Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συμπεριφορά του Βρετανού πρωθυπουργού μέσα στον κόσμο της πολιτικής διπλωματίας ήταν απαξιωτική, αλαζονική και προσβλητική, αλλά και το αυτονόητο παρακολούθημα της ιμπεριαλιστικής – αποικιοκρατικής βρετανικής ιστορίας, η οποία αποκρυσταλλώνεται και στο πως στήθηκε και δημιουργήθηκε το Βρετανικό Μουσείο… Διά της προκλητικής και κατάφωρης κλοπής των λαών.
Αυτό, όμως, είναι μόνο η μισή αλήθεια.
Η άλλη μισή αφορά στον Ελληνα πρωθυπουργό και όχι μόνο σε αυτόν…
Σε όλες τις κυβερνήσεις που βρέθηκαν να διαχειρίζονται ένα εθνικό ζήτημα όχι ως τέτοιο, αλλά ως ευκαιριακό εργαλείο εκλογικής διάσωσης ή προσωπικής αποθέωσης με αδιανόητες κινήσεις παζαριού, υπονόμευσης και εκφυλισμού τους ζητήματος της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, στο όνομα της πολιτικής διάσωσης, αλλά και της υλοποίησης μιας γενικότερης κατεύθυνσης που αντιμετωπίζει τα μνημεία ως “ανταλλάξιμα” είδη, με όρους αγοράς.
Το δίκαιο αίτημα και η αυτονόητη απαίτηση της επιστροφής των Γλυπτών, στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία έχει καταγραφεί ως εξής:
— Ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ και εκλογικό σωσίβιο, με παρακλητικούς όρους και μάλιστα προς έναν άλλο βρετανό πρωθυπουργό. Η περίφημος διάλογος, το μακρινό 2003 μεταξύ του Κ. Σημίτη και του Τ. Μπλερ, 20 χρόνια μετά έχει πλέον πάρει τη θέση του στην ιστορία των κυβερνητικών χειρισμών για την διεκδίκηση των Γλυπτών.
Ας τον θυμηθούμε:
«Μπλερ: «… Α… Κώστας…
Σημίτης: Πώς είσαι…;
Μπλερ: Είμαι πολύ καλά. Εσύ;
Σημίτης: Πολύ καλά. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσεις να σκέφτεσαι για τα Μάρμαρα και να μου πεις…
Μπλερ: Να σου πω δηλαδή ένα καλό νέο…
Σημίτης: Όχι καλό νέο, θέλω να μου πεις πως το σκέφτεσαι. Να μου πεις την προσωπική σου γνώμη, διότι υπάρχει δημοσιότητα στο θέμα. Θα ήθελα να ξέρω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Ξέρεις, έχουμε εκλογές του χρόνου και ίσως αυτό μπορεί να φανεί χρήσιμο».
- Ως χολυγουντιανό σώου, το 2014, επί κυβέρνησης Αντ. Σαμαρά και πρωταγωνίστρια την Αμάλ Αλαμουντίν από το οποίο εκτός από κάποια εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ προς το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε η εν λόγω νομικός, δεν άφησε τίποτα ως παρακαταθήκη και πλεονέκτημα διεκδίκησης. Αντίθετα, μπέρδεψε και συσκότισε σχετικά με το ενδεχόμενο της δικαστικής οδού, κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούνταν απορριπτέο και εξακολουθεί να είναι.
- Ως πεδίο άσκησης πολιτιστικής πολιτικής υποτέλειας, αφού το 2002 και 2003 με υπουργό Πολιτισμού τον Ευ. Βενιζέλο, το 2006 με υπουργό Πολιτισμού τον Γ. Βουλγαράκη, το 2010 με υπουργό Πολιτισμού τον Π. Γερουλάνο έμπαινε κατ’ επανάληψη στη συζήτηση με διάφορα γλωσσολογικά τερτίπια και φιοριτούρες η λύση του “μακροχρόνιου δανεισμού”, της “ανταπόδοσης”, της “φιλικής και συναινετικής λύσης”, της δημιουργίας “παραρτήματος” του Βρετανικού Μουσείου στο Μουσείο της Ακρόπολης!
Φυσικά οι Βρετανοί «έπιασαν» από την αρχή το «υπονοούμενο». Το 2003, ο ΜακΓκρέγκορ στέλνει επιστολή του στους κυριακάτικους «Τάιμς» στην οποία έγραφε, μεταξύ άλλων: «η ελληνική πλευρά έχει αναγνωρίσει ότι το Βρετανικό Μουσείο έχει νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας για τα γλυπτά και πλέον η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία»!
Ο Ευ. Βενιζέλος είχε προσπαθήσει να τα «μαζέψει»… επαναλαμβάνοντας τις ίδιες προτάσεις και χειρότερες, αφού στο δανεισμό προτείνονται και ανταλλάγματα: «Η ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του Βρετανικού Μουσείου επί των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Η ελληνική κυβέρνηση δε θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεση των Μαρμάρων στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο. Αυτό σύμφωνα με την πρότασή μας μπορεί να γίνει είτε με τη μορφή ενός μακροχρόνιου δανεισμού, είτε με τη μορφή ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου μέσα στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Επιπλέον, η πρόταση προβλέπει ως αντιστάθμισμα τη διοργάνωση πολύ σημαντικών περιοδικών εκθέσεων με ελληνικές αρχαιότητες τόσο στο Βρετανικό Μουσείο όσο και σε άλλα περιφερειακά Μουσεία του Ηνωμένου Βασιλείου (…)».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, πρόσθεσε ένα νέο στοιχείο. Αυτό του προσωπικού χειρισμού και των εν κρυπτώ συναντήσεων με τον διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, διαπνεόμενος πιθανόν από φαντασιώσεις μελλοντικής αποθέωσης και βάζοντας ξανά στο τραπέζι το θέμα του “δανεισμού” αυτών που ανήκουν στον ελληνικό λαό και στο ίδιο το μνημείο!
Δηλαδή, ένας χυδαίος κατήφορος, που στο πίσω του μέρος έκρυβε την τέλεια απαξίωση σε βαθμό εκχυδαϊσμού ενός εθνικού ζητήματος διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τον Σεπτέμβριο του 2019 στη βρετανική εφημερίδα Οbserver δήλωνε: «Ως μια πρώτη κίνηση, να σταλούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα, ως δάνειο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Από την πλευρά μας θα στείλουμε πολύ σημαντικά αντικείμενα, τα οποία δεν έχουν βγει ποτέ από τη χώρα μας, για να εκτεθούν στο Βρετανικό Μουσείο».
Το 2021 στη βρετανική εφημερίδα The Telegraph, ο Κ. Μητσοτάκης, ξεδιπλώνει αναλυτικότερα την πολιτική του σκέψη αναφορικά με τα Γλυπτά του Παρθενώνα: «Είμαι βέβαιος ότι εάν υπήρχε βούληση εκ μέρος της κυβέρνησης (του Ηνωμένου Βασιλείου) για αλλαγή στάσης θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε μία διευθέτηση με το Βρετανικό Μουσείο για να δανείσουμε στο εξωτερικό πολιτιστικούς θησαυρούς οι οποίοι δεν έχουν βρεθεί ποτέ εκτός Ελλάδας (…) Δεν θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες όσον αφορά μία διευθέτηση, διότι αυτές οι συζητήσεις είναι ευαίσθητες, αλλά θέλω να πω ανοιχτά ότι πρόθεσή μου είναι να θέσω το θέμα στον Boris Johnson κι ότι πιστεύω πως η βρετανική κυβέρνηση έχει να παίξει ρόλο».
Κι έτσι η διεκδίκηση, έγινε δανεισμός και ο δανεισμός… διευθέτηση!
Κάθε φορά, όμως που ανοίγει θέμα δανεισμού αυτό σημαίνει εξ αντικειμένου αναγνώριση του… κλεπταποδόχου ως νόμιμου ιδιοκτήτη. Δεν μπορείς να δανειστείς κάτι αν θεωρείς πως δεν ανήκει σε αυτόν από τον οποίο το ζητάς και επιπλέον οι Βρετανοί έχουν καταστήσει σαφές ότι δανείζουν μόνο με αναγνώριση ακριβώς της κυριότητας.
Από την άλλη, ο δανεισμός αρχαίων από τα ελληνικά μουσεία, εκτός από τους εύλογους κινδύνους που εμπεριέχει για τις αρχαιότητες, συνιστά σιωπηρή «αποδοχή» του «δικαιώματος» του Βρετανικού Μουσείου να απαιτεί «αντίδωρα» για να αποκαταστήσει μια καραμπινάτη αρχαιοκαπηλία.
Αλλά, ο Ελληνας πρωθυπουργός, στην συνέντευξή του στο BBC, αυτή που έδωσε την περασμένη Κυριακή και προκάλεσε το διπλωματικό επεισόδιο και εν τέλει το φιάσκο με τον Βρετανό ομόλογό του, πόσο ξεκάθαρα έθεσε ως πάγια θέση της χώρας μας πως δεν αναγνωρίζει στο Βρετανικό Μουσείο νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών, καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής από τον Έλγιν;
Ας δούμε τί ακριβώς δήλωσε: “Θεωρούμε ότι τα γλυπτά αυτά ανήκουν στην Ελλάδα και ότι ουσιαστικά εκλάπησαν, άρα αυτό δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα ζήτημα ιδιοκτησίας, το ζήτημα είναι η επανένωσή τους”.
Αλλά ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες….
Ο πρωθυπουργός δεν θέτει “ζήτημα ιδιοκτησίας”, αντίθετα το προσπερνάει και επιλέγει να μιλήσει μόνο για επανένωση, χωρίς όρους…. Μήπως με ανταλλάγματα;
Και από πότε η διαπραγματευτική στάση που συνοψίζεται στο παρακλητικό “έστω και δανεικά, ρε παιδιά!” μπορεί να συνιστά σοβαρή πολιτική διπλωματία και όχι ασπόνδυλο ραγιαδισμό;
Αυτή την πολιτική επί 20 και πλέον χρόνια υπηρετούν όλες οι κυβερνήσεις.
Διότι, στην πραγματικότητα, αυτό που συζητείται δεν είναι η ηθική υποχρέωση επιστροφής των μνημείων χωρίς όρους και υποσημειώσεις και η επανατοποθέτησή τους επί του μνημείου, δηλαδή επί του Παρθενώνα, αλλά ένα εμπορικό deal, μία εμπορική πράξη που θα περιλαμβάνει δύο “μεγάλα καταστήματα”… Το Βρετανικό Μουσείο και το Μουσείο της Ακρόπολης.
Το πρώτο είναι ένα αρχαιοκαπηλικό “πολιτιστικό ίδρυμα” που αντιμετωπίζει τις συλλογές του ως χρηματιστηριακό προϊόν και το δεύτερο είναι εκείνο που άνοιξε το δρόμο για την εμπορευματοποίηση των αρχαιολογικών μουσείων.
Κατόπιν όλων αυτών και ύστερα από το επεισόδιο μεταξύ των δύο
πρωθυπουργών… όταν βρυχώνται ένα λιοντάρι και ένα ποντίκι…. ποιος
νομίζετε ότι νικάει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου