Από παλιότερη κινητοποίηση ενάντια στην άνοδο των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης |
Η πείρα από την «ατμομηχανή» της ΕΕ ξεσκεπάζει την προπαγάνδα της ελληνικής κυβέρνησης για την ιδιωτικοποίηση των συντάξεων
Μέσα σε λίγες μέρες λοιπόν:
-- Το Επιστημονικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών πρότεινε αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 68 έτη έως το 2042.
-- Γερμανικοί ασφαλιστικοί κολοσσοί ανακοίνωσαν ότι σταματούν να «παρέχουν» τα επιδοτούμενα από το κράτος προγράμματα ιδιωτικής συνταξιοδότησης, αξιώνοντας ακόμα μεγαλύτερη «ελευθερία» στο τζογάρισμα των εισφορών των εργαζομένων, σε προϊόντα υψηλότερου «επενδυτικού ρίσκου». Ως αποτέλεσμα αυτής της κίνησης, εκατομμύρια «δικαιούχοι» κινδυνεύουν να βρεθούν «ξεκρέμαστοι», να μη λαμβάνουν ούτε αυτό το πενιχρό συμπλήρωμα σύνταξης μετά από δεκαετίες πληρωμένων εισφορών.
Το σταδιακό γκρέμισμα της δημόσιας υποχρεωτικής Ασφάλισης τις τελευταίες δεκαετίες και η «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, με τη δραστική μείωση του μισθολογικού και μη μισθολογικού «κόστους», ανέδειξαν τη Γερμανία σε «ατμομηχανή της Ευρώπης» τη δεκαετία 2000 - 2010, ενίσχυσαν την κερδοφορία του κεφαλαίου και άφησαν «σκληρό» αποτύπωμα για τον λαό.
Σήμερα στη Γερμανία εκατομμύρια συνταξιούχοι μετά από 35 και 40 χρόνια ασφαλισμένης εργασίας δεν εξασφαλίζουν ούτε ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο, ζουν στην εξαθλίωση ή απειλούνται από τη φτώχεια. Και είναι βέβαιο ότι στο μέλλον ο αριθμός των φτωχών συνταξιούχων θα αυξηθεί.
Η «φτώχεια στα γηρατειά» έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις στην πιο ισχυρή καπιταλιστική οικονομία της Ευρώπης, ενώ η κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) εφαρμόζει από φέτος το μέτρο της λεγόμενης «βασικής σύνταξης» με επιδόματα - κοροϊδία, ώστε τμήμα των πιο εξαθλιωμένων συνταξιούχων - μετά από ασφαλιστικές εισφορές τουλάχιστον 35 χρόνων - να προσεγγίζει τουλάχιστον το επίσημο όριο της φτώχειας.
Στα τέλη του 2019 το 17% των συνταξιούχων στη Γερμανία, δηλαδή περίπου 3,5 εκατ. συνταξιούχοι (με μετριοπαθείς εκτιμήσεις), ήταν βυθισμένοι στη φτώχεια ή απειλούνταν από φτώχεια. Το 2036 το ποσοστό τους εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 21,6%, χωρίς να συνυπολογίζονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας.
Οι αντιασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά την «επανένωση», δηλαδή την κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε όλη τη Γερμανία.
Το 1992 - '93 καταργήθηκε από το γερμανικό κράτος «για οικονομικούς λόγους» η λεγόμενη «σύνταξη ανάλογα με το ελάχιστο εισόδημα», ένα μέτρο «προστασίας» για τους χαμηλοσυνταξιούχους.
Επειτα άρχισαν να ανεβαίνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αρχικά για τις γυναίκες, και εισήχθησαν εξαιρέσεις στην πρόωρη συνταξιοδότηση.
Η σύνταξη «Riester» εισήχθη το 2002 και πήρε το όνομά της από τον τότε σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εργασίας της κυβέρνησης Σρέντερ. Με την εν λόγω «μεταρρύθμιση» επιβλήθηκε μερική ιδιωτικοποίηση της συνταξιοδότησης. Τα επόμενα χρόνια το γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα στηρίχτηκε στους «τρεις πυλώνες» (βασική / «νόμιμη» σύνταξη - επαγγελματική - ιδιωτική), με τις γερμανικές κυβερνήσεις να «προτρέπουν» τους ασφαλισμένους για ακόμα περισσότερη «ατομική πρόνοια» και «προσωπική ευθύνη».
Με τη γνωστή επίκληση στη «βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος», η τότε σοσιαλδημοκρατική γερμανική κυβέρνηση μείωσε το συνταξιοδοτικό επίπεδο της «νόμιμης» σύνταξης. Για να «αντισταθμιστεί» το χάσμα, οι ασφαλισμένοι καλούνταν να επιδιώξουν ιδιωτική ή/και επαγγελματική σύνταξη, καθώς «στο μέλλον, η νόμιμη σύνταξη δεν θα είναι πλέον επαρκής για τη διατήρηση του συνηθισμένου βιοτικού επιπέδου στα γηρατειά» και «απαιτείται υπεύθυνη (ατομική) δράση για τις παροχές γήρατος».
Στο μεταξύ, και πάλι στο όνομα της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού συστήματος, το επίπεδο της σύνταξης που καταβάλλεται από κράτος / ασφαλιστικά ταμεία μειώνεται σταδιακά και σήμερα βρίσκεται στο 48% του μέσου εισοδήματος, από 55,1% το 1990, ενώ μειώνεται και το μέσο εισόδημα. Σύμφωνα με στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το 2019 το 51% των συνταξιούχων έλαβαν ως βασική / «νόμιμη» σύνταξη λιγότερα από 900 ευρώ, δηλαδή κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας.
Τα τελευταία 10 χρόνια, όποιος συνταξιούχος δεν είχε πολύ υψηλό μισθό και είναι αναγκασμένος να μένει στα ψίχουλα της πετσοκομμένης βασικής σύνταξης, ζει στην εξαθλίωση. Αλλωστε, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, οι κάθε είδους ελαστικές εργασιακές σχέσεις και η διόγκωση του ποσοστού των χαμηλόμισθων εργαζομένων στέρησαν από εκατομμύρια ανθρώπους τη δυνατότητα να αποκτήσουν επαρκώς υψηλά συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Η σύνταξη «Riester» υποτίθεται ότι «υποστήριζε» τους εργαζόμενους στη μηνιαία πληρωμή ενός ιδιωτικού συνταξιοδοτικού προγράμματος και «αντισταθμίζει» τις περικοπές στη «νόμιμη» συνταξιοδοτική ασφάλιση (σύνταξη ανάλογα με τις εισφορές και τα χρόνια εργασίας). Οι κρατικές επιδοτήσεις (επιτοκίων κ.ά.) και τα κέρδη για τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες ήταν τεράστια, ενώ μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι «έσπρωχναν» τους εργαζόμενούς τους προς την ιδιωτική και επαγγελματική ασφάλιση.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, η ιδιωτικοποίηση της Κοινωνικής Ασφάλισης δείχνει σήμερα τα δόντια της στους εργαζόμενους και τους ασφαλισμένους και στη Γερμανία. Εκατομμύρια χαμηλόμισθοι μένουν με τα ψίχουλα της βασικής / «νόμιμης» σύνταξης, καταδικασμένοι σε φτώχεια μετά από δεκαετίες δουλειάς. Παράλληλα, οι «δικαιούχοι» της μεταρρύθμισης «Riester» κινδυνεύουν να βρεθούν «ξεκρέμαστοι» επειδή ασφαλιστικές εταιρείες - κολοσσοί σταματούν το πρόγραμμα συνταξιοδότησης, αναζητώντας πεδία ακόμα μεγαλύτερης κερδοφορίας.
Δυο από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές εταιρείες της Γερμανίας, η θυγατρική της «Deutsche Bank», DWS και η «Union Investment», ανακοίνωσαν ότι αναστέλλουν το πρόγραμμα ιδιωτικής ασφάλισης «Riester», ενώ και άλλες εταιρείες έχουν προαναγγείλει ουσιαστικά την αναστολή του.
Η DWS δικαιολόγησε την απόφασή της με το «περιβάλλον της κεφαλαιαγοράς» και τα «χαμηλά επιτόκια» που «επιβαρύνουν τις αποταμιεύσεις συνταξιοδότησης», καθώς τα κεφάλαια επενδύονται «σχεδόν αποκλειστικά σε συντηρητικά και αρνητικά ομόλογα».
Η θυγατρική της Deutsche Bank «διαμαρτύρεται» ότι «δεν υπάρχει περιθώριο για επενδύσεις σε μετοχές υψηλής ευκαιρίας και αξίας», δείχνοντας πού οδηγεί το «τζογάρισμα» των εισφορών και των συντάξεων, με τους ασφαλισμένους να υποχρεώνονται από τις πενιχρές βασικές συντάξεις και τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς να ρίχνονται σε όλο και πιο επικίνδυνο τζογάρισμα του μόχθου τους...
Η DWS ισχυρίζεται πως δεν θα δέχεται πλέον νέες συμβάσεις ιδιωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης μέχρι να υπάρξει κάποια κυβερνητική παρέμβαση που να διασφαλίζει την κερδοφορία της, ενώ τα περίπου 665.000 συμβόλαια του χαρτοφυλακίου «Riester» θα παραμείνουν «αμετάβλητα».
Από την πλευρά της, η «Union Investment», με περίπου 2 εκατ. συμβόλαια - «Riester», προσφέρει από τον Ιούλη νέα συμβόλαια για ιδιωτική παροχή γήρατος με ελάχιστη διάρκεια 20 ετών, «αλυσοδένοντας» πιο σφιχτά τους ασφαλισμένους και τις εισφορές τους.
Εξαιτίας των χαμηλών μισθών, του υψηλού κόστους και των πενιχρών αποδόσεων, η «επιδοτούμενη ιδιωτική παροχή γήρατος στη Γερμανία» παρουσιάζει μια εικόνα στασιμότητας. Σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εργασίας, ο αριθμός των συμβολαίων ιδιωτικής ασφάλισης «Riester» παραμένει στάσιμος από το 2013 σε περίπου 16 εκατ. Μάλιστα, το 1/5 αυτών των συμβολαίων είναι ήδη «αδρανές», δηλαδή δεν καταβάλλονται πλέον εισφορές.
Παρά τις «γκρίνιες» των επιχειρηματικών ομίλων, τα κέρδη από τις κρατικές επιδοτήσεις για τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις τράπεζες και τις κεφαλαιουχικές εταιρείες είναι μεγάλα. Κατά μέσο όρο, 1 στα 4 ευρώ που καταβάλλεται σε σύμβαση «Riester» χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του «κόστους».
Από την άλλη, για τους συνταξιούχους «οι αποδόσεις των συμβάσεων Riester είναι πολύ χαμηλές», σημειώνεται στον γερμανικό Τύπο, και «αναμένεται να είναι ακόμη πιο πενιχρές τα επόμενα χρόνια, επειδή ο ασφαλιστικός κλάδος μείωσε περαιτέρω το εγγυημένο επιτόκιο».
Οσοι εργαζόμενοι πλήρωναν συμβόλαια ιδιωτικής συνταξιοδότησης «Riester» από το 2002 και τώρα λαμβάνουν σύνταξη, «συχνά διαπιστώνουν με έκπληξη πόσο μικρή είναι αυτή η συμπληρωματική σύνταξή τους».
Σύμφωνα με πληροφορίες από την κεφαλαιουχική εταιρεία «Volksbanken», στην «Union Investment», η μέση πληρωμή των περίπου 47.000 πελατών που επί του παρόντος είναι στη φάση συνταξιοδότησης είναι... 55 ευρώ το μήνα!
Η παραπάνω πραγματικότητα αποτελεί μία ακόμα ζωντανή απόδειξη ενάντια στην απατηλή προπαγάνδα της κυβέρνησης στην Ελλάδα περί δήθεν «υψηλότερων αποδόσεων» που θα φέρει στους ασφαλισμένους η ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων.
Την ίδια ώρα, η Επιτροπή Οικονομολόγων του υπουργείου Οικονομίας πρότεινε την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 68 έτη έως το 2042, επικαλούμενη ότι υπάρχει απειλή «ξαφνικά αυξανόμενων προβλημάτων χρηματοδότησης στη νόμιμη (σ.σ. βασική) συνταξιοδοτική ασφάλιση από το 2025».
Οι «ειδικοί» τόνισαν επίσης ότι η ηλικία συνταξιοδότησης «δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την εξέλιξη του προσδόκιμου ζωής μακροπρόθεσμα» και σύμφωνα με τις τρέχουσες προβλέψεις η σύνδεση αυτή «απαιτεί» σύνταξη στα 68...
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης αυξάνεται σταδιακά από το 2012 στα 67 χρόνια έως το 2029 (το εν λόγω όριο ισχύει ήδη για όσους έχουν γεννηθεί μετά το 1964), ενώ έντονες είναι και οι συζητήσεις να πάει στα 70 χρόνια από το 2032.
Ολο και περισσότεροι ηλικιωμένοι στη Γερμανία εργάζονται, είτε επειδή δεν μπορούν να συμπληρώσουν τις προϋποθέσεις για να βγουν στη σύνταξη, είτε επειδή η κρατική / «νόμιμη» σύνταξη δεν αρκεί για να ζήσουν χωρίς ιδιωτική ασφάλιση.
Χαρακτηριστικά, ενώ μόνο το 4% των άνω των 65 ετών εργάζονταν το 2009, το ποσοστό αυτό διπλασιάστηκε και ανήλθε σε 8% το 2019, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας. Σχεδόν 1 εκατ. άνθρωποι ηλικίας άνω των 65 ετών εργάζονται - περισσότεροι από 760.000 εξ αυτών στα εξευτελιστικά «mini jobs».
Μάλιστα, σύμφωνα με τα στοιχεία της υπηρεσίας, για περισσότερο από το 38% όσων εργάζονται μετά τα 65 το βασικό εισόδημα προέρχεται από εργασία και όχι από σύνταξη. Για το υπόλοιπο 62% η δουλειά προσφέρει κάποιο επιπλέον εισόδημα, καθώς με τη χαμηλή σύνταξη δεν μπορούν να ζήσουν.
Οι αυτοαπασχολούμενοι, ειδικότερα, ασκούν συχνά το επάγγελμά τους πέραν των 65 ετών, καθώς είναι πιο δύσκολο για αυτούς να συγκεντρώσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να λάβουν την κρατική σύνταξη...
*****
«Βέλτιστη ευρωπαϊκή πρακτική» η «ενεργός γήρανση» |
Η πραγματικότητα διαψεύδει την απατηλή προπαγάνδα που συνοδεύει τη νέα αντιασφαλιστική επίθεση της ελληνικής κυβέρνησης
«Ακολουθούμε το παράδειγμα της Σουηδίας» ανέφερε ο υπουργός Εργασίας, Κ. Χατζηδάκης, κατά την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση του νέου αντιασφαλιστικού νομοσχεδίου για την ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων...
Αντίστοιχες αναφορές κάνει εδώ και μήνες στις παρεμβάσεις του για την προετοιμασία του νέου χτυπήματος και ο υφυπουργός Εργασίας, Π. Τσακλόγλου, διαφημίζοντας την «αποτελεσματικότητα» του «μοντέλου της Σουηδίας» στο Ασφαλιστικό και μοιράζοντας σχετικούς πίνακες, σύμφωνα με τους οποίους η πείρα της Σουηδίας δείχνει ότι «το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προσφέρει πολύ καλύτερες αποδόσεις».
Από κοντά, διάφορα ΜΜΕ υπερθεματίζουν για την «ασφάλεια» του «σουηδικού ασφαλιστικού συστήματος», ισχυριζόμενα μάλιστα ότι την «ασφάλεια» αυτή την παρέχει η «απουσία πολιτικού κινδύνου» ότι κάποια μελλοντική κυβέρνηση θα «βάλει χέρι» στις αποταμιεύσεις των εργαζομένων...
Ποια είναι όμως η πραγματικότητα και στην περίπτωση της Σουηδίας;
Ο «Ριζοσπάστης», μετά το ρεπορτάζ στο φύλλο του περασμένου Σαββατοκύριακου για τις συνέπειες από τις δεκαετίες αντιασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων στη Γερμανία, στην «ατμομηχανή» της ΕΕ, παρουσιάζει σήμερα βασικές πλευρές από το αντιλαϊκό περιεχόμενο του περιβόητου «σουηδικού μοντέλου» στην Ασφάλιση.
Το ασφαλιστικό σύστημα της Σουηδίας, παρότι το παρουσίαζαν ως ένα σύστημα που θα διαρκέσει για πάντα, συζητείται να αλλάξει και πάλι προς το χειρότερο για τους εργαζόμενους.
Τι σημαίνει όμως αυτό το «μοντέλο» σήμερα, μετά από 30 χρόνια λειτουργίας του, για τους εργαζόμενους αλλά και τους συνταξιούχους;
Η βάση του είναι το σύστημα «τριών πυλώνων», με τη λεγόμενη βασική σύνταξη (που είναι μια σύνταξη... πτωχοκομείου), την επικουρική σύνταξη ανάλογα με τα χρόνια εργασίας και την ιδιωτική ασφάλιση, υποτίθεται για να βελτιώνονται οι συντάξιμες αποδοχές.
Ταυτόχρονα, είναι σύστημα κεφαλαιοποιητικό, με τα αποθεματικά των Ταμείων να γίνονται μετοχές και να τζογάρονται στο χρηματιστήριο. Επίσης οι συντάξεις έχουν συνδεθεί με την παραγωγικότητα και έτσι ανάλογα με τις «ερμηνείες» των κεφαλαιοκρατών και των κυβερνήσεών τους θα περικόπτονται.
Μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στη Σουηδία, το 65%, σήμερα ανησυχούν για το τι σύνταξη θα πάρουν. Πολλοί εργαζόμενοι που δουλεύουν με μερική απασχόληση, που κατά περιόδους ήταν άνεργοι ή με αναρρωτικές άδειες ή αμειβόμενοι με χαμηλό μισθό, όπως βέβαια είναι η πλειοψηφία των εργαζομένων στον σουηδικό «παράδεισο», αλλά και εργαζόμενοι αμειβόμενοι με τον μέσο μισθό, θα πάρουν μία πολύ μικρή βασική σύνταξη.
Οταν παρουσιάστηκε το «σουηδικό μοντέλο» για την Ασφάλιση, για να μπορέσει να περάσει στη συνείδηση των εργαζομένων, η αστική τάξη και τα κόμματά της υπόσχονταν ότι η σύνταξη θα είναι πάνω από το 60% του τελευταίου μισθού. Σήμερα όμως αυτό το μέρος της σύνταξης είναι γύρω στο 45% του τελευταίου μισθού. Ακόμα χειρότερα, για τους γεννημένους τη δεκαετία του '80 και μετά θα είναι κάτω από το 40% του τελευταίου μισθού σύμφωνα με την κρατική υπηρεσία συντάξεων.
Η μέση σύνταξη σήμερα στη Σουηδία είναι μεικτά 13.252 σουηδικές κορόνες, 11.842 για τις γυναίκες και 14.829 για τους άντρες. Αν ίσχυε αυτό που υποσχέθηκε το «σουηδικό μοντέλο», θα έπρεπε να είναι 4.500 σουηδικές κορόνες παραπάνω.
Σήμερα πάνω από 685.000 συνταξιούχοι έχουν τόσο μικρή σύνταξη, στο ύψος της βασικής, δηλαδή 8.651 σουηδικές κορόνες μεικτά. Τα 3/4 από αυτούς είναι γυναίκες. Οι πάμπτωχοι συνταξιούχοι θα πολλαπλασιαστούν τα επόμενα χρόνια. Περίπου 1,5 εκατομμύριο εργαζόμενοι θα προστεθούν σε αυτή την κατηγορία.
Πέρα από αυτό το πρόβλημα, η επικουρική Ασφάλιση έγινε ο περιβόητος «προσωπικός κουμπαράς» και οι εισφορές των εργαζομένων παίζονται στα διεθνή χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα οι συντάξεις να μην είναι σίγουρες, αλλά να εξαρτώνται από την πορεία των αγορών.
Ολοι οι εργαζόμενοι βγαίνουν στη σύνταξη στα 66 έτη (προαιρετικά στα 68). Μέχρι το 2025 το όριο συνταξιοδότησης θα ανέβει στα 67 έτη (προαιρετικά στα 69), ενώ συνολικότερα το όριο έχει συνδεθεί με το προσδόκιμο ζωής. Οσο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, θα αυξάνεται και το όριο συνταξιοδότησης για τους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι σε σκληρές και ανθυγιεινές δουλειές δεν έχουν μειωμένο όριο συνταξιοδότησης. Το αποτέλεσμα είναι λόγω των συνθηκών δουλειάς να αναγκάζονται επειδή δεν αντέχουν, να βγουν στη σύνταξη πιο νωρίς και βέβαια το αποτέλεσμα είναι να παίρνουν για πάντα μειωμένη σύνταξη. Για κάθε χρόνο που βγαίνει πιο νωρίς στη σύνταξη ένας εργαζόμενος μειώνεται η σύνταξη 5%-6%. Σήμερα οι εργαζόμενοι σε χειρωνακτικές εργασίες βγαίνουν στη σύνταξη κατά μέσο όρο στα 63,8 χρόνια, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί να παίρνουν πολύ χαμηλές συντάξεις...
Επίσης είναι θεσμοθετημένο πως όταν η καπιταλιστική οικονομία περνάει κρίση, μειώνονται αυτόματα οι συντάξεις, το λεγόμενο «φρένο» στο ασφαλιστικό σύστημα.
Με δυο λόγια, το περιβόητο «σουηδικό μοντέλο», το οποίο διαμορφώθηκε με την καθοριστική σφραγίδα της σοσιαλδημοκρατίας, σημαίνει βασικές συντάξεις πτωχοκομείου, διαρκής ανασφάλεια στους εργαζόμενους για το τζογάρισμα των εισφορών τους, συντάξεις - ψίχουλα για τους «ευέλικτους» εργαζόμενους που αυξάνονται όλο και περισσότερο, πετσοκομμένες συντάξεις για τους εργαζόμενους που δεν αντέχουν να δουλεύουν έως τα βαθιά γεράματα με τη συνεχή αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης...
*****
Από παλιότερη κινητοποίηση στη Δανία για το Ασφαλιστικό |
Σε ρεπορτάζ στον «Ριζοσπάστη» του προηγούμενου Σαββατοκύριακου είδαμε την αντιλαϊκή πραγματικότητα πίσω από τους μύθους για το ασφαλιστικό σύστημα της Σουηδίας, τους οποίους αναπαράγει η ελληνική κυβέρνηση για να προωθήσει το νέο νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων.
Δίνοντας συνέχεια στην αποκάλυψη της αλήθειας για τη δήθεν «αποτελεσματικότητα» και «ασφάλεια» του περιβόητου «σκανδιναβικού μοντέλου συνταξιοδότησης», ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει σήμερα ρεπορτάζ για την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι, οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι στη Δανία, η οποία για μια ακόμα φορά διαψεύδει τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης και διαφόρων αστικών επιτελείων, αποδεικνύει ότι και αυτό το «μοντέλο» υπηρετεί τα συμφέροντα των καπιταλιστών που είναι διαμετρικά αντίθετα με αυτά του λαού.
Στη Δανία εδώ και δεκαετίες, με τη «σφραγίδα» και του λεγόμενου «κοινωνικού διαλόγου», έχει διαχωριστεί η σύνταξη σε «εθνική» και ανταποδοτική.
Το αποτέλεσμα είναι και εδώ ότι η μοναδική «εγγύηση» είναι η παροχή μιας «βασικής» σύνταξης φτώχειας και ελεημοσύνης από το κράτος, χρηματοδοτούμενης από τη γενική φορολογία, στη βάση των «3 πυλώνων».
Ο πρώτος πυλώνας της εθνικής («λαϊκής») σύνταξης είναι κρατικός και υποχρεωτικός, με βάση το αναδιανεμητικό σύστημα.Ο δεύτερος πυλώνας, Επαγγελματικά Ταμεία και Ιδιωτική Ασφάλιση (Επενδυτικές Εταιρείες), είναι επίσης υποχρεωτικός, αλλά με βάση το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Ο ασφαλισμένος καλείται να επιλέξει μεταξύ δημόσιου φορέα (Επαγγελματικό Ταμείο) ή αμιγώς ιδιωτικού, καθώς και το πού μπορούν να «επενδυθούν» τα αποθεματικά. Βασικοί μέτοχοι στα Επαγγελματικά Ταμεία είναι οι εργατικές Ομοσπονδίες και εργοδοτικοί Σύλλογοι.
Και τέλος, ο τρίτος πυλώνας είναι αυστηρά ιδιωτικός, προαιρετικός και στηρίζεται και αυτός στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Σταδιακά παρουσιάζονται νέα μοντέλα μέσω των Επαγγελματικών Ταμείων, με όλο και λιγότερες εγγυήσεις ως προς την ανταπόδοση, για να έχουν το δικαίωμα να επενδύουν ανεξέλεγκτα όπου τους ταιριάζει και να καθιστούν τον ασφαλισμένο - «επενδυτή» κύριο υπεύθυνο για τις «επιλογές» του.
Καθημερινά οι εργαζόμενοι και οι ασφαλισμένοι βομβαρδίζονται με κυβερνητικές προτάσεις και επεξεργασίες των «επιτροπών σοφών», ουσιαστικά για το πώς το ασφαλιστικό σύστημα θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις του μεγάλου κεφαλαίου. Πώς, δηλαδή, θα συνδέεται με τη γενικότερη πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας, της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αλλά και με τη «δημοσιονομική σταθερότητα» με βάση τους δείκτες της ΕΕ, του ΔΝΤ και των λοιπών «θεσμών».
Βασικό στόχο έχουν το χτύπημα του ίδιου του πυρήνα της Κοινωνικής Ασφάλισης, με τη μετατροπή της Ασφάλισης σε αυστηρά ατομική υπόθεση, καθώς και την επέκταση της ιδιωτικοποίησης στο σύνολο της δημόσιας Ασφάλισης.
Οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται για όλη τη ζωή τους να πληρώνουν ατέλειωτες εισφορές από το μισθό τους και μέσω της φορολογίας, χωρίς να γνωρίζουν στο τέλος τι θα πάρουν και αν θα πάρουν, αφού οι παράμετροι που μπαίνουν σχετίζονται με την επένδυση αυτών των εισφορών και τις αποδόσεις που αυτή θα δίνει, σε συνάρτηση με την εκάστοτε φάση της καπιταλιστικής οικονομίας και της αστικής διαχείρισης.
Οπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σε εφαρμογή των όσων προωθούνται και στη χώρα μας, οι ασφαλισμένοι - «επενδυτές» στη Δανία έχουν το «δικαίωμα» να επιλέξουν όποιον επενδυτικό φορέα επιθυμούν και ταυτόχρονα σε ποια κατηγορία χρηματιστηριακών προϊόντων θα τζογάρουν τις εισφορές τους: Σε προϊόντα χαμηλού, μεσαίου ή υψηλού ρίσκου...
Παρ' όλη αυτή την προχωρημένη ιδιωτικοποίηση της Ασφάλισης, εξακολουθούν να παρουσιάζουν και στη Δανία τη συνταξιοδότηση σαν μεγάλο «πρόβλημα» που «επιβαρύνει την οικονομία». Δεν αντέχουν, λένε, τα ταμεία του κράτους. Ανεβαίνει σταθερά ο μέσος όρος ζωής και γι' αυτό θα πρέπει να ανεβαίνουν σταδιακά και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης... Να δουλεύουν δηλαδή οι εργαζόμενοι μέχρι τα βαθιά γεράματα, και ας επιβεβαιώνουν ακόμα και έρευνες της Eurostat ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση στην ικανότητα για συνέχιση της εργασίας χωρίς προβλήματα υγείας κ.ο.κ.
Ηδη από το 1987 αποφασίστηκε μέσω «κοινωνικού διαλόγου» να μειώνεται σταθερά η ευθύνη του κράτους ως προς την καταβολή «λαϊκής» σύνταξης και να αυξάνεται σταδιακά η ιδιωτική συνδρομή στα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία στη συνέχεια θα επενδύουν στα χρηματιστήρια.
Το 2006 ψηφίστηκε στη Δανία η αποκαλούμενη «μεταρρύθμιση για την Κοινωνική Πρόνοια», με απόλυτη συμφωνία των μεγαλύτερων κομμάτων κυβέρνησης και αντιπολίτευσης (φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και ακροδεξιοί) που αποτελεί την πιο ακραία εκδοχή της δουλειάς μέχρι το θάνατο, με βάση την οποία ο συνταξιούχος θα πρέπει κατά μέσο όρο να ζει για άλλα 14,5 χρόνια από τη μέρα που θα συνταξιοδοτηθεί. Ετσι το όριο συνταξιοδότησης σήμερα είναι στα 67 για άντρες και γυναίκες και θα ανεβεί στα 69 από το 2035. Ο σημερινός 24άρης θα συνταξιοδοτηθεί στα 74! Ασφαλώς και ο στόχος είναι αυτό το μοντέλο να αντιγραφεί και από άλλες χώρες...
Παλιότερα στη Δανία το όριο συνταξιοδότησης ήταν στα 65 έτη, ενώ είχαν όλοι δικαίωμα σε πρόωρη σύνταξη μετά τα 60. Αυτό καταργήθηκε και σήμερα ισχύει ότι όταν κλείσεις στα 61 σου 41 χρόνια δουλειάς, θα μπορείς αντί να βγεις στη σύνταξη στα 70, να βγεις στα 69... που σημαίνει ότι θα έχεις δουλέψει 49 χρόνια.
Ακόμα έχουν απαγορευτεί οι χορηγήσεις πρόωρης σύνταξης για όσους είναι κάτω από 40 ετών και έχουν αποχαρακτηριστεί τα βαρέα επαγγέλματα. Η κατάσταση βέβαια ήταν πολύ καλύτερη πριν τη δεκαετία του '90, πριν δηλαδή τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις γειτονικές σοσιαλιστικές χώρες.
Η επίθεση στα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την επίθεση στους μισθούς, στις συλλογικές συμβάσεις, την αλλαγή προς το χειρότερο στις εργασιακές σχέσεις. Δεν αφορά μόνο τη σύνταξη, αφορά τις παροχές των Ταμείων και του κράτους στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την προστασία της Υγείας και της Ασφάλειας στην εργασία, την Πρόνοια, αφορά όλους τους εργαζόμενους και ιδιαίτερα τους νέους και τις νέες.
Οι εργοδοτικές ενώσεις απαιτούν σήμερα ακόμα παραμονή στην εργασία για ακόμα «μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», με το δικαιολογητικό της «καλύτερης ισορροπίας» μεταξύ των ετών εργασίας και των ετών σύνταξης, ώστε να διασφαλίζεται η «βιωσιμότητα» του ασφαλιστικού συστήματος, καθώς και παράλληλη μείωση του «μη μισθολογικού κόστους», μέσω στοχευμένων μειώσεων στις εργοδοτικές εισφορές.
Με την ιδιωτικοποίηση του Ασφαλιστικού χάνονται ο κοινωνικός, αναδιανεμητικός χαρακτήρας και η αλληλεγγύη των γενεών, ενώ ανοίγουν δρόμοι για αμύθητα κέρδη στις ασφαλιστικές εταιρείες που αναλαμβάνουν τη διαχείρισή του.
Απόδειξη ότι μόνο το 2017, οι ασφαλιστικές εταιρείες στη Δανία είχαν κέρδη 22,6 δισ. κορόνες (3 δισ. ευρώ) μόνο από τη διαχείριση των συντάξιμων αποθεματικών.
Χαρακτηριστικό για την «ανθρωπιά» της ιδιωτικής ασφάλισης είναι το πρόσφατο επεισόδιο, όταν μια από τις μεγαλύτερες ασφαλιστικές, μέτοχοι της οποίας είναι και εργατικές ομοσπονδίες, η PFA, μίσθωσε ιδιωτικό ντετέκτιβ για να παρακολουθήσει κάποιον ασφαλισμένο που είχε λάβει πρόωρη σύνταξη λόγω εργατικού ατυχήματος, αν πράγματι είναι τόσο ανάπηρος όσο έκρινε το ιατρικό πόρισμα... Και βρήκαν ότι επειδή πήγαινε κάποιες ώρες βόλτα με τον σκύλο του, δεν ήταν και τόσο ανάπηρος και του έκοψαν τη σύνταξη!
Αποτελεί ακόμα σοβαρό θέμα συζήτησης το ύψος της «λαϊκής» σύνταξης, που σήμερα ανέρχεται στο ένα τρίτο του μέσου μισθού, με αποτέλεσμα όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι να μην μπορούν να τα βγάλουν πέρα, να εξαθλιώνονται και να αναζητούν διάφορα επιδόματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία 17.000 Δανοί συνταξιούχοι ζουν κάτω από το όριο φτώχειας.
Πέρα από τον γνωστό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην προώθηση όλων των παραπάνω, αξίζει να επισημανθεί και ο αποπροσανατολιστικός ρόλος των οπορτουνιστών του κόμματος της «Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας». Με τις προτάσεις τους «ξεπλένουν» τον αντιλαϊκό ρόλο των αντιασφαλιστικών ανατροπών και της λειτουργίας του ασφαλιστικού συστήματος όπως έχει διαμορφωθεί από αυτές, προβάλλοντας συνέχεια προτάσεις για «ηθικές επενδύσεις», για παράδειγμα στην «πράσινη οικονομία» που ιεραρχεί το μεγάλο κεφάλαιο για την ενίσχυση της κερδοφορίας του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έχει αποφασιστεί πως μέχρι το 2030 τα συνταξιοδοτικά ταμεία θα επενδύσουν περισσότερα από 350 δισ. κορόνες στην «πράσινη οικονομία», με την ελπίδα της «ανταπόδοσης» και όπως πάντα το ρίσκο να χαθούν.
Αντίστοιχα, βρώμικος είναι ο ρόλος του εργοδοτικού συνδικαλισμού που προτείνει να μην ανέβει το όριο συνταξιοδότησης... πάνω από τα 68, στηρίζοντας δηλαδή αυτή την αύξησή του, αφού ούτε οι ίδιοι οι εργοδότες δεν πιστεύουν ότι π.χ. σε κλάδους των βαρέων επαγγελμάτων θα δουλεύει κάποιος μέχρι τα 70.
Αυτό το τάχα «ανθρώπινο πρόσωπο» που προσπαθούν κάποιοι να αποδώσουν στο «σκανδιναβικό μοντέλο», ξεσκεπάζεται στην πράξη από τα ίδια τα γεγονότα, επιβεβαιώνεται ότι δεν αποτελεί παρά μια ακόμα «παραλλαγή» της αστικής διαχείρισης για την υπηρέτηση των συμφερόντων των καπιταλιστών, η οποία μάλιστα έχει αξιοποιηθεί για να οδηγήσει το εργατικό κίνημα στην απόλυτη ενσωμάτωση, επιτρέποντας την εφαρμογή των πιο απάνθρωπων πολιτικών χωρίς μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις.
Σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα «FINANS», οι 3 μεγαλύτερες ασφαλιστικές που χειρίζονται τα αποθεματικά των συντάξεων, η «PFA Pension», η «Velliv» και η «AP Pension», είχαν το 2020 τεράστιες απώλειες στα χρηματιστήρια, με αποτέλεσμα τα κέρδη που είχαν σε προηγούμενες περιόδους να γίνουν σκόνη και το «μάρμαρο» να το πληρώνουν οι ασφαλισμένοι.
Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι οι χρηματιστηριακές αναταραχές το 2020 κόστισαν στους Δανούς συνταξιούχους πάνω από 300 δισ. κορόνες (40 δισ. ευρώ)!
Σύμφωνα με την PFA, ένας ασφαλισμένος που έχει αποταμιεύσει για 20 χρόνια, θα έχει απώλειες ύψους 17,4%! Ετσι η αποταμίευση 1 εκατομμυρίου κορονών μειώθηκε σε 826.000 κορόνες. Και αναμένεται οι τιμές να μειωθούν κι άλλο στο 2021...
Οι ασφαλισμένοι - «πελάτες» που βρίσκονται 5 χρόνια πριν από τη συνταξιοδότηση έχουν κατά μέσο όρο χάσει 8,8% της αποταμίευσής τους, ανάλογα με το είδος των μετοχών στις οποίες έχουν επενδύσει.
Η συμβουλή της PFA προς τους «πελάτες» είναι... να παρατείνουν την παραμονή τους στην αγορά εργασίας μέχρι να αλλάξει η κατάσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου