![]() |
| Φοιτητές-Πανεπιστήμια | ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ/EUROKINISSI |
Ιδιωτικά πανεπιστήμια: συνταγματική παράκαμψη και ακαδημαϊκή απορρύθμιση
Η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν αποτελεί απλώς μια εκπαιδευτική επιλογή πολιτικής. Αποτελεί βαθιά θεσμική μετατόπιση, η οποία επιχειρείται χωρίς συνταγματική αναθεώρηση, χωρίς κοινωνική συναίνεση και χωρίς στοιχειώδη ακαδημαϊκή τεκμηρίωση. Πίσω από τη θριαμβολογία της κυβέρνησης και της υπουργού Παιδείας, διαμορφώνεται ένα νέο καθεστώς στην Ανώτατη Εκπαίδευση, το οποίο αποδομεί τον δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου και υπονομεύει την έννοια της πανεπιστημιακής ισοτιμίας.
Το άρθρο 16 του Συντάγματος είναι σαφές: η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από δημόσια ιδρύματα, με πλήρη αυτοδιοίκηση και εγγυήσεις ακαδημαϊκής ελευθερίας. Η κυβέρνηση επέλεξε να μην το αναθεωρήσει, γνωρίζοντας ότι δεν διαθέτει την απαιτούμενη πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση. Αντ’ αυτού, προχώρησε σε μια θεσμική παράκαμψη, βαφτίζοντας ιδιωτικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων «Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης». Πρόκειται για νομικό ακροβατισμό, όχι για συνταγματικά καθαρή λύση.
Η πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας -από τις αποφάσεις για τα κολέγια έως τις πρόσφατες κρίσεις περί επαγγελματικών δικαιωμάτων– έχει διαχρονικά διαχωρίσει δύο έννοιες που η κυβέρνηση συγχέει σκοπίμως: την ακαδημαϊκή ισοτιμία τίτλων σπουδών και την επαγγελματική αναγνώριση προσόντων.
Το ευρωπαϊκό δίκαιο, και ειδικότερα η Οδηγία 2005/36/ΕΚ, αφορά αποκλειστικά την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων εντός της εσωτερικής αγοράς. Δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη την αναγνώριση ιδιωτικών πανεπιστημίων ως ισότιμων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, ούτε αίρει συνταγματικές απαγορεύσεις. Το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων παραμένει εθνική αρμοδιότητα.
Παρά ταύτα, η κυβέρνηση επιλέγει να παρουσιάσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία ως άλλοθι, επιχειρώντας να μετατρέψει την επαγγελματική αναγνώριση σε έμμεση ακαδημαϊκή ισοτιμία. Πρόκειται για θεσμική σύγχυση με σοβαρές συνέπειες. Διότι όταν τίτλοι σπουδών ιδιωτικών παραρτημάτων αποκτούν de facto τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους τίτλους των δημόσιων ΑΕΙ, χωρίς ισοδύναμες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις, τότε το δημόσιο πανεπιστήμιο υπονομεύεται στην πράξη.
Το πρόβλημα οξύνεται σε ρυθμιζόμενα επαγγέλματα υψηλής κοινωνικής ευθύνης, όπως ο γιατρός και ο νομικός. Η ιατρική εκπαίδευση, κατά την ευρωπαϊκή και ελληνική πρακτική, προϋποθέτει πανεπιστημιακά νοσοκομεία, ενιαίο ακαδημαϊκό έλεγχο και πλήρη δημόσια εποπτεία. Η ανάθεση της κλινικής εκπαίδευσης σε ιδιωτικά νοσοκομεία, με συμβάσεις και εμπορικούς όρους, δημιουργεί νομικά και ηθικά ερωτήματα που καμία πιστοποίηση δεν μπορεί να απαντήσει.
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν τα ιδρύματα αυτά έχουν κάποια μορφή πιστοποίησης. Είναι αν μπορούν να θεωρηθούν ισότιμα πανεπιστήμια. Και εδώ η απάντηση είναι αρνητική. Πανεπιστήμιο χωρίς υποχρεωτική έρευνα, χωρίς μόνιμο ακαδημαϊκό προσωπικό, χωρίς θεσμική αυτοδιοίκηση και χωρίς πανεπιστημιακές υποδομές, δεν πληροί τον ορισμό του πανεπιστημίου όπως αυτός ισχύει στον ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκπαίδευσης.
Ιδιαίτερα προβληματικό είναι το ζήτημα της ισοτιμίας τίτλων και των επαγγελματικών δικαιωμάτων. Η κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά να εξηγήσει αν και πώς οι απόφοιτοι των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα αποκτούν πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα, ιδίως σε κρίσιμα επαγγέλματα όπως ο γιατρός, ο νομικός και ο ψυχολόγος. Η εμπειρία από τα κολέγια είναι αποκαλυπτική: χρόνια αβεβαιότητας, δικαστικές προσφυγές, αποφάσεις υπό πίεση ευρωπαϊκών οδηγιών και τελικά απορρύθμιση επαγγελμάτων χωρίς αντίστοιχη διασφάλιση ποιότητας.
Στις Ιατρικές Σχολές το πρόβλημα γίνεται εκρηκτικό. Ιατρική εκπαίδευση χωρίς πανεπιστημιακό νοσοκομείο, χωρίς πλήρη δημόσια κλινική ευθύνη και χωρίς ενιαίο ακαδημαϊκό έλεγχο, θέτει ευθέως ζητήματα ασφάλειας ασθενών και επαγγελματικής επάρκειας. Η χρήση ιδιωτικών νοσοκομείων ως χώρων εκπαίδευσης δεν είναι διεθνής κανονικότητα· είναι εξαίρεση και μάλιστα αμφιλεγόμενη.
Η κυβέρνηση επικαλείται την ΕΘΑΑΕ (αλήθεια πώς επιλέγονται τα μέλη της) ως θεματοφύλακα ποιότητας. Ομως η πιστοποίηση ελάχιστων προϋποθέσεων δεν ισοδυναμεί με πανεπιστημιακή ισοτιμία. Η ΕΘΑΑΕ δεν εκλέγει καθηγητές, δεν εγγυάται ερευνητική παραγωγή, δεν διασφαλίζει ακαδημαϊκή ελευθερία. Η επίκλησή της λειτουργεί περισσότερο ως θεσμικό φύλλο συκής παρά ως πραγματική εγγύηση.
Στην ουσία, η χώρα οδηγείται σε ένα διττό σύστημα Ανώτατης Εκπαίδευσης: από τη μία, το δημόσιο πανεπιστήμιο, συνταγματικά κατοχυρωμένο αλλά διαρκώς υποχρηματοδοτούμενο· από την άλλη, ιδιωτικές δομές, ευέλικτες, εμπορικές, χωρίς ακαδημαϊκές δεσμεύσεις, αλλά με πολιτική στήριξη. Αυτό δεν είναι εκσυγχρονισμός. Είναι θεσμική διολίσθηση.
Η Ανώτατη Εκπαίδευση δεν αντέχει ημίμετρα και νομικά τεχνάσματα. Αν η κυβέρνηση πιστεύει πραγματικά στην ιδιωτική Ανώτατη Εκπαίδευση, όφειλε να ανοίξει τη συνταγματική συζήτηση με ειλικρίνεια. Αντί γι’ αυτό, επέλεξε την παράκαμψη. Και αυτό, για ένα τόσο κρίσιμο θεσμό, είναι πολιτικά και θεσμικά ασυγχώρητο.
Τέλος, η πολιτική διάσταση. Η παρουσίαση της εξέλιξης ως «ιστορικού βήματος» δεν είναι απλώς υπερβολική· είναι ανόητη και αστήρικτη. Η Ανώτατη Εκπαίδευση δεν αναβαθμίζεται με δελτία Τύπου, ούτε με επιλεκτική επίκληση διεθνών ονομάτων. Αναβαθμίζεται με σοβαρή χρηματοδότηση, αυστηρά ακαδημαϊκά κριτήρια και στρατηγική μακράς πνοής.
Bon pour l’Orient, λοιπόν. Οχι όμως για μια χώρα που φιλοδοξεί -υποτίθεται- να αποτελέσει κόμβο γνώσης και έρευνας στην Ευρώπη.
*Ομότ. καθηγητής ΕΜΠ, π. πρύτανης, γ.γ. Ευρωπαϊκής Ενωσης Ομότιμων Καθηγητών

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου