20 Δεκεμβρίου 2025

Η οικονομία της γενοκτονίας του Ισραήλ στο χείλος της κατάρρευσης - Του Έιμος Μπρίσον

Σημαία του Ισραήλ

Η οικονομία της γενοκτονίας του Ισραήλ στο χείλος της κατάρρευσης

του Έιμος Μπρίσον | +972 magazine 

Ο οικονομολόγος Σιρ Χέβερ εξηγεί πώς η κινητοποίηση λόγω του πολέμου στη Γάζα στήριξε την «οικονομία-ζόμπι» του Ισραήλ, που μοιάζει μεν λειτουργική, αλλά δεν έχει κανένα μέλλον.

Από τον Οκτώβριο του 2023, το Ισραήλ έχει βρεθεί αντιμέτωπο με αλλεπάλληλα οικονομικά σοκ. Δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι έχουν εκτοπιστεί από παραμεθόριες περιοχές στο νότο και στο βορρά, λόγω των εχθροπραξιών με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες έφεδροι αποσπάστηκαν από το εργατικό δυναμικό για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αφήνοντας κρίσιμους κλάδους της οικονομίας υποστελεχωμένους. Οι δημόσιες υπηρεσίες, η εκπαίδευση και η υγεία έχουν επιδεινωθεί, καθώς οι κρατικές δαπάνες διοχετεύτηκαν στον πόλεμο, και σχεδόν 50.000 επιχειρήσεις έχουν χρεοκοπήσει.

Η φυγή κεφαλαίων -ιδιαίτερα στον κλάδο της υψηλής τεχνολογίας- σε συνδυασμό με μια αυξανόμενη εξάρτηση από ξένα δάνεια έχει προσθέσει σημαντική πίεση στην οικονομία, με το χρέος να αναμένεται να φτάσει το 70% του ΑΕΠ το 2025. Η διεθνής θέση του Ισραήλ έχει επίσης αποδυναμωθεί: άλλοτε σταθεροί εμπορικοί εταίροι απομακρύνονται, οι κυρώσεις και τα μποϊκοτάζ διευρύνονται, και μεγάλοι επενδυτές αρχίζουν να αναζητούν αλλού ευκαιρίες.

Μια ετήσια έκθεση για τη φτώχεια, που δημοσιεύτηκε στις 8 Δεκεμβρίου από την ισραηλινή ΜΚΟ Latet, υπογραμμίζει το βάθος της κοινωνικής κρίσης. Τα έξοδα των νοικοκυριών έχουν αυξηθεί δραματικά μετά τον πόλεμο, σχεδόν το 27% των οικογενειών και πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών βιώνουν πλέον «επισιτιστική ανασφάλεια», και περίπου το ένα τέταρτο των αποδεκτών βοήθειας είναι «νέοι φτωχοί» που οδηγήθηκαν στη φτώχεια τα τελευταία δύο χρόνια.

Κι όμως, την ίδια στιγμή, η οικονομία του Ισραήλ έχει δείξει και σημάδια ανθεκτικότητας. Το σέκελ έχει ανατιμηθεί σχεδόν κατά 20% έναντι του αμερικανικού δολαρίου από την έναρξη του πολέμου, και το Χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ έχει φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ, ενισχυμένο εν μέρει από τις πολεμικές δαπάνες και την παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας.

Για να βγάλει κανείς νόημα από αυτά τα φαινομενικά αντιφατικά σήματα -τις εκρηκτικές αγορές παράλληλα με τη βαθύτερη κοινωνική και οικονομική αναταραχή- είναι απαραίτητο να κοιτάξει πέρα από τους παραδοσιακούς δείκτες. Ο ισραηλινός οικονομικός ερευνητής και ακτιβιστής του BDS, Σιρ Χέβερ, υποστηρίζει ότι το Ισραήλ λειτουργεί πλέον σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «οικονομία-ζόμπι», μια οικονομία που συνεχίζει να κινείται χάρη σε τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες, ξένη πίστωση και πολιτική άρνηση.

Για πάνω από δύο δεκαετίες, ο Χέβερ έχει εξετάσει τους δεσμούς ανάμεσα στην ισραηλινή οικονομία, τον μιλιταρισμό και την κατοχή. Σε συνέντευξη στο +972 Magazine, εξηγεί γιατί η οικονομική κρίση του Ισραήλ δεν μπορεί να μετρηθεί απλώς με όρους ΑΕΠ ή πληθωρισμού, και γιατί οι πυλώνες που άλλοτε στήριζαν την ανάπτυξή του -οι ξένες επενδύσεις, η τεχνολογική καινοτομία και η παγκόσμια ενσωμάτωση- αρχίζουν να διαβρώνονται. Συζητά επίσης την αυταπάτη μιας βιώσιμης πολεμικής οικονομίας, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος μιας παρατεταμένης μαζικής κινητοποίησης και το πώς η αυξανόμενη απομόνωση του Ισραήλ στις παγκόσμιες αγορές μπορεί να σηματοδοτεί την αρχή μιας μακροπρόθεσμης παρακμής.

Η συνέντευξη έχει υποστεί επιμέλεια για λόγους έκτασης και σαφήνειας.

Για αρχή, αν υποθέσουμε ότι ο πόλεμος στη Γάζα, με τη μορφή που διεξαγόταν τα τελευταία δύο χρόνια, έχει τελικά τελειώσει, περιμένετε να ανακάμψει η ισραηλινή οικονομία — και, αν ναι, πώς θα μπορούσε να συμβεί αυτό;

Νομίζω ότι είναι σημαντικό να ρωτήσουμε πρώτα: να ανακάμψει από τι; Το οικονομικό πρόβλημα του Ισραήλ είναι πολυεπίπεδο. Πρώτον, υπάρχει άμεση ζημιά στην παραγωγικότητα λόγω του εκτοπισμού δεκάδων χιλιάδων νοικοκυριών από περιοχές κοντά στα σύνορα με τη Γάζα και το Λίβανο, καθώς και λόγω των άμεσων ζημιών από πυραύλους και ρουκέτες σε αυτές τις περιοχές.

Δεύτερον, η επιστράτευση σχεδόν 300.000 εφέδρων για ένα πολύ παρατεταμένο χρονικό διάστημα προκάλεσε αισθητή πτώση στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Επίσης εξαφάνισε αμέτρητες ημέρες εκπαίδευσης που είχαν επενδυθεί σε αυτούς τους εργαζόμενους, σε μια περίοδο που οι δυνατότητες να εκπαιδευτούν και να καταρτιστούν αντικαταστάτες απέχουν πολύ από το να είναι στο πλήρες δυναμικό τους.

Τρίτον, η μορφωμένη μεσαία τάξη στο Ισραήλ αρχίζει να σκέφτεται τη μετανάστευση, και δεκάδες χιλιάδες οικογένειες έχουν ήδη μεταναστεύσει.

Τέταρτον, η χρηματοπιστωτική κρίση: πολλοί Ισραηλινοί μετέφεραν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό, προβλέποντας τον πληθωρισμό, σε συνδυασμό με την απώλεια της αξίας του ισραηλινού νομίσματος, την πτώση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ισραήλ και την αύξηση των ασφάλιστρων κινδύνου (risk premium).

Καθώς οι πόροι διοχετεύτηκαν στον πόλεμο -με τα ίδια τα κυβερνητικά στοιχεία να δείχνουν ότι έχουν αγοραστεί με πίστωση, όπλα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων- η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών και της ανώτατης εκπαίδευσης έχει μειωθεί δραματικά. Το Ισραήλ δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία του πιο κοντά στο να φτάσει σε «παγίδα χρέους» [μια κατάσταση όπου το κράτος αναγκάζεται να παίρνει δάνεια για να καλύπτει τους τόκους παλαιότερων δανείων].

Τέλος -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- το brand του Ισραήλ έχει γίνει τοξικό. Αντιμετωπίζει μποϊκοτάζ, αποεπενδύσεις και κυρώσεις σε επίπεδο που δεν έχει ξανασυμβεί. Οι ισραηλινές επιχειρήσεις διαπιστώνουν ότι πρώην εταίροι τους στο εξωτερικό αποφεύγουν να συνεργαστούν μαζί τους.

Διάβασα ένα άρθρο στο Ynet, όπου πήραν συνέντευξη από διάφορους Ισραηλινούς επιχειρηματίες που έλεγαν πόσο απομονωμένοι νιώθουν, και πως οι συνεργάτες τους, ακόμη και οι μακροχρόνιοι, λένε ότι δεν θέλουν πια καμία σχέση μαζί τους. Περιέγραψαν ότι ακόμη και σε «πολύ φιλικές χώρες [προς το Ισραήλ]» τους είπαν «παρακαλώ διαγράψτε όλα τα αρχεία αυτής της συνάντησης, δεν θέλουμε κανείς να μάθει ότι συναντηθήκαμε μαζί σας». Πιθανότατα αναφέρονταν στη Γερμανία, καθώς η έκθεση IFA είχε μόλις πραγματοποιηθεί στο Βερολίνο πριν από τη συνέντευξη.

Τους τελευταίους μήνες έχετε περιγράψει την οικονομία του Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα ως «οικονομία-ζόμπι». Μπορείτε να εξηγήσετε τι εννοείτε;

Την αποκαλώ οικονομία-ζόμπι με την έννοια ότι πρόκειται για μια οικονομία που κινείται, αλλά δεν έχει επίγνωση της ίδιας της κρίσης της ή του επικείμενου τέλους της.

Μια καπιταλιστική οικονομία βασίζεται στην ιδέα ενός σταθερού μελλοντικού ορίζοντα. Δεν μπορείς να έχεις καπιταλιστική αγορά χωρίς επένδυση, και η επένδυση βασίζεται στην ιδέα ότι επενδύεις χρήματα τώρα για να έχεις κέρδος στο μέλλον. Όμως στο Ισραήλ, η κυβέρνηση έχει περάσει έναν προϋπολογισμό αποκομμένο από τις πραγματικές δαπάνες, εκτοξεύοντας το χρέος εκτός ελέγχου, και το προσχέδιο του επόμενου προϋπολογισμού είναι εξίσου παραληρηματικό.

Ταυτόχρονα, πολλοί από τους πιο ταλαντούχους και μορφωμένους ανθρώπους φεύγουν από τη χώρα επειδή δεν θέλουν να μεγαλώσουν εκεί τα παιδιά τους. Αυτό είναι ακριβώς το αντίθετο ενός μελλοντικού ορίζοντα.

Έτσι, ενώ η οικονομία μπορεί να φαίνεται ότι λειτουργεί επιφανειακά, αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό επειδή ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού έχει κινητοποιηθεί ως έφεδροι -οπλισμένοι και μετακινούμενοι ώστε να συντηρείται ο πόλεμος. Ο πόλεμος είναι η κύρια οικονομική δραστηριότητα που αναλαμβάνει η κυβέρνηση- ακόμη και τώρα, δύο μήνες μετά την αποκαλούμενη «εκεχειρία του Τραμπ», δεν έχει υπάρξει μαζική αποδέσμευση των εφέδρων πίσω στην πολιτική ζωή.

Η Haaretz υπολόγισε ότι η καταστροφή της Λωρίδας της Γάζας είναι το μεγαλύτερο μηχανικό έργο στην ιστορία του Ισραήλ. Η ποσότητα τσιμέντου, οικοδομικών υλικών, οχημάτων και καυσίμων που χρησιμοποιούνται ξεπερνά την κατασκευή του HaMovil HaArtzi [του εθνικού αγωγού νερού], που ήταν το μεγάλο έργο υποδομής της δεκαετίας του 1950, και του τείχους διαχωρισμού στη Δυτική Όχθη, που ήταν το μεγάλο έργο των αρχών της δεκαετίας του 2000. Άρα πρόκειται πραγματικά για μια οικονομία που μοιάζει να λειτουργεί, αλλά χωρίς καμία πορεία προς το μέλλον. Βασίζεται σε μια αυταπάτη.

Υποθέτω ότι όλοι οι έφεδροι που υπηρέτησαν στον πόλεμο, και όλοι όσοι εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους στο νότο και το βορρά, θα επανενταχθούν κάποια στιγμή στην αγορά εργασίας. Θα μπορούσε αυτό να επιτρέψει στο Ισραήλ να ξεφύγει από μια οικονομική κρίση;

Καταρχάς, πολλοί από αυτούς τους εφέδρους απλώς δεν θα έχουν δουλειές να επιστρέψουν, επειδή πάνω από 46.000 επιχειρήσεις έχουν χρεοκοπήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Υπάρχει επίσης η ψυχολογική διάσταση. Δεν είμαι κατάλληλος να απαντήσω τι θα συμβεί όταν αυτοί οι άνθρωποι προσπαθήσουν να επιστρέψουν στην πολιτική ζωή, αλλά ο αντίκτυπος είναι πιθανό να είναι δραματικός. Θα χρησιμοποιούν τη βία κάθε φορά που κάτι τους ενοχλεί, όπως έκαναν για εκατοντάδες ημέρες στη Γάζα; Θα χρειαστούν τεράστιας κλίμακας ψυχολογική υποστήριξη για να διαχειριστούν το τραύμα και την ενοχή; Ήδη βλέπουμε πολλούς στρατιώτες να αυτοκτονούν.

Να θυμόμαστε επίσης ότι πρόκειται για ανθρώπους που δεν αφιέρωσαν χρόνο για να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στα επαγγέλματά τους και αντ’ αυτού διέπρατταν γενοκτονία στη Γάζα. Αυτό τροφοδοτεί περαιτέρω την τεχνολογική και εκπαιδευτική κρίση. Οι εγγραφές στα πανεπιστήμια δεν συμβαδίζουν με την αύξηση του πληθυσμού, πράγμα που σημαίνει ότι το Ισραήλ οδεύει μακροπρόθεσμα προς χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο.

Έπειτα υπάρχουν περίπου ένα τέταρτο του εκατομμυρίου Ισραηλινοί που έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους κοντά στα σύνορα με τη Γάζα ή το Λίβανο και ζουν εδώ και πάνω από έναν χρόνο σε ξενοδοχεία. Ζουν με την υπόθεση ότι μπορεί να τους ζητηθεί να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρουν νέες δουλειές υπό αυτές τις συνθήκες, καθώς η αποζημίωσή τους εξαρτάται από τη διάθεσή τους να επιστρέψουν στις αρχικές τους κοινότητες. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο να υπακούσουν στους όρους της κυβέρνησης ή να εγκαταλείψουν την αποζημίωση και να φύγουν από τη χώρα -κάτι που κάποιοι όντως έκαναν.

Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε το ισραηλινό χρηματιστήριο να φτάνει σε νέα υψηλά και το σέκελ να παραμένει σταθερό. Πώς το εξηγείτε αυτό;

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το χρηματιστήριο δεν κινείται μόνο προς μία κατεύθυνση. Για παράδειγμα, έπεσε μετά την «ομιλία της Σπάρτης» του Νετανιάχου τον Σεπτέμβριο. Οι άνθρωποι πανικοβλήθηκαν πραγματικά όταν το είπε, γιατί αναγνώρισε σε κάποιο βαθμό ότι το Ισραήλ έχει επηρεαστεί από κυρώσεις, μποϊκοτάζ και οικονομική απομόνωση. Αυτό ήταν ένα μικρό τρύπημα στη φούσκα της αυταπάτης.

Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι. Ένας από αυτούς είναι ότι το Ισραήλ άλλαξε τους κανόνες για το πόσα πληρώνει τους εφέδρους, σε σημείο που πλέον πληρώνονται 29.000 σέκελ τον μήνα -πάνω από το διπλάσιο του μέσου μισθού στην αγορά και πάνω από τέσσερις φορές τον κατώτατο μισθό. Κάποιοι μόνιμοι αξιωματικοί μάλιστα άφησαν τον στρατό για να επανενταχθούν ως έφεδροι και να κερδίζουν περισσότερα.

Αυτοί οι έφεδροι δεν είχαν πού να ξοδέψουν όλα αυτά τα χρήματα επειδή βρίσκονταν στη Γάζα, οπότε τα επένδυσαν σε μετοχές ή τα τοποθέτησαν σε κάποιο είδος καταπιστευματικού λογαριασμού μέσω τραπεζών – πράγμα που σημαίνει ότι, και πάλι, τα χρήματα κατευθύνθηκαν στο χρηματιστήριο. Αυτό διοχετεύει όλο και περισσότερα κεφάλαια στην αγορά – οπότε, φυσικά, το χρηματιστήριο ανεβαίνει. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: από πού προέρχονται αυτά τα χρήματα;

Ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών σημείωσε ότι αυτές οι πληρωμές προς τους εφέδρους δεν αντικατοπτρίζονται ακόμη στον αμυντικό προϋπολογισμό. Θα εμφανιστούν αναδρομικά, και όταν αυτό συμβεί, το χάσμα ανάμεσα στον εγκεκριμένο προϋπολογισμό και τις πραγματικές δαπάνες θα αποκαλυφθεί. Τότε, αναμένω ότι η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ισραήλ θα υποβαθμιστεί και οι διεθνείς τράπεζες θα φοβηθούν πολύ να συναλλάσσονται με το Ισραήλ.

Πέρα από αυτό, οι τεράστιες δαπάνες αυξάνουν επίσης τον πληθωρισμό, ενώ η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται. Άνθρωποι με διαθέσιμο εισόδημα προσπαθούν να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις τους επενδύοντας στο ανερχόμενο χρηματιστήριο, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία μιας φούσκας.

Έτσι έχουμε ένα είδος στασιμοπληθωρισμού, όπου ο πληθωρισμός αυξάνεται παράλληλα με την οικονομική επιβράδυνση. Η Κεντρική Τράπεζα του Ισραήλ το διαχειρίστηκε αυτό πουλώντας μεγάλες ποσότητες δολαρίων – ιδιαίτερα στην αρχή του πολέμου – δημιουργώντας την εντύπωση ότι όλα είναι υπό έλεγχο και ότι το Ισραήλ μπορεί να αντέξει να συνεχίσει να πολεμά. Αυτό το τέχνασμα λειτούργησε, και λειτούργησε κυρίως στους διεθνείς επενδυτές.

Δημιουργήθηκε έτσι μια πολύ παράξενη κατάσταση: από τη μία πλευρά, Ισραηλινοί οικονομολόγοι που γράφουν στα εβραϊκά λένε «δεν είναι περίεργο που οι οίκοι αξιολόγησης υποβαθμίζουν την πιστοληπτική ικανότητα του Ισραήλ μόνο κατά μία βαθμίδα; Ακόμη πιστεύουν ότι η κυβέρνηση θα αποπληρώσει τα χρέη της. Πόσο αφελείς μπορεί να είναι;». Και από την άλλη, οι οίκοι αξιολόγησης, παρότι σίγουρα διαβάζουν τα ισραηλινά οικονομικά μέσα, αρνούνται να αντιδράσουν.

Πιστεύω ότι αυτό αποτελεί μια μορφή συνενοχής των διεθνών οικονομικών μέσων. Φοβούνται ότι αν παρουσιάσουν τα γεγονότα, θα κατηγορηθούν ως «αντι-ισραηλινοί». Βλέπουν πώς οι κυβερνήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία διασπείρουν ψεύδη και ενεργούν σαν το Ισραήλ να περνά απλώς μια προσωρινή αναποδιά. Αν τα οικονομικά μέσα έρθουν σε σύγκρουση με αυτές τις κυβερνήσεις, διατρέχουν τον κίνδυνο καταστολής, γι’ αυτό προτιμούν να αποκρύπτουν την πληροφορία από τους αναγνώστες τους. Με βάση αυτή τη μεροληπτική κάλυψη, και οι οίκοι αξιολόγησης φοβούνται να λάβουν αποφάσεις βασισμένες στα πραγματικά δεδομένα.

Πώς εκδηλώνεται στην καθημερινή ζωή των Ισραηλινών η οικονομική κατάσταση που περιγράφετε;

Υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο πώς αντιδρούν το χρηματιστήριο ή το νόμισμα και στο πώς επηρεάζεται πραγματικά το βιοτικό επίπεδο.

Ένα πρόσφατο άρθρο στην ισραηλινή οικονομική εφημερίδα The Marker υπολόγισε το κόστος του πολέμου ανά νοικοκυριό [συγκρίνοντας τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της ισραηλινής οικονομίας με τον πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης τα τελευταία δύο χρόνια] σε 111.000 σέκελ. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 34.000 δολάρια – ένα πολύ μεγάλο ποσό.

Αν πάνω από το 40% των ισραηλινών νοικοκυριών ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα κερδίζει κάθε μήνα, τότε βρίσκονται ήδη σε κατάσταση κρίσης. Βυθίζονται όλο και περισσότερο στο χρέος κάθε μήνα, απλώς για να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω από το νερό – ψωνίζοντας τρόφιμα και πληρώνοντας το ενοίκιο κ.λπ.

Το Εθνικό Ινστιτούτο Ασφαλίσεων του Ισραήλ δεν έχει ακόμη δημοσιεύσει καν την επίσημη έκθεση φτώχειας για το 2024, όμως μια εναλλακτική έκθεση της οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών Latet διαπίστωσε ότι πολλοί Ισραηλινοί που δεν κατατάσσονται επίσημα κάτω από το όριο φτώχειας βρίσκονται παρ’ όλα αυτά σε σοβαρή κρίση. Το ποσοστό των ανθρώπων που αδυνατούν να αγοράσουν επαρκή ποσότητα τροφίμων – δηλαδή όσων χαρακτηρίζονται ως επισιτιστικά ανασφαλείς – αυξήθηκε κατά σχεδόν 29% το 2025. Η έκθεση χαρακτήρισε την κατάσταση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης».

Ένα μεγάλο ποσοστό ισραηλινών νοικοκυριών είναι γνωστό ότι βρίσκεται εδώ και χρόνια «στο μείον», δηλαδή με υπερανάληψη λογαριασμών και αγορές με πίστωση. Δεν είναι οι Ισραηλινοί ήδη συνηθισμένοι σε αυτή την κατάσταση; Τι έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια του πολέμου;

Το ποσοστό των ισραηλινών νοικοκυριών που αγοράζουν με πίστωση και υπεραναλήψεις ήταν περίπου 40% τα τελευταία πέντε χρόνια, όμως κατά τη διάρκεια του πολέμου παρατηρήθηκαν δύο διαφορές.

Πρώτον, τα προϊόντα που χρηματοδοτούνται με πίστωση είναι λιγότερο είδη πολυτελείας και περισσότερο βασικές ανάγκες. Δεύτερον, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα νοικοκυριά που διατηρούν ένα λίγο-πολύ σταθερό επίπεδο δανεισμού προς την τράπεζα και πληρώνουν τόκους κάθε μήνα, και σε εκείνα των οποίων το χρέος αυξάνεται κάθε μήνα και μαζί του αυξάνονται και οι τόκοι, μέχρι να αναγκαστούν να πουλήσουν περιουσιακά στοιχεία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου βλέπουμε ολοένα και περισσότερα από τα δεύτερα.

Και την ίδια στιγμή, όλα τα χρήματα της κυβέρνησης, όλες οι προσπάθειες, όλοι οι πόροι κατευθύνονται στον πόλεμο. Φυσικά και οι άνθρωποι το αισθάνονται αυτό. Το κόστος ζωής αυξάνεται και το επίπεδο των κρατικών υπηρεσιών καταρρέει — όσον αφορά την ποιότητα των μεταφορών, των υπηρεσιών υγείας και της εκπαίδευσης. Τα εισοδήματα μειώνονται σχεδόν για όλους εκτός από τους εφέδρους, και αυτοί, όπως είπαμε, δεν ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα κερδίζουν.

Τι γίνεται με το γεγονός ότι οι ξένες επενδύσεις παραμένουν υψηλές, κυρίως λόγω των μεγάλων «exits» στον τεχνολογικό τομέα; Δεν δείχνει αυτό ότι το ισραηλινό οικονομικό μοντέλο, όσο στρεβλό κι αν είναι, παραμένει βιώσιμο;

Αν αφαιρέσει κανείς τα γιγαντιαία «exits», όπως το Wiz, τότε η καθαρή μεταβολή των επενδύσεων είναι αρνητική – και μάλιστα βαθιά αρνητική. Οι επενδύσεις καταρρέουν, ιδιαίτερα στον τεχνολογικό τομέα.

Αλλά ακόμη κι αν εξετάσει κανείς προσεκτικά αυτά τα exits, θα δει ότι το ποσό των φόρων που αναμένεται να εισπράξει το ισραηλινό κράτος από αυτά είναι γελοία μικρό σε σχέση με το μέγεθος της συμφωνίας.

Στον τεχνολογικό τομέα είναι πολύ συνηθισμένο οι εργαζόμενοι να έχουν stock options, πράγμα που σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι – ιδιαίτερα οι καλοπληρωμένοι, όπως οι προγραμματιστές – κατέχουν στην πραγματικότητα μετοχές της εταιρείας. Όταν λοιπόν μια ξένη εταιρεία, όπως η Google, αγοράζει αυτές τις μετοχές, στην ουσία τις αγοράζει από αυτούς. Έτσι, αυτοί πλουτίζουν, αλλά δεν ξοδεύουν αυτά τα χρήματα στο Ισραήλ, επειδή φεύγουν από τη χώρα. Τα χρήματα εξάγονται.

Αυτά τα exits είναι ουσιαστικά ο τρόπος με τον οποίο ο ισραηλινός τεχνολογικός τομέας διαφεύγει από τη χώρα. Αυτές οι εταιρείες έχουν ήδη το ένα πόδι έξω από την πόρτα, και το άλλο πόδι που βρίσκεται ακόμη στο Ισραήλ θέλει επίσης να φύγει.

Έχω ακούσει τη συμπεριφορά του Ισραήλ κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα να περιγράφεται ως μια μορφή «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού», που υποδηλώνει ότι πρόκειται για μια τουλάχιστον κάπως βιώσιμη οικονομική προσέγγιση. Μπορείτε να το εξηγήσετε αυτό;

Καταρχάς, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως στρατιωτικός κεϋνσιανισμός στον 21ο αιώνα – πουθενά στον κόσμο.

Πρόκειται για μια θεωρία που αναπτύχθηκε κυρίως τη δεκαετία του 1960 και, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, είχε κάποιο νόημα, με έναν σκοτεινό και μακάβριο τρόπο. Ουσιαστικά, κυβερνήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Δυτική Ευρώπη δημιούργησαν τεχνητά θέσεις εργασίας δαπανώντας τεράστια ποσά για όπλα, αντί να επενδύσουν στην πρόνοια, την εκπαίδευση και μια υγιή κοινωνία, και έπεισαν το κοινό να το αποδεχθεί αυτό μέσω του φόβου της πυρηνικής εξαφάνισης.

Όμως, επειδή η παραγωγική αξία των όπλων είναι μηδενική – στην πραγματικότητα αρνητική, αφού τα όπλα καταστρέφουν αντί να παράγουν – αυτό λειτούργησε μόνο για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Τη δεκαετία του 1970 προκάλεσε κρίση, και τότε εμφανίστηκε ο νεοφιλελευθερισμός, λέγοντας ότι και οι στρατιωτικές δαπάνες πρέπει να περικοπούν.

Σήμερα, ο Ισραηλινός υπουργός Οικονομικών, Μπεζαλέλ Σμότριτς, έχει αυτή τη φαντασίωση: «Ποιο είναι το πρόβλημα; Ας επιστρέψουμε στις καλές παλιές μέρες της δεκαετίας του 1960 και ας έχουμε ένα έθνος σε στολή, όπου αντί οι άνθρωποι να πηγαίνουν στη δουλειά θα πηγαίνουν σε εφεδρική θητεία». Όμως δεν μπορείς απλώς να γυρίσεις πίσω.

Ο λόγος είναι ότι την εποχή του στρατιωτικού κεϋνσιανισμού, το παγκόσμιο εμπόριο ήταν ένα κλάσμα αυτού που είναι σήμερα. Οι εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων που υπέφεραν επειδή οι άνθρωποι είχαν λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα δεν μπορούσαν απλώς να μεταφερθούν σε άλλη χώρα. Σήμερα, κάποιοι Ισραηλινοί είναι πράγματι εγκλωβισμένοι στο Ισραήλ για προσωπικούς, υγειονομικούς ή οικογενειακούς λόγους και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να λειτουργούν ως μέρος μιας μιλιταριστικής οικονομίας, ακόμη κι ενώ το βιοτικό τους επίπεδο μειώνεται. Το κεφάλαιο, όμως, δεν έχει τέτοιους περιορισμούς και μπορεί απλώς να μετακινηθεί σε άλλες χώρες.

Τι γίνεται με τη Νότια Αφρική κατά την περίοδο του απαρτχάιντ και τη Ρωσία σήμερα; Δεν θα μπορούσε το Ισραήλ να μιμηθεί αυτά τα καθεστώτα στον τρόπο με τον οποίο αναδιαμορφώνει την οικονομία του ώστε να παραμείνει εμπόλεμο;

Πρώτα απ’ όλα, ας μην ξεχνάμε ότι το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική τελικά κατέρρευσε. Όμως για χρόνια μπορούσε να συντηρηθεί παρά τα εκτεταμένα μποϊκοτάζ, επειδή ήταν πλούσιο σε φυσικούς πόρους και διέθετε μια σχετικά αυτάρκη οικονομία. Αυτό σίγουρα δεν ισχύει για το Ισραήλ, το οποίο εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το εξωτερικό εμπόριο και δεν μπορεί να κρατήσει τον πληθυσμό του σε μόνιμη κατάσταση στρατιωτικής ετοιμότητας.

Το Ισραήλ εξαρτάται από εισαγωγές ενέργειας, πρώτων υλών, τεχνολογίας, εξαρτημάτων και τελικών προϊόντων για όλους τους τομείς της οικονομίας του, ενώ εξαρτάται επίσης από τις εξαγωγές για να χρηματοδοτείται και να εξασφαλίζει το ξένο συνάλλαγμα που απαιτείται για τη διατήρηση αυτών των εισαγωγών.

Όσον αφορά τη Ρωσία, νομίζω ότι αυτό που μπορεί να εξηγήσει την ικανότητά της να συντηρεί την οικονομία της είναι η πώληση όπλων, καθώς και πετρελαίου και άλλων φυσικών πόρων, σε άλλες χώρες. Και εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, η βασική διαφορά ανάμεσα στη Ρωσία και το Ισραήλ. Η Ρωσία, ως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, έχει στην πραγματικότητα επεκτείνει τη διεθνή της επιρροή. Υπάρχουν χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, το Ιράν και η Τουρκία που βλέπουν προοπτική στη βελτίωση των σχέσεών τους με τη Ρωσία. Το Ισραήλ, αντίθετα, δεν ευημερεί διπλωματικά ως αποτέλεσμα του πολέμου του – αντιθέτως, απομονώνεται ακόμη και από τους ίδιους του τους συμμάχους.

Το Ισραήλ προσπάθησε να οικοδομήσει νέες συμμαχίες και εμπορικές συνεργασίες εκτός της Δύσης, όμως αυτό απέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Η Ευρώπη παραμένει ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ισραήλ, ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι Συμφωνίες του Αβραάμ παρουσιάστηκαν ως ένα νέο σύνορο για την ισραηλινή επιρροή και τις συμμαχίες του, όμως στην πράξη δεν είναι παρά μια συνεργασία στο εμπόριο όπλων που προϋπήρχε των συμφωνιών. Και μετά την απαγόρευση συμμετοχής ισραηλινών εταιρειών στην έκθεση όπλων του Ντουμπάι από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μετά το ισραηλινό πλήγμα στη Ντόχα, μένει να φανεί τι έχει απομείνει από τις Συμφωνίες του Αβραάμ.

Μέχρι πρόσφατα ήσασταν και συντονιστής του στρατιωτικού εμπάργκο στην επίσημη επιτροπή του κινήματος BDS. Θα ήθελα λοιπόν να ακούσω τη γνώμη σας για το πού βρίσκεται η εκστρατεία για εμπάργκο όπλων κατά του Ισραήλ, μετά από δύο χρόνια πολέμου και στο εξής.

Όταν ξεκίνησα αυτή τη δουλειά το 2022, πίστευα πολύ έντονα στην εκστρατεία για στρατιωτικό εμπάργκο, αλλά θεωρούσα ότι θα ήταν πιθανότατα το τελευταίο [σκέλος του BDS] που θα πετύχαινε, επειδή οι ιδιώτες δεν μπορούν πραγματικά να μποϊκοτάρουν τα όπλα. Περίμενα πρώτα να δω εκστρατείες μποϊκοτάζ κατά καταναλωτικών εταιρειών, μετά εκστρατείες αποεπένδυσης και, τελικά, όταν θα εντείνονταν οι κυρώσεις, να δούμε ένα στρατιωτικό εμπάργκο.

Έτσι σχεδίαζα μακροπρόθεσμα. Όμως όταν το Ισραήλ άρχισε να διαπράττει γενοκτονία, βρέθηκα να κάθομαι απέναντι από υπουργούς διαφόρων κυβερνήσεων και να τους λέω ότι είναι παράνομο, βάσει του δικαίου, να εμπορεύονται όπλα με το Ισραήλ. Και αυτοί στριφογύριζαν στις καρέκλες τους, χωρίς άλλη επιλογή από το να παραδεχτούν ότι αυτό είναι γεγονός.

Βρέθηκαν λοιπόν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και πολλές κυβερνήσεις πράγματι ανέλαβαν δράση. Όχι αρκετή και όχι αρκετά γρήγορη – πάντα μπορούμε και πρέπει να απαιτούμε περισσότερα – αλλά αν απλώς κοιτάξω το ρυθμό με τον οποίο αυξήθηκαν οι ενέργειες για στρατιωτικό εμπάργκο σε διάφορες χώρες, ιδίως στον Παγκόσμιο Νότο αλλά και στην Ευρώπη, είναι πραγματικά απίστευτος.

Και δεν είναι συγκρίσιμο με άλλες περιπτώσεις γενοκτονίας. Σίγουρα, το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις σχέσεις του με το καθεστώς της Ρουάντα, οπότε τήρησε το διεθνές δίκαιο και επέβαλε στρατιωτικό εμπάργκο. Όμως υπήρχαν χώρες – όπως το Ισραήλ, που παραβίασαν το εμπάργκο και δεν τιμωρήθηκαν γι’ αυτό. Τώρα, όμως, βλέπουμε ότι σε χώρες που αποτυγχάνουν να επιβάλουν στρατιωτικό εμπάργκο, οι λιμενεργάτες στα λιμάνια λένε: «Σε αυτή την περίπτωση, έχουμε νομική και ηθική υποχρέωση να μην φορτώσουμε τα όπλα στα πλοία».

Και οι Ηνωμένες Πολιτείες, που είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων του Ισραήλ – και φυσικά ο πιο συνένοχος και ο πιο πρόθυμος να παρατείνει τη γενοκτονία – αντιμετωπίζουν επίσης σοβαρό υλικοτεχνικό πρόβλημα, επειδή τα όπλα πρέπει να περάσουν από την Ευρώπη για να φτάσουν στο Ισραήλ. Τεχνικά, απλώς δεν είναι εφικτό να γίνει αλλιώς. Εξαιτίας αυτού, ακόμη και οι αμερικανικές μεταφορές όπλων προς το Ισραήλ επηρεάζονται.

Πώς προβλέπετε να εξελιχθεί η οικονομία του Ισραήλ τα επόμενα χρόνια;

Αν ήξερα πώς να προβλέπω την οικονομική εξέλιξη, θα ήμουν πολύ πλούσιος. Αλλά πιστεύω ότι πρέπει να δώσουμε προσοχή στο τέλος της χρονιάς, όταν το Υπουργείο Οικονομικών θα ανακοινώσει τι πραγματικά ξόδεψε η κυβέρνηση για τον πόλεμο σε σύγκριση με τις δεσμεύσεις της στον προϋπολογισμό του 2025. Περιμένω ότι πολλοί διεθνείς επενδυτές και θεσμοί θα χάσουν την εμπιστοσύνη τους.

ΠΗΓΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου