Ο Αχμάντ Σαΐντ Αχμέντ και ο Αχμάντ Αλ Κιλάνι είναι δυο νέοι από την Αίγυπτο. Αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, αναγκάστηκαν να πληρώσουν τους διακινητές στη Λιβύη προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα πέρασμα στην Ευρώπη. Και οι δυο, έχοντας πληρώσει πολλά χρήματα, επιβιβάστηκαν στο μοιραίο Adriana, το σκάφος που μετέφερε 700 περίπου πρόσφυγες και βυθίστηκε στις 14 Ιουνίου στα ανοιχτά της Πύλου, παρασέρνοντας στο θάνατο την πλειοψηφία των επιβατών του.
Οι δυο νέοι ήταν ανάμεσα στους 104 τυχερούς, που σώθηκαν. Είπαν τι πραγματικά συνέβη στο κατάστρωμα του πλοίου στην εκδήλωση «Αυτοψία ενός ναυαγίου: 6 μήνες από την τραγωδία της Πύλου», που διοργάνωσε ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου, στον κινηματογράφο Τριανόν. Αυτές είναι οι συγκλονιστικές μαρτυρίες τους.
Αχμάντ Σάιντ Αχμέντ: Είχα την ελπίδα ότι θα μας έσωζαν
«Είμαι από την Αίγυπτο και έφτασα στην Ευρώπη μέσω Λιβύης. Για να ανέβω στο Adriana πλήρωσα 3500 δολάρια. Αυτοί που μας έβαλαν πάνω στο σκάφος στη Λιβύη γύρισαν πίσω. Δεν ταξίδεψαν μαζί μας. Κάποιοι φορούσαν μάσκες, κάποιοι όχι.
Στο πλοίο η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη και μετά την τρίτη μέρα έγινε χειρότερη. Το φαγητό και το νερό είχαν τελειώσει και κανείς δε μπορούσε να κουνηθεί πάνω στο σκάφος. Εγώ βρισκόμουν στο κατάστρωμα. Γύρω μου πρέπει να βρίσκονταν περίπου 250 άνθρωποι. Στα αμπάρια ήταν πολλές γυναίκες και παιδιά. Είχα ακούσει ότι είχαμε και έναν νεκρό στο πλοίο.
Την πέμπτη ημέρα του ταξιδιού, είχαμε πλέον απελπιστεί. Από τις 9 το πρωί ζητούσαμε βοήθεια, από οποιαδήποτε ακτοφυλακή. Σε κάποια στιγμή, πέρασε ένα ελικόπτερο της Frontex, που μας φωτογράφισε. Στη φωτογραφία φαίνεται να έχουμε τα χέρια σηκωμένα και να κάνουμε νοήματα. Καλούσαμε σε βοήθεια, δε χαιρετούσαμε όπως κάποιοι είπαν.
Επειδή είχαμε δει το ελικόπτερο, είχαμε την ελπίδα ότι κάποιος θα έρθει να μας βοηθήσει.
Μας προσέγγισε ένα εμπορικό πλοίο. Πέταξαν στη θάλασσα ένα κιβώτιο με νερό, δεμένο με ένα σκοινί και μας το έδωσαν. Περίπου στις επτά το απόγευμα, ένα δεύτερο εμπορικό πλοίο, μας προσέγγισε και έκανε το ίδιο. Η κατάσταση στο δικό μας πλοίο έγινε τότε πολύ άσχημη. Δε ζητούσαμε φαγητό και νερό. Ζητούσαμε μόνο να μας σώσουν. Σ’αυτό το εμπορικό πλοίο βλέπαμε την τελευταία μας ελπίδα να σωθούμε.
Μείναμε για ώρα δίπλα στο μεγάλο πλοίο. Κάποιες φορές τα δυο πλοία συγκρούονταν απαλά. Όλοι οι άνθρωποι πάνω στο Adriana τους καλούσαμε να μας σώσουν. Όταν είδαμε ότι δεν υπήρχε αυτή η προοπτική, το δικό μας απομακρύνθηκε.
Περίπου 4-5 ώρες μετά, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, εντοπίσαμε ένα τρίτο πλοίο. Το είδαμε για λίγο αλλά μετά εξαφανίστηκε από τα μάτια μας. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ξανά και ήρθε δίπλα μας. Ήταν η Ελληνική Ακτοφυλακή. Εγώ ήμουν ανάμεσα σε εκείνους που είχαμε την ελπίδα ότι θα μας έσωζαν. Μετά από δυο λεπτά πέταξαν ένα σκοινί. Ο δικός μας «καπετάνιος» έδεσε αυτό το σκοινί στο σκάφος μας. Για μισό λεπτό ρυμουλκηθήκαμε. Ήταν πολύ δυνατή η έλξη. Το πλοίο έγειρε δεξιά, μετά αριστερά, μετά πάλι δεξιά και ξαφνικά βρεθήκαμε όλοι στο νερό.
Εγώ ξέρω να κολυμπώ. Μόλις έπεσα στο νερό, κολύμπησα μακριά από το πλοίο και τον κόσμο που ήταν εκεί. Σταμάτησα, γύρισα και είδα το πλοίο μισοβυθισμένο. Επέστρεψα για να κρατηθώ και να πάρω την ανάσα μου. Όλος ο κόσμος που ήταν στο νερό κρατιόταν από το πλοίο, και αυτό βούλιαξε τελείως. Κολύμπησα μέχρι που είδα δυο φώτα. Ένα του μεγάλου σκάφους, που ήταν σε μεγάλη απόσταση, και ένα της λέμβου, που ήταν πιο κοντά. Κολύμπησα προς αυτό, αβοήθητος μέσα στο σκοτάδι, μέχρι που το χέρι μου έπιασε τη λέμβο».
Αχμάντ Αλ Κιλάνι: Θέλω απαντήσεις από την ελληνική ακτοφυλακή
«Πλήρωσα 4000$ για να ανέβω στο πλοίο για την Ευρώπη. Πλήρωσα έξτρα 50 ευρώ για να είμαι στο κατάστρωμα και όχι στα αμπάρια. Στο δεύτερο αμπάρι ήταν περίπου 150 άτομα. Στο πρώτο 200. Στο κατάστρωμα είμασταν άλλοι 300. Όλοι στριμωγμένοι. Ταξιδεύαμε τέσσερις μέρες, χωρίς φαγητό και νερό, με τη μηχανή του πλοίου να χαλάει και να την επισκευάζουμε. Κάποιοι έπιναν νερό από τη θάλασσα. Πέντε νεκρούς είχαμε πριν ακόμη το ναυάγιο στο πλοίο. Από την πείνα, από τη δίψα, από την απελπισία. Μας προσέγγισαν δυο εμπορικά σκάφη, που μας έδωσαν νερό και ψωμί. Δεν έφταναν όμως για όλους και ξέσπασε μάχη στο πλοίο».
«Την πέμπτη μέρα, στις 14 Ιουνίου, η μηχανή χάλασε ξανά. Καλούσαμε σε βοήθεια. Κάποιοι λένε ότι αρνηθήκαμε τη βοήθεια της ελληνικής ακτοφυλακής. Αυτό είναι ψέμα. Θέλαμε βοήθεια από τον οποιοδήποτε. Μας πλησίασε το σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής. Μας πέταξαν σκοινί να μας σύρουν σε ιταλικά νερά. Αφού κατάφεραν να μας δέσουν, ξεκίνησαν να μας ρυμουλκούν αλλά πήγαινε γρήγορα το σκάφος τους, με αποτέλεσμα το δικό μας να γέρνει επικίνδυνα. Φωνάζαμε να σταματήσουν, αλλά δεν το έκαναν. Το σκάφος μας αναποδογύρισε.
Εγώ επειδή ήμουν στο κατάστρωμα, έπεσα στη θάλασσα. Το σκάφος με τραβούσε κάτω. Η άνωση με εγκλώβιζε στο αναποδογυρισμένο κατάστρωμα. Προσπάθησα να ξεφύγω. Όταν πια βγήκα στην επιφάνεια το σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής είχε απομακρυνθεί. Ήταν στα 500 περίπου μέτρα. Φώναζα. Παρακαλούσα. Δεν γύρισαν. Προσπάθησα να κολυμπήσω προς αυτούς. Κολύμπησα μια ώρα περίπου. Όταν έφτασα δε μου πέταξαν σωσίβιο. Κατέβασαν δυο λέμβους λίγο αργότερα και μας πήραν. Μια ερώτηση έχω μόνο: Γιατί δε μας βοήθησαν; Σ’ αυτή την ερώτηση θέλω απάντηση από την ελληνική ακτοφυλακή».
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου