Η κατοικία ως δικαίωμα και όχι ως εμπόρευμα
Του Κώστα Βουρεκά
Αφετηρίες για ένα πρόγραμμα πάλης
Το πρόβλημα της κατοικίας που με οξύτητα έχει αναδυθεί στην Ελλάδα είναι πρωτόγνωρο για τις τελευταίες δεκαετίες. Λόγω των τάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού δεν προβλέπεται επιστροφή στην εποχή της μικροϊδιοκτησίας. Στο έδαφος αυτό είναι ανάγκη η επεξεργασία ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού πλαισίου πάλης των εργατικών συμφερόντων. Τα σύγχρονα κινήματα πόλης θα χρειαστεί να επανεφεύρουν τον εαυτό τους.
Τάσεις συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας ακινήτων
Ζούμε σε μία ιστορική περίοδο όπου για πρώτη φορά τίθεται με τέτοια οξύτητα το ζήτημα της κατοικίας στην Ελλάδα. Η διαχρονική προνομιακή αντιμετώπιση της μικρής ιδιοκτησίας από το ελληνικό κράτος, η μετεμφυλιακή ανοικοδόμηση μέσω του καθεστώτος της αυθαίρετης δόμησης και της αντιπαροχής και γενικότερα η επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης να επιτρέψει την ευρεία κοινωνική διάχυση της προσόδου που προκύπτει από την γη και τα ακίνητα, ως αντιστάθμισμα ενός ελλειμματικού κράτους πρόνοιας, προσέφεραν κάποια επίλυση του ζητήματος, σε βάρος πάντα του δημόσιου χώρου της πόλης και των αστικών υποδομών. Αυτό που έχει συμβεί σήμερα είναι η αύξηση της πίεσης στις τιμές των ακινήτων, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς, στο φόντο μιας ευρύτερης αλλαγής αναπτυξιακού υποδείγματος: η έμφαση πλέον βρίσκεται στην προώθηση «στρατηγικών» επενδύσεων σε μεγάλες ενιαίες ιδιοκτησίες και η συγκέντρωση της γαιοπροσόδου στα χέρια λίγων.
Η αλματώδης ανάπτυξη του τουρισμού τα τελευταία χρόνια, με τον αριθμό των τουριστών από το εξωτερικό πρακτικά να διπλασιάζεται στα μνημονιακά χρόνια και οι συνειδητές πολιτικές προσπάθειες προσέλκυσης επενδύσεων από το εξωτερικό στην ελληνική κτηματαγορά, κατέληξαν πολλές φορές η ζήτηση των ντόπιων λ.χ. για μακροπρόθεσμη ενοικίαση να ανταγωνίζεται την ζήτηση υψηλότερων εισοδημάτων από το εξωτερικό για βραχυπρόθεσμη τουριστική ενοικίαση. Ταυτόχρονα η οικονομική κρίση και οι μνημονιακές πολιτικές έπληξαν με δριμύτητα την μικρή ιδιοκτησία μέσω βαρύτερης φορολόγησης, κατασχέσεων και πλειστηριασμών. Σε αυτό το περιβάλλον το υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα εν μέρει εγκαταλείφτηκε και απαξιώθηκε, με αποτέλεσμα λ.χ. πολλά ακίνητα να βρίσκονται σήμερα εκτός προσφοράς προς ενοικίαση.
Η παροχή κατοικίας από το κράτος σε όσους και όσες την έχουν ανάγκη και σε τιμές που δεν καθορίζονται από την κτηματαγορά είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος κατοχύρωσης του δικαιώματος στην κατοικία
Η όξυνση του προβλήματος της πρόσβασης στην κατοικία με αξιοπρεπείς όρους διαβίωσης, το οποίο εκτός από αυτήν καθαυτήν την κατοικία περιλαμβάνει και τα πάγια έξοδα ύδρευσης, ηλεκτροδότησης, θέρμανσης, κ.λπ. που την συνοδεύουν, έχει πιάσει την ελληνική κοινωνία απροετοίμαστη. Η ιστορικά διαμορφωμένη επίλυση του ζητήματος στην Ελλάδα μέσω της αγοράς και της προνομιακής αντιμετώπισης της μικρής ιδιοκτησίας έχει οδηγήσει στην διαμόρφωση ενός υφιστάμενου πλαισίου πολύ φιλελεύθερα ρυθμισμένης κτηματαγοράς, με ασθενή δικαιώματα στους ενοικιαστές και χαλαρό έλεγχο χρήσεων γης. Την ίδια στιγμή και για τους ίδιους ιστορικούς λόγους, τα κινήματα πόλης στον ελληνικό χώρο έχουν παράδοση αγώνων προστασίας ελεύθερων χώρων και χώρων πράσινου και όχι του δικαιώματος στην κατοικία. Ο τρόπος παρέμβασης, το περιεχόμενο, τα αιτήματα και οι μορφές πάλης για τη διεκδίκηση του δικαιώματος αυτού πρέπει να εφευρεθούν τρόπον τινά από το μηδέν και αυτό δεν θα γίνει κυρίως θεωρητικά αλλά μέσω κινηματικών πρακτικών. Παραδείγματα από το εξωτερικό μπορεί να είναι χρήσιμα στο βαθμό που μπορούν να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας.
Η επιστροφή στην περίοδο της αντιπαροχής και της προνομιακής αντιμετώπισης της μικρής ιδιοκτησίας μοιάζει αδύνατη στην σημερινή ιστορική φάση. Ιδιαίτερη προσοχή αξίζει να δοθεί στην ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή στο υφιστάμενο κτιριακό απόθεμα των ελληνικών πόλεων της οργανωμένης δόμησης εργατικής ή κοινωνικής κατοικίας. Μάλιστα το 2010 με το πρώτο μνημόνιο καταργήθηκε ακόμα και ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας και συνεπώς πλέον λείπουν ακόμα και τα στοιχειώδη εργαλεία δημόσιας παρέμβασης σε αυτή την κατεύθυνση. Η παροχή κατοικίας από το κράτος σε όσους και όσες την έχουν ανάγκη και σε τιμές που δεν καθορίζονται από τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης στην κτηματαγορά, είναι ο πιο ουσιαστικός τρόπος κατοχύρωσης του δικαιώματος στην κατοικία. Σήμερα μάλιστα, με το πλεονέκτημα της ιστορικής εμπειρίας, μπορούμε να ξανασκεφτούμε την έννοια της κοινωνικής κατοικίας και να ξανασχεδιάσουμε την χωροθέτησή της και τη συμμετοχή των κατοίκων στον σχεδιασμό της, ώστε να αποφύγουμε τα προβλήματα της γκετοποίησης και της αλλοτρίωσης του παρελθόντος. Στην κατεύθυνση της πρόσβασης στην κατοικία έξω από τους νόμους της αγοράς, θα μπορούσαν να διερευνηθούν και οι ιδέες της συνεταιριστικής κατοικίας και κινηματικά οι καταλήψεις στέγης, οι οποίες είναι πολύ πιο διαδεδομένες σε χώρες με ιστορικά πιο έντονο το ζήτημα της κατοικίας.
Συνεπώς το βασικό πρόταγμα θα μπορούσε να είναι ότι η κατοικία δεν (πρέπει να) είναι εμπόρευμα και η πρόσβαση σε αυτήν είναι δικαίωμα. Την έννοια μάλιστα της κατοικίας ως δικαίωμα μπορούμε να την αντιλαμβανόμαστε διευρυμένα, συμπεριλαμβάνοντας την αξιοπρεπή κατοίκηση αλλά και τη σχέση του ιδιωτικού χώρου της κατοικίας με έναν ποιοτικό δημόσιο χώρο που θα την περιβάλλει. Η μείωση των λογαριασμών ηλεκτροδότησης και θέρμανσης, η ακρίβεια των οποίων είναι αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων και των μνημονιακών φορολογικών πολιτικών, αποτελεί σήμερα προαπαιτούμενο της μείωσης του υψηλού κόστους της κατοίκησης.
Ως μεταβατικά αιτήματα θα μπορούσαν να διεκδικηθούν διάφορες παρεμβάσεις εντός της υφιστάμενης κτηματαγοράς με την επισήμανση ότι χωρίς την αμφισβήτηση των ίδιων των νόμων της αγοράς, αυτές έχουν συγκεκριμένα όρια. Από την πλευρά της ζήτησης, η αντιμετώπιση της κατοικίας ως επενδυτικό προϊόν, ως ανταλλακτική αξία και όχι ως αξία χρήσης θα πρέπει συστηματικά να φορολογείται και να αποθαρρύνεται.
Προφανές αίτημα είναι η κατάργηση των πιο προκλητικών προγραμμάτων, όπως αυτό της «χρυσής βίζας» και ο έλεγχος των χρήσεων γης, ώστε οι τουριστικές χρήσεις να οριοθετούνται και να μην περιορίζουν και εκτοπίζουν την κατοικία. Για παράδειγμα βραχυπρόθεσμες ενοικιάσεις διαμερισμάτων σε τουρίστες και επισκέπτες μέσω πλατφορμών, αποτελούν τουριστική χρήση και όχι χρήση γης κατοικίας και δεν μπορούν να εγκαθίστανται με όρους κατοικίας, παρά μόνο όπου επιτρέπονται οι εντατικότερες τουριστικές χρήσεις, οι οποίες πρέπει με την σειρά τους να περιοριστούν. Επίσης δεν υπάρχει κανένας λόγος να προσπαθεί η πόλη να προσελκύσει «ψηφιακούς νομάδες», δηλαδή ανθρώπους με υψηλότερα εισοδήματα προερχόμενα από το εξωτερικό, οι οποίοι ανταγωνίζονται τους ντόπιους στην αγορά ενοικίου. Πιο ριζικά μέτρα περιλαμβάνουν τον πλήρη έλεγχο της ζήτησης από το εξωτερικό στην κτηματαγορά, τα οποία βέβαια έρχονται σε σύγκρουση με τις αρχές της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διάφορων ειδών πλαφόν στα ύψη των ενοικίων ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των διαμερισμάτων θα μπορούσαν να διεκδικηθούν και να εφαρμοστούν, με την επισήμανση ότι οι αιτίες της κρίσης της κατοικίας είναι δομικές, δεν θα εκλείψουν «με έναν νόμο και ένα άρθρο» και ότι ένα τέτοιο μέτρο από μόνο του αποκομμένο και στις σημερινές συνθήκες φιλελεύθερης λειτουργίας της κτηματαγοράς μπορεί να φέρει και τα αντίστροφα αποτελέσματα. Η θέση των ενοικιαστών όμως πρέπει να βρεθούν τρόποι να ενισχυθεί.
Από την άλλη πλευρά, η βαριά φορολόγηση και της μικρής ακίνητης ιδιοκτησίας που ξεκίνησε την περίοδο των μνημονίων, σε συνδυασμό με την αδυναμία εξυπηρέτησης του τραπεζικού δανεισμού από τους δανειολήπτες εν μέσω οξύτατης οικονομικής κρίσης, οδήγησε σε ένα είδος «αποεπένδυσης» των μικροϊδιοκτητών στα ακίνητά τους, με αποτέλεσμα πάρα πολλά απ’ αυτά να είναι πλέον λιγότερο ή περισσότερο εγκαταλελειμμένα –τα λεγόμενα χρέπια- και συνεπώς εκτός προσφοράς στην αγορά ενοικίου. Στη μετα-μνημονιακή εποχή, η δύσκολη πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, η αύξηση του κόστους των οικοδομικών υλικών σε ένα γενικότερο περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και οι ελλείψεις στην αγορά εργασίας σε τεχνίτες οικοδομής, καθώς στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ξένους εργάτες και πολλοί από αυτούς έφυγαν από την Ελλάδα την μνημονιακή περίοδο, έχουν καταστήσει τις απαραίτητες ανακαινίσεις δυσκολότερες και ακριβότερες. Πέραν της επιβεβλημένης για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης ευρείας διαγραφής χρεών που έχουν οδηγήσει σε κόκκινα δάνεια, κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, θα μπορούσε να υπάρξει δημόσια επιδότηση αυτών των ανακαινίσεων υπό τον όρο ότι τα εν λόγω ακίνητα θα κατευθυνθούν μαζικά σε μακροχρόνιες ενοικιάσεις σε προσιτές τιμές σε κοινωνικές κατηγορίες που το έχουν ανάγκη. Αυτά βέβαια δεν μπορούν να αφεθούν στην «ιδιωτική πρωτοβουλία» για να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και απαιτούν σοβαρή δημόσια παρέμβαση, η έκταση της οποίας είναι γενικά κόντρα στο ρεύμα της εποχής μας. Απλές επιδοτήσεις ενοικίων, ως μία λιγότερο επαχθής προς τους ιδιοκτήτες εναλλακτική του ενοικιοστάσιου, μπορεί να ακούγονται ως ανακουφιστικό μέτρο αλλά είναι δυνατόν αν εφαρμοστούν αποκομμένα να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα σε μία ανεξέλεγκτη κτηματαγορά, αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές των ενοικίων.
***
Υδατογραφία σε χαρτί - Τ.Παπαϊωάννου |
Το δικαίωμα στη στέγη
Ενα χαρτοκιβώτιο, ένα πάπλωμα, λίγα ρούχα και μερικά σκεύη, στριμωγμένα στη γωνία μιας σκοτεινής στοάς στο κέντρο της Αθήνας. Τέσσερις πλάκες πεζοδρομίου, όλες κι όλες, το δάπεδο του «σπιτιού» του άστεγου συμπολίτη. Εκεί στον τοίχο που τελειώνει η στοά κι είναι κάπως προφυλαγμένη η γωνιά της από τη βροχή και τον αέρα, βρήκε ένα πρόχειρο αποκούμπι, για να μπορέσει να κοιμηθεί. Εγκαταλειμμένος απ’ όλους, στην απελπιστική μοναξιά του κι ας περνούν από δίπλα του εκατοντάδες αδιάφοροι περαστικοί, δίχως να του ρίχνουν μια ματιά.
Λίγο πιο κάτω ένα παλιό σπίτι, κλειστό, σκονισμένο, με ερμητικά σφαλισμένα παράθυρα κι απέναντι, άλλο ένα διώροφο νεοκλασικό, σφραγισμένο κι αυτό, με τσιμεντόλιθους στις πόρτες, στέκει σκοτεινό, απροσπέλαστο, νεκρό. Και τα δύο, χωρίς κανένα άνοιγμα, μέσα στη μελαγχολική ερημιά τους, περιμένουν μάταια τον μελλοντικό τους ένοικο. Μέσα σε δέκα βήματα, αντικρίζεις όλη την αντίφαση της σύγχρονης μεγαλούπολης, όλη τη σκληρότητα, όλη την παράνοια: ο άστεγος να κοιμάται έξω στον δρόμο, δίπλα ακριβώς στις κλειδαμπαρωμένες κατοικίες. Τα ακατοίκητα σπίτια, απέναντι στο «κατοικημένο» πεζοδρόμιο.
Σε μια πόλη που μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ολοένα και περισσότερο αλώνεται από τον μαζικό τουρισμό, δίπλα στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία και τις αστραφτερές τράπεζες, δείγματα –όπως επαίρονται οι κυβερνώντες– μιας πολυδιαφημισμένης ανάπτυξης, οι άστεγοι της Αθήνας που χρόνο τον χρόνο πολλαπλασιάζονται, αποδομούν και καταρρίπτουν τον επικοινωνιακό μύθο του success story της κυβέρνησης. Θαμπώνουν και χαλάνε, με την «ενοχλητική παρουσία» τους, την καλογυαλισμένη βιτρίνα. Οι περιπλανώμενοι ρακένδυτοι που ψάχνουν στα σκουπίδια της πλεονεξίας μας, συντρίβουν τα φανταχτερά σκηνικά μιας κοινωνίας που αποστρέφει το βλέμμα από τον καθρέφτη, μη θέλοντας να αντικρίσει το αληθινό της πρόσωπο.
Το πρόβλημα στέγης στις πόλεις της χώρας μας μέρα τη μέρα διογκούται και αποκτά διαστάσεις χιονοστιβάδας, με απρόβλεπτες συνέπειες. Οι τιμές των ακινήτων είναι απλησίαστες για την πλειονότητα των πολιτών. Τα ενοίκια έχουν εκτιναχτεί σε δυσθεώρητα ύψη και μεγάλα τμήματα του πληθυσμού εκτοπίζονται από τις γειτονιές τους, αφού αναγκάζονται να καταφύγουν αλλού, προκειμένου να βρουν φτηνότερη στέγη. Η πόλη μεταλλάσσεται με βίαιο και ανεξέλεγκτο τρόπο, με θύματα χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι ασφυκτιούν μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης ακρίβειας, αγωνιώντας για το αύριο που ξημερώνει.
Η στέγη από κοινωνικό αγαθό κατάντησε στις μέρες μας κοινό καταναλωτικό προϊόν που το εμπορεύονται αδίστακτοι κερδοσκόποι. Στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας τα κτίρια, το ένα μετά το άλλο, αλλάζουν χρήση, οι πολυκατοικίες εξαφανίζονται και μετατρέπονται σε ξενοδοχεία, Airbnb, εμπορικά πολυκαταστήματα. Το ίδιο και ο δημόσιος χώρος, «ευπρεπίζεται», εκσυγχρονίζεται, αποκτά μια γυαλιστερή, κοσμοπολίτικη δήθεν όψη, ενός κακόγουστου και αρχοντοχωριάτικου, κατά τα άλλα, lifestyle. Πλατείες, πεζοδρόμια γεμίζουν τραπεζοκαθίσματα, καταλαμβάνονται από απίστευτης ασχήμιας στέγαστρα που σταδιακά κλείνονται με τζαμαρίες και άθλιες ζελατίνες. Το ιδιωτικό τείνει να απλωθεί παντού και να πνίξει κάθε ελεύθερο υπαίθριο δημόσιο χώρο, έτσι που να μη βρίσκεις χώρο να καθίσεις δίχως να πληρώσεις.
Η Αθήνα εκποιείται και μετατρέπεται σ’ ένα τεράστιο ξενοδοχείο. Οι μόνιμοι κάτοικοι εκδιώκονται από το επιθετικό real estate προς τις φτωχότερες λαϊκές γειτονιές της περιφέρειας, ενώ πολλές δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία ετοιμάζονται να μεταφερθούν στην ΠΥΡΚΑΛ, προκειμένου να αφήσουν ελεύθερα τα κτίριά τους στο κέντρο, για κερδοσκοπική τουριστική εκμετάλλευση. Την ίδια ώρα, όλα τα υπόλοιπα παλιά ακατοίκητα κτίρια στέκουν –χρόνια τώρα– σαν φαντάσματα μέσα στον αστικό ιστό, περιμένοντας τη μελλοντική τους «αξιοποίηση».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε βίαια να επιτεθεί και να εκκενώσει κάθε κατειλημμένο κτίριο που συμβόλιζε στην πόλη μια άλλη αντίληψη κατοίκησης, ένα άλλο όραμα για την πόλη. Μια διαφορετική προσέγγιση συλλογικής διαχείρισης –από τα κάτω– των εγκαταλελειμμένων κτιρίων που αναζωογονούσε τις γειτονιές της Αθήνας, την οποία προφανώς ούτε ήθελε ούτε και θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει ο σημερινός πρωθυπουργός. Σήμερα, τα κτίρια αυτά στέκουν πάλι ακατοίκητα, νεκρά, ανθυγιεινές εστίες συσσώρευσης σκουπιδιών, σαν πυρήνες «θανάτου» μέσα στον ζωντανό κοινωνικό ιστό.
Το ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο διακυβέρνησης αφήνει πάνω στην πόλη τα σημάδια του πιο απάνθρωπου και στυγνού προσώπου του. Η πλήρης αδιαφορία για τον αδύναμο είναι πρωτοφανής, σ’ ένα κράτος που έχει απολέσει κάθε ίχνος πρόνοιας. Η κοινωνική κατοικία δεν αποτελεί προτεραιότητα σε μια πολιτεία που βαυκαλίζεται πως είναι τάχατες πολιτισμένη και δημοκρατική. «Η δημοκρατία δεν είναι νόμος της πλειονότητας, αλλά η προστασία της μειονότητας»1, έγραφε πριν από χρόνια ο Αλμπέρ Καμί. Στη χώρα μας, αντιθέτως, καταστρατηγούνται τα πάντα στο όνομα του κέρδους και της αρπαχτής, υποθηκεύοντας, για άλλη μία φορά, το μέλλον των επόμενων γενιών. Θαρρείς και δεν διδαχτήκαμε τίποτα από τις προηγούμενες κρίσεις, την οικονομική καταβαράθρωση και τα μνημόνια.
Η πόλη διαμελίζεται έτσι σε μικρές και ασύνδετες μεταξύ τους επικράτειες, με διαφορετικά ταξικά χαρακτηριστικά. Η κυβέρνηση εντείνει και πολλαπλασιάζει τις κοινωνικές-οικονομικές ανισότητες, αδιαφορεί προκλητικά για την καθημερινότητα των πολιτών και οδηγεί με τις αδίστακτες και καταστροφικές πολιτικές της τη συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των ολίγων και ισχυρών, εις βάρος των πολλών αλλά και της χώρας της ίδιας. Η κοινωνία κονιορτοποιείται και σπρώχνεται, μέρα τη μέρα, στη φτωχοποίηση και την ανέχεια. Ανθρωποι κάθε ηλικίας οδηγούνται στο περιθώριο, στην επισφάλεια, στην απόγνωση. Η ζωή γίνεται για τους πολλούς ακόμη πιο δυσβάσταχτη, ανυπόφορη, ζοφερή.
Η πόλη αποδιώχνει, δεν προσκαλεί! Οι πολίτες προσπαθούν μέσα σ’ αυτή την αστική ζούγκλα να επιβιώσουν ο καθένας μόνος του, ακολουθώντας τον αδιέξοδο δρόμο του ατομικισμού και της ιδιώτευσης, αλλά όπως είναι φυσικό συντρίβονται, αφού μόνοι τους είναι ανίσχυροι να παλέψουν για το δίκιο τους. Η μοιρολατρία έχει απλωθεί στην ελληνική κοινωνία και η πεποίθηση ότι «τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει» τείνει να εδραιωθεί, οδηγώντας στην απομόνωση και την παραίτηση.
«Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία συλλογικότητας. (…) Αυτό που μας βοήθησε να επιβιώσουμε ώς σήμερα είναι η αίσθηση της κοινότητας που μας διακατέχει»2, σημειώνει ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο. Ετσι, ακόμη και μέσα σ’ αυτήν τη σκοτεινιά, αναδύονται εκεί που δεν το περιμένεις φωτεινές εστίες ελπίδας και αντίστασης. Είναι οι συλλογικότητες των ενεργών πολιτών που στηρίζονται στη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη και αυτο-οργανώνονται από τα κάτω, σε μικρές, ακηδεμόνευτες ομάδες σε κάθε γειτονιά. Τους φέρνουν κοντά και τους ενώνουν τα κοινά προβλήματα, οι κοινοί αγώνες, το ίδιο όνειρο. Σιγά σιγά συνδέονται μεταξύ τους κι όλοι μαζί διεκδικούν το αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμά τους στην πόλη. Το μεγάλο στοίχημα είναι, στη βάση ακριβώς των κοινών διεκδικήσεων, να αποτελέσουν ένα παλλαϊκό κίνημα που θα απαιτήσει και θα κατορθώσει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για τις γειτονιές τους. Να πάρουν, κοντολογίς, τη ζωή στα χέρια τους!
Οι λύσεις, γνωστές από καιρό. Τα χιλιάδες ακατοίκητα σπίτια που τα περισσότερα έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα και με τα χρόνια καταρρέουν, πρέπει επειγόντως να επισκευαστούν (με την αρωγή του κράτους) και να αποδοθούν με ευνοϊκούς όρους χαμηλής μίσθωσης στους ανθρώπους που δεν έχουν στέγη. Μόνον έτσι θα συντηρηθούν και θα διασωθούν, αποτελώντας πάλι ενεργά και ζωντανά κύτταρα του αστικού ιστού. Οταν γκρεμιστούν οι τσιμεντόλιθοι που τα φράζουν, αποξηλωθούν οριστικά οι λαμαρίνες που τα πνίγουν, ανοίγοντας διάπλατα τα παράθυρά τους και πλημμυρίζοντάς τα πάλι με φως και φρέσκο αέρα. Οταν, δηλαδή, φωλιάσει ξανά η ζωή μέσα στους χώρους τους.
1. Αλμπέρ Καμί, Σημειωματάρια 1951-1959, Πατάκης, Αθήνα 2022
2. Σεμπαστιάο Σαλγάδο, Από τη γη μου στη γη, Στερέωμα, Αθήνα 2016
*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου