26 Νοεμβρίου 2023

Ισραηλινή κατοχή (συνέχεια Β' Μέρους): «Οι Παλαιστίνιοι απέρριψαν προτάσεις για ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος» - Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της ισραηλινής και δυτικής προπαγάνδας για την διατήρηση της κατοχής στην Παλαιστίνη (ΕΙΚΟΝΕΣ)


 

Γράφουν οι  

 

Συνεχίζουμε το Δεύτερο Μέρος του αφιερώματος στην Παλαιστίνη με την απάντηση σε ένα-ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα του Ισραήλ, επιχειρήματα με τα οποία διαιωνίζει και γιγαντώνει την κατοχή στην Παλαιστίνη. Βασική γραμμή τους εδώ και πολλά χρόνια είναι ότι το Ισραήλ έχει προτείνει την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, αλλά οι Παλαιστίνιοι δεν θέλουν. 

Δείτε το Α’ Μέρος για την περιγραφή τής κατοχής | την αρχή τού Δεύτερου Μέρους για την μεθόδευση της απανθρωποποίησης των Παλαιστινίων.

Ως πρώτη «προσφορά» παρουσιάζεται η απόφαση ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ το 1947 με την απόφαση 181 του ΟΗΕ. Τι προέβλεπε η απόφαση:

-το έδαφος της ιστορικής Παλαιστίνης ή αλλιώς της νότιας Χαναάν, να μοιραστεί σε δύο κράτη. Στον εβραϊκό πληθυσμό (που τότε αποτελεί το 1/3 του συνόλου με 550.000 και κατέχει το 6% της γης) να περάσει το 55% του εδάφους και στους Άραβες, στην πλειοψηφία Παλαιστινίους, που τότε αριθμούσαν 1,2 εκατομμύρια, να περάσει το 45% του εδάφους.

-η Ιερουσαλήμ ως ιερός τόπος τριών θρησκειών (χριστιανισμός, μουσουλμανισμός, εβραϊσμός) τίθεται υπό ειδικό διεθνές καθεστώς προστασίας χωρίς να παραχωρείται σε καμία πλευρά.

Διακήρυξη της ίδρυσης του Κράτους του Ισραήλ (Πηγή: History Today)

Η πρόταση αυτή δεν έγινε δεκτή καθώς θεωρήθηκε άδικη από τις αραβικές τότε ηγεσίες (βασίλεια) ούτε από την Αραβική Ανώτατη Επιτροπή που, κατά μία έννοια, εκπροσωπεί τους Παλαιστινίους
, οι οποίοι, όμως, ουσιαστικά, «εκπροσωπούνται» από τις άλλες αραβικές χώρες. Η συζήτηση για ίδρυση εβραϊκού κράτους έχει ξεκινήσει από το 1916 όταν Μ. Βρετανία και Γαλλία, με τη σύμφωνη γνώμη της αυτοκρατορικής Ρωσίας και της Ιταλίας, υπογράφουν τη συμφωνία Σάικς – Πικό, από την οποία αποσύρει  αργότερα την υπογραφή της η Ρωσία ως ΕΣΣΔ πλέον. Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον ότι οι αραβικές χώρες πληροφορήθηκαν τα σχετικά με την τύχη τους, από την ΕΣΣΔ, χωρίς μέχρι τότε να ξέρουν τίποτε. Οι δύο χώρες (Γαλλία – Μ. Βρετανία) δεσμεύονται να προωθήσουν τη δημιουργία ενός Κράτους του Ισραήλ, στον ιστορικό χώρο της νότιας Χαναάν, δηλαδή την Παλαιστίνη. Στην δημιουργία μιας «πατρίδας για τον διάσπαρτο εβραϊκό πληθυσμό» αναφέρεται και η Διακήρυξη του Μπάλφουρ*, την οποία αρχίζει να θέτει σε εφαρμογή η Βρετανία, με την κατάληψη της περιοχής (Δεκέμβριος 1917). Ήδη το 1919, ξεσπούν οι πρώτες συγκρούσεις.

Όσλο: η «επαναδιαπραγμάτευση» των αποφάσεων του ΟΗΕ

Ως «δεύτερη προσφορά» πιθανώς παρουσιάζεται η Συμφωνία του Όσλο το 1993. Υπογράφτηκε στον Λευκό Οίκο υπό τον Μπιλ Κλίντον, από τον Γιάσερ Αραφάτ, ηγέτη της παλαιστινιακής Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO, οργάνωση ομπρέλα όλων των κοσμικών παλαιστινιακών οργανώσεων παρά τις μεγάλες πολιτικές τους διαφορές) και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Γιτζάκ Ράμπιν. Η «Διακήρυξη Αρχών» προβλέπει την παροχή «σχετικής αυτονομίας στην ΟΑΠ», η οποία αναγνωρίζεται από το Ισραήλ, σε αντάλλαγμα για την επικράτηση ειρήνης και ηρεμίας ενώ παράλληλα προβλέπεται η απάλειψη από τη Χάρτα της ΟΑΠ, του άρθρου που αναφέρεται στην ολοκληρωτική καταστροφή του κράτους του Ισραήλ. Πρακτικά παρακάμπτονται οι ήδη υπάρχουσες αποφάσεις του ΟΗΕ για κατοχή, εποικισμό, πρόσφυγες. (Ενδεικτικά: απόφαση 242 που καλεί σε άμεση αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από εδάφη που κατέλαβε με τον πόλεμο των 6 ημερών το 1967 – δλδ τη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη καθώς και την ανατολική Ιερουσαλήμ και απόφαση 337 που καλεί σε αποχώρηση από λιβανικά εδάφη, η 194 για τους πρόσφυγες, η 465 που καλεί σε άμεση και άνευ όρων διάλυση των εποικισμών στα κατεχόμενα παλαιστινιακά και γενικά αραβικά εδάφη, απόφαση 478 που καταδικάζει την προσάρτηση της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και την κατάργηση του διεθνούς ειδικού καθεστώτος για τον ιερό τόπο τριών θρησκειών).

Υπογραφή συμφωνίας του Όσλο (Πηγή: Wikipedia)

Τον Μάη του 1994 Ισραήλ και ΟΑΠ καταλήγουν, υπό αμερικανική αιγίδα, σε συμφωνία, στο Κάιρο, για την πρώτη φάση εφαρμογής της «Διακήρυξης Αρχών». Προβλέπεται η αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από το 60% της Λωρίδας της Γάζα (με εξαίρεση τους εβραϊκούς εποικισμούς οι οποίοι είναι πολυάριθμοι και διάσπαρτοι σε όλο το κατεχόμενο έδαφος) και από την πόλη Ιεριχώ της Δυτικής Οχθης. Η συμφωνία αναφέρεται γενικόλογα και στην υλοποίηση περαιτέρω αποχωρήσεων από περιοχές, που οι δύο πλευρές καλούνται να συμφωνήσουν στην πορεία των συνομιλιών. Τα πέντε χρόνια τίθενται ως χρονοδιάγραμμα διευθέτησης όλων των διαφορών, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων της ανατολικής Ιερουσαλήμ, της παραμονής ή όχι των εβραϊκών οικισμών, της κατάργησης του διαχωρισμού των παλαιστινιακών εδαφών σε Περιοχή Α/Περιοχή Β/Περιοχή Γ**, αλλά και της επιστροφής των, περίπου, 4 εκατομμυρίων Παλαιστινίων προσφύγων.

Τον Σεπτέμβριο του 1995, Αραφάτ και Ράμπιν υπογράφουν στην Τάμπα της Αιγύπτου συμφωνία για αποχώρηση των ισραηλινών κατοχικών δυνάμεων από τον αστικό ιστό και των άλλων πόλεων της Δυτικής Όχθης (όχι από το υπόλοιπο έδαφός της, ούτε θίγεται και πάλι το θέμα των εποικισμών). Τον Νοέμβριο του 1995 δολοφονείται ο Γιτζάκ Ράμπιν από ακροδεξιό Ισραηλινό. Πρακτικά αποτελεί το σημείο «παγώματος» της όποιας διαπραγμάτευσης που επισημοποιείται με την εκλογική νίκη του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στο Ισραήλ τον Μάη του 1996. Προηγήθηκαν δύο μήνες όπου βομβιστικές επιθέσεις της «Χαμάς» είχαν ως αποτέλεσμα 57 νεκρούς και εκλογική ενίσχυση της «σκληρής γραμμής» Νετανιάχου.

Η «προσφορά» του Καμπ Ντέηβιντ που ουδέποτε παρουσιάστηκε γραπτώς

Ως τρίτη και πραγματικά «γενναιόδωρη» προσφορά, παρουσιάζεται η σύνοδος του Καμπ Ντέηβιντ τον Ιούλιο του 2000. Η Ουάσινγκτον επιθυμούσε να δώσει εσπευσμένη «λύση πακέτο» στην ειρηνευτική διαδικασία.  Η ισραηλινή ηγεσία υπό τον Εχούντ Μπάρακ διατείνεται ότι «προσέφερε το 90% – 95% της Δ. Οχθης  και σχεδόν ολόκληρη τη Λωρίδα της Γάζας στους Παλαιστινίους, οι οποίοι δεν το δέχτηκαν». Όπως αποκαλύπτεται αργότερα από πολλούς αναλυτές, συμπεριλαμβανομένων Ισραηλινών αρθρογράφων και Αμερικανών διπλωματών, η ισραηλινή πλευρά υπό τον πρωθυπουργό  Εχούντ Μπάρακ (ο οποίος είχε ήδη πολλαπλασιάσει τον ρυθμό εποικισμού στη Δ. Όχθη) δεν κατέθεσε καμία γραπτή πρόταση.

Από τις συνομιλίες στο Καμπ Ντέιβιντ το 2000. (Πηγή: fair.org)

Αμερικανοί αξιωματούχοι μετέφεραν την προφορική «προσφορά» για:

-ισραηλινή αποχώρηση από το 91% της κατεχόμενης παλαιστινιακής γης χωρίς όμως να αναφέρονται στους εποικισμούς (4 καντόνια χωρίς σύνδεση μεταξύ τους στη Δ. Όχθη).  Στην προφορική προσφορά δεν συμπεριλαμβανόταν η ανατολική κατεχόμενη Ιερουσαλήμ που κατά παράβαση αποφάσεων του ΟΗΕ έχει προσαρτηθεί από το Ισραήλ.

-διατήρηση του ελέγχου του υδροφόρου ορίζοντα της Δ. Όχθης που είναι στα όρια των συνόρων τού ’67,

-διατήρηση του ελέγχου του εναέριου χώρου,

-απαγόρευση σύστασης παλαιστινιακού στρατού («αποστρατιωτικοποιημένο κράτος»),

-καμία εναλλακτική για τους πρόσφυγες,

-έλεγχο των χριστιανικών και μουσουλμανικών ιερών τόπων της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από τους Παλαιστινίους εκτός από το τέμενος. Δλδ το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος θα είχε τον έλεγχο στους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς ιερούς τόπους της (ανατολικής) Ιερουσαλήμ αλλά όχι στον τρίτο ιερότερο τόπο του Ισλάμ, στην πλατεία των Τεμένων (τέμενος αλ Άκσα) που παραμένει υπό ισραηλινή κυριαρχία

Η παλαιστινιακή πλευρά υπό τον Αραφάτ, ως αντάλλαγμα, θα έπρεπε γραπτώς να δηλώσει ότι έληξε η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, άρα παύουν να ισχύουν και οι σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ, 242, 338. Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Καμπ Ντέηβιντ τον Αύγουστο του 2000, ξεκίνησε μεθοδικά ένα προπαγανδιστικό blame game. Η ισραηλινή ηγεσία κατηγόρησε την παλαιστινιακή πλευρά ότι αν και της προσφέρθηκε ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος, η παλαιστινιακή ηγεσία υπό τον Αραφάτ το απέρριψε. Η ισραηλινή προπαγάνδα παραλείπει να πει ότι δεν υπήρξε ποτέ προσφορά για βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος (πώς ακριβώς θα είναι κράτος διάσπαρτα κομμάτια γης με εποικισμούς και στρατιωτικές βάσεις ενδιάμεσα), ούτε ότι παραμένει υπό παραβίαση η απόφαση του ΟΗΕ για την Ιερουσαλήμ, ούτε ότι παραμένει υπό παραβίαση η απόφαση του ΟΗΕ για το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων το οποίο δεν αναγνωρίστηκε καθόλου, ούτε ότι ο τρίτος ιερότερος τόπος του Ισλάμ θα παρέμενε υπό ισραηλινό έλεγχο, ούτε ότι παραμένει υπό παραβίαση η απόφαση του ΟΗΕ για τους εποικισμούς.

Και το κυριότερο: η ισραηλινή και η αμερικανική πλευρά επισήμως παραλείπουν επισταμένα να πουν ότι ουδέποτε έγινε γραπτή ισραηλινή προσφορά αν και από την παλαιστινιακή πλευρά ζητήθηκε γραπτώς ο απεμπολισμός των αποφάσεων 242 και 338 του ΟΗΕ μέσα από την κήρυξη του τέλους της «ισραηλινο-παλαιστινιακής διένεξης». Επί αυτής της επιχειρηματολογίας, στοιχειοθετήθηκε το επιχείρημα «δεν έχουμε εταίρο για την ειρήνη στην ΟΑΠ και στην Παλαιστινιακή Αρχή», που ακολουθήθηκε από σειρά στρατιωτικών κατοχικών επιχειρήσεων στη Δ. Όχθη που ήρθαν να προστεθούν στην αποτυχία ουσιαστικά του Όσλο και υπέσκαψαν ριζικά το κύρος της Π. Αρχής στην παλαιστινιακή κοινή γνώμη, διευκολύνοντας την πολιτική άνοδο της «Χαμάς».

Έκτοτε με παρέμβαση πάντα των ΗΠΑ έγιναν και άλλες απόπειρες επίτευξης κάποιου είδους συμφωνίας πάντα με την μορφή αναδιαπραγμάτευσης αποφάσεων του ΟΗΕ ιδιαίτερα για τους εποικισμούς, με πιο γνωστή ίσως το 2008 μεταξύ Ολμέρτ – Αμπάς υπό το βλέμμα του Τζωρτζ Μπους του Β’, ωστόσο καμία εξ αυτών δεν έφτασε στο επίπεδο διαπραγμάτευσης των προηγούμενων ενώ η Λωρίδα της Γάζας ήταν ήδη υπό αυστηρό αποκλεισμό.

Για να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα να πούμε ότι η Συμφωνία του Όσλο και η Διακήρυξη Αρχών δεν ανέφεραν ΠΟΥΘΕΝΑ με σαφήνεια ότι θα καταλήξουν σε ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Έκαναν λόγο για μεταβατικές διατάξεις συμφωνιών αυτο-διακυβέρνησης, αφήνοντας κενό το πού ακριβώς και σε τι θα καταλήξουν. Γι’ αυτό και πολλοί εξαρχής εκτιμούσαν ότι πρόκειται για ένα πλαίσιο αναδιαπραγμάτευσης ειλημμένων αποφάσεων του ΟΗΕ, που απλώς η ισραηλινή πλευρά αρνείται να εφαρμόσει.

* Η Διακήρυξη Μπάλφουρ και το «ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος» που είχαν στο μυαλό τους εξαρχής:

Διακήρυξη του Μπάλφουρ (Πηγή: Wikipedia)


Μια επιμελώς αμφισβητούμενη διατύπωση στη «Διακήρυξη Balfour» δημιουργεί εξαρχής το πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο οι καινούργιοι κάτοικοι της Παλαιστίνης θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τις συνθήκες και το έδαφος κατά το δοκούν. Η φράση “national home” που εμπεριείχε η διακήρυξη έγινε αντικείμενο συζήτησης αμέσως μετά την κυκλοφορία τής Διακήρυξης. Η (βρετανική) Επιτροπή Palin (Αύγουστος 1920), αρμόδια για να αξιολογήσει το ζήτημα της Παλαιστίνης υπό βρετανική κατοχή, η οποία στάλθηκε στην Παλαιστίνη μετά τις συγκρούσεις που ξέσπασαν στην Ιερουσαλήμ το 1919, αναφέρει ότι «αδιαμφιβήτητα η αρχή όλου του προβλήματος» είναι αυτή η διακήρυξη:

«Πρόκειται για ένα πολύ προσεκτικά διατυπωμένο έγγραφο και αν δεν υπήρχε η κάπως ασαφής φράση “Εθνική πατρίδα για τον εβραϊκό λαό”, θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκώς μη ανησυχητικό… Αλλά η ασάφεια της αναφερόμενης φράσης υπήρξε από την αρχή αιτία προβλημάτων. Διάφορα πρόσωπα σε υψηλές θέσεις χρησιμοποίησαν πιο χαλαρή (ασαφή) γλώσσα, υπολογισμένη να μεταφέρει μια πολύ διαφορετική εντύπωση από την πιο μετριοπαθή ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στις λέξεις. Ο πρόεδρος Ουίλσον διέλυσε κάθε αμφιβολία για το τι εννοούσε από τη δική του σκοπιά όταν, τον Μάρτιο του 1919, είπε στους Εβραίους ηγέτες στην Αμερική: “Είμαι επιπλέον πεπεισμένος ότι τα συμμαχικά έθνη, με την πληρέστερη συναίνεση της δικής μας κυβέρνησης και του λαού μας, συμφωνούν ότι στην Παλαιστίνη θα τεθούν τα θεμέλια μιας Εβραϊκής Κοινοπολιτείας.” Ο αείμνηστος πρόεδρος Ρούσβελτ δήλωσε ότι ένας από τους όρους ειρήνης των Συμμάχων θα πρέπει να είναι ότι “η Παλαιστίνη πρέπει να γίνει Εβραϊκό Κράτος”. Ο κ. Winston Churchill μίλησε για ένα “εβραϊκό κράτος” και ο κ. Bonar Law μίλησε στο Κοινοβούλιο για την “επαναφορά τής Παλαιστίνης στους Εβραίους”.»

[Διαβάστε ολόκληρη την αναφορά της Επιτροπής Palin (στα αγγλικά), δημοσιευμένη από τον Brendan McKay, καθώς είναι οι ίδιοι οι Βρετανοί που εκθέτουν ήδη από το 1920 το πώς πραγματικά ξεκίνησε η αρπαγή γης από τους Παλαιστίνιους. Η ίδια η αναφορά, αν και ζητήθηκε επίσημα από το βρετανικό κράτος, δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ.

** Η Συμφωνία τού Όσλο ΙΙ του 1995 καθιέρωσε τη διοικητική διαίρεση της Παλαιστινιακής Δυτικής Όχθης στις περιοχές Α, Β και Γ (Area A, Area B, Area c) ως μεταβατική ρύθμιση, με προοπτική μέχρι το πέρας της διαδικασίας, να έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος του εδάφους σε παλαιστινιακό έλεγχο ΕΚΤΟΣ από τους εποικισμούς, τον έλεγχο του νερού και διάφορα άλλα στρατηγικά σημεία. Το Όσλο ΙΙ προέβλεπε ότι οι διαιρέσεις θα ήταν προσωρινές (5 χρόνια). Αντ’ αυτού, οι διαιρέσεις εξακολουθούν να υφίστανται υπό το αρχικό καθεστώς: η Area Α βρίσκεται υπό παλαιστινιακό έλεγχο (18%), η Β υπό μικτό – Παλαιστίνιοι τον πολιτικό έλεγχο και Ισραήλ το στρατιωτικό (22%), και η C υπό ισραηλινό (60%).

Επίσης, από την ίδια συμφωνία προβλέπεται ίδρυση παλαιστινιακής αστυνομίας η οποία, εκτός από το ποινικό έγκλημα, αναλαμβάνει το καθήκον τής τήρησης της τάξης στην περιοχή Α και κυρίως το να αποτρέπει (επί της ουσίας) επεισόδια και επιθέσεις κατά ισραηλινών ή εποικιστικών στόχων. Μετατρέπεται, κοινώς, σε «εργολάβο» του ισραηλινού στρατού κατοχής.

Η ισραηλινή πλευρά αντιπρότεινε να δοθούν στους Παλαιστινίους κάποια άλλα εδάφη ως αντάλλαγμα τα οποία όμως καμία σχέση με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και τη Δυτική Όχθη είχαν. Οι Παλαιστίνιοι δεν δέχτηκαν την ανταλλαγή και επέμειναν στη διάλυση των εποικισμών. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (1992 – 2000) διαπραγμάτευσης οι ισραηλινές ηγεσίες προχώρησαν σχεδόν σε διπλασιασμό των εποίκων από 100.500 σε 190.206 στη Δυτική Όχθη και σε 167.230 από 141.000 εκείνων που ζουν στην ανατολική Ιερουσαλήμ.

 

Χάρτης των περιοχών Α, Β, Γ (Πηγή: Kersel, Morag. (2014). Fractured oversight: The ABCs of cultural heritage in Palestine after the Oslo Accords. Journal of Social Archaeology. 15. 24-44. 10.1177/1469605314557586.)

Φυσικά και η Area A υφίσταται όλες τις επιπτώσεις τής κατοχής. Στην Α κατοικεί το 55% περίπου του πληθυσμού τής Παλαιστίνης, ενώ τις περιοχές Β και C τις χρησιμοποιεί το Ισραήλ ως ένα επιπλέον όπλο: οικειοποιείται ή καταλαμβάνει τη γη, φτιάχνει υποδομές, εκμεταλλεύεται τις φυσικές πηγές και απομονώνει τον πληθυσμό της περιοχής Α.

«Υπολογίζεται ότι 300.000 Παλαιστίνιοι ζουν σε 532 οικιστικές περιοχές που βρίσκονται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην περιοχή Γ, μαζί με περίπου 400.000 Ισραηλινούς εποίκους που κατοικούν σε περίπου 230 οικισμούς. Επιπλέον, περίπου το 30% της Περιοχής Γ είναι καθορισμένη “ζώνη βολής” για στρατιωτική εκπαίδευση – 38 παλαιστινιακές κοινότητες βρίσκονται εντός αυτών των περιοχών εκπαίδευσης. Συνολικά, το 60% της Περιοχής Γ αποτελείται από αυτές τις ζώνες βολής, άλλες στρατιωτικές εκτάσεις ή κρατική γη και φυσικά καταφύγια. Οι Παλαιστίνιοι κάτοικοι αγωνίζονται να λάβουν άδειες γης για κατοικία και καλλιέργεια στο υπόλοιπο 40%. Το ένα τρίτο των παλαιστινιακών κοινοτήτων στην Περιοχή Γ δεν διαθέτει δημοτικό σχολείο, αναγκάζοντας τα παιδιά να ταξιδεύουν ή να περπατούν μεγάλες αποστάσεις για να φτάσουν στο πλησιέστερο σχολείο. Περισσότερο από το 70% των κοινοτήτων στην Περιοχή Γ δεν είναι συνδεδεμένες με δίκτυο ύδρευσης και βασίζονται σε νερό από δεξαμενή με πολύ αυξημένο κόστος. 95.000 άνθρωποι λαμβάνουν λιγότερα από 50 λίτρα νερού κατά κεφαλήν την ημέρα – το ήμισυ της ελάχιστης ποσότητας που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. (Βλ. κομμάτι για νερό σε  Μέρος Α΄) Σχεδόν οι μισές παλαιστινιακές κοινότητες της περιοχής Γ αναφέρουν ότι η πρόσβασή τους σε επείγουσα και βασική υγειονομική περίθαλψη παρεμποδίζεται από τις μεγάλες αποστάσεις μέχρι την πλησιέστερη κλινική ή από την ανάγκη διέλευσης από σημεία ελέγχου.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου