχους του ελληνικού Δημοσίου και δη εργαζόμενους στην καθαριότητα, έχει ευρύτερο ενδιαφέρον, καθώς ανατρέπει σειρά αποφάσεων του Αρείου Πάγου, αλλά και την πρακτική των κυβερνήσεων απέναντι σε συμβασιούχους. Το Ευρωδικαστήριο λέει, όχι μόνο ότι δεν επιτρέπεται άνιση μισθολογική μεταχείριση μεταξύ συμβασιούχων και μονίμων, αλλά και ότι:
■ Οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα των σχολείων είναι ορισμένου χρόνου, κι ας χαρακτηρίζονταν οι συμβάσεις τους «μίσθωσης έργου».
■ Καμιά διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ των καθηκόντων, των εργασιών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι για τον καθαρισμό των σχολείων και των αντίστοιχων που αναλαμβάνουν οι συμβασιούχοι, επομένως υπέστησαν διάκριση στις αμοιβές, που αντίκειται στην ευρωπαϊκή οδηγία.
■ Το γεγονός ότι δούλευαν ξέροντας ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου, δεν αποτελεί «αντικειμενικό λόγο» που δικαιολογεί τη μισθολογική διάκριση σε βάρος τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου