- Το κοινωνικό αποτύπωμα της αντεγκληματικής πολιτικής*
Της Ιωάννας Κούρτοβικ
Μία δημοσκόπηση της Μarc, τον Οκτώβρη του 2022, υποστήριζε ότι το 93,5% των ερωτηθέντων ήθελαν αυστηροποίηση των ποινών. Οι επιλογές της συγκεκριμένης εταιρείας μπορεί να είναι ύποπτες, όμως στα «κοινωνικά» δίκτυα και στο κατώφλι των δικαστηρίων ακούγονται ακόμη χειρότερα: «να σαπίσουν στη φυλακή», «τα ισόβια δεν φτάνουν», «κανένα δικαίωμα στα κτήνη», «να ξανασκεφτούμε τη θανατική ποινή» και άλλα.
Αυτός ο κανιβαλισμός βρίσκει αντιστοίχιση στις γραμμές της αντεγκληματικής πολιτικής της κυβέρνησης και ιδίως στο τελευταίο νομοσχέδιο. Φταίει η κοινωνία ή η διάδραση αυτή είναι μια κατασκευή;
Οι νέες τροποποιήσεις του ΠΚ υλοποιούν το δηλωμένο όραμα της κυβέρνησης του σημερινού πρωθυπουργού «η φυλακή να είναι φυλακή»: και για τα πιο ασήμαντα αδικήματα, τις πιο ασήμαντες ποινές και για τις πιο ευάλωτες κατηγορίες, κυρίως γι’ αυτές.
Και τούτο, παρά τις γενικευμένες αντιδράσεις του νομικού κόσμου, δικαστών, δικηγόρων και ακαδημαϊκών και της ίδιας της γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής, που επισήμανε ότι αυτό το ν/σχ είναι αδύνατο να εφαρμοστεί.
Ο στόχος δεν είναι μόνο να μπαίνουν όσο περισσότεροι και όσο περισσότερο στη φυλακή, αλλά και να μην βγαίνουν.
Εκτός από την αύξηση των ποινών και τον περιορισμό της θεσμού της αναστολής, η υφ’ όρον απόλυση γίνεται το προνομιακό όπλο για την εφαρμογή του σχεδίου. Από το 1993 σε μια περίοδο με έντονα προοδευτική κοινωνική δυναμική έγινε υποχρεωτική η χορήγησή της, εφόσον πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις και μόνο με ειδική αιτιολογία το δικαστικό συμβούλιο μπορούσε να την αρνηθεί.
Λίγα χρόνια πριν, το 1989, είχε μπει σε ισχύ ο «Κώδικας για τη μεταχείριση των κρατουμένων», ένας νόμος που δεν ήθελε να αποκαλείται «σωφρονιστικός», γιατί ο σωφρονισμός, η αλλαγή φρονήματος, η καταναγκαστική αλλαγή της προσωπικότητας του κρατουμένου δεν ήταν συμβατός με τις τότε προοδευτικές αντιλήψεις για την αντιμετώπιση του παραβάτη.
Κάτω από την πίεση της δεξιάς ρητορικής, ο νέος ποινικός κώδικας του 2019, επί αριστερής διακυβέρνησης, μέσα στις πολλές θετικές του ρυθμίσεις, εισήγε και μια ενοχική τροποποίηση, αυξάνοντας τα κατώτερα όρια για την υφ’ όρον απόλυση και επεκτείνοντας στα 25 χρόνια για τους καταδικασμένους σε περισσότερες από μία ισόβιες το ελάχιστο όριο πραγματικής έκτισης (μέτρο που είδαμε να εφαρμόζεται αυθαίρετα και παράνομα αναδρομικά στις φυλακές Δομοκού –μόνον σ’αυτές από όλη την Ελλάδα– μια κι εκεί κρατείται ο Δημήτρης Κουφοντίνας, για τον οποίο ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε δημόσια ότι δεν θα βγει ποτέ από τη φυλακή).
Ήδη, με συνεχείς παρεμβάσεις από το 2019, η σημερινή κυβέρνηση τροποποιεί συνεχώς τις διατάξεις του ποινικού κώδικα, επιβαρύνοντας ποινές και διαδικασίες και επιδεινώνοντας τους όρους της υφ’ όρον απόλυσης και επιτείνει τον «σωφρονιστικό» χαρακτήρα του «σωφρονιστικού» (από το 1999) κώδικα, στραγγαλίζοντας την πρόσβαση στις άδειες και τις αγροτικές φυλακές και απαιτώντας τη συντριβή της προσωπικότητας του κρατούμενου για να μπορέσει να ελπίσει στην έξοδο της φυλακής.
Και σήμερα, με το νέο αδιανόητο πόνημα (μιας άγνωστης επιτροπής), παρεμβαίνει αλλάζοντας τα κριτήρια για την απόλυση, εισάγοντας αντί της διαγωγής κατά την έκτιση και το επικίνδυνα αόριστο στοιχείο της «εν γένει εκτίμησης των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος, καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο».
Μια διατύπωση που καλεί τον δικαστή του συμβουλίου να ξανακρίνει και να ξαναδικάζει τον κρατούμενο για το έγκλημα για το οποίο έχει ήδη καταδικαστεί, για δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φορά, μετά την έκτιση της ποινής του.
Η ανατροπή στον πυρήνα της φιλοσοφίας του ποινικοδικαιικού συστήματος
είναι προφανής καθώς παύει οριστικά ο βασικός μέχρι σήμερα σκοπός του να
είναι η επανένταξη του κρατουμένου στην κοινωνία. Ο παραβάτης είναι
απόστημα που πρέπει να υφίσταται εσαεί τις συνέπειες της εκτροπής του
και να αποκοπεί από τον κοινωνικό ιστό.
Η κοινωνία χειραγωγείται από μια κυβέρνηση, που νομοθετεί σαν
παθιασμένος συγγενής που επιτίθεται έξω από το δικαστήριο στον δράστη
για να τον λυντσάρει.
Το κράτος χρησιμοποιεί την εικόνα, για να καλλιεργήσει την ιδέα του απεχθούς εγκληματία ανθρώπου του Λομπρόζο, για να προκαλεί την απαξίωση και την αποστροφή.
Το κοινό τρέφεται από το θέαμα, χλευάζει, απολαμβάνει τη διαπόμπευση επιχαίρει τον διασυρμό, τις χειροπέδες, τα σκυφτά κορμιά που τα σέρνουν στα σκαλιά με ένα χέρι να πιέζει τον λαιμό για να σκύβουν το κεφάλι, εγκαλεί για κυνισμό τον δράστη όταν επιχειρεί να διασώσει κάτι από αξιοπρέπεια.
Και είναι όλο και περισσότερες οι φορές που η «κοινωνία», ακόμη και ένα αγωνιστικό προοδευτικό της κομμάτι, δικαιώνει τη συντηρητική στροφή, απαιτώντας σκληρότερη μεταχείριση, μέμφεται την επιείκεια, λιθοβολεί τον καταδικασμένο που κατορθώνει να βγει από τη φυλακή, επιχαίρει για την αναίρεση που θα τον γυρίσει πίσω.
Το ποινικό δίκαιο είναι ένα ισχυρό εργαλείο κατασκευής συνείδησης, εξασφάλισης της συναίνεσης και καλλιέργειας του φόβου και της ανασφάλειας, αποπροσανατολισμού και αναπροσανατολισμού της συλλογικής συνείδησης προς τον επιθυμητό στόχο.
Η συνενοχή του πολίτη, η συναίνεση της κοινωνίας, είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση του ποινικοκατασταλτικού έργου, αλλά κυρίως για την οικοδόμηση της επιθυμητής υποταγής στις πολιτικές επιλογές και την εφαρμογή τους.
Παρουσιάζοντας τις νέες ρυθμίσεις, ο κ. Φλωρίδης διαμήνυσε: «τέρμα στον δικαιωματισμό, τώρα θα ασχοληθούμε με τα δικαιώματα των θυμάτων».
Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του δικαζόμενου απαξιώνεται σαν «δικαιωματισμός». Μια πολιτική που στιγματίζει τον παραβάτη και μαζί την υπεράσπιση του.
Κατασκευάζει και δηλητηριάζει τη συλλογική συνείδηση μιας κοινωνίας που απαρνείται τον εαυτό της.
Κι εμείς πρέπει να αντισταθούμε σ’ αυτήν την εκτροπή.
*Από εισήγηση στον ΔΣΑ στις 18/12/23
***
Δημοσιεύουμε την εισήγηση της Ιωάννας Στεντούμη, δικηγόρου Αθηνών, στην ημερίδα “Οι νέες αλλαγές στον ΠΚ και τον ΚΠΔ: Μια ολοκληρωτική αντιμεταρρύθμιση” (18/12, ΔΣΑ) στην θεματική “Σεξουαλικά εγκλήματα – Ενδοοικογενειακή βία: είναι λύση η αυστηροποίηση των ποινών;”.
Σεξουαλικά εγκλήματα – Ενδοοικογενειακή βία: είναι λύση η αυστηροποίηση των ποινών; (της Ιωάννας Στεντούμη)
Οι προτεινόμενες αλλαγές για την ενδοοικογενειακή βία, εμπεριέχουν ελάχιστες προβλέψεις που δεν αλλάζουν προς το καλύτερο την πραγματική και νομική κατάσταση των θυμάτων, αντιθέτως είναι πιο επικίνδυνες.
Αρχικά, όσον αφορά τα δικονομικά, το άρθρο 228 ΚΠΔ δεν αλλάζει, άρα το θύμα βιασμού οφείλει επί της ουσίας να εμφανίζεται και να καταθέτει ενώπιον του δράστη, αφού το δικαστήριο πάντα αυτό προκρίνει στα ενήλικα θύματα, αγνοώντας το διεθνές πλαίσιο προστασίας των θυμάτων και υποβάλλοντας το θύμα σε μια διαδικασία που όσες και όσοι υποστηρίζουμε θύματα σεξουαλικής βίας, γνωρίζουμε πως είναι εχθρική και τραυματική για αυτά.
Αυτό σε συνδυασμό με τις προβλέψει για την αστυνομική κατάθεση, που πλέον δε θα θεωρείται απαραίτητη, δείχνει ότι ένα ίδιο νήμα συνδέει τις συγκεκριμένες διατάξεις: η εμπέδωση της εξουσίας στα σώματα μας – η αστυνομική εξουσία και η πατριαρχική εξουσία δεν αμφισβητούνται και όποια/ος το αμφισβητεί, θα υποστεί τις συνέπειες (ψυχοφθόρες, τραυματικές, χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες).
Επί των ουσιαστικών διατάξεων: Προστίθεται στο άρθρο 4 του 3500/2006, πέραν της σωματικής, η ψυχολογική βία σε βάρος ανηλίκων («Επί ασκήσεως σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος ανηλίκου, στο πλαίσιο της ανατροφής του, εφαρμόζεται το άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα»).
Στο άρθρο 6 ορίζεται ότι αν η πράξη τελέστηκε ενώπιον ανηλίκου μέλους της οικογένειας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών (αντί για ένα έτος που ισχύει έως σήμερα).
Στο άρθρο 7 προβλέπεται για πρώτη φορά ότι «Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου (παράνομη βία) ενώπιον ανηλίκου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Όποιος τελεί την αξιόποινη πράξη του πρώτου εδαφίου (απειλή) ενώπιον ανηλίκου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών».
Στο άρθρο 9 προβλέπεται ότι «με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών (έως 3 ετών ισχύει έως σήμερα) τιμωρείται η πράξη της παρ. 1 (Ενδοοικογενειακή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας), αν ο παθών είναι ανήλικος ή η πράξη τελείται ενώπιόν του». Η δεύτερη μορφή του αδικήματος (τέλεση ενώπιον ανηλίκου) επίσης δεν προβλέπεται σήμερα.
Το πρώτο συμπέρασμα: είναι ελάχιστες οι αλλαγές και καμία δεν αφορά την προστασία του θύματος, όπως θα όφειλε και θα μπορούσε να προβλέψει η Πολιτεία, όπως για παράδειγμα με φιλικές διαδικασίες στο θύμα.
Το αμέσως επόμενο συμπέρασμα, είναι η αυστηροποίηση των ποινών, όπως συνήθως εξαγγέλλεται ως απάντηση σε κάθε αδίκημα.
Περαιτέρω, εμφανής είναι η έλλειψη προβλέψεως από το νομοθέτη για άλλη μια φορά, της ψυχολογικής βίας σε ενήλικο θύμα και της εξύβρισης στα πλαίσια ενδοοικογενειακής βίας.
Το ακόμα όμως πιο επικίνδυνο, είναι η αξιοποίηση μίας αόριστης έννοιας, της ψυχολογικής βίας, χωρίς ορισμό, που προκαλεί ανασφάλεια δικαίου.
Θα ξεκινήσω με τα τελευταία και θα κλείσω με την αυστηροποίηση:
Η ψυχολογική βία σε ενήλικο θύμα και η εξύβριση για άλλη μια φορά δεν προβλέπονται στα πλαίσια της ενδοοικογενειακής βίας.
Η ψυχολογική κακοποίηση/ψυχική βλάβη (βλ. μεταξύ άλλων, το ορισμό που προτείνει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας) μπορεί να λάβει διάφορες μορφές και αντίστοιχους ορισμούς, όπως μεταξύ άλλων: α) η λεκτική κακοποίηση όταν έχουμε προσβολές, φωνές, ύβρεις, χρήση υποτιμητικών χαρακτηρισμών, μειωτική/ εξευτελιστική/ περιφρονητική/ ταπεινωτική/ ντροπιαστική συμπεριφορά/ συνεχείς κατηγορίες χωρίς λόγο/ συνεχή κριτική.
Είναι επίσης ο συναισθηματικός εκβιασμός, όταν ο σύζυγος/ σύντροφος τρομοκρατεί τη σύζυγο/ σύντροφο μέσω των παιδιών για τη χειραγώγηση ή τη δημιουργία φόβου, όπως για παράδειγμα απειλές ότι θα εξαφανίσει τα παιδιά, ότι θα της αφαιρέσει την επιμέλεια, ότι θα της κάνει κακό, θα κάνει κακό στα παιδιά/ άλλα αγαπημένα της πρόσωπα, ότι θα χρησιμοποιήσει σωματική βία, ότι θα την σκοτώσει ή θα αυτοκτονήσει, όταν σπάει αντικείμενα, καταστρέφει τα πράγματά της /απειλεί ότι θα το κάνει, την απομονώνει από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, δεν την αφήνει να κάνει δραστηριότητες που της αρέσουν, δεν της επιτρέπει να πάρει αποφάσεις
β) Η μη λεκτική ψυχολογική κακοποίηση, όταν συμβαίνουν τα παραπάνω χωρίς λέξεις, παρά μόνο μέσα από εκφράσεις/ νεύματα/ χειρονομίες/ παύση κάθε συνομιλίας και ανταπόκρισης μέχρι να λάβει την απάντηση/ ενέργεια που επιθυμεί
γ) όταν ο σύζυγος/ σύντροφος ελέγχει τη σύζυγο/ σύντροφο διαρκώς, ζηλεύει υπερβολικά και χωρίς λόγο, δείχνει κτητικότητα, ελέγχει συνέχεια που είναι και τι κάνει, ψάχνει τα πράγματα της, όταν την καταδιώκει, δηλαδή παρακολουθεί τις κινήσεις της, εμφανίζεται μπροστά της από το πουθενά, την παρενοχλεί
δ) οικονομική κακοποίηση: όταν δεν επιτρέπεται στη σύζυγο/ σύντροφο να εργαστεί ή να έχει πρόσβαση σε χρήματα/ τραπεζικούς λογαριασμούς, ελέγχει πού ξοδεύει και με ποιο τρόπο, της παρέχονται ελάχιστα χρήματα.
Βάσει δε της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, ψυχολογική βία είναι η σκόπιμη ενέργεια προκλήσεως σοβαρής φθοράς στην ψυχολογική ακεραιότητα ενός ατόμου μέσω εξαναγκασμού ή απειλών.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν πιθανούς ορισμούς. Η μη αναφορά όμως ενός ορισμού σαφούς για τις παράνομες πράξεις που τιμωρούνται ως ψυχολογική βία, είναι διπλά προβληματική:
Είναι προβληματική από πλευράς προστασίας των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και ευνοεί τις αυθαιρεσίες των κρατικών αρχών, επιβάλλοντας τιμωρία χωρίς σαφές αδίκημα, επομένως ενάντια στην βασική αρχή, κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο.
Και είναι διπλά προβληματική, επειδή εξαιρεί τα ενήλικα θύματα παρά τις συνεχείς υπενθυμίσεις από γυναικείες οργανώσεις και οργανώσεις υποστήριξης θυμάτων βίας, ότι αυτή η μορφή βίας είναι συχνά ακόμα πιο τραυματική για τα θύματα. Και ανοίγει και ένα παράθυρο πολύ επικίνδυνο: τη χρήση του ψευδο-συνδρόμου της γονικής αποξένωσης από τα λόμπυ πατεράδων που πίεσαν για την ψήφιση του νέου οικογενειακού δικαίου, οι οποίοι χρησιμοποιούν την κοινωνικά και ηθικά επικίνδυνη θεωρία του Γκάρντνερ, που έχει επιστημονικά καταρριφθεί και την επαναφέρουν για να υποστηρίξουν ότι οι καταγγελίες των παιδιών είναι ψευδείς και υποβολιμαίες από τη μητέρα που επιθυμεί να αποκόψει τον πατέρα. Οπότε ο μη ορισμός της ψυχολογικής βίας στο ανήλικο, μπορεί να οδηγήσει σε ερμηνείες εκ διαμέτρου αντίθετες, ανάλογα τα κοινωνικά/ πολιτικά/ιδεολογικά εργαλεία και προκαταλήψεις του/της δικαστή, το οποίο είναι βαθιά προβληματικό ποινικά αλλά και κοινωνικά και από πλευράς προστασίας των θυμάτων έμφυλης βίας. Ήδη η GREVIO και η αρμόδια εισηγήτρια του ΟΗΕ έχουν εισηγηθεί τη μη χρήση του όρου αυτού, ως εργαλείο των απανταχού κακοποιητών.
Θέλουμε όμως πρόβλεψη όλων αυτών επειδή επιθυμούμε αυστηροποίηση; Θέλουμε αναφορά στη γυναικοκτονία επειδή επιθυμούμε αυστηροποίηση; Είναι η ορθή απόκριση της πολιτείας στην έξαρση της έμφυλης βίας;
Αυτό θα απαντηθεί όταν απαντήσουμε ποιος είναι ο σκοπός επιβολής ποινής. Ποιον σκοπό εξυπηρετεί η ποινή:
Τη γενική πρόληψη, δηλαδή την αποτροπή των εν δυνάμει δραστών, την ειδική πρόληψη, δηλαδή την αποτροπή του συγκεκριμένου δράστη από το να τελέσει άλλες αξιόποινες πράξεις μελλοντικά, αλλά και το σωφρονισμό του προς τον σκοπό της κοινωνικής του επανένταξης και παράλληλα την ικανοποίηση του θύματος που δικαιώνεται ηθικά με την τιμώρηση του δράστη.
Τι συμβαίνει σήμερα; Τα αδικήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (και εν γένει τα έμφυλα εγκλήματα) είναι «υπο-αναφερόμενα», δηλαδή τα θύματα δε μιλάνε, φοβούμενα τις συνέπειες και την επαναθυματοποίησή τους με την εμπλοκή τους σε χρονοβόρες, κοστοβόρες και ψυχοφθόρες διαδικασίες, καθώς αν προβούν σε καταγγελία θα έρθουν αντιμέτωπα με ένα σύστημα δύσπιστο και εχθρικό, που αναπαράγει στερεοτυπικές αντιλήψεις και θέλει το θύμα να απολογείται (γιατί ήσουν εκεί εκείνη την ώρα, γιατί πήγες στο σπίτι ενός ατόμου που δεν γνώριζες, γιατί φόραγες τα συγκεκριμένα ρούχα, γιατί ήπιες κλπ) αλλά και αναμένει ένα ιδεατό θύμα, που αντιστάθηκε, κατήγγειλε εξαρχής, κράτησε αποδεικτικά κλπ. Ακόμα και τώρα ερωτώνται οι γυναίκες γιατί τόσα χρόνια έμεναν στο γάμο τους, αν ήταν κακοποιητικός ο σύζυγος. Οι δε φιλικοί χώροι εξέτασης των παιδιών θυμάτων, τα γνωστά ως «Σπίτια του Παιδιού», ακόμα δε λειτουργούν εκτός Αττικής, αλλά και στην Αθήνα, συνήθως ακολουθούν χρονικά την κατάθεση στη ΓΑΔΑ.
Υπόψιν το γόνιμο έδαφος για στερεότυπα, σε πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων που διαπερνά η εκμετάλλευση, η πατριαρχία και η τοξική αρρενωπότητα, οι οποίες αναπαράγονται και θεσμικά: δηλώσεις Τσιάρα περί κανονικών οικογενειών όπου τα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς «παρεκκλίσεις», υποβάθμιση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο που ορθώνουν πρόσθετα εμπόδια στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, τη δήλωση του Λοβέρδου στη Βουλή για το ότι ο θύτης συζυγικής βίας δεν είναι απαραίτητα και κακός πατέρας – αρχή που εφαρμόζουν δυστυχώς και τα δικαστήρια – συνδικαλιστές της αστυνομίας που δίνουν συμβουλές. Αν προστεθεί σε αυτά, η παντελής κατάρρευση κοινωνικών υπηρεσιών και δομών φροντίδας για τα θύματα, η απουσία υποστηρικτικών δικτύων και οικονομικής υποστήριξης, διερμηνείας, ιατροδικαστικών υπηρεσιών, εκπαίδευσης των επαγγελματιών πρώτης γραμμής, καθίσταται σαφής η παντελής απουσία και αδιαφορία του κράτους για τα θύματα έμφυλης βίας και για στρατηγικές πρόληψης και προστασίας.
Από τη στιγμή λοιπόν που κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν λαμβάνεται για την καταπολέμηση των έμφυλων διακρίσεων και την προστασία της παιδικής ηλικίας, η «υπόσχεση» της κυβέρνησης ότι θα αποσύρει για περισσότερο χρόνο τους δράστες στις φυλακές είναι για εκλογική απεύθυνση και μόνο, στα πλαίσια αυταρχικοποίησης ακόμα περισσότερο του ποινικού νόμου και αντιμετώπισης κάθε κοινωνικού ζητήματος με τη ράβδο του ποινικού κολασμού: η απειλή αυστηρών ποινών δεν προωθεί καμία ασφάλεια – ας σκεφτούμε μόνο το παράδειγμα πολιτειών των ΗΠΑ όπου ακόμα ισχύει η θανατική ποινή – και αποτελεί δικαιολογία για την παράλειψη λήψης ουσιαστικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας των φύλων και την καταπολέμηση της σεξιστικής και έμφυλης διάκρισης.
Τα θύματα από την άλλη πλευρά, θα μιλήσουν όταν θα αισθάνονται ασφαλή, κάτι που προϋποθέτει ενίσχυση των δημόσιων δομών υποστήριξης θυμάτων έμφυλης βίας όπως είναι οι ξενώνες κακοποιημένων γυναικών, ενίσχυση των δομών παιδικής προστασίας, αναμόρφωση των ποινικών διαδικασιών ώστε τα θύματα να μην επανατραυματίζονται αφηγούμενα πολλάκις το βίωμά τους, λειτουργία επιτέλους των «Σπιτιών του Παιδιού», αλλά και μέτρα πρόληψης, όπως είναι η εισαγωγή στην εκπαίδευση από τις μικρές ήδη ηλικίες θεματικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κοινωνικό φύλο. Μάλιστα, τη στιγμή που συζητούνται ποινικές διατάξεις για την ψυχολογική βία σε ανήλικα, έχουμε μια τελείως αποδιαρθρωμένη Εισαγγελία Ανηλίκων, όπου υπάρχουν δύο Εισαγγελείς για όλη την Αττική, χωρίς υποστήριξη από κοινωνικές υπηρεσίες, ψυχολόγους, παιδοψυχολόγους και ένα δίκτυο επαγγελματιών το οποίο θα μπορούσε πράγματι να διαπιστώσει τις συνθήκες διαβίωσης χιλιάδων παιδιών. Τελείως βολικό για τις κρατικές αρχές είναι να μετατοπίζεται η συζήτηση στην επιμέτρηση της ποινής, όταν όλα όσα προηγούνται αυτής μένουν ως έχουν.
Εν τέλει, σε ένα σύστημα που αναπαράγει τις εξουσιαστικές σχέσεις, ρόλος μας είναι, μεταξύ άλλων, να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των θυμάτων έμφυλης και σεξιστικής βίας και να συνεχίζουμε να ορθώνουμε στο δημόσιο λόγο την απαίτηση για δημιουργία μιας συμπεριληπτικής και επανορθωτικής κουλτούρας και εντός των θεσμών και των δικαστικών διαδικασιών. Η περαιτέρω αυταρχικοποίηση του ποινικού δικαίου, δε θα ωφελήσει τα θύματα ούτε την κοινωνική ειρήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου