Η δημόσια υγεία βρίσκεται σε σημείο κατάρρευσης με την υπογραφή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος αξιολογεί ως ιδιαίτερα σημαίνουσες την επικοινωνία και την ενημέρωση και ως εκ τούτου τις τροφοδοτεί με 18,1 από τα 38,2 εκατ. ευρώ που θα διαθέσει εν συνόλω στο Μέγαρο Μαξίμου.
Η υγεία για την παρέα των αρίστων κοστολογείται πολύ χαμηλότερα. Η αύξηση της επιχορήγησης προς τα δημόσια νοσοκομεία θα αγγίξει το 20% σε σχέση με τον προϋπολογισμό του 2023, το οποίο αποτυπώνεται χρηματικά σε 481 εκατ. ευρώ, αύξηση που σύμφωνα με την κυβέρνηση οφείλεται στο «δίκαιο σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών». Σε κάθε περίπτωση, συγκριτικά και μόνο με τις σχεδόν 30.000 κενές οργανικές θέσεις στο σύνολο ειδικευμένων γιατρών και λοιπού προσωπικού είναι ευτελής, υποβαθμίζοντας την ήδη χαμηλή ποιότητα παροχής υπηρεσιών και υπογραμμίζοντας την ολική κατάρρευση του ΕΣΥ. Οπως τονίζει στο Documento ο Παναγιώτης Παπανικολάου, γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) και διευθυντής της νευροχειρουργικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Νίκαιας, «αναμένουμε τα αναλυτικά στοιχεία του προϋπολογισμού έτσι ώστε να μάθουμε αν αυτή η αύξηση κατά 481 εκατ. ευρώ θα κατευθύνεται όντως σε ανάγκες των δημόσιων νοσοκομείων. Και αυτό γιατί συνεχίζονται αδίστακτα μεθοδεύσεις κατεύθυνσης δημόσιων κονδυλίων προς επιχειρηματίες του ιδιωτικού τομέα περίθαλψης».
«Δυο τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα των ημερών» σημειώνει ο Π. Παπανικολάου «είναι η προσπάθεια εκχώρησης του διαγνωστικού έργου στο νοσοκομείο Νίκαιας σε ιδιώτες αντί να γίνουν προσλήψεις γιατρών και επίσης η συνεχιζόμενη τακτική της 5ης ΥΠΕ να οδηγεί ασθενείς δημόσιων νοσοκομείων της Θεσσαλίας προς το ΙΑΣΩ Λάρισας για να χειρουργούνται εκεί από γιατρούς με λεφτά του δημόσιου».
«Κατά τα άλλα, σε κάθε περίπτωση η κατάσταση λειτουργικής κατάρρευσης που δυστυχώς βιώνουμε απαιτεί τον διπλασιασμό τουλάχιστον του συνολικού κονδυλίου, που πρέπει να υπερβεί τα 5 δισ. έτσι ώστε να σωθεί και να ενισχυθεί το ΕΣΥ» καταλήγει. Η εξαθλίωση σε τέσσερα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία αποτυπώνεται γλαφυρά μέσα από τις μαρτυρίες των γιατρών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.
«Πρέπει να στοιβάζεις αρρώστους σε 3 τ.μ.»
Η Αργυρή Ερωτοκρίτου, επιμελήτρια παθολόγος στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, ξεδιπλώνει τα ακανθώδη προβλήματα του ΕΣΥ όπως τα βιώνει στους διαδρόμους όπου εργάζεται. Οι ελλείψεις σε προσωπικό είναι τραγικές και συλλογικές. Οπως επισημαίνει, «μια επείγουσα αξονική μπορεί να γίνει ακόμη και 18 ώρες μετά. Είναι αδιανόητο να υπάρχουν τρία μηχανήματα αξονικών τομογράφων και να λειτουργεί μόνο το
ένα λόγω έλλειψης προσωπικού – όχι μόνο γιατρών, αλλά και νοσηλευτών και τραυματιοφορέων. Ακόμη και οι παρακλινικές εξετάσεις, τα εργαστήρια, οι εξετάσεις αίματος ή ούρων επίσης καθυστερούν. Το να αλλάζουν τα σεντόνια όσο τακτικά πρέπει ή να είναι καθαρός ο ίδιος ο άρρωστος έχει να κάνει με το προσωπικό».
«Η πληρότητα αγγίζει μέχρι και το 300%» λέει στο Documento η Αργ. Ερωτοκρίτου και επισημαίνει ότι «συχνά νοσηλεύουμε σε άλλα τμήματα τα διπλά άτομα από όσα χωράνε, ως φιλοξενούμενους. Για να πας να δεις έναν άρρωστο διανύεις αποστάσεις δέκα λεπτών με τα πόδια και αυτό γιατί ούτε κρεβάτια δεν βρίσκονται άμεσα». Οπως εξομολογείται, δεν αφιερώνουν τον χρόνο που θα έπρεπε στους ασθενείς και συνεπώς δεν γίνεται σωστή δουλειά.
Σε μια γενική εφημερία «μέσα στο ιατρείο οι συνθήκες είναι απάνθρωπες. Πόλεμος κανονικός» λέει και περιγράφει τις συνθήκες: «Σε ιατρείο χωρητικότητας δέκα ατόμων με φορείο εμείς βάζουμε 20 και παραπάνω. Πρέπει να ξεγυμνώνεις τον άρρωστο σε κοινή θέα ή να στοιβάζεις αρρώστους σε 3 τ.μ. Οι ασθενείς είναι απελπισμένοι. Αναγκάζονται να περιμένουν άπειρες ώρες. Οσοι δεν έχουν οικονομική ευχέρεια αναγκαστικά περιμένουν για να μπουν σε εξάκλινους θαλάμους με ελάχιστες νοσηλεύτριες. Είναι αδιανόητα αυτά τα πράγματα».
Σχολιάζοντας την προσωπική εξουθένωση εξηγεί ότι ο χρόνος στην εφημερία είναι χρήμα και λεφτά για ξεκούραση, φαγητό και ανάπαυση δεν υπάρχουν. «Οταν καλείσαι να δουλέψεις 24 ώρες ασταμάτητα είναι επικίνδυνο για τους ίδιους τους αρρώστους αλλά και για την ίδια μας την υγεία» υπογραμμίζει και συμπληρώνει: «Δεν έχουμε τον χρόνο να είμαστε άνθρωποι».
«Τα ράντζα αποτελούν ένα δεύτερο νοσοκομείο»
Ο Μιχάλης Ρίζος, εντατικολόγος στο Αττικό νοσοκομείο, μιλώντας στο Documento αποτυπώνει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το νοσοκομείο και «εξαιτίας τεράστιων ελλείψεων σε προσωπικό, κυρίως σε νοσηλευτικό, δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε κατάσταση τρέλας, χρωστούμενες άδειες, χρωστούμενα ρεπό, εξόντωση, μετακινήσεις από τμήμα σε τμήμα».
Επισημαίνει ότι τουλάχιστον 300 οργανικές θέσεις είναι κενές, ενώ μείζον πρόβλημα υπάρχει με τα χειρουργεία. «Το νοσοκομείο έχει 14 χειρουργικές κλίνες, από τις οποίες λειτουργούν επτά οκτώ επειδή δεν υπάρχει προσωπικό – εργαλειοδότες, νοσηλευτές.
Αντιμετωπίζονται τα επείγοντα και βαριά περιστατικά, ενώ τα μικρομεσαία χειρουργεία μπαίνουν σε μια ατέλειωτη λίστα αναμονής και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να προωθούνται στον ιδιωτικό τομέα» εξηγεί.
Θέτοντας επί τάπητος άλλα ακανθώδη ζητήματα, ο Μιχ. Ρίζος κάνει λόγο για τους πολύ χαμηλούς μισθούς αλλά και τους εργολάβους που με τις ευλογίες της κυβέρνησης εισβάλλουν στις υπηρεσίες σίτισης και φύλαξης, μεταξύ άλλων. «Είναι προκλητικό» λέει χαρακτηριστικά, «εφόσον από μελέτες και άλλων νοσοκομείων έχει βρεθεί πως πιο φτηνά στοιχίζει για το δημόσιο να έχει μόνιμους υπαλλήλους παρά εργολάβους» σημειώνει και προσθέτει: «Τα ράντζα δεν έφυγαν ποτέ, αποτελούν ένα δεύτερο νοσοκομείο. 80-100 κάθε μέρα».
Ο Μιχ. Ρίζος –σε απόλυτη σύμπνοια με άλλους συναδέλφους του– περιγράφει τη γενική εφημερία σαν κόλαση στην οποία συσσωρεύεται κόσμος που περιμένει ώρες. «Πάνω από 1.000 άτομα έρχονται, από τα οποία το ένα τέταρτο προβαίνει σε εισαγωγή. Στην επαρχία τα νοσοκομεία είναι διαλυμένα και έρχονται στην εφημερία από τη Θήβα, την Τρίπολη, τα νησιά και τη μισή Ελλάδα» καταλήγει.
«Διαγωνισμοί για να δοθεί ο αξονικός σε ιδιώτες»
Η Ολγα Κοσμοπούλου είναι διευθύντρια παθολόγος – λοιμωξιολόγος στο Α΄ τμήμα του Γενικού Κρατικού Νίκαιας και μέλος του ΔΣ του συλλόγου εργαζομένων. Θυμάται πως 24 χρόνια που βρίσκεται εκεί δεν έχει μπει ούτε καρφάκι και παραθέτει τις άθλιες κτιριακές υποδομές, την υποστελέχωση και τα συνεχή μπαλώματα που επιχειρούνται για να καλύψουν τις πολιτικές προχειρότητες.
«Εμείς που έχουμε δύο αξονικούς και ένα μαγνητικό τομογράφο αλλά δεν έχουμε γιατρούς να τους χειρίζονται είμαστε καλύτερα;» αναρωτιέται η Ολ. Κοσμοπούλου, κάνοντας σύγκριση με άλλα νοσοκομεία που έχουν έλλειψη ιατρικών μηχανημάτων και συνεχίζει: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτήν τη στιγμή είναι ότι δεν υπάρχουν γιατροί ακτινολόγοι για να λειτουργήσουν οι αξονικοί τομογράφοι, αφού χωρίς αυτούς δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε οξέα περιστατικά, για τα οποία η διάγνωση είναι απαραίτητη για να μη χάσεις τον ασθενή».
Καταγγέλλει ότι «κατόπιν σοβαρών κινητοποιήσεων και πιέσεων και ενώ ο αξονικός τομογράφος ήταν σε αχρηστία για καιρό, πλέον έρχεται γιατρός κάθε μέρα, από άλλο όμως νοσοκομείο, και βοηθάει. Στο Νικαίας παραμένουν δύο ακτινολόγοι. Τέτοιου είδους προβλήματα δεν μπορεί να λύνονται με μπαλώματα του τύπου “στέλνω έναν σήμερα από εδώ, έναν αύριο από εκεί”. Δεν είναι αυτό μόνιμη λύση, καθώς τα νοσοκομεία των συναδέλφων στερούνται τους αντίστοιχους γιατρούς για να έρχονται σε μaς. Μάλιστα έχουν υπάρξει και περίοδοι που το νοσοκομείο έχει προκηρύξει διαγωνισμούς για να δώσει τη λειτουργία του αξονικού τομογράφου σε ιδιώτη και μάλιστα για το ποσό των 37.000 ευρώ για ένα μήνα».
Εξομολογείται στο Documento ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως τότε που έπαθε διαταραχή μετατραυματικού σοκ όταν αναγκάστηκε να στείλει δύο σοβαρά άρρωστους εκτός νοσοκομείου με συνοδεία γιατρού για να κάνουν αξονική: «Θα μπορούσαν να έχουν πάθει κάτι στον δρόμο. Η μία από τις δύο ασθενείς μεταφέρθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο, αλλά η άλλη μεταφέρθηκε τρεις φορές μέσα στην ίδια ημέρα σε δύο διαφορετικά νοσοκομειακά ιδρύματα για να μπορέσει να λύσει το πολύ σοβαρό πρόβλημα που είχε».
Καταλήγοντας γνωστοποιεί ότι «κανείς μας δεν θέλει να πάει να εφημερεύσει, πηγαίνουμε με πολύ μεγάλη ψυχική πίεση. Εγώ είμαι 60 ετών και κάνω αυτήν τη δουλειά πολλά χρόνια. Είναι και σωματικά δύσκολο. Το δωδεκάωρο της νύχτας είναι το πιο δύσκολο, αφού μέσα στη νύχτα μπορεί να δεις έως και 50 ασθενείς. Ενας μέσος όρος περιστατικών που φτάνουν στις 24ωρες γενικές εφημερίες ανέρχεται στους 1.000 με 1.200 ασθενείς».
«Μέσα στην εβδομάδα δεν θα έχουμε γενικές αίματος»
Στο νοσοκομείο «Σωτηρία» η Μερόπη Μανταίου, πνευμονολόγος, διευθύντρια στη 10η Πνευμονολογική, στην ίδια γραμμή με το υπόλοιπο ιατρικό προσωπικό που μιλά στο Documento, θεωρεί ότι η εφημερία είναι δύσκολη για γιατρούς και ασθενείς: «Λόγω πλήρους έλλειψης πρωτοβάθμιας περίθαλψης οι ασθενείς έρχονται όταν κρίνουν, επειδή δεν έχουν κάπου αλλού να απευθυνθούν. Αυτό έχει αποτέλεσμα να εισάγονται βαριά και παραμελημένα περιστατικά».
Στο μεταξύ οι ασθενείς δεν λαμβάνουν την απαραίτητη φροντίδα, εφόσον, όπως περιγράφει η Μ. Μανταίου, οι ελλείψεις σε νέους γιατρούς είναι πολύ μεγάλες, ενώ δεν υπάρχουν πια ειδικευόμενοι αφού φεύγουν στο εξωτερικό.
Η γενικότερη κατάσταση είναι απογοητευτική, με «ελλείψεις σε παραϊατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό αλλά και τραυματιοφορείς. Ακόμη, δεν έχουμε υλικά. Ηδη ο προϋπολογισμός έχει τελειώσει από τον Σεπτέμβρη και ήρθαν έγγραφα που μας ενημερώνουν πως μέσα στην εβδομάδα δεν θα έχουμε ούτε βασικές εξετάσεις να κάνουμε, όπως γενικές αίματος. Ο διοικητής είναι αδιάφορος και μόνο όταν πήρε το θέμα δημοσιότητα ασχολήθηκε και έγινε έγκριση για συμπλήρωμα» αναφέρει, περιγράφοντας στην ουσία ένα ευρύτερο πλαίσιο απαξίωσης των προβλημάτων από τις διοικήσεις των νοσοκομείων.
«Παρακαλάμε να έρθουν γιατροί από το “Γεννηματάς” να μας καλύψουν αιματολογικά ή ορθοπεδικά περιστατικά. Οι γιατροί μας είναι όλη την ημέρα στα τηλέφωνα, με αποτέλεσμα την πτώση της ποιότητας της δουλειάς μας και την αύξηση της κόπωσης. Δουλεύουμε πάνω από το πλαφόν στις εφημερίες και πάλι δεν φτάνει. Παράλληλα ετοιμάζονται να γίνουν συγχωνεύσεις σε δύο κλινικές γιατί δεν υπάρχει προσωπικό για να καλυφτεί ανοιχτή εφημερία» ξεσπά η Μ. Μανταίου.
Στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα έρχεται να προστεθεί η ύπαρξη μόνο ενός ασθενοφόρου, «το οποίο δεν επαρκεί για τις δουλειές του νοσοκομείου, ενός παλιού κτιρίου σε μεγάλη έκταση με πολλά περίπτερα διάσπαρτα. Βιοχημικό δεν υπάρχει στο εφημερείο λόγω έλλειψης προσωπικού, οπότε τα στέλνουμε στο κεντρικό, με αποτέλεσμα να έχουμε τρεις ώρες καθυστέρηση στις εξετάσεις για να μπορέσουμε να αποφασίσουμε για την υγεία του ασθενή» συμπληρώνει.
Κλείνοντας, περιγράφει μια κόλαση εφημερίας: «Τα επείγοντα περιστατικά που φέρνει το ΕΚΑΒ μπαίνουν κατά προτεραιότητα, οι ασθενείς που περιμένουν έξω τσατίζονται γιατί περιμένουν πολλή ώρα, φωνάζουν. Επικρατεί μια κόλαση. Αν δεν αυξηθούν ο προϋπολογισμός για τη δημόσια υγεία αλλά και το προσωπικό, δεν έχουμε ελπίδες να φτιάξουν τα πράγματα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου