Γράφει ο ΡΑΦΑΗΛ ΑΣΠΡΟΛΟΥΠΟΣ, οικονομολόγος
Στις 30/12/2023, σχεδόν τρεις μήνες από τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου γύρω απ’ τη Γάζα, η Νότια Αφρική προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο (International Court of Justice – ICJ) εναντίον του Ισραήλ καταγγέλοντάς το για εφαρμογή γενοκτονικών πρακτικών. Η τοποθέτηση της Νότιας Αφρικής έγινε την περασμένη Πέμπτη, μ’ αυτή του Ισραήλ να ακολουθεί την επόμενη μέρα.
Είχαν μεσολαβήσει πάνω από τρεις μήνες ανελέητων επιθέσεων των Ισραηλινών στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον της Γάζας, που με τη δικαιολογία της καταδίωξης της Χαμάς, εξαπέλυσαν το μεγαλύτερο μακελειό κατά ανθρωπίνων ζωών που έχει καταγραφεί σ’ αυτό τον αιώνα. Επιθέσεις σε καταυλισμούς και νοσοκομεία, οι εκδιωγμένοι Παλαιστίνιοι εκτεθειμένοι στο λιμό, με τις υποδομές και τα σπίτια τους κατεστραμμένα, πρωτόγνωρα πολυάριθμους θανάτους προσωπικού ανθρωπιστικών οργανώσεων και δημοσιογράφων κι όλ’ αυτά παρά τις εκκλήσεις τόσο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ όσο κι άλλων στελεχών του οργανισμού για άμεση κατάπαυση πυρός και τις καταγγελίες τους για γενοκοτονική επίθεση εκ μέρους του Ισραήλ.
Παρά τη συσπείρωση της συντριπτικής πλειονότητας της διεθνούς κοινότητας εναντίον του Ισραήλ, οι δυτικοί υποστηρικτές του έχουν μείνει απαρασάλευτα στο εγκληματικό πλευρό του, διώκοντας απηνώς κάθε ένδειξη υποστήριξης προς τους Παλαιστίνιους στο εσωτερικό τους.
Τ’ ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία είναι δεδομένο πέραν πάσης αμφιβολίας, κι αυτό όχι μόνο γιατί είναι απολύτως πρόδηλο αλλά επειδή ακόμα κι οι ειδικοί επί του διεθνούς δικαίου νομικοί διατείνονται ότι πρόκειται περί «υποδειγματικής περίπτωσης γενοκτονίας» (ενδεικτικά εδώ κι εδώ).
Αλλά η εκδίκαση διακρατικών υποθέσεων ποτέ δεν είναι απλά και μόνο δικαστικά ζητήματα. Ρόλο παίζουν η σχετική ισχύς κάθε χώρας, η δυνατότητά της να επιβάλλει τα συμφέροντά της έναντι άλλων, οι διεθνείς υποστηρικτές της κι οι επιδιώξεις τους, παράγοντες που συντελούν στη διαμόρφωση ενός διεθνούς δικαίου με χαμηλή δεσμευτικότητα και την ύπαρξη ασθενών μηχανισμών εφαρμογής του. Πρόκειται, λοιπόν, για εξόχως πολιτικά ζητήματα, κι ας εκτυλίσσονται σε μια νομική αρένα, όπου αναμετρώνται οι διεθνείς επιδιώξεις πολλών παικτών.
Εν προκειμένω, διακυβεύεται η ικανότητα του Ισραήλ να εφαρμόζει την αποικιοκρατική σιωνιστική πολιτική του εδώ κι έναν αιώνα συστηματικού εκτοπισμού των Παλαιστινίων από τη γη της ιστορικής Παλαιστίνης (ένας δημογραφικός και βίαιος εκτοπισμός παρόμοιος μ’ αυτόν που οι ακροδεξιοί της Δύσης φαντασιώνονται ότι συντελείται στις χώρες τους με τη μετανάστευση των καταπιεσμένων του Παγκόσμιου Νότου – παραγνωρίζοντας πλήρως τη φύση του φαινομένου της σύγχρονης μετανάστευσης υπέρ της εξυπηρέτησης της ρατσιστικής ατζέντας τους – με την διαφορά ότι αυτός που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι είναι πραγματικός) και της οικειοποίησης μιας χώρας από αποκλειστικά μία θρησκευτική/εθνική κοινότητα προς αποκλεισμό των υπολοίπων. Απειλείται δηλαδή η δυνατότητά του να κάνει αυτό που οραματιζόταν ο σιωνισμός απ’ την απαρχή του, να δρα δηλαδή το Ισραήλ ως το προκεχωρημένο φυλάκιο των συμφερόντων και των «αξιών» της Δύσης στη «βάρβαρη γη των Αράβων».
H μεγάλη μερίδα της διεθνούς κοινότητας που υποστηρίζει τη Νότια Αφρική στην προσφυγή της, και πόσο μάλλον η ίδια η Νότια Αφρική, κράτος κληρονόμο του μεγάλου αντιαποικιακού αγώνα του ντόπιου μαύρου πληθυσμού εναντίον των απογόνων Ευρωπαίων αποικιοκρατών και του καθεστώτος απαρτχάιντ που είχαν εγκαθιδρύσει για να θωρακίσουν την εξουσία τους, έχουν κάθε λόγο να εξεγείρονται έναντι της συντελούμενης αδικίας εναντίον των Παλαιστινίων, στην οποία βλέπουν να αντικατοπτρίζεται η δική τους ιστορική εμπειρία.
Με τη φθορά των Δυτικών δυνάμεων να γίνεται ολοένα και πιο έκδηλη, τα κράτη των λαών που για αιώνες καταπιέζονταν από την αποικιοκρατική και ιμπεριαλιστική πολιτική της Δύσης βγαίνουν στο προσκήνιο διεκδικώντας μια καλύτερη θέση για τα ίδια. Όσο περισσότερο φθίνει η ακτινοβολία του ευρωατλαντικού κόσμου κι αποδομείται η μονοκρατορία του, τόσο περισσότερο εντείνονται τα αιτήματα για αποκατάσταση ιστορικών αδικιών.
Η απροθυμία όμως της συλλογικής Δύσης να αποδεχθεί την παρακμή της και να μοιραστεί πιο ισότιμα τον παγκόσμιο πλούτο, διακυβεύει ολόκληρη τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική του διεθνούς συστήματος. Βλέποντας την ανάδυση ανταγωνιστών, η Δύση παραβαίνει πολιτικές που υποχρεώνει άλλους να εφαρμόζουν (βλ. ένταση ελέγχων στο διεθνές εμπόριο από Δυτικές χώρες και διεξαγωγή εμπορικών πολέμων, όταν μέχρι πρότινος επέβαλλαν – όπως ορίζει το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο – το ανεμπόδιστο, ελεύθερο εμπόριο, μέχρι τη στιγμή που έπαψαν να είναι οι κύρια ωφελούμενες απ’ αυτό) και παραβιάζει διεθνείς νόμους που η ίδια θέσπισε, μέσα από την περίφημη φιλελεύθερη ανθρωπιστική παράδοσή της, για τη διατήρηση μιας (σχετικά έστω) ειρηνικής τάξης πραγμάτων, με την ίδια βεβαίως ως εγγυήτρια στην κορυφή της.
Η ιστορία δείχνει ότι ποτέ ένα ισχυρό μέρος δεν δέχθηκε την παραίτηση από προνόμια που απολάμβανε αμαχητί, πειθόμενη από λογική κι επιχειρήματα (εξ’ άλλου η εξουσία παράγει και προάγει τη δική της λογική). Πάντα αναγκαζόταν να εκχωρήσει εξουσία όταν η ισχύς της δεν ήταν αρκετή ώστε να τη συντηρήσει.
Έτσι, η ίδια η Δύση, στην απεγνωσμένη προσπάθεια να τηρήσει τα αποκτημένα με βία στο διάβα των αιώνων προνόμιά της, καταστρέφει τις δομές που διασφάλιζαν τη μακροβιότητα και τη σταθερότητα της εξουσίας της. Στο όνομα της επίτευξης βραχυ-μεσοπρόθεσμων τακτικών νικών, στρώνει το δρόμο για την απαξίωσή της, αποκαλύπτοντάς τους θεσμούς που έστησε και που παρουσίαζε ως πομπούς της πεφωτισμένης της δεσποτείας ως τίποτα άλλο από στηρίγματα ενός συστήματος γυμνής βίας κι αδικαιολόγητης υπεξαίρεσης.
Ό,τι κι αν αποφασίσει το Διεθνές Δικαστήριο, δυστυχώς φοβόμαστε πώς το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα κι αναπότρεπτο. Μια καταδικαστική για το Ισραήλ απόφαση δεν θα κάμψει τη δολοφονική του μανία, ούτε θα κλονίσει την αταλάντευτη στήριξη των ΗΠΑ σ’ αυτό (έχουν κι οι δύο επενδύσει πολύ στην υπεράσπιση αυτής της πολιτικής κι απειλούνται πολύ ζωτικά τους συμφέροντα για να το κάνουν αυτό), αναγκάζοντας και τους δύο να προβούν σε μια κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας. Απ’ την άλλη, μια αθωωτική για το Ισραήλ απόφαση θα οδηγήσει στο να απωλέσει το Διεθνές Δικαστήριο το όποιο ψήγμα αξιοπιστίας του είχε απομείνει στα μάτια της παγκόσμιας κοινότητας. Οι αποφάσεις του δεν θα έχουν καμιά αξία και δε θα λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν από κανέναν.
Για να μην παρεξηγηθούμε, φυσικά ευκταίο είναι η αναγνώριση από το Διεθνές Δικαστήριο της γενοκτονικής επίθεσης που υπομένει ο Παλαιστινιακός λαός, σήμερα και διαχρονικά. Αναντίρρητα, μια τέτοια αναγνώριση θα αποτελούσε σημαντικό εφόδιο για τον αγώνα της παλαιστινιακής αντίστασης. Απλώς θέλουμε να καταδείξουμε τη δυσμενή συνθήκη που έχουν διαμορφώσει οι πολιτικές του κεφαλαίου διεθνώς.
Σε κάθε περίπτωση, θα σημειωθεί μια σημαντική τομή στην αποδόμηση των υπερεθνικών θεσμών που είχαν ορίσει μια διεθνή μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφαλείας κι η Δύση θα απομονωθεί περαιτέρω έναντι των ανταγωνιστών της απ’ τον Παγκόσμιο Νότο. Μπροστά στο να δεχτεί την ισότιμη συμμετοχή όλων των χωρών του κόσμου, η Δύση είναι διατεθειμένη να τον βυθίσει στην αυξανόμενη ένταση, το χάος του πολέμου και ενδεχομένως τον πυρηνικό όλεθρο.
Αυτή τη στιγμή η Δύση, με προμετωπίδα ασφαλώς τις ΗΠΑ, αποτελεί τον πιο επικίνδυνο εμπρηστή. Είναι πιο αναγκαία από ποτέ η συγκρότηση του στρατοπέδου των λαών όλου του κόσμου, προεξαρχόντων αυτών που έχουν υποστεί τη χρόνια καταπίεση κι εκμετάλλευση των αρχουσών τάξεων της Δύσης, ώστε να γλυτώσει τον κόσμο από την πυρομανία των αδίστακτων αρπακτικών που τρομάζουν με την προοπτική της δύσης της δικής τους κυριαρχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου