Του Τάσου Κωστόπουλου
Για δεύτερη συνεχή βδομάδα, η στήλη παρακάμπτει τη συνήθη θεματολογία της για να ασχοληθεί με μια παράπλευρη συνέπεια της κοινωνικής υποδοχής του υφιστάμενου συστήματος εισαγωγής στα ελληνικά ΑΕΙ, πάνω στη δημόσια εικόνα και ιεράρχηση αυτών των τελευταίων.
Δεν πρόκειται βέβαια ν’ ασχοληθούμε εδώ με τα γνωστά και χιλιοειπωμένα, για την εγγενή αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τη στιγμιαία αποτίμηση των επιδόσεων κάθε εξεταζόμενου ή για την κυριαρχία της αποστήθισης πάνω στην ουσιαστική μάθηση, στην περίπτωση ιδίως των μαθητών και των μαθητριών που συναγωνίζονται για μία θέση στις σχολές των ανθρωπιστικών επιστημών. Στο κάτω της γραφής, σ’ ένα σύστημα εξ ορισμού ανταγωνιστικό κι εκ των πραγμάτων υποκείμενο σε πολύμορφες πιέσεις, οι πανελλαδικές εξετάσεις προσφέρουν τη μοναδική δυνατότητα αμερόληπτης ταξινόμησης των υποψηφίων· φαντάζεστε τι θα γινόταν αν τα προσόντα των τελευταίων αποτιμούνταν μέσω «συνεντεύξεων» (ή και μέσω ενός ενδοπανεπιστημιακού «κόφτη» στα τέλη του 1ου έτους);
Οσο για την αποστήθιση, αυτή αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με την περιορισμένη έκταση της εξεταστέας ύλης: από τη στιγμή που η μάχη δίνεται πάνω σε 100-150 μόνο σελίδες, η απομνημόνευσή τους καθίσταται λίγο-πολύ αναπόφευκτη. Πόσο μάλλον όταν, στην περίπτωση του μαθήματος της Ιστορίας, η ύλη αυτή έχει εδώ και δεκαετίες «θεματικό» αποκλειστικά περιεχόμενο, με ψιλολογίες που αναγκάζουν τους υποψηφίους να μαθαίνουν λ.χ. τον ακριβή αριθμό των ατμοπλοίων του ελληνικού εμπορικού στόλου το 1891, το 1901 και το 1911 (ή πως οι ράγες των ελληνικών σιδηροδρόμων του 19ου αιώνα είχαν πλάτος μόνο 1 μέτρο αντί του ευρωπαϊκού 1,56), αγνοώντας την ίδια στιγμή τους βασικούς σταθμούς του ελληνικού, ευρωπαϊκού και παγκόσμιου παρελθόντος. Πρόβλημα που, αν κρίνουμε από τις μέχρι σήμερα υπουργικές εξαγγελίες, αναμένεται μάλλον να επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα παρά να θεραπευτεί.
Πασαρέλα πολλαπλών χρήσεων
Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει σήμερα εδώ έχει να κάνει με μια σειρά από κοινωνικούς αυτοματισμούς, καθόλου τυχαίους βέβαια, που επικαθορίζουν την άτυπη ιεράρχηση των ελληνικών ΑΕΙ στη συλλογική συνείδηση. Αυτοματισμούς που δεν έχουν συνήθως την παραμικρή σχέση με την ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών αλλά προκύπτουν από παράπλευρες δυσλειτουργίες της ελεύθερης αγοράς, σε συνθήκες ραγδαίας υποχώρησης των προνοιακών μηχανισμών του κράτους.
Ο λόγος, για την άτυπη «αξιολόγηση» των επιμέρους πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων που προκύπτει από τη δημοσιοποίηση των ετήσιων βάσεων εισαγωγής σ’ αυτές· βάσεων εισαγωγής που, με τη σειρά τους, αποτυπώνουν άμεσα τη μεταβαλλόμενη κάθε φορά σχετική προσφορά και ζήτηση. Θεωρητικά, αυτή η αποτύπωση αντανακλά όχι βέβαια την «ποιότητα» των σπουδών που παρέχει κάθε σχολή, αλλά την «κοινωνική αξία» τους: τις διαφαινόμενες επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων (την εκτιμώμενη πιθανότητα να βρουν αυτοί κάποια σχετική απασχόληση, αλλά και των εικαζόμενων μελλοντικών απολαβών τους ύστερα από κάποιο πρώτο μεταβατικό διάστημα), σε σύγκριση με την υπολογιζόμενη οικονομική επιβάρυνση των οικογενειών τους. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, στη διαδικασία αυτή υπεισέρχονται ακόμη δύο τουλάχιστον εξωτερικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα τον εκτροχιασμό της όλης αξιολόγησης.
Η πρώτη παράμετρος είναι η λειτουργία των εισαγωγικών εξετάσεων ως σύγχρονης πασαρέλας, πάνω στην οποία η μέση νεοελληνική οικογένεια επιδεικνύει τα τέκνα της στο ευρύτερο κοινωνικό της περιβάλλον. Για τα μικροαστικά ιδίως στρώματα, με το στριμωγμένο παρόν και το ακόμη πιο αβέβαιο μέλλον, η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει πάψει προ πολλού ν’ αποτελεί μηχανισμό εγγυημένης κοινωνικής κινητικότητας.
Με τις στρατιωτικές κι αστυνομικές σχολές να είναι πλέον οι μόνες που εξασφαλίζουν ρητά κάποια μελλοντική απασχόληση, η κατάκτηση μιας «ευπρόσωπης» βάσης στις πανελλαδικές εκλαμβάνεται έτσι συχνά περισσότερο ως μια δοκιμασία (βραχύβιας αλλά ευρύτατα αποδεκτής) κοινωνικής καταξίωσης, παρά σαν ένα βήμα προς το μέλλον του σημερινού δεκαοχτάρη – που, έτσι κι αλλιώς, θα περάσει από σαράντα κύματα μέχρι να τακτοποιηθεί. Εξ ου και δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο της οικογενειακής (και κοινωνικής, γενικότερα) πίεσης πάνω σε εφήβους με καλές βαθμολογικές επιδόσεις, προκειμένου να επιλέξουν σχολή με κριτήριο όχι το περιεχόμενο των σπουδών ή την εικαζόμενη ισχύ του μελλοντικού τους πτυχίου, αλλά το κοινωνικά επιδείξιμο των μορίων της αντίστοιχης βάσης εισαγωγής.
Περισσότερο ορθολογικός φαντάζει ο δεύτερος παράγοντας: οι παρεμβάσεις των ιδιωτικών φροντιστηρίων στις επιλογές των υποψηφίων, κατά τη συμπλήρωση των σχετικών δελτίων. Με την εξωτερική εικόνα επαγγελματικής καταξίωσης των φροντιστών ευθέως ανάλογη των «επιτυχιών» τους σε σχολές με πολλά ή έστω αρκετά μόρια, ασκείται κι εδώ ένας δεύτερος γύρος πιέσεων (παραπειστικού, συνήθως, χαρακτήρα) προς τα παιδιά, ώστε ν’ «ανεβάσουν» τον αριθμητικό πήχη των στόχων τους σε βάρος των πραγματικών επιθυμιών τους.
Η ίδια επιδίωξη ενός εμπορικά αξιοποιήσιμου σκορ ωθεί άλλωστε πολλά φημισμένα φροντιστήρια στην προεπιλογή μαθητών με βάση τις προηγούμενες σχολικές επιδόσεις τους, προκειμένου να διασφαλιστεί εκ των προτέρων ένα μάξιμουμ αναμενόμενων «επιτυχιών». Η αυτονόητη εικονικότητα της απόδοσης αυτών των τελευταίων σε φροντιστήρια που ξεκινούν μ’ ένα ήδη πολλά υποσχόμενο ανθρώπινο υλικό, ουδόλως πλήττει φυσικά την καλή εικόνα των εκπαιδευτών, αφού η προεπιλογή λειτουργεί τελικά ως αυτοεκπληρούμενη ευμενής προφητεία.
Τον καιρό του Airbnb
Τι σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη – όχι για τη μετέπειτα καριέρα κάθε εξατομικευμένου υποψηφίου, αλλά για την εγχώρια πανεπιστημιακή κοινότητα ως τέτοια; Πολύ απλά, τη δρομολόγηση ενός φαύλου κύκλου εικονικής «αξιολόγησης», που στην καλύτερη περίπτωση λειτουργεί παραπλανητικά και στη χειρότερη μπορεί ν’ αποδειχθεί μεσοπρόθεσμα υπονομευτική για την ποιότητα πολλών καλών τμημάτων, προς όφελος όσων επιδίδονται απλώς σε καλύτερες δημόσιες σχέσεις.
Ας πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα – ακραίο ενδεχομένως, αλλά αρκούντως διαφωτιστικό. Το Ιστορικό-Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο, είναι ως γνωστόν ένα από τα καλύτερα του είδους εν Ελλάδι. Μέχρι πρότινος, οι βάσεις εισαγωγής εκεί υπολείπονταν κάπως των αντίστοιχων στα κεντρικά ΑΕΙ, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τις περιφερειακές σχολές, στην ίδια πάντως τάξη μεγέθους. Μέσα στην τελευταία τριετία κατρακύλησαν ωστόσο δραματικά, από 12.359 μόρια το 2012 σε 10.737 το 2019 και μόλις 8.750 το 2020.
Η εξέλιξη δεν οφειλόταν βέβαια ούτε σε απότομη ποιοτική υποβάθμιση των παρεχόμενων σπουδών ούτε σε κάποια ξαφνική επιδείνωση των επαγγελματικών προοπτικών των αποφοίτων, αλλά σε μια καθαρά εξωγενή παράμετρο: την έκρηξη του Airbnb (και τη συνακόλουθη δραματική αύξηση των ενοικίων στην πόλη) κατά το αμέσως προηγούμενο διάστημα, εξέλιξη που κατέστησε απαγορευτική για πολλούς νέους κάθε σκέψη να σπουδάσουν εκεί.
Από τη στιγμή όμως που ένα συγκεκριμένο τμήμα σταμπάρεται σαν «χαμηλόβαθμο» στην προαναφερθείσα άτυπη ιεραρχία, πολλοί γονείς δίχως οικονομικό πρόβλημα θ’ αποτρέψουν την εγγραφή εκεί των παιδιών τους προς όφελος μιας πιο «ευπαρουσίαστης» επιλογής. Προς την ίδια κατεύθυνση ωθούν και οι φροντιστές. Με αποτέλεσμα, μια συγκυριακή «υποβάθμιση» να (κινδυνεύει να) μετατραπεί σε μόνιμη, με ουσιαστικές πλέον επιπτώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου