04 Δεκεμβρίου 2025

Αθέατα εγκλήματα στην Καραϊβική

Αθέατα εγκλήματα στην Καραϊβική

Δεν είναι η πρώτη φορά που αμφισβητείται η νομιμότητα των τακτικών αμερικανικών επιθέσεων κατά πλοίων που υποτίθεται ότι μεταφέρουν ναρκωτικά στην Καραϊβική. Για πρώτη φορά όμως η υπόθεση αρχίζει να συζητείται στο Κογκρέσο με τον όρο «εγκλήματα πολέμου» να αναφέρεται όλο και πιο συχνά.

Μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε αναμφίβολα η πρόσφατη αποκάλυψη της εφημερίδας Washington Post ότι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις πραγματοποίησαν στις 2 Σεπτεμβρίου «διπλό χτύπημα» (double tap) εναντίον μικρού σκάφους ανοιχτά της Βενεζουέλας, με δεύτερο πλήγμα που στόχευε επιζώντες της πρώτης επίθεσης. Σύμφωνα μάλιστα με το ρεπορτάζ, η επιχείρηση εκτελέστηκε κατόπιν προφορικής εντολής του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος φέρεται να διέταξε ότι «πρέπει να σκοτωθούν όλοι».

Η περιγραφή του περιστατικού είναι ανατριχιαστική: ένας πύραυλος εκτοξεύεται από τις ακτές του Τρινιντάντ και χτυπά το σκάφος που τυλίγεται στις φλόγες. Καθώς ο καπνός καθαρίζει, οι διοικητές διαπιστώνουν πως δύο άνθρωποι ζουν ακόμη, γαντζωμένοι στα απομεινάρια της βάρκας. Λίγα λεπτά μετά, διατάσσεται και δεύτερο χτύπημα που τους εξοντώνει. Το προφανές έγκλημα πολέμου αφορά μόνο μία από τουλάχιστον 22 παρόμοιες επιθέσεις που έχουν στοιχίσει μέχρι τώρα τη ζωή σε πάνω από 80 ανθρώπους από διάφορες χώρες της περιοχής από το καλοκαίρι.

Το αφήγημα της κυβέρνησης Τραμπ ότι οι επιθέσεις εντάσσονται σε έναν ευρύτερο πόλεμο κατά των «ναρκο-τρομοκρατών» αμφισβητείται όμως πλέον όχι μόνο από οργανώσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και από το ίδιο το αμερικανικό Κογκρέσο. Η εντολή για «θανάσιμη δράση» που επαναλαμβάνει ο Χέγκσεθ ως επίσημη πολιτική γραμμή, δύσκολα καλύπτει τις προϋποθέσεις νομιμότητας οποιασδήποτε μορφής ένοπλης σύγκρουσης, πόσο μάλλον επιχειρήσεων χωρίς προηγούμενη έγκριση του Κογκρέσου.

Η έκταση της κρίσης έγινε σαφώς αισθητή όταν κορυφαίοι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές ενώθηκαν με τους Δημοκρατικούς ζητώντας άμεσες απαντήσεις. Ο Μάικ Τέρνερ, προβεβλημένο στέλεχος της Επιτροπής Πληροφοριών, δήλωσε ότι εάν οι αναφορές επιβεβαιωθούν, πρόκειται για «παράνομη πράξη» που υπερβαίνει κατά πολύ όσα έχουν κοινοποιηθεί στο Κογκρέσο. Αντίστοιχα, οι Δημοκρατικοί γερουσιαστές Τιμ Κέιν και Μαρκ Κέλι άφησαν σαφώς να εννοηθεί πως η εντολή για νέο πλήγμα που στοχοποιεί επιζώντες συνιστά, στην ουσία της, έγκλημα πολέμου.

Οι δύο Επιτροπές Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής και της Γερουσίας ανακοίνωσαν την έναρξη ερευνών, σηματοδοτώντας το πιο έντονο κύμα κοινοβουλευτικού ελέγχου για την δράση του αμερικανικού στρατού επί διακυβέρνησης Τραμπ. Ακόμη και Ρεπουμπλικάνοι που έως τώρα παρέμεναν πιστοί στην κυβερνητική γραμμή, όπως ο Ρότζερ Γουίκερ και ο Μάικ Ρότζερς, ζητούν πια επίσημες ενημερώσεις και πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία των επιχειρήσεων.

Το γεγονός ότι αυτή η κριτική προέρχεται από το εσωτερικό του ίδιου του κόμματος του προέδρου καταδεικνύει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση επιμένει στην επιχειρηματολογία της, αρνούμενη οποιαδήποτε παρανομία και υποστηρίζοντας πως τα πλήγματα στοχεύουν «εχθρικά σκάφη» και τελικά σώζουν ζωές εμποδίζοντας τη διακίνηση ναρκωτικών Το γεγονός όμως και μόνο πως κανένα από τα θύματα των επιχειρήσεων δεν έχει ταυτοποιηθεί ή συνδεθεί με λαθρεμπόριο ναρκωτικών, προκαλούν ακόμη μεγαλύτερο σκεπτικισμό.

Το βεβαρημένο ιστορικό του Χέγκσεθ

Η υπόθεση αποκτά ακόμη πιο σκοτεινές αποχρώσεις όταν εξετάσει κανείς το στρατιωτικό παρελθόν του ίδιου του Πιτ Χέγκσεθ. Η καριέρα του, όπως καταγγέλλουν πρώην στρατιωτικοί νομικοί και αναλυτές, είναι σημαδεμένη από παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως αξιωματικός πεζικού, υπηρέτησε σε μονάδα που έχει κατηγορηθεί για τη δολοφονία άοπλων Ιρακινών κρατουμένων το 2006, ένα περιστατικό που ουδέποτε διερευνήθηκε σε βάθος. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε, ως μέλος της Εθνοφρουράς της Μινεσότα, στο κολαστήριο του Γκουαντάναμο, όπου το καθεστώς κράτησης και ανάκρισης έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως βασανιστήριο από διεθνείς οργανισμούς.

Μετά την αποστράτευσή του, ο Χέγκσεθ μεταπήδησε στο χώρο των ΜΜΕ αποκτώντας δημόσιο λόγο μέσω του Fox News. Η αδιάλλακτη στάση του και η έντονη υπεράσπιση στρατιωτικών που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα πολέμου – με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του καταδρομέα Έντι Γκάλαχερ, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι μαχαίρωσε μέχρι θανάτου έναν τραυματισμένο και ανυπεράσπιστο 17χρονο Ιρακινό – κέρδισαν την προσοχή και τελικά τον έφεραν κοντά στον Ντόναλντ Τραμπ.

Η δημόσια πλατφόρμα που απέκτησε ως σχολιαστής και η επιμονή του στην αθώωση καταδικασμένων στρατιωτικών διαμόρφωσαν το προφίλ ενός ανθρώπου που όχι μόνο ανέχεται, αλλά θεωρεί αποδεκτές και «απαραίτητες» πρακτικές που παραβιάζουν κραυγαλέα το διεθνές δίκαιο.

Τελικός προορισμός, Καράκας

Πέρα από τις άλλες διαστάσεις της, η υπόθεση δεν μπορεί να αποσπαστεί όμως από το γενικότερο πλαίσιο της στρατηγικής των ΗΠΑ στην περιοχή. Η κινητοποίηση ενός τεράστιου στρατιωτικού μηχανισμού –συμπεριλαμβανομένου αεροπλανοφόρου, στρατηγικών βομβαρδιστικών και χιλιάδων πεζοναυτών– δεν ταιριάζει στην αντιμετώπιση μικρών αλιευτικών σκαφών. Αυτό που διαφαίνεται είναι η εντατικοποίηση μιας πολιτικής αποσταθεροποίησης της Βενεζουέλας, με απώτερο στόχο την αλλαγή καθεστώτος στο Καράκας και τον έλεγχο των τεράστιων πετρελαϊκών αποθεμάτων της χώρας.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η απόφαση Τραμπ να απονείμει «πλήρη και ολοκληρωτική χάρη» στον πρώην πρόεδρο της Ονδούρας, Χουάν Ορλάντο Ερνάντεζ, ο οποίος είχε καταδικαστεί στις ΗΠΑ για τη διευκόλυνση της μεταφοράς 400 τόνων κοκαΐνης, φαντάζει όχι απλώς προκλητική αλλά και αποκαλυπτική. Ο Ερνάντεζ, που είχε κατά καιρούς καυχηθεί ότι ήθελε να «σπρώξει την κοκαΐνη κάτω από τη μύτη των Γκρίνγκος», μετατρέπεται από βαρυποινίτη σε προστατευόμενο της αμερικανικής κυβέρνησης.

Από αυτή την άποψη, η ρήση  «μπορεί να είναι κάθαρμα αλλά είναι το δικό μας κάθαρμα»  που αποδίδεται στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούζβελτ για τον αιμοσταγή δικτάτορα της Νικαράγουας, Αναστάσιο Σομόζα παραμένει ακόμα επίκαιρη. Τη στιγμή που η κυβέρνηση Τραμπ δικαιολογεί φονικές επιθέσεις ως προσπάθειες καταπολέμησης του εμπορίου ναρκωτικών, αθωώνει ένα από τα πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για μια από τις μεγαλύτερες ροές ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ.

Σε μια περίοδο επομένως που η Ουάσιγκτον εμφανίζεται ως εγγυητής της διεθνούς σταθερότητας και διεκδικεί τις δάφνες του «ειρηνοποιού» για τις διεθνείς πρωτοβουλίες της, η εικόνα μιας κυβέρνησης που παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο, διαπράττει κραυγαλέα εγκλήματα πολέμου και επιβραβεύει τελικά τους πραγματικούς εμπόρους ναρκωτικών αποκαλύπτει μια επικίνδυνη διπροσωπία. Η απόσταση ανάμεσα στις επίσημες διακηρύξεις και στις πρακτικές της κυβέρνησης Τραμπ δεν συνιστά έτσι απλό επικοινωνιακό πρόβλημα, αλλά σύμπτωμα θεσμικής παρακμής για μια εξουσία που λειτουργεί με δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου