![]() |
Καπιταλισμός και δημοκρατία: Μια δύσκολη σχέση που έφτασε στο τέλος της
του Γιάννη Ανδρουλιδάκη
Εάν υπάρχει ένα κεντρικό συμπέρασμα αυτής της όχι ιδιαίτερα ευοίωνης εποχής που ζούμε, είναι η απόλυτη και ολοκληρωτική διάψευση της ιδέας ότι ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι δύο έννοιες συνυφασμένες μεταξύ τους.
Η ιδέα αυτή υπήρξε το βασικό επιχείρημα και το βασικό άλλοθι των δυτικών κοινωνιών, από το τέλος ήδη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με ακόμα μεγαλύτερη ένταση μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, στο τέλος της δεκαετίας του 1980. Η φιλολογία περί ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) δεν ήταν στην πραγματικότητα μόνο ή κυρίως οικονομική. Ήταν πρωτίστως πολιτική και υπονοούσε ότι έξω από τον ατελή αλλά ασφαλή χώρο του καπιταλισμού και των οικονομικών ανισοτήτων που γεννά, καιροφυλακτούν ο ολοκληρωτισμός, η αντίδραση και ο πόλεμος.
Όσοι αμφισβήτησαν αυτόν τον ισχυρισμό για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, αντιμετωπίζονταν κατά κόρον ως ιδεοληπτικοί φανατικοί ή στην καλύτερη περίπτωση ως πολιτικοί σπασίκλες.
Σήμερα όμως, είναι ο ίδιος αυτός ισχυρισμός που μοιάζει αστείος. Ο ολοκληρωτισμός έχει αποκαθηλωθεί από τη θέση του σκιάχτρου στο χωράφι των καπιταλιστικών χωρών και έχει τοποθετηθεί ως λάβαρο στη στέγη τους. Η αντίδραση είναι η κανονικότητα του κρατικού λόγου. Και ο πόλεμος είναι κάτι το οποίο από τη μία αναπτύσσεται σε καινοφανείς ποιότητες βαρβαρότητας, όπως είδαμε και βλέπουμε να συμβαίνει στη Γάζα, υπό την ανοχή και τη στήριξη βεβαίως της Δύσης, και από την άλλη αποδαιμονοποιείται ταχύτατα στη γλώσσα της εξουσίας. Δεν είναι μόνο ο Τραμπ που απειλεί με εξαφάνιση όποιον δεν του κάνει κέφι, δίνοντας έναν πιο μπρουτάλ τόνο στην πολιτική που και σε άλλες εποχές ακολουθούσαν οι ΗΠΑ. Είναι και οι Ευρωπαίοι ηγέτες, που αφήνοντας κατά μέρος τον μύθο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στην ουσία της μια ένωση ειρήνης, καλούν σε πολεμικές προετοιμασίες με όρους που δεν θα τους φανταζόμασταν ως πρόσφατα και σίγουρα καθόλου πριν την οικονομική κρίση του καπιταλισμού, το 2008. Αν πριν λίγα χρόνια κάποιος προέβλεπε ότι ο υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας, της χώρας που έκανε επί 8 δεκαετίες μπίζνες με τις ενοχές της, θα δήλωνε δημόσια ότι η Ευρώπη πέρασε το τελευταίο της ειρηνικό καλοκαίρι, θα τον περνούσαν ίσως για τρελό.
Ας κάνουμε εδώ μια πρώτη παραδοχή. Το γεγονός ότι οι δυτικές -και όχι μόνοι οι δυτικές- κυβερνήσεις μπορούν με τόση ευκολία να παραβιάζουν αυτές όλα εκείνα των οποίων είχαν ανακηρύξει τους εαυτούς τους και το σύστημά τους ως θεματοφύλακες, είναι όχι γιατί έχασαν κάποια μάχη, αλλά κατ’ αρχήν επειδή κέρδισαν και μάλιστα με τρόπο συντριπτικό τη μάχη που έδωσαν με τις κοινωνίες και τις αντιστάσεις τους. Η νίκη αυτή, που είναι μια ήττα για όλους εμάς τους υπόλοιπους, επιτεύχθηκε σε δύο γύρους. Ο πρώτος ήταν η οικονομική κρίση του 2008, η διαχείρισή της και οι κοινωνικές αντιστάσεις, που σε πολιτικό επίπεδο ταυτίστηκαν καλώς ή κακώς με ένα είδος νέας αριστεράς που αναδύθηκε στην κρίση. Και ο δεύτερος ήταν η πανδημία και οι πολιτικές της, τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και σε επίπεδο απονεύρωσης και εξουδετέρωσης των κοινωνικών δυναμικών.
Για να μην δημιουργούνται παρεξηγήσεις: Τόσο η κρίση του 2008 όσο και η πανδημία και κυρίως η διαχείρισή της, το 2020, δεν ήταν ένας οικονομικός θρίαμβος του κεφαλαίου, όχι ως μια ενιαία οντότητα τουλάχιστον. Υπήρξε όμως ένας πολιτικός θρίαμβος απέναντι στις κοινωνίες, οι οποίες απέναντι στην οικονομική κρίση αντέταξαν πολύ σημαντικούς αγώνες και κάποιες πιο υποτονικές ιδέες εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι απόπειρες αυτές δεν έχασαν μια μάχη ούτε αναδιπλώθηκαν απέναντι στον αντίπαλο, αλλά κατατροπώθηκαν ολοσχερώς. Με άμεσο αποτέλεσμα, την περίοδο της Πανδημίας, όταν συντελέστηκε ένας fast track «μεγάλος μετασχηματισμός», οι κοινωνίες να τον παρακολουθήσουν σε μια κατάσταση βουβής αμηχανίας -ή ακόμα χειρότερα είδαν τις πιο αντιδραστικές και συνομωσιολογικές πτέρυγες να οργανώνονται ως η αντισυστημική αντιπολίτευση της καινούριας εποχής.
Η Κλάρα Τσέτκιν, Γερμανίδα επαναστάτρια της εποχής του Μεσοπολέμου, είχε πει ότι ο φασισμός είναι η τιμωρία του προλεταριάτου για την αποτυχία του να διευρύνει την επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Ακόμα κι αν ο αφορισμός αυτός έχει κάτι από την αυτοαναφορικότητα των επαναστατών, που θέλουν πάντα να λένε ότι όλα όσα συμβαίνουν καθορίζονται από την πορεία της επανάστασης, πρέπει μάλλον να δεχτούμε ότι σε περιόδους κρίσης του συστήματος, φτωχοποίησης των κοινωνιών και κυρίως γενίκευσης της ανασφάλειας ενός μεγάλου μέρους των κοινωνικών στρωμάτων, οι προοδευτικές και οι ριζοσπαστικές δυνάμεις έχουν λίγο χρόνο για να στρέψουν την κατάσταση προς όφελός τους. Αν αποτύχουν, η αναδίπλωση των κοινωνιών σε θέσεις πολιτικού αυταρχισμού, γενικευμένου ανταγωνισμού και καταφυγής στην λατρεία της ισχύος, είναι η λογική συνέπεια.
Και εκατό χρόνια από τη στιγμή που εξέφρασε αυτή την ιδέα η Τσέτκιν, ζούμε την επιβεβαίωσή της. Και μάλιστα σε έναν κόσμο ο οποίος, σε σχέση με την ανθρωπότητα του Μεσοπολέμου, δεν έχει καμία συγκροτημένη εναλλακτική στον φασισμό και την Ακροδεξιά και σε έναν κόσμο ο οποίος έχει τα μέσα της αυτοκαταστροφής του και έχει μάλιστα αρχίσει να τα χρησιμοποιεί.
Ας δούμε λοιπόν, συνοπτικά, τις προϋποθέσεις τις οποίες πληροί η εποχή μας για να αναπτυχθούν όχι απλά φασιστικά ρεύματα μέσα στις κοινωνίες, αλλά ακόμα πιο πέρα για να φτάσει η Ακροδεξιά να πετύχει σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη -κατά μία έννοια μεγαλύτερο από αυτό του Μεσοπολέμου- στην «κατάληψη του κράτους», που είναι ο στρατηγικός στόχος του φασισμού, όπως τον έθεσε ο Μουσολίνι.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
- Οικονομική κρίση του καπιταλισμού, που συνδυάζει τη φτωχοποίηση των κοινωνιών και τη δημιουργία κοινωνικής ανασφάλειας σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού από τη μία, με την αλλαγή των συσχετισμών στον τρόπο παραγωγής των από πάνω. Στο πρώτο μεγάλο κύμα του φασισμού, είχαμε την κρίση του 1929 και ταυτόχρονα τη σύγκρουση της βαριάς βιομηχανίας που στήριξε ανεπιφύλακτα τον φασισμό και τον ναζισμό, καθώς κέρδιζε την ηγεμονία από την ελαφριά μεταποιητική βιομηχανία στην Ευρώπη. Σήμερα έχουμε την κρίση του 2008 και ταυτόχρονα την αντικατάσταση της βαράς βιομηχανίας και του παραγωγικού καπιταλισμού από αυτό που αποκαλείται καπιταλισμός της πλατφόρμας. Η υποστήριξη αυτού του κομματιού του Κεφαλαίου προς την Ακροδεξιά είναι ρητή. Την είδαμε να εκφράζεται την επομένη της ανάληψης της εξουσίας από τον Τραμπ για μια δεύτερη θητεία, με τον Έλιον Μασκ και τους ιδιοκτήτες των μεγάλων πλατφορμών να καμαρώνουν παραταγμένοι κατά την ορκωμοσία τους, δείχνοντας ότι ξεκινά μια νέα εποχή που είναι η δική τους.
- Μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στις βασικές καπιταλιστικές δυνάμεις του κόσμου, όχι απλά για ζώνες επιρροής αλλά και για το ποιος θέτει τους κανόνες του παιχνιδιού. Σήμερα ο ανταγωνισμός αυτός είναι ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, είναι ο πιο επισφαλής σε οικονομικό επίπεδο, ακόμα και από τον Ψυχρό Πόλεμο, και κινητοποιεί τους οικονομικούς και πολιτικούς εθνικισμούς στο εσωτερικό των στρατοπέδων. Η θέσπιση δασμών από τον Τραμπ, μετά από δεκαετίες κατά τις οποίες αυτή η συζήτηση είχε εντελώς δαιμονοποιηθεί από τους κήρυκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι υπό αυτή την έννοια τμήμα αυτού του εθνικισμού και δεν μπορεί να αποκοπεί από τις πολιτικές εκφράσεις του εθνικισμού ή ακόμα και τις μυστικιστικές εκφάνσεις του εθνικισμού, που αποκτούν ξεκάθαρα ρατσιστικά χαρακτηριστικά που ανάγονται στην εποχή των ναζί. Έτσι την ώρα που ο Τραμπ βάζει δασμούς στα κινεζικά προϊόντα, ξεκινά ταυτόχρονα έναν ανελέητο πόλεμο εναντίον των Μεξικανών και λατίνων μεταναστών και το National Security Strategy συνδέει ευθέως την άρνηση των Ευρωπαίων να δεχθούν το σχέδιο Τραμπ για την Ουκρανία με τον πολιτιστικό εκφυλισμό, όπως τον ονομάζουν, που οφείλεται στην πρόσμειξη με σκούρες φυλές.
- Την αποτυχία των κοινωνικών κινημάτων, ιδιαίτερα του εργατικού κινήματος, και των σοσιαλιστικών πολιτικών να απαντήσουν στις συνέπειες τις κρίσης. Στον Μεσοπόλεμο αυτό είναι κάτι που κρίνεται κατά περίπτωση ανά χώρα, αλλά με κοινό χαρακτηριστικό ότι με την εξαίρεση της Ισπανίας σε καμία άλλη χώρα το εργατικό κίνημα δεν κατορθώνει να αντιπαρατάξει μια εναλλακτική κοινωνία στον καπιταλισμό. Σήμερα, βέβαια με την πανωλεθρία των αριστερών πολιτικών ρευμάτων που αναπτύχθηκαν αμέσως μετά την κρίση, κάτι στο οποίο η Ελλάδα υπήρξε πρωταγωνίστρια και στη συνέχεια, στην απόλυτη καθίζησή τους κατά τη διάρκεια και μετά την Πανδημία, ειδικά στην Ευρώπη.
Αποφεύγοντας για την ώρα να επεκταθώ στα δύο πρώτα σημεία, θα σταθώ στο τρίτο για να πω ότι καθώς η Αριστερά βλέπει την Ακροδεξιά να την υποσκελίζει, κάνει δύο στρατηγικά λάθη.
Το πρώτο είναι ότι έχοντας αποτύχει να συγκροτήσει με επιτυχία μια εναλλακτική στο οικονομικό επίπεδο, επιχειρεί να την συγκροτήσει γύρω από άλλες πτυχές της καταπίεσης, κυρίως με την έμφαση στην πολιτική των ταυτοτήτων. Η υπεράσπιση των ελευθεριών και άρα και των ταυτοτικών ελευθεριών είναι αναπόσπαστο στοιχείο της σύστασης της Αριστεράς. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι συνθηκολογώντας σχεδόν άνευ όρων στο οικονομικό πεδίο, η Αριστερά, εγκαταλείποντας την επίκληση των συλλογικών διεκδικήσεων, του συνδικαλισμού και μιας κολεκτιβίστικης ή σοσιαλιστικής οπτικής της κοινωνικής οργάνωσης, μοιάζει να παραδίνεται στον φιλελευθερισμό, στη βασική αντίθεσή μαζί του: σε αυτήν ανάμεσα στον ατομικισμό και τη συλλογική δημιουργία. Από τη στιγμή που το κάνει αυτό, η υπεράσπιση των ταυτοτήτων δεν είναι πια ένα αναπόσπαστο τμήμα μιας κίνησης προς τη συλλογική χειραφέτηση, αλλά προς την ατομική διέξοδο. Εντάσσοντας έτσι το οπλοστάσιό της στην αποθήκη ιδεών του φιλελευθερισμού, η Αριστερά προσφέρει στην Ακροδεξιά τη δυνατότητα να μιλήσει για συλλογικά σχέδια. Τα συλλογικά σχέδια αυτά είναι γεμάτα δηλητήριο, αλλά πρέπει να μη χρειαστεί ένας τρίτος παγκόσμιος για να το ξανακαταλάβουν αυτό οι κοινωνίες -εφόσον επιζήσουν. Συνεπώς, η Αριστερά πρέπει να ανακτήσει τη δυνατότητα και την αυτοπεποίθηση να δημιουργεί συλλογικά σχέδια.
Και το δεύτερο, αφορά τον τρόπο με τον οποίον μιλάμε για αυτά τα συλλογικά σχέδια. Ζαλισμένη από την ήττα, η Αριστερά -ή ένα μέρος της σε κάθε περίπτωση- καταφεύγει σε μια εντελώς βλακώδη ιδέα. Πιστεύει ότι αφού τα πάντα πάνε δεξιά, μένει αρκετός άδειος χώρος στο Κέντρο για να τον καλύψει. Έτσι, προσπαθεί να εμφανιστεί ως μια δύναμη λογικής ή ακόμα χειρότερα, υπεράσπισης ενός κόσμου που χάνεται και τον οποίον η ίδια δικαίως τον πολέμησε και σήμερα κανείς δεν τον νοσταλγεί. Αυτή βέβαια είναι μια πολύ στατική και αντιδιαλεκτική ιδέα περί πολιτικής. Στην πραγματικότητα, αυτό που μας αναλογεί να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να τραβήξουμε το σκοινί από την άλλη κατεύθυνση, αντί να προσπαθούμε απλά να μην μας τραβήξει το σχοινί. Απέναντι δηλαδή στην κοινωνία που προωθεί η Ακροδεξιά, να συγκροτήσουμε την δική μας εναλλακτική. Εκεί όπου ο φασισμός προτάσσει τον ανταγωνισμό, να αντιπαρατάξουμε την αλληλεγγύη. Εκεί όπου ο φασισμός προτάσσει τον αυταρχισμό να αντιπαρατάξουμε την ελευθερία. Εκεί όπου ο φασισμός προτάσσει το ισχυρό κράτος να αντιπαρατάξουμε την ομοσπονδιακή ένωση, αλλά εκεί όπου ο φασισμός προτάσσει το ιδιωτικό εμείς να αντιπαρατάξουμε το δημόσιο.
Η Αριστερά, οι κοινωνίες, οφείλουν να ξαναμιλήσουν δυνατά και χωρίς ενοχή για το μεγάλο συλλογικό και όχι φατριακό τους συμφέρον. Να μιλήσουν για την ανάγκη να παρέχονται δημόσια όλες οι κοινωνικές υπηρεσίες, για την ανάγκη να υπάρχει λογοδοσία στη λειτουργία της πολιτείας, για τη σημασία να δημιουργηθεί μια πλατιά συμμαχία ντόπιων και μεταναστών απέναντι στα αφεντικά και για τον οικολογικό μετασχηματισμό της κοινωνίας που θα περνάει και από την άρνηση του ενεργειακού εθνικισμού που προβάλλεται σήμερα ως φάρμακο δια πάσα νόσο.
Οι ιδέες αυτές, ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις, είναι σήμερα μειοψηφικές στην κοινωνία. Αλλά είναι επείγον να δοκιμαστούν μέσα στις δομές της και να αποκτήσουν ρίζες, αν θέλουμε να σταματήσουμε την εξάπλωση της φαιάς φασιστικής πανούκλας. Το κίνημα που αναπτύχθηκε το περασμένο καλοκαίρι ενάντια στη γενοκτονία της Γάζας είναι αρκετά ενδεικτικό, της σημασίας που έχει το να παλεύουμε χωρίς αστερίσκους για την ιδέα μας μέσα στην κοινωνία, αλλά και των εμποδίων που θα συναντήσουμε και τα οποία είναι αναβαθμισμένα σε σχέση με το παρελθόν.
Ένα σύνθημα που εμφανίστηκε πριν 25 χρόνια στη Γαλλία στις διαδηλώσεις ενάντια στον Ζαν Μαρί Λε Πεν έλεγε ότι «ο φασισμός είναι γάγγραινα. Ή τον ξεριζώνεις ή πεθαίνεις από αυτόν». Οι ίδιοι οι Γάλλοι δεν διδάχτηκαν πολλά από αυτό το σύνθημα. Όσο ακόμα η ανθρωπότητα είναι ένας ζωντανός οργανισμός όμως, η ανάγκη να ξεριζωθεί η γάγγραινα είναι η πιο επείγουσα από όσες αναλογούν στη γενιά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου