23 Δεκεμβρίου 2025

Ε.Ε.: Οι Βρυξέλλες «θυσιάζουν» τους αγρότες

Η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, βορά στα μονοπώλια και τους πολεμοκάπηλους.

Μπορεί η αναβολή για την υπογραφή της συμφωνίας της Ε.Ε. με της Mercosur μέχρι τον Ιανουάριο, όπως ανακοίνωσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στη σύνοδο για το Ουκρανικό, να κινείται προς την κατεύθυνση της εκτόνωσης των δυναμικών κινητοποιήσεων των Γάλλων (κατά κύριο λόγο) αγροτών, όμως σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί τα αιτήματα του κλάδου. Οι Ευρωπαίοι αγρότες είδαν για άλλη μία φορά τις Βρυξέλλες να καλούν τον πολίτη της Ε.Ε., παρά τα προβλήματά του που οφείλονται στην πολιτική της, να πληρώσει για την Ουκρανία, την ανοικοδόμησή της από τις αμερικανικές εταιρείες και τον πόλεμο που η κεντρική διακυβέρνηση θέλει να σηκώσει εναντίον της Ρωσίας. Άκουσαν τις Βρυξέλλες να ικανοποιούν τη βουλιμία άλλων, προνομιούχων, τομέων της οικονομίας της ηπείρου (αυτοκινητοβιομηχανία, αμυντικοί εξοπλισμοί) να ικανοποιούνται εις βάρος του πολυδιαφημισμένου κάποτε Green Deal, ενώ οι ίδιοι υφίστανται τους περιορισμούς στην παραγωγή και τη μείωση του προϋπολογισμού της ΚΑΠ με πρόσχημα την προστασία του κλίματος.

Πολλές γαλλικές αγροτικές οργανώσεις, όπως το μεγαλύτερο συνδικαλιστικό όργανό τους FNSEA, η αριστερή Confédération Paysanne, ακόμη και το δεξιό και  δεύτερο μεγαλύτερο γεωργικό συνδικάτο, το Coordination Rurale (Αγροτικός Συντονισμός), αλλά και η Ομοσπονδία των Κτηνοτρόφων, δηλώνουν πως η απόφαση τούτη της φον ντερ Λάιεν είναι ανεπαρκής κι ετοιμάζονται να κλιμακώσουν τη δράση τους μέσα στις γιορτές. Κι αυτό παρά τις προειδοποιήσεις της κυβέρνησης πως δεν πρόκειται να ανεχθεί μπλόκα στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών.

Μπορεί η υγειονομική κρίση της DNC (οζώδους δερματίτιδας), η οποία έχει οδηγήσει σε μαζική σφαγή των βοοειδών στη Γαλλία να έχει αποτελέσει τη θρυαλλίδα για τις κινητοποιήσεις, όμως τα αιτήματα των αγροτών και κτηνοτρόφων της χώρας να μη θυσιασθεί ο κλάδος για τα λίγα και καθαρά εμπορικά συμφέροντα είναι πάγια. Και δεν είναι μόνον Γαλλικά ή Βέλγικα. Η αναβολή της συμφωνίας  δεν σημαίνει ότι η μάχη έχει κερδηθεί, δε σημαίνει οριστική εγκατάλειψη της Mercosur, αλλά αποτελεί απλώς μια τακτική κίνηση, προκειμένου να διασωθεί ό,τι έχει απομείνει από την αξιοπιστία της ΕΕ και να εκτονωθεί η αυξανόμενη και εκτεταμένη αντίθεση, τόσο του γεωργικού κλάδου, όσο  και της κοινωνίας των πολιτών, που βλέπουν ότι βρίσκονται μπροστά σε μία από τις χειρότερες οικονομικές, ενεργειακές, πληθωριστικές, στεγαστικές και σύντομα μπορεί και επισιτιστικές κρίσεις στην Ευρώπη.

Η Ε.Ε. απέδειξε και στη σύνοδο στην Ουκρανία, πως οι προτεραιότητές της δεν περιλαμβάνουν τους αγρότες, αλλά ούτε και τους πολίτες που εξαρτώνται από τις πολιτικές της αποφάσεις. Γιατί δεν είναι μόνον η συμφωνία με τη Mercosur, που πέρα από ορισμένους τομείς «πολυτελείας» της αγροτοκτηνοτροφίας (κρασιά, τυποποίηση DOC, αλλά και αγροτικών μηχανημάτων), δεν ευνοούν τους παραγωγούς -όσο κι εάν οι Βρυξέλλες επιμένουν πως αρκούν οι «περιορισμοί» των εισαγωγών στους 99.000 τόνους και οι δασμοί του 7,5% για να προστατευθεί η ευρωπαϊκή παραγωγή κι οι αγρότες. Κατά βάση, η πηγή του προβλήματος είναι το όλο πρόγραμμα της ΚΑΠ που θα αρχίσει να εφαρμόζεται μετά το 2027 και προβλέπει να συγχωνεύσει σε ένα ενιαίο ευρωπαϊκό ταμείο τη γεωργία με τη συνοχή και την έρευνα, που έχει επικριθεί από πολλά μέρη.

Τούτη η, χωρίς μακρόπνοο όραμα και βάση, επιλογή για την ΚΑΠ όχι μόνο συνεπάγεται μία μείωση περίπου 20% στις επιχορηγήσεις για τον τομέα (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η υποτίμηση λόγω πληθωρισμού, που εκτιμάται σε περίπου 20%). Επιπλέον, σύμφωνα με τις πανευρωπαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις COPA (Επιτροπή Επαγγελματικών Γεωργικών Οργανώσεων) και COGECA (Γενική Επιτροπή Γεωργικής Συνεργασίας),  αυτή η συγχώνευση θα πυροδοτούσε έναν εσωτερικό ανταγωνισμό με άλλες πολιτικές της Ε.Ε., καθώς και ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών και κατακερματισμό της ενιαίας αγοράς στην Ε.Ε.. Ήδη οι πρώτες ρήξεις, με αφορμή τη Mercosur, υπόκωφα ακόμη, έχουν αρχίσει να καταγράφονται ανάμεσα στις χώρες που ευνοούνται (όπως η Γερμανία για τα οχήματα και τις φαρμακευτικές και χημικές βιομηχανίες της κι η Ισπανία για τις εξαγωγές λαδιού και κρασιού) με τις άλλες χώρες των οποίων οι καθαρά γεωργικο-κτηνοτροφικές αγροτικές πολιτικές.

Ακόμα και η πρόσφατη υπόσχεση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να συνδέσει το 10% του υπολειπόμενου ελεύθερου προϋπολογισμού του Ενιαίου Ταμείου με νέους στόχος στον αγροτικό τομέα δεν έπεισε τις δύο οργανώσεις, που πρωτοστάτησαν στις έντονες διαμαρτυρίες  στους δρόμους των Βρυξελλών στις  18 Δεκεμβρίου.

Η μείωση του γεωργικού προϋπολογισμού απομακρύνει τον αγροτοκτηνοτροφικό τομέα της Ε.Ε. από τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας, που επιδιώκονται με τον στόχο Farm to Fork (από το χωράφι στο πιάτο, σε ελεύθερα ελληνικά), αλλά και τη στρατηγική για τη βιοποικιλότητα 2030. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η προσαρμογή στην Green Deal, αλλά και οι αυξανόμενες αγροτο-περιβαλλοντικές ανάγκες για την άμυνα από την κλιματική αλλαγή,  την προστασία του εδάφους κλπ,  απαιτούν όχι μόνο μέτρα μετριασμού της παραγωγής αλλά και δαπανηρά μέτρα προσαρμογής σε νέους τρόπους καλλιέργειας, κατανάλωσης ενέργειας και εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου.

Οι Ευρωπαίοι αγρότες (από τη Γαλλία και το Βέλγιο, ίσαμε την Ιρλανδία και την Πολωνία, κυρίως)  βλέπουν ότι ο τομέας τους είναι ο μόνος που καλείται να θυσιασθεί για μία τυπική τελείως εφαρμογή των «πράσινων» οδηγιών, την ώρα που αναστέλλονται οι προβλέψεις για την κατάργηση των βενζινοκίνητων οχημάτων για να στηριχθεί η γερμανική βιομηχανία. Και από την άλλη να θεσπίζονται 90 δισεκ. ευρώ για την Ουκρανία  με θυσίες των ευρωπαίων πολιτών, όταν για πολλούς αγρότες και κυρίως του μεγάλου σιτοβολώνα της Πολωνίας, οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων από τη χώρα τούτη(της οποίας η ένταξη στην Ε.Ε. συζητιέται κιόλας) αποτελούν μέγα κίνδυνο.

Η αφαίμαξη για πολεμικούς στόχους και για την εξυπηρέτηση της βαριάς βιομηχανίας και η συμφωνία της Mercosur που ευνοεί αποκλειστικά και μόνο τα ευρωπαϊκά μονοπώλια της αγροτοβιομηχανίας, επισκιάζει τις βασικές προτεραιότητες, οι οποίες θα  πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να διασφαλιστεί για την Ε.Ε. ένα αγροδιατροφικό σύστημα ικανό να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία της στις σημερινές συνθήκες.

Όπως διαπιστώνεται και στην Ελλάδα (όπου η κρίση στο αγροτικό εισόδημα γιγαντώθηκε ένεκα και του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ), ο αγροτικός τομέας στην Ε.Ε. θα πρέπει πρωτίστως να καταστεί και πάλι ελκυστικός. Να γίνει μία ανανέωση γενεών στο επάγγελμα, με νέους να πεισθούν να ασχοληθούν και πάλι με τους τομείς αυτούς, αλλά…Το αλλά, που κάνει την ποιοτική διαφορά είναι να εξασφαλίζεται στους αγρότες ένα δίκαιο κι επαρκές εισόδημα. Που θα καθορίζεται από την πηγή -υπό προϋποθέσεις- και δεν θα διασπαθίζεται στη διαδρομή μεταξύ των μεσαζόντων και των τραστ της αγροτοβιομηχανίας, οι οποίοι επιβάλλουν τους όρους, τις τιμές και τη διάθεση.

Για τούτο, πρέπει ο αγροτοκτηνοτροφικός τομέας να γίνει ανταγωνιστικός και ανθεκτικός: να ευθυγραμμιστούν τα πρότυπα παραγωγής των εισαγόμενων προϊόντων με αυτά που παράγονται στην Ε.Ε. και να υιοθετηθούν μέτρα ελέγχου για τα επικίνδυνα φυτοφάρμακα που έχουν απαγορευτεί στην Ευρώπη. Πρότυπα που δεν τηρούνται σε πολλές από τις χώρες της Mercosur και που εν πολλοίς -κι όχι μόνον υπερπαραγωγής- καθιστούν τα προϊόντα τους πιο φθηνά κι ανταγωνιστικά από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.

Η ευρωπαϊκή πολιτική πρέπει να διασφαλίσει το μέλλον  του τομέα, αναγνωρίζοντας τον σημαντικό του ρόλο στη μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα και να προωθηθεί η πρόσβαση στην αγορά για τα προϊόντα βιολογικού ελέγχου. Επίσης, να προωθηθεί η μετάβαση σε φθηνή και ακίνδυνη για το περιβάλλον ενέργεια: ένα ενδεχόμενο που αυτοκτονικά για την επιβίωσή της η ΕΕ απομακρύνει επικίνδυνα με την πολεμική εμμονή της απέναντι στη Ρωσία κι ασπαζόμενη το ακριβό αμερικανικό LNG.

Αλλά, η Ε.Ε. υστερεί και στην εξασφάλιση δίκαιων συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στις ίδιες τις αγροτικές περιοχές. Η ανυπαρξία υπηρεσιών κι υποδομών, καθώς τα πάντα μετακυλίονται στον ιδιωτικό τομέα -ο οποίος φυσικά αναζητεί τις πιο προσοδοφόρες περιοχές της αστικής συγκέντρωσης -αλλά και βασικών υποδομών, είτε γιατί δεν έχουν αναπτυχθεί, είτε καθυστερεί η αποκατάστασή τους έπειτα από τις πολλαπλασιαζόμενες φυσικές καταστροφές -ευνοούν τη φυγή από τις αγροτικές περιοχές. Οι οποίες σε μεγάλο βαθμό, πόρρω απέχουν από το να είναι «ζωηρές», λειτουργικές και βαθιά συνδεδεμένες με την καθημερινή εμπειρία, τη ζωή (και την ποιότητά της) και κυρίως την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά της Ε.Ε..

Μέχρι στιγμής, η εφεκτική στάση του Εμανουέλ Μακρόν, αλλά και της νεοφασίστριας πωθυπουργού της Ιταλίας Τζόρτζιας Μελόνι, η οποία ενώ -σπρωγμένη από τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας (Confidustria και Federmacchine)- συμφωνεί μεν, αλλά αξιώνει περισσότερες διασφαλίσεις, η συμφωνία της Mercosur μπορεί μεν να  πήρε μία μικρή αναβολή για μετά τις γιορτές, αλλά σαφώς  δεν εξυπακούεται πως οι Βρυξέλλες θα σκύψουν πάνω από τα προβλήματα των αγροτών και θα εκπονήσουν ένα πρόγραμμα για την ανάπτυξη και την προστασία του αγροτικού τομέα.

Οι αγροτικές κινητοποιήσεις, όσο κι εάν τα φιλικά προσκείμενα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσα ενημέρωσης πασχίζουν να προβάλουν μόνο την αντίθεση στη Mercosur, δεν αφορούν μόνον τους παραγωγούς και το εισόδημά τους. Αφορούν κι όλη τη δομή κι ιεραρχία στη λήψη αποφάσεων και στην εφαρμογή της πολιτικής της Ε.Ε.. Ο αγροτικός τομέας, όπως κι η κοινωνία των πολιτών, οι καταναλωτές όπως μας θέλει η ευρωπαϊκή και παγκόσμια πράξη πραγμάτων, δεν εκπροσωπούνται στα όργανα αποφάσεων και πολιτικής των Βρυξελλών. Δεν συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αλλά ούτε κι ενημερώνονται απόλυτα.

Ούτε κι οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν την ενημέρωση και μαυλιστικά αποτρέπονται και δεν ευαισθητοποιούνται σχετικά με τη σημασία του πρωτογενούς τομέα. Τόσο στη Γαλλία, την Ελλάδα βεβαίως, αλλά κι αλλού, οι αγροτικές κινητοποιήσεις παρουσιάζονται ως άλλη μία κορπορατιβιστική και συνδικαλιστική εμμονή, που διακυβεύει τα δικαιώματά μας στην κατανάλωση. Απεναντίας, η επισιτιστική ασφάλεια και προστασία, μέσα στα επόμενα χρόνια, θα αναδειχθεί ως ένα από τα βασικότερα θέματα για την επιβίωση των κοινωνιών στην Ε.Ε., αλλά και του ίδιου του ευρωπαϊκού «κοινού οικοδομήματος», του οικοσυστήματος και των πόρων του. Για τούτο, η ευαισθητοποίηση του κοινού, η ανάληψη κοινής δράσης μεταξύ πολλών τομέων, που σήμερα μάλιστα βρίσκονται -ως παρελκόμενα του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής- σε ανταγωνιστική αντίθεση και κυρίως η πίεση που πρέπει να ασκηθεί στην παρηκμασμένη κι άτολμη τεχνοκρατική διακυβέρνηση των Βρυξελλών πρέπει να είναι μαζική και συντονισμένη, ώστε να αποτραπεί η είσοδος της Ευρώπης σε μια σκοτεινή κι επικίνδυνη εποχή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου