11 Νοεμβρίου 2023

Δεν πρόκειται (μόνο) για τη Γάζα, ανόητε! - Του Γιώργου Παπανικολάου*

 
Αυτό που επιχειρεί για άλλη μια φορά να στοχοποιήσει η κυβέρνηση δεν είναι η διαμαρτυρία για τη Γάζα, αλλά το ίδιο το δικαίωμα στη διαμαρτυρία.

Η είδηση της προσαγωγής (σύλληψης;) του 22χρονου Παλαιστινίου, ο οποίος εμφανίστηκε σε βίντεο και φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «να υψώνει τη σημαία της χώρας του κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης στο Σύνταγμα την Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023» δεν πρέπει να προσπεραστεί ως μια λεπτομέρεια της επικαιρότητας. Ούτε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί (μόνο) με τα ευγενή αντανακλαστικά της καταγγελίας της αστυνομικής αυθαιρεσίας και της αλληλεγγύης στο θύμα της αυθαιρεσίας αυτής. Κάποιοι από εμάς ίσως προσπεράσαμε ως μια γελοιότητα τη μόχλευση των φωτογραφιών και των βίντεο από τους σοσιαλμιντιακούς καθεστωτικούς αγκιτάτορες, παραμερίζοντας τη σκέψη ότι επρόκειτο για ένα ακόμη βήμα στην αλληλουχία των δηλώσεων και ενεργειών με τις οποίες μεθοδεύεται από την κυβέρνηση μια ακόμη εκτροπή, και ένας ακόμη διχασμός. Τι λάθος!

Φυσικά: η ενέργεια των υπηρεσιακών παραγόντων της Ελληνικής Αστυνομίας δεν ήταν προϊόν υπερβάλλοντος ζήλου. Το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης έσπευσε να προσφέρει κάλυψη στην ενέργεια αυτή την ίδια στιγμή της ανακοίνωσής από την αστυνομία δείχνει ότι όλοι ήταν όχι απλά ενήμεροι εξαρχής για την πρόθεση, αλλά συμμέτοχοι στη μεθόδευση. Πράγματι με τη δήλωσή του ο υπουργός, ακολουθώντας τη σχετική παράδοση που έχει δημιουργήσει αυτή η κυβέρνηση, συνεχάρη τους υφισταμένους του για την «ενδελεχή έρευνα» και τις υπόλοιπες ενέργειές τους, και όχι μόνο. «Η ΕΛ.ΑΣ», λέει ο υπουργός, «δρα συνετά και αποτελεσματικά, στο πλαίσιο της νομιμότητας και των δημοκρατικών κανόνων». Στην ίδια υπουργική δήλωση πληροφορούμαστε ότι ο νεαρός ο οποίος συνελήφθη «στο πλαίσιο διαδήλωσης στο Σύνταγμα, τοποθέτησε παλαιστινιακή και κατόπιν ελληνική σημαία σε στύλο».

Μέσα στην τόση ευφορία τους, τόσο η υπηρεσιακή όσο και η υπουργική ανακοίνωση παρέλειψαν να μας πληροφορήσουν ποιο ακριβώς ήταν το αδίκημα που διέπραξε ο νεαρός διαδηλωτής, και σε τι ακριβώς διέφερε η πράξη του από εκείνες των υπολοίπων χιλιάδων διαδηλωτών, πέρα βέβαια από την ιδιότητα του μετανάστη, με βάση την οποία, όπως όλοι πια γνωρίζουμε, ήταν ευκολότερο να στοχοποιηθεί – και με αυτό τον τρόπο να διχαστεί ευκολότερα η κοινή γνώμη. Μας πληροφορούν λοιπόν οι δημοσιογραφικές πηγές ότι ο 22χρονος κατηγορείται για παράβαση του άρθρου 141 του Ποινικού Κώδικα με βάση το οποίο «όποιος με πράξεις που θέτουν υπό αμφισβήτηση κυριαρχικά δικαιώματα άλλου κράτους ή με άλλες προκλητικές ενέργειες, εκθέτει το ελληνικό κράτος ή σύμμαχό του ή τους κατοίκους τους σε κίνδυνο αντιποίνων ή εκθέτει σε κίνδυνο διατάραξης τις φιλικές σχέσεις της Ελλάδας ή συμμάχου της με ξένο κράτος τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη».

Ας λάβουμε στα σοβαρά την πληροφορία αυτή, η οποία διευκρινίζει ότι το ειδεχθές έγκλημα του 22χρονου δεν ήταν το ότι σήκωσε την παλαιστινιακή σημαία πάνω από την ελληνική (όπως πάντως μας είπε, όχι τυχαία, ο υπουργός). Άραγε ο κίνδυνος, αυτό δηλαδή που ποινικοποιεί το συγκεκριμένο άρθρο, αφορά κυρίως τη διατάραξη των φιλικών σχέσεων της Ελλάδας με το ξένο κράτος λόγω της υποστήριξης που εξέφρασε ο νεαρός για την υπόθεση της Παλαιστίνης; Υπάρχει πράγματι τέτοιος κίνδυνος, τη στιγμή που είναι προκλητικά φανερό ότι τόσο η ελληνική όσο και οι κυβερνήσεις των δυτικών μητροπόλεων λειτουργούν τόσο ερήμην του κυρίαρχου αισθήματος των πολιτών τους όσο και ενάντια στην αντίληψη της διεθνούς κοινότητας σε σχέση με το παλαιστινιακό ζήτημα; Και αν πράγματι υπάρχει, γιατί άραγε προσήχθη/συνελήφθη μόνο ο νεαρός και όχι και όλοι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες τόσο σε αυτή όσο και στις υπόλοιπες μαζικότατες διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις υπέρ της Παλαιστίνης που έχουν λάβει χώρα κατά το τελευταίο διάστημα;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν βρίσκεται, νομίζω, στο ονομαστικό αντικείμενο της διαδήλωσης της περασμένης Κυριακής, ούτε στη διεθνή συγκυρία που προκάλεσε αυτή τη διαδήλωση. Περισσότερο προκύπτει από τη συνολική κυβερνητική πολιτική απέναντι σε κάθε διαμαρτυρία, από τις διαδηλώσεις για τον νόμο για τις συναθροίσεις, για την πανεπιστημιακή αστυνομία, για την αστυνομοκρατία με πρόφαση την πανδημία, τη διαμαρτυρία για τα Τέμπη. Με απλά λόγια, αυτό που επιχειρεί για άλλη μια φορά να στοχοποιήσει η κυβέρνηση δεν είναι η διαμαρτυρία για τη Γάζα, αλλά το ίδιο το δικαίωμα στη διαμαρτυρία. Με την υπόθεση του 22χρονου εφευρίσκεται άλλο ένα πρόσχημα, ώστε να μπορεί από τη μια πλευρά να εμφανιστεί η αστυνομική παρέμβαση τυπικά σύννομη (η «νομιμότητα», υποτίθεται), και από την άλλη, να σπιλωθεί ηθικά και να υπονομευτεί πρακτικά το (ευρύτερο) δικαίωμα στη διαμαρτυρία.

Αυτό σημαίνει ότι στη διαμόρφωση μιας στάσης απέναντι στη δίωξη του 22χρονου μετανάστη και την υπουργική κάλυψη στην ενέργεια της αστυνομίας πρέπει να αποφευχθούν δύο σκόπελοι που εσκεμμένα εμφύτευσε η κυβέρνηση. Δεν πρέπει άλλωστε ποτέ να ξεχνάει κάποιος πως τα ποδάρια αυτής της κυβέρνησης είναι πάντα ικανά για ολέθριες τρικλοποδιές σε πολίτευμα, θεσμούς και δημοκρατία.

Ο πρώτος σκόπελος έχει να κάνει με το να θεωρήσει κάποιος ότι η καρδιά του ζητήματος είναι η Γάζα και η στήριξη στον παλαιστινιακό λαό. Ωστόσο αν κάποιος προσεγγίσει το ζήτημα με βάση τη σκέψη «γιατί να μη διαδηλώσουμε για τη Γάζα», περιμένουν στη γωνία οι γνωστές αντιρρήσεις και η κριτική που μπορεί να μπερδεύουν και να διχάζουν την κοινή γνώμη, με την αρωγή βεβαίως της ομοβροντίας της μιντιακής μηχανής, στην οποία πάντα υπολογίζει η κυβερνητική γραμμή.

Ο δεύτερος σκόπελος έχει να κάνει με τη νομικοποίηση και τη δικαστηριοποίηση του υπόθεσης. Προφανώς είναι εύλογη η ελπίδα πως αυτή θα καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων ήδη από την προδικασία, ή πως, σε κάθε περίπτωση, κανείς εχέφρων δικαστής δεν θα δεχόταν ότι συντρέχει εδώ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου του Ποινικού Κώδικα, αλλά ποιος ξέρει; Και έπειτα, το τι κάνει η αστυνομία έχει συνήθως μεγάλη απόσταση από το τί αποφαίνονται τα ποινικά δικαστήρια. Όταν φτάνουν στο ακροατήριο οι υποθέσεις στις οποίες η πρώτη λειτουργεί διαλυτικά και καταχρηστικά σε βάρος του δικαιώματος στη διαμαρτυρία, η δικαίωση, εάν καν υπάρχει, είναι βασικά ηθική και όχι πρακτική. Οι πορείες έχουν διαλυθεί, το ξύλο έχει πέσει, οι προσαγωγές και οι συλλήψεις έχουν συμβεί. Το δικαίωμα στη διαμαρτυρία έχει ματαιωθεί.

Όχι ότι η αφορμή της Γάζας είναι χωρίς επιπτώσεις: ασφαλώς μια επιπλέον διάσταση της υπόθεσης έχει να κάνει με την ταυτότητα του 22χρονου νεαρού ως μετανάστη και Άραβα. Αυτή ακριβώς η διάσταση δίνει βάση για άλλο ένα διχαστικό κυβερνητικό τερτίπι, από τα τόσα που έχουμε δει από το 2019 και μετά. Δεν είναι τυχαίο ότι με αφορμή την εξελισσόμενη ανθρωπιστική τραγωδία στη Μέση Ανατολή, το κατεστημένο και τα φιλοκυβερνητικά μίντια ξαναζεσταίνουν το φαγητό της εγκληματικότητας των αλλοδαπών, αν όχι τον μπανάλ εθνικισμό («Μα έβαλε από κάτω την ελληνική σημαία, ο αχάριστος μετανάστης!») και φυσικά τον απροσχημάτιστο ρατσισμό. Μεθοδεύοντας τη στοχοποίηση του 22χρονου Παλαιστίνιου, η κυβέρνηση (σε αγαστή αρμονία με τις στρατηγικές της νεοδεξιάς αντίδρασης διεθνώς – αλλά για αυτά σε επόμενο άρθρο) βρήκε άλλο ένα βολικό όχημα για να προκαλέσει συσκότιση και διχασμό σε μια ούτως η άλλως απονευρωμένη κοινή γνώμη. Εξίσου, η επιλεκτική στοχοποίηση του 22χρονου αποτελεί και ένα μήνυμα του ίδιου κατεστημένου προς τις χιλιάδες γυναίκες και άντρες μετανάστες που βγαίνοντας μαζικά στο δρόμο κατά το τελευταίο διάστημα δηλώνουν, μακάρι, την παρουσία τους ως ενεργή πολιτική δύναμη σε μια χώρα που μόλις πρόσφατα έβαλε τρία ακροδεξιά κόμματα στη βουλή, πλάι βέβαια στις προϋπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις της αντίδρασης.

Ας το πούμε λοιπόν ευθέως: αντίπαλος της κυβέρνησης είναι το μέρος του πολιτικού σώματος που παραμένει ενεργό, επιμένει στις δημοκρατικές ευαισθησίες, ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου μια τέτοια κατάσταση οφείλει να θέσει σε επαγρύπνηση και κάθε δημόσιο λειτουργό που οι μεθοδεύσεις της κυβέρνησης ουσιαστικά υποχρεώνουν να λειτουργήσει ενάντια στη νομιμότητα, συνταγματική και διεθνή. Προσεγγίζουμε όμως με όλα αυτά μια οριακή στιγμή: αυτή κατά την οποία κάθε δημοκρατικός πολίτης θα πρέπει να διεκδικήσει ενεργά την ακύρωση της κυβερνητικής στρατηγικής σε κάθε πεδίο που κρίνεται η πολιτική μάχη για δημοκρατία και ελευθερία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου