Ελλιπής χαρακτηρίζεται επί της ουσίας η έρευνα που διεξήχθη για τον τρόπο με τον οποίο έχασε τη ζωή του ο Βασίλης Μάγγος, το καλοκαίρι του 2020, στον Βόλο (βλ. σχετικό ρεπορτάζ για το συμβάν στο reportersunited) στην έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) για το 2022.
Η έκθεση αυτή, συνιστά μια συγκριτική και συστηματική επισκόπηση του βαθμού συμμόρφωσης των εσωτερικών πειθαρχικών οργάνων προς τις συστάσεις και επισημάνσεις του Μηχανισμού του Συνηγόρου. Αν και με το περιεχόμενο της δεν ασχολήθηκαν τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης, η έκθεση εστιάζει σε ομάδες υποθέσεων ή και αυτοτελή περιστατικά που απασχόλησαν τη κοινή γνώμη. Ο ΕΜΗΔΙΠΑ, μεταξύ άλλων, παρουσιάζει τις εξελίξεις σε σχέση με την υπόθεση που έλαβε χώρα πριν 3 χρόνια, στον Βόλο, όπου έχασε τη ζωή του ο 26χρονος.
Με τίτλο «Αστυνομική βία σε βάρος νεαρού άνδρα στον Βόλο τον Ιούνιο του 2020 (Φ. 282183)», στην έκθεση του ΕΜΗΠΙΔΑ αναφέρεται: «Μία ακόμη υπόθεση -για την αναπομπή της οποίας από τον Συνήγορο του Πολίτη στη Διοίκηση έγινε λόγος στην προηγούμενη ετήσια έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού- συνδέεται με περιστατικό αστυνομικής βίας σε βάρος νεαρού άνδρα, που έλαβε χώρα στις αρχές του καλοκαιριού του 2020, στην πόλη του Βόλου».
Μεταξύ άλλων, στην έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα για τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου. Αν και ο Συνήγορος του Πολίτη, υπό τη σκέπη του οποίου είναι ο ΕΜΗΠΙΔΑ, είχε ζητήσει και πριν από 2 χρόνια διενέργεια δεύτερης έκθεσης πορίσματος, αφού η αρχική είχε μεγάλα κενά, ο συμπληρωματικός έλεγχος παρέμεινε ελλειμματικός, με κίνδυνο να αποδειχθεί προσχηματικός (!) παρά τις σχετικές εντολές.
«Λόγω αναιτιολόγητης απόκλισης από το αναπεμπτικό πόρισμά του, ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε καταρχάς μια σειρά τυπικών παραλείψεων και πλημμελειών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν δυσχερή τη μελέτη και διαχείριση της συμπληρωθείσας δικογραφίας, δεδομένου του εκτενούς όγκου της», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της ΕΜΗΠΙΔΑ. «Οι πλημμέλειες αυτές», επισημαίνεται στην έκθεση, «δεν συνάδουν ούτε με τον χαρακτήρα της ως ”συμπληρωθείσας”, ούτε με την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο διενεργών, σύμφωνα με τις υποδείξεις της με αριθμ. 6004/1/22-κγ΄/14.10.2008 Διαταγής – Εγκυκλίου του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ, λαμβανομένης, πρόσθετα, υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση και της εμπειρίας του, ως απόρροια του βαθμού του».
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η ιατροδικαστική γνωμοδότηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το θύμα «έφερε βαριά σωματική βλάβη διαθλώντος οργάνου, η οποία προκλήθηκε με τρόπο συμβατό με το αναφερόμενο ιστορικό», ενώ πρόσθεσε ότι, κατά το χρόνο θανάτου του θύματος, τα τραύματα του δεν είχαν αποθεραπευθεί, γεγονός που συγκλίνει και με τη σχετική ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής. «Παρά τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, δεν καταγράφεται καμία προσπάθεια πειθαρχικής επανεκτίμησης της υπόθεσης», επισημαίνεται στην έκθεση και τονίζεται ότι «η προσέγγιση ”σαν να μην υπήρχαν”, έχει ως αποτέλεσμα τη χωρίς εξηγήσεις διατήρηση του ίδιου εύρους του πειθαρχικού ελέγχου, του ίδιου περιεχομένου του πειθαρχικού κατηγορητηρίου και, κατ’ επέκταση, του ίδιου είδους των πειθαρχικών ευθυνών».
Τι κι αν όμως, ο ΣτΠ ως αρμόδια αρχή μέσω του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) έκανε τη δουλειά του και έστειλε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έγκαιρα τις καίριες επισημάνσεις του; Ακόμη, όμως αναφέρεται στην έκθεση για τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου, «ο Συνήγορος του Πολίτη αναμένει νεότερη ενημέρωσή του για την υπόθεση»…
Οι
γονείς του Βασίλη Μάγγου, έξω από το
δικαστήριο
Βασίλης
Μάγγος: Τι αναφέρεται στην έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών
Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) για τον θάνατο του νεαρού, στον Βόλο, το 2020
Οι γονείς του Βασίλη Μάγγου, έξω από το δικαστήριο
«Αστυνομική βία σε βάρος νεαρού άνδρα στον Βόλο τον Ιούνιο του 2020 (Φ. 282183)
Μία ακόμη υπόθεση – για την αναπομπή της οποίας από τον Συνήγορο του Πολίτη στη Διοίκηση έγινε λόγος στην προηγούμενη ετήσια έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού – συνδέεται με περιστατικό αστυνομικής βίας σε βάρος νεαρού άνδρα, που έλαβε χώρα στις αρχές του καλοκαιριού του 2020, στην πόλη του Βόλου. Σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα, η κακοποίηση του θύματος ξεκίνησε έξω από τον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένο πλήθος πολιτών, διαμαρτυρόμενο για επεισόδια και συλλήψεις της προηγούμενης ημέρας, με τον καταγγέλλοντα να δέχεται χτυπήματα με αστυνομικές ράβδους και κλωτσιές, ενώ βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος.
Η κακομεταχείρισή του φέρεται να συνεχίστηκε εντός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η προσαγωγή του, καθώς και εντός του κτιρίου της αστυνομικής υπηρεσίας, όπου μεταξύ άλλων, αστυνομικός φέρεται να τον χτύπησε με γροθιές στα πλευρά, την ώρα που συνάδελφοί του τον συνέδραμαν, κρατώντας τα χέρια του θύματος προς τα πίσω.
Εξερχόμενο από την αστυνομική υπηρεσία, το φερόμενο θύμα συνέδραμαν τυχαία κάποιοι πολίτες, καθώς αυτό ήταν ανήμπορο ακόμη και να περπατήσει, αναλαμβάνοντας να το μεταφέρουν οδικώς σπίτι του. Από εκεί ειδοποίησε τους γονείς του, με μέριμνα των οποίων κλήθηκε το Ε.Κ.Α.Β. και διακομίσθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου της πόλης, όπου ακολούθησε η εισαγωγή του στη Χειρουργική Κλινική και η εκεί παραμονή του για περαιτέρω νοσηλεία. Ένα μήνα μετά το περιστατικό, ο εν λόγω πολίτης απεβίωσε.
Την επομένη του θανάτου του διατάχθηκε η προκαταρκτική διερεύνηση της υπόθεσης από τις αστυνομικές αρχές, για να αναβαθμιστεί μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών σε Ε.Δ.Ε. και να ασκηθεί τελικά πειθαρχική δίωξη.
Απευθυνόμενος προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη λόγω αναιτιολόγητης απόκλισης από το αναπεμπτικό πόρισμά του, ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε καταρχάς μια σειρά τυπικών παραλείψεων και πλημμελειών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν δυσχερή τη μελέτη και διαχείριση της συμπληρωθείσας δικογραφίας, δεδομένου του εκτενούς όγκου της. Οι πλημμέλειες αυτές δεν συνάδουν ούτε με τον χαρακτήρα της ως «συμπληρωθείσας», ούτε με την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο διενεργών, σύμφωνα με τις υποδείξεις της με αριθμ. 6004/1/22-κγ΄/14.10.2008 Διαταγής – Εγκυκλίου του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ, λαμβανομένης, πρόσθετα, υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση και της εμπειρίας του, ως απόρροια του βαθμού του.
Έτσι, αντί της απαιτούμενης ακρίβειας, σαφήνειας, αντικειμενικότητας, της αποφυγής επαναλήψεων, καθώς και της συνοπτικής αναφοράς επί του τυχόν συντρέχοντος ποινικού σκέλους της υπόθεσης, ώστε να κατατοπίζεται πλήρως ο αναγνώστης περί των λαβόντων χώρα, το ιστορικό μέρος του συμπληρωθέντος πορίσματος αναπαράγει εις ολόκληρον και επακριβώς το αντίστοιχο τμήμα της αρχικής έκθεσης πορίσματος ενώ στη συνέχεια παραθέτει αυτολεξεί ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, που αναζητήθηκαν κατόπιν προτροπών της Αρχής. Δεν γίνεται καμία αναφορά στις ποινικές δικογραφίες που σχηματίστηκαν επ’ αφορμή της συγκεκριμένης υπόθεσης, το αν και πώς συσχετίσθηκαν, το αν και γιατί αρχειοθετήθηκαν ή στο τυχόν προανακριτικό υλικό που προέκυψε από αυτές, παρά το γεγονός ότι στον πειθαρχικό φάκελο προκύπτει η επίκληση συγκεκριμένων ποινικών φακέλων, και πολύ περισσότερο η συμπερίληψη ικανού αποδεικτικού υλικού.
Καμία αναφορά δεν γίνεται επίσης στην έκθεση του τεχνικού συμβούλου, η οποία αναζητήθηκε και προστέθηκε στον πειθαρχικό φάκελο κατά τη συμπλήρωση του διοικητικού ελέγχου. Παρά τον ελλειμματικό και επιλεκτικό χαρακτήρα, που συνεπάγεται η αναφορά του ιστορικού τμήματος του πορίσματος σε μέρος μόνο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού καθώς και σε μέρος των συναφών ελεγκτικών διαδικασιών που διεξήχθησαν, εντούτοις καθιστά κατανοητή, αν και εσφαλμένη ως πρακτική, την πλήρη απουσία τους από το αιτιολογικό του.
Αντίθετα, ακατανόητη αποδεικνύεται η μη λήψη υπόψη και η μη αξιολόγηση στην αιτιολογία του πορίσματος των ενόρκων καταθέσεων αυτοπτών και άλλων σημαντικών μαρτύρων, οι οποίες παρατίθενται εκτεταμένα στο ιστορικό του μέρος.
Έτσι, παρά τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που εισήλθαν στον πειθαρχικό φάκελο δυνάμει και της συμπληρωθείσας έρευνας, το αιτιολογικό μέρος της δεύτερης έκθεσης πορίσματος παραμένει ταυτόσημο με εκείνο της προηγηθείσας – αρχικής έκθεσης, παρόλο που οι διαπιστωθείσες ελλείψεις της είχαν προκαλέσει τη διαταγή συμπλήρωσης. Η μόνη προσθήκη που περιλαμβάνει το μεταγενέστερο πειθαρχικό πόρισμα, σχετίζεται αποκλειστικά με τα νέα υπομνήματα που κατέθεσαν κάποιοι από τους ελεγχόμενους αστυνομικούς, τα οποία όταν δεν παραπέμπουν στο περιεχόμενο των προγενέστερων υπομνημάτων τους, αναπαράγουν τα ίδια σχεδόν επιχειρήματα.
Ακολούθως, το διατακτικό του νέου πορίσματος παραμένει όμοιο με εκείνο του προηγηθέντος.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να καταδειχθεί η απόκλιση που σημειώνει η αιτιολογία της εν λόγω πειθαρχικής έκθεσης από τις επισημάνσεις της ως άνω Διαταγής – Εγκυκλίου, η οποία υπαγορεύει ότι στο αιτιολογικό μέρος των διοικητικών πορισμάτων «… η προσωπική κρίση και αντίληψη του συντάσσοντος την έκθεση δεν είναι κάτι το μετέωρο, επιπόλαιο ή αυθαίρετο αποκύημα της φαντασίας, αλλά αποτελεί προϊόν ορθού συλλογισμού, ο οποίος είναι η ικανότητα της συλλογής, της σύναψης και άθροισης των δεδομένων προς διαμόρφωση συμπεράσματος και πρέπει να ενισχύεται από τα συλλεγέντα στοιχεία και να αιτιολογείται πλήρως».
Προς την ίδια κατεύθυνση, η θεωρία προσθέτει ότι, η εγκατάλειψη του συστήματος των νομικών αποδείξεων και η προσχώρηση στην ηθική απόδειξη, δεν σημαίνει την εκτροπή προς ένα καθεστώς δυνητικής υποκειμενικής αυθαιρεσίας του ποινικού ή του πειθαρχικού δικαστή. Αντίθετα, υπαγορεύει την πειθάρχηση της αποδεικτικής προσπάθειας στον διαλογισμό και στην εξήγηση του αποτελέσματος και, κατ’ επέκταση, στην ουσιαστική και όχι τυπική αιτιολογία.
Η αξιούμενη αιτιολογία εν προκειμένω καλύπτεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 139 Κ.Π.Δ. και άρ. 8 Π.Δ. 120/2008, ο οποίος ορίζει ότι οι πειθαρχικές εκθέσεις και οι συναφείς με αυτές πειθαρχικές αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η έλλειψη της προβλεπόμενης και από το Σύνταγμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρ. 93 παρ. 3) αποτελεί το κατεξοχήν αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου από το Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Αντιστοίχως, η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, όπως εκφράζεται στο άρ. 177 Κ.Π.Δ. και, κατ’ επέκταση, ως περιεκτική του συστήματος ηθικής απόδειξης, δεν ισοδυναμεί με μια αυθαίρετη διακριτική ευχέρεια του ποινικού δικαστή ή αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου. Αντιθέτως, σημαίνει ότι στη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης μπορεί καταρχήν να συμβάλει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο χωρίς περιορισμό (άρ. 179 Κ.Π.Δ.), χωρίς αξιολογική ιεράρχηση (άρ. 178 Κ.Π.Δ.) και χωρίς προκαθορισμένες ερμηνείες.
Η έλλειψη διαβάθμισης της αποδεικτικής αξίας και της δεσμευτικότητας των αποδεικτικών μέσων υποχρεώνει τον πειθαρχικό μηχανισμό να μην περιορίζεται στη συλλογή μόνο κάποιων συγκεκριμένων αποδείξεων, αλλά να ενεργεί οτιδήποτε είναι αναγκαίο για την επίτευξη της πληρότητας του σχετικού φακέλου της πειθαρχικής δικογραφίας. Λογική συνέχεια των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι η έκθεση πορίσματος αντικατοπτρίζει τον σκοπό και το εύρος της διεξαχθείσας έρευνας, είναι η διαπίστωση ότι εν προκειμένω ο συμπληρωματικός έλεγχος, στο μέτρο που εξακολουθεί να παραγνωρίζει τα ζητήματα, στα οποία όφειλε να απαντήσει και εξαιτίας των οποίων διατάχθηκε, αν και ανταποκρίνεται στο τυπικό της διάταξης του άρ. 188 παρ. 4 του Ν. 4662/2020, δεν κατορθώνει να καλύψει την ουσία της.
Μια τέτοια διαπίστωση έχει ως αποτέλεσμα ο συμπληρωματικός έλεγχος να μην παραμένει απλά ελλειμματικός, αλλά να κινδυνεύει να αποδειχθεί προσχηματικός, λόγω των πρόσθετων ζητημάτων που προκαλεί η πιστή αναπαραγωγή των πρωταρχικών ισχυρισμών και συμπερασμάτων εις βάρος των νέων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία παραλείπονται εξ ολοκλήρου. Το παράδοξο, ωστόσο, σχήμα που δημιουργείται, δεν εξαντλείται μόνο στη διάσταση τύπου και ουσίας, αλλά και στην αναλογική σχέση που συνδέει το μέγεθος της προσθήκης του αποδεικτικού υλικού με εκείνο της απαξίωσής του, οξύνοντας έτσι την αναποτελεσματικότητα του ελέγχου.
Ήδη, στο αναπεμπτικό του πόρισμα, ο Συνήγορος είχε υπογραμμίσει αφενός την ανεξήγητη καθυστέρηση ως προς την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, παρά την αντίθετη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και αφετέρου την εκ προοιμίου και αναιτιολόγητη περιχαράκωση του πειθαρχικού ελέγχου στο πειθαρχικό παράπτωμα της βάναυσης συμπεριφοράς προς πολίτες, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρ. 11 παρ. 1 περ. ια΄ του Π.Δ. 120/2008. Η παράλειψη εξηγήσεων και τεκμηρίωσης μιας τέτοιας επιλογής στο συμπληρωματικό πόρισμα, παρά τις επισημάνσεις της Αρχής, και η αναιτιολόγητη συνέχισή της, όπως αποτυπώνεται συνολικά στα έγγραφα του διενεργούντος κατά τη συμπλήρωση της έρευνας, κατέληξε στον περιορισμό εντέλει του εύρους της διερευνώμενης καταγγελίας μονάχα στα επεισόδια που έλαβαν χώρα έξωθεν του δικαστικού μεγάρου, στον αντίστοιχο περιορισμό του κύκλου των ελεγχομένων αστυνομικών και, κατ’ επέκταση, στον περιορισμό των πειθαρχικών ευθυνών.
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα, λειτουργώντας ως επιβεβαίωση του εξ αρχής ζητούμενου, δεν προκαθορίζει μόνο το πλαίσιο των προβλεπόμενων ποινών, αλλά τείνει να διαγράφει την πορεία μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Οι διαπιστώσεις αυτές εντείνονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός της μη αξιοποίησης, και πολύ περισσότερο της μη συγκριτικής αξιολόγησης, σημαντικού αριθμού μαρτυριών, που προέκυψαν με τη μορφή ενόρκων καταθέσεων κατά τη συμπλήρωση του πειθαρχικού ελέγχου, καθώς και με τη μορφή έγγραφων υπομνημάτων που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια ποινικής προδικασίας, η οποία ενεργοποιήθηκε δυνάμει της μήνυσης που κατέθεσαν οι γονείς του φερόμενου θύματος.
Οι αυτόπτες μάρτυρες στο περιστατικό έξω από το δικαστικό μέγαρο υποστήριξαν στο σύνολό τους ότι:
α) το φερόμενο θύμα δεν αποτέλεσε απειλή, ούτε κινήθηκε κατά των αστυνομικών, αλλά υποδείχθηκε άμεσα από τον αστυνομικό ασφαλείας και οδηγό του υπηρεσιακού οχήματος που είχε αναλάβει τη μεταγωγή ενός εκ των συλληφθέντων στα επεισόδια της προηγούμενης ημέρας,
β) εν συνεχεία προσέτρεξαν προς το μέρος του τρεις αστυνομικοί της ομάδας Ο.Π.Κ.Ε. και ένας της διμοιρίας ΔΙ.Α.Τ, τον οποίο και ειδικότερα προσδιορίζουν,
γ) ότι η βία που ακολούθησε εις βάρος του φερόμενου θύματος, ενώ αυτό ήταν ήδη πεσμένο στο οδόστρωμα, η οποία περιελάμβανε χτυπήματα με αστυνομικές ράβδους, καθώς και κλωτσιές εκ μέρους των συγκεκριμένων τεσσάρων αστυνομικών, ενδεδυμένων με πλήρη εξάρτηση, εκτός από απρόκλητη, ήταν και υπερβολική.
Κανείς από τους εν λόγω μάρτυρες δεν ερωτήθηκε αν αντιλήφθηκε ή είδε να συνεχίζονται οι βιαιοπραγίες των τριών εκ των εμπλεκομένων αστυνομικών εντός του υπηρεσιακού οχήματος, όπως υποστηρίζει με την καταγγελία του το φερόμενο θύμα, κι ενώ, στο οπτικοακουστικό υλικό, ο αυτόπτης μάρτυρας που βιντεοσκοπεί, ακούγεται να επιβεβαιώνει τον εν λόγω ισχυρισμό.
Εντούτοις, ο τελευταίος δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί, ούτε κατά τον συμπληρωματικό έλεγχο. Δεν αναζητήθηκε άλλο βιντεοληπτικό υλικό από κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας ή πρόσθετοι αυτόπτες μάρτυρες, η παρουσία των οποίων προέκυψε από τη συμπληρωματική διαδικασία, όπως οι οδηγοί των παρακείμενα παρκαρισμένων ταξί ή ο δικηγόρος του συλληφθέντα την προηγούμενη ημέρα.
Κάποιοι από τους ανωτέρω εξετασθέντες αυτόπτες μάρτυρες, ταυτίζονται και με εκείνους που εντόπισαν το φερόμενο θύμα, αφού αυτό εξήλθε από την αστυνομική υπηρεσία και το μετέφεραν σπίτι του, περιγράφοντας αναλυτικά την ιδιαίτερα άσχημη φυσική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, την κακοποίηση στην οποία είχε υποβληθεί το θύμα εντός της αστυνομικής υπηρεσίας, όπως αυτό τους την μετέφερε, και την κατάσταση ψυχολογικού σοκ και φόβου, στην οποία τελούσε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω μαρτυρίες επαναλαμβάνονται, χωρίς αντιφάσεις ή αποκλίσεις, σε δύο διαφορετικούς χρόνους, τόσο κατά την ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, που κινήθηκε εξαιτίας της κατατεθείσας σε βάρος των αστυνομικών μήνυσης, όσο και κατά την συμπληρωματική πειθαρχική διερεύνηση της υπόθεσης.
Επίσης, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι οι ανωτέρω μαρτυρίες συνάδουν με εκείνες των τραυματιοφορέων, οι οποίοι βεβαιώνουν τις διαμαρτυρίες του θύματος για πόνους στα πλευρά, την επιβίβασή του στο ασθενοφόρο με αμαξίδιο μεταφοράς ασθενών και τον παρόμοιο τρόπο εισαγωγής του στο τμήμα επειγόντων του νοσοκομείου. Ομοίως, συνάδουν και με εκείνες του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού που το περιέθαλψαν, οι οποίες συνδυαστικά περιγράφουν ότι, κατά την εισαγωγή του, το φερόμενο θύμα ήταν σε ψυχολογική κατάσταση έντονης ανησυχίας, μη επικοινωνίας, έχοντας πλήρη αστάθεια, άρνησης συνεργασία επειδή πονούσε και επειδή φοβόταν ως προς το τι θα του συμβεί.
Προς την ίδια κατεύθυνση, μια τρίτη κατηγορία μαρτύρων, η οποία εμφανίζεται να επισκέπτεται και να συνομιλεί με το θύμα μετά το καταγγελλόμενο συμβάν, καταθέτει την επιδείνωση της ψυχικής του υγείας, η οποία περαιτέρω ενισχύεται και από την προσωπική ευαλωτότητά του ως πρώην χρήστη ναρκωτικών ουσιών, όπως βεβαιώνει συγκεκριμένο έγγραφο του Δ/ντή Ψυχιατρικής Κλινικής του Γεν. Νοσοκομείου της πόλης. Τις μαρτυρίες αυτές φέρεται να επιβεβαιώνει και έτερη διάγνωση του Κέντρου Ψυχικής Υγείας / 5ης Υγειονομικής Περιφέρειας Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδας.
Σε επίρρωση της πολλαπλότητας και της βαρύτητας των τραυμάτων, τα οποία διαπιστώθηκε ότι έφερε το θύμα μετά το πέρας της προσαγωγής του στην αστυνομική υπηρεσία βάσει σχετικών ιατρικών γνωματεύσεων, ενόρκων καταθέσεων και διαπιστωμένων πραγματικών γεγονότων, όπως ήδη έχουν σχολιαστεί στο αναπεμπτικό πόρισμα της Αρχής, οι πρόσθετες μαρτυρίες του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού υποστηρίζουν ότι η κατάσταση υγείας του θύματος επέβαλλε τη στενή παρακολούθησή του, ενώ το ίδιο επισημαίνεται και στην ιατροδικαστική γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου.
Κατόπιν, δε, της εκτεταμένης ανάλυσης των ευρημάτων, η εν λόγω ιατροδικαστική γνωμοδότηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το θύμα «έφερε βαριά σωματική βλάβη δια θλώντος οργάνου, η οποία προκλήθηκε με τρόπο συμβατό με το αναφερόμενο ιστορικό», ενώ προσθέτει ότι, κατά το χρόνο θανάτου του θύματος, τα τραύματα του δεν είχαν αποθεραπευθεί, γεγονός που συγκλίνει και με τη σχετική ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής.
Παρά τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, δεν καταγράφεται καμία προσπάθεια πειθαρχικής επανεκτίμησης της υπόθεσης, καθώς ο διενεργών δεν προβαίνει στην αξιολόγησή τους, η οποία αυτονόητα θα οδηγούσε είτε στην αιτιολογημένη αμφισβήτησή τους, είτε στην τεκμηριωμένη αποδόμησή τους, είτε στην ανάγκη εμπλουτισμού τους, είτε τέλος στη συγκριτική αξιοποίησή τους.
Αντίθετα, η προσέγγιση «σαν να μην υπήρχαν», έχει ως αποτέλεσμα τη χωρίς εξηγήσεις διατήρηση του ίδιου εύρους του πειθαρχικού ελέγχου, του ίδιου περιεχομένου του πειθαρχικού κατηγορητηρίου και, κατ’ επέκταση, του ίδιου είδους των πειθαρχικών ευθυνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, την αντι
Φάκελος «Βασίλης Μάγγος»: Ελλείψεις-«σοκ» διαπιστώνει ο Μηχανισμός Περιστατικών Αυθαιρεσίας στην έρευνα για τον θάνατο του
Ελλιπής χαρακτηρίζεται επί της ουσίας η έρευνα που διεξήχθη για τον τρόπο με τον οποίο έχασε τη ζωή του ο Βασίλης Μάγγος, το καλοκαίρι του 2020, στον Βόλο (βλ. σχετικό ρεπορτάζ για το συμβάν στο reportersunited) στην έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) για το 2022.
Η έκθεση αυτή, συνιστά μια συγκριτική και συστηματική επισκόπηση του βαθμού συμμόρφωσης των εσωτερικών πειθαρχικών οργάνων προς τις συστάσεις και επισημάνσεις του Μηχανισμού του Συνηγόρου. Αν και με το περιεχόμενο της δεν ασχολήθηκαν τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης, η έκθεση εστιάζει σε ομάδες υποθέσεων ή και αυτοτελή περιστατικά που απασχόλησαν τη κοινή γνώμη. Ο ΕΜΗΔΙΠΑ, μεταξύ άλλων, παρουσιάζει τις εξελίξεις σε σχέση με την υπόθεση που έλαβε χώρα πριν 3 χρόνια, στον Βόλο, όπου έχασε τη ζωή του ο 26χρονος.
Με τίτλο «Αστυνομική βία σε βάρος νεαρού άνδρα στον Βόλο τον Ιούνιο του 2020 (Φ. 282183)», στην έκθεση του ΕΜΗΠΙΔΑ αναφέρεται: «Μία ακόμη υπόθεση -για την αναπομπή της οποίας από τον Συνήγορο του Πολίτη στη Διοίκηση έγινε λόγος στην προηγούμενη ετήσια έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού- συνδέεται με περιστατικό αστυνομικής βίας σε βάρος νεαρού άνδρα, που έλαβε χώρα στις αρχές του καλοκαιριού του 2020, στην πόλη του Βόλου».
Μεταξύ άλλων, στην έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα για τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου. Αν και ο Συνήγορος του Πολίτη, υπό τη σκέπη του οποίου είναι ο ΕΜΗΠΙΔΑ, είχε ζητήσει και πριν από 2 χρόνια διενέργεια δεύτερης έκθεσης πορίσματος, αφού η αρχική είχε μεγάλα κενά, ο συμπληρωματικός έλεγχος παρέμεινε ελλειμματικός, με κίνδυνο να αποδειχθεί προσχηματικός (!) παρά τις σχετικές εντολές.
«Λόγω αναιτιολόγητης απόκλισης από το αναπεμπτικό πόρισμά του, ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε καταρχάς μια σειρά τυπικών παραλείψεων και πλημμελειών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν δυσχερή τη μελέτη και διαχείριση της συμπληρωθείσας δικογραφίας, δεδομένου του εκτενούς όγκου της», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της ΕΜΗΠΙΔΑ. «Οι πλημμέλειες αυτές», επισημαίνεται στην έκθεση, «δεν συνάδουν ούτε με τον χαρακτήρα της ως ”συμπληρωθείσας”, ούτε με την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο διενεργών, σύμφωνα με τις υποδείξεις της με αριθμ. 6004/1/22-κγ΄/14.10.2008 Διαταγής – Εγκυκλίου του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ, λαμβανομένης, πρόσθετα, υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση και της εμπειρίας του, ως απόρροια του βαθμού του».
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η ιατροδικαστική γνωμοδότηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το θύμα «έφερε βαριά σωματική βλάβη διαθλώντος οργάνου, η οποία προκλήθηκε με τρόπο συμβατό με το αναφερόμενο ιστορικό», ενώ πρόσθεσε ότι, κατά το χρόνο θανάτου του θύματος, τα τραύματα του δεν είχαν αποθεραπευθεί, γεγονός που συγκλίνει και με τη σχετική ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής. «Παρά τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, δεν καταγράφεται καμία προσπάθεια πειθαρχικής επανεκτίμησης της υπόθεσης», επισημαίνεται στην έκθεση και τονίζεται ότι «η προσέγγιση ”σαν να μην υπήρχαν”, έχει ως αποτέλεσμα τη χωρίς εξηγήσεις διατήρηση του ίδιου εύρους του πειθαρχικού ελέγχου, του ίδιου περιεχομένου του πειθαρχικού κατηγορητηρίου και, κατ’ επέκταση, του ίδιου είδους των πειθαρχικών ευθυνών».
Τι κι αν όμως, ο ΣτΠ ως αρμόδια αρχή μέσω του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) έκανε τη δουλειά του και έστειλε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη έγκαιρα τις καίριες επισημάνσεις του; Ακόμη, όμως αναφέρεται στην έκθεση για τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου, «ο Συνήγορος του Πολίτη αναμένει νεότερη ενημέρωσή του για την υπόθεση»…
Βασίλης Μάγγος: Τι αναφέρεται στην έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Περιστατικών Αυθαιρεσίας (ΕΜΗΔΙΠΑ) για τον θάνατο του νεαρού, στον Βόλο, το 2020
«Αστυνομική βία σε βάρος νεαρού άνδρα στον Βόλο τον Ιούνιο του 2020 (Φ. 282183)
Μία ακόμη υπόθεση – για την αναπομπή της οποίας από τον Συνήγορο του Πολίτη στη Διοίκηση έγινε λόγος στην προηγούμενη ετήσια έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού – συνδέεται με περιστατικό αστυνομικής βίας σε βάρος νεαρού άνδρα, που έλαβε χώρα στις αρχές του καλοκαιριού του 2020, στην πόλη του Βόλου. Σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα, η κακοποίηση του θύματος ξεκίνησε έξω από τον προαύλιο χώρο των δικαστηρίων, όπου βρισκόταν συγκεντρωμένο πλήθος πολιτών, διαμαρτυρόμενο για επεισόδια και συλλήψεις της προηγούμενης ημέρας, με τον καταγγέλλοντα να δέχεται χτυπήματα με αστυνομικές ράβδους και κλωτσιές, ενώ βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος.
Η κακομεταχείρισή του φέρεται να συνεχίστηκε εντός του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, με το οποίο πραγματοποιήθηκε η προσαγωγή του, καθώς και εντός του κτιρίου της αστυνομικής υπηρεσίας, όπου μεταξύ άλλων, αστυνομικός φέρεται να τον χτύπησε με γροθιές στα πλευρά, την ώρα που συνάδελφοί του τον συνέδραμαν, κρατώντας τα χέρια του θύματος προς τα πίσω.
Εξερχόμενο από την αστυνομική υπηρεσία, το φερόμενο θύμα συνέδραμαν τυχαία κάποιοι πολίτες, καθώς αυτό ήταν ανήμπορο ακόμη και να περπατήσει, αναλαμβάνοντας να το μεταφέρουν οδικώς σπίτι του. Από εκεί ειδοποίησε τους γονείς του, με μέριμνα των οποίων κλήθηκε το Ε.Κ.Α.Β. και διακομίσθηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου της πόλης, όπου ακολούθησε η εισαγωγή του στη Χειρουργική Κλινική και η εκεί παραμονή του για περαιτέρω νοσηλεία. Ένα μήνα μετά το περιστατικό, ο εν λόγω πολίτης απεβίωσε.
Την επομένη του θανάτου του διατάχθηκε η προκαταρκτική διερεύνηση της υπόθεσης από τις αστυνομικές αρχές, για να αναβαθμιστεί μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών σε Ε.Δ.Ε. και να ασκηθεί τελικά πειθαρχική δίωξη.
Απευθυνόμενος προς τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη λόγω αναιτιολόγητης απόκλισης από το αναπεμπτικό πόρισμά του, ο Συνήγορος του Πολίτη επεσήμανε καταρχάς μια σειρά τυπικών παραλείψεων και πλημμελειών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα να καταστήσουν δυσχερή τη μελέτη και διαχείριση της συμπληρωθείσας δικογραφίας, δεδομένου του εκτενούς όγκου της. Οι πλημμέλειες αυτές δεν συνάδουν ούτε με τον χαρακτήρα της ως «συμπληρωθείσας», ούτε με την επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο διενεργών, σύμφωνα με τις υποδείξεις της με αριθμ. 6004/1/22-κγ΄/14.10.2008 Διαταγής – Εγκυκλίου του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ, λαμβανομένης, πρόσθετα, υπόψη στη συγκεκριμένη περίπτωση και της εμπειρίας του, ως απόρροια του βαθμού του.
Έτσι, αντί της απαιτούμενης ακρίβειας, σαφήνειας, αντικειμενικότητας, της αποφυγής επαναλήψεων, καθώς και της συνοπτικής αναφοράς επί του τυχόν συντρέχοντος ποινικού σκέλους της υπόθεσης, ώστε να κατατοπίζεται πλήρως ο αναγνώστης περί των λαβόντων χώρα, το ιστορικό μέρος του συμπληρωθέντος πορίσματος αναπαράγει εις ολόκληρον και επακριβώς το αντίστοιχο τμήμα της αρχικής έκθεσης πορίσματος ενώ στη συνέχεια παραθέτει αυτολεξεί ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, που αναζητήθηκαν κατόπιν προτροπών της Αρχής. Δεν γίνεται καμία αναφορά στις ποινικές δικογραφίες που σχηματίστηκαν επ’ αφορμή της συγκεκριμένης υπόθεσης, το αν και πώς συσχετίσθηκαν, το αν και γιατί αρχειοθετήθηκαν ή στο τυχόν προανακριτικό υλικό που προέκυψε από αυτές, παρά το γεγονός ότι στον πειθαρχικό φάκελο προκύπτει η επίκληση συγκεκριμένων ποινικών φακέλων, και πολύ περισσότερο η συμπερίληψη ικανού αποδεικτικού υλικού.
Καμία αναφορά δεν γίνεται επίσης στην έκθεση του τεχνικού συμβούλου, η οποία αναζητήθηκε και προστέθηκε στον πειθαρχικό φάκελο κατά τη συμπλήρωση του διοικητικού ελέγχου. Παρά τον ελλειμματικό και επιλεκτικό χαρακτήρα, που συνεπάγεται η αναφορά του ιστορικού τμήματος του πορίσματος σε μέρος μόνο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού καθώς και σε μέρος των συναφών ελεγκτικών διαδικασιών που διεξήχθησαν, εντούτοις καθιστά κατανοητή, αν και εσφαλμένη ως πρακτική, την πλήρη απουσία τους από το αιτιολογικό του.
Αντίθετα, ακατανόητη αποδεικνύεται η μη λήψη υπόψη και η μη αξιολόγηση στην αιτιολογία του πορίσματος των ενόρκων καταθέσεων αυτοπτών και άλλων σημαντικών μαρτύρων, οι οποίες παρατίθενται εκτεταμένα στο ιστορικό του μέρος.
Έτσι, παρά τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που εισήλθαν στον πειθαρχικό φάκελο δυνάμει και της συμπληρωθείσας έρευνας, το αιτιολογικό μέρος της δεύτερης έκθεσης πορίσματος παραμένει ταυτόσημο με εκείνο της προηγηθείσας – αρχικής έκθεσης, παρόλο που οι διαπιστωθείσες ελλείψεις της είχαν προκαλέσει τη διαταγή συμπλήρωσης. Η μόνη προσθήκη που περιλαμβάνει το μεταγενέστερο πειθαρχικό πόρισμα, σχετίζεται αποκλειστικά με τα νέα υπομνήματα που κατέθεσαν κάποιοι από τους ελεγχόμενους αστυνομικούς, τα οποία όταν δεν παραπέμπουν στο περιεχόμενο των προγενέστερων υπομνημάτων τους, αναπαράγουν τα ίδια σχεδόν επιχειρήματα.
Ακολούθως, το διατακτικό του νέου πορίσματος παραμένει όμοιο με εκείνο του προηγηθέντος.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να καταδειχθεί η απόκλιση που σημειώνει η αιτιολογία της εν λόγω πειθαρχικής έκθεσης από τις επισημάνσεις της ως άνω Διαταγής – Εγκυκλίου, η οποία υπαγορεύει ότι στο αιτιολογικό μέρος των διοικητικών πορισμάτων «… η προσωπική κρίση και αντίληψη του συντάσσοντος την έκθεση δεν είναι κάτι το μετέωρο, επιπόλαιο ή αυθαίρετο αποκύημα της φαντασίας, αλλά αποτελεί προϊόν ορθού συλλογισμού, ο οποίος είναι η ικανότητα της συλλογής, της σύναψης και άθροισης των δεδομένων προς διαμόρφωση συμπεράσματος και πρέπει να ενισχύεται από τα συλλεγέντα στοιχεία και να αιτιολογείται πλήρως».
Προς την ίδια κατεύθυνση, η θεωρία προσθέτει ότι, η εγκατάλειψη του συστήματος των νομικών αποδείξεων και η προσχώρηση στην ηθική απόδειξη, δεν σημαίνει την εκτροπή προς ένα καθεστώς δυνητικής υποκειμενικής αυθαιρεσίας του ποινικού ή του πειθαρχικού δικαστή. Αντίθετα, υπαγορεύει την πειθάρχηση της αποδεικτικής προσπάθειας στον διαλογισμό και στην εξήγηση του αποτελέσματος και, κατ’ επέκταση, στην ουσιαστική και όχι τυπική αιτιολογία.
Η αξιούμενη αιτιολογία εν προκειμένω καλύπτεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 139 Κ.Π.Δ. και άρ. 8 Π.Δ. 120/2008, ο οποίος ορίζει ότι οι πειθαρχικές εκθέσεις και οι συναφείς με αυτές πειθαρχικές αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η έλλειψη της προβλεπόμενης και από το Σύνταγμα ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρ. 93 παρ. 3) αποτελεί το κατεξοχήν αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου από το Ακυρωτικό Δικαστήριο.
Αντιστοίχως, η αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων, όπως εκφράζεται στο άρ. 177 Κ.Π.Δ. και, κατ’ επέκταση, ως περιεκτική του συστήματος ηθικής απόδειξης, δεν ισοδυναμεί με μια αυθαίρετη διακριτική ευχέρεια του ποινικού δικαστή ή αρμόδιου πειθαρχικού οργάνου. Αντιθέτως, σημαίνει ότι στη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης μπορεί καταρχήν να συμβάλει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο χωρίς περιορισμό (άρ. 179 Κ.Π.Δ.), χωρίς αξιολογική ιεράρχηση (άρ. 178 Κ.Π.Δ.) και χωρίς προκαθορισμένες ερμηνείες.
Η έλλειψη διαβάθμισης της αποδεικτικής αξίας και της δεσμευτικότητας των αποδεικτικών μέσων υποχρεώνει τον πειθαρχικό μηχανισμό να μην περιορίζεται στη συλλογή μόνο κάποιων συγκεκριμένων αποδείξεων, αλλά να ενεργεί οτιδήποτε είναι αναγκαίο για την επίτευξη της πληρότητας του σχετικού φακέλου της πειθαρχικής δικογραφίας. Λογική συνέχεια των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι η έκθεση πορίσματος αντικατοπτρίζει τον σκοπό και το εύρος της διεξαχθείσας έρευνας, είναι η διαπίστωση ότι εν προκειμένω ο συμπληρωματικός έλεγχος, στο μέτρο που εξακολουθεί να παραγνωρίζει τα ζητήματα, στα οποία όφειλε να απαντήσει και εξαιτίας των οποίων διατάχθηκε, αν και ανταποκρίνεται στο τυπικό της διάταξης του άρ. 188 παρ. 4 του Ν. 4662/2020, δεν κατορθώνει να καλύψει την ουσία της.
Μια τέτοια διαπίστωση έχει ως αποτέλεσμα ο συμπληρωματικός έλεγχος να μην παραμένει απλά ελλειμματικός, αλλά να κινδυνεύει να αποδειχθεί προσχηματικός, λόγω των πρόσθετων ζητημάτων που προκαλεί η πιστή αναπαραγωγή των πρωταρχικών ισχυρισμών και συμπερασμάτων εις βάρος των νέων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία παραλείπονται εξ ολοκλήρου. Το παράδοξο, ωστόσο, σχήμα που δημιουργείται, δεν εξαντλείται μόνο στη διάσταση τύπου και ουσίας, αλλά και στην αναλογική σχέση που συνδέει το μέγεθος της προσθήκης του αποδεικτικού υλικού με εκείνο της απαξίωσής του, οξύνοντας έτσι την αναποτελεσματικότητα του ελέγχου.
Ήδη, στο αναπεμπτικό του πόρισμα, ο Συνήγορος είχε υπογραμμίσει αφενός την ανεξήγητη καθυστέρηση ως προς την άσκηση πειθαρχικής δίωξης, παρά την αντίθετη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και αφετέρου την εκ προοιμίου και αναιτιολόγητη περιχαράκωση του πειθαρχικού ελέγχου στο πειθαρχικό παράπτωμα της βάναυσης συμπεριφοράς προς πολίτες, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρ. 11 παρ. 1 περ. ια΄ του Π.Δ. 120/2008. Η παράλειψη εξηγήσεων και τεκμηρίωσης μιας τέτοιας επιλογής στο συμπληρωματικό πόρισμα, παρά τις επισημάνσεις της Αρχής, και η αναιτιολόγητη συνέχισή της, όπως αποτυπώνεται συνολικά στα έγγραφα του διενεργούντος κατά τη συμπλήρωση της έρευνας, κατέληξε στον περιορισμό εντέλει του εύρους της διερευνώμενης καταγγελίας μονάχα στα επεισόδια που έλαβαν χώρα έξωθεν του δικαστικού μεγάρου, στον αντίστοιχο περιορισμό του κύκλου των ελεγχομένων αστυνομικών και, κατ’ επέκταση, στον περιορισμό των πειθαρχικών ευθυνών.
Υπ’ αυτά τα δεδομένα, το αποδιδόμενο πειθαρχικό αδίκημα, λειτουργώντας ως επιβεβαίωση του εξ αρχής ζητούμενου, δεν προκαθορίζει μόνο το πλαίσιο των προβλεπόμενων ποινών, αλλά τείνει να διαγράφει την πορεία μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Οι διαπιστώσεις αυτές εντείνονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός της μη αξιοποίησης, και πολύ περισσότερο της μη συγκριτικής αξιολόγησης, σημαντικού αριθμού μαρτυριών, που προέκυψαν με τη μορφή ενόρκων καταθέσεων κατά τη συμπλήρωση του πειθαρχικού ελέγχου, καθώς και με τη μορφή έγγραφων υπομνημάτων που κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια ποινικής προδικασίας, η οποία ενεργοποιήθηκε δυνάμει της μήνυσης που κατέθεσαν οι γονείς του φερόμενου θύματος.
Οι αυτόπτες μάρτυρες στο περιστατικό έξω από το δικαστικό μέγαρο υποστήριξαν στο σύνολό τους ότι:
α) το φερόμενο θύμα δεν αποτέλεσε απειλή, ούτε κινήθηκε κατά των αστυνομικών, αλλά υποδείχθηκε άμεσα από τον αστυνομικό ασφαλείας και οδηγό του υπηρεσιακού οχήματος που είχε αναλάβει τη μεταγωγή ενός εκ των συλληφθέντων στα επεισόδια της προηγούμενης ημέρας,
β) εν συνεχεία προσέτρεξαν προς το μέρος του τρεις αστυνομικοί της ομάδας Ο.Π.Κ.Ε. και ένας της διμοιρίας ΔΙ.Α.Τ, τον οποίο και ειδικότερα προσδιορίζουν,
γ) ότι η βία που ακολούθησε εις βάρος του φερόμενου θύματος, ενώ αυτό ήταν ήδη πεσμένο στο οδόστρωμα, η οποία περιελάμβανε χτυπήματα με αστυνομικές ράβδους, καθώς και κλωτσιές εκ μέρους των συγκεκριμένων τεσσάρων αστυνομικών, ενδεδυμένων με πλήρη εξάρτηση, εκτός από απρόκλητη, ήταν και υπερβολική.
Κανείς από τους εν λόγω μάρτυρες δεν ερωτήθηκε αν αντιλήφθηκε ή είδε να συνεχίζονται οι βιαιοπραγίες των τριών εκ των εμπλεκομένων αστυνομικών εντός του υπηρεσιακού οχήματος, όπως υποστηρίζει με την καταγγελία του το φερόμενο θύμα, κι ενώ, στο οπτικοακουστικό υλικό, ο αυτόπτης μάρτυρας που βιντεοσκοπεί, ακούγεται να επιβεβαιώνει τον εν λόγω ισχυρισμό.
Εντούτοις, ο τελευταίος δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί, ούτε κατά τον συμπληρωματικό έλεγχο. Δεν αναζητήθηκε άλλο βιντεοληπτικό υλικό από κάμερες διαχείρισης κυκλοφορίας ή πρόσθετοι αυτόπτες μάρτυρες, η παρουσία των οποίων προέκυψε από τη συμπληρωματική διαδικασία, όπως οι οδηγοί των παρακείμενα παρκαρισμένων ταξί ή ο δικηγόρος του συλληφθέντα την προηγούμενη ημέρα.
Κάποιοι από τους ανωτέρω εξετασθέντες αυτόπτες μάρτυρες, ταυτίζονται και με εκείνους που εντόπισαν το φερόμενο θύμα, αφού αυτό εξήλθε από την αστυνομική υπηρεσία και το μετέφεραν σπίτι του, περιγράφοντας αναλυτικά την ιδιαίτερα άσχημη φυσική κατάσταση στην οποία βρισκόταν, την κακοποίηση στην οποία είχε υποβληθεί το θύμα εντός της αστυνομικής υπηρεσίας, όπως αυτό τους την μετέφερε, και την κατάσταση ψυχολογικού σοκ και φόβου, στην οποία τελούσε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω μαρτυρίες επαναλαμβάνονται, χωρίς αντιφάσεις ή αποκλίσεις, σε δύο διαφορετικούς χρόνους, τόσο κατά την ποινική διερεύνηση της υπόθεσης, που κινήθηκε εξαιτίας της κατατεθείσας σε βάρος των αστυνομικών μήνυσης, όσο και κατά την συμπληρωματική πειθαρχική διερεύνηση της υπόθεσης.
Επίσης, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι οι ανωτέρω μαρτυρίες συνάδουν με εκείνες των τραυματιοφορέων, οι οποίοι βεβαιώνουν τις διαμαρτυρίες του θύματος για πόνους στα πλευρά, την επιβίβασή του στο ασθενοφόρο με αμαξίδιο μεταφοράς ασθενών και τον παρόμοιο τρόπο εισαγωγής του στο τμήμα επειγόντων του νοσοκομείου. Ομοίως, συνάδουν και με εκείνες του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού που το περιέθαλψαν, οι οποίες συνδυαστικά περιγράφουν ότι, κατά την εισαγωγή του, το φερόμενο θύμα ήταν σε ψυχολογική κατάσταση έντονης ανησυχίας, μη επικοινωνίας, έχοντας πλήρη αστάθεια, άρνησης συνεργασία επειδή πονούσε και επειδή φοβόταν ως προς το τι θα του συμβεί.
Προς την ίδια κατεύθυνση, μια τρίτη κατηγορία μαρτύρων, η οποία εμφανίζεται να επισκέπτεται και να συνομιλεί με το θύμα μετά το καταγγελλόμενο συμβάν, καταθέτει την επιδείνωση της ψυχικής του υγείας, η οποία περαιτέρω ενισχύεται και από την προσωπική ευαλωτότητά του ως πρώην χρήστη ναρκωτικών ουσιών, όπως βεβαιώνει συγκεκριμένο έγγραφο του Δ/ντή Ψυχιατρικής Κλινικής του Γεν. Νοσοκομείου της πόλης. Τις μαρτυρίες αυτές φέρεται να επιβεβαιώνει και έτερη διάγνωση του Κέντρου Ψυχικής Υγείας / 5ης Υγειονομικής Περιφέρειας Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδας.
Σε επίρρωση της πολλαπλότητας και της βαρύτητας των τραυμάτων, τα οποία διαπιστώθηκε ότι έφερε το θύμα μετά το πέρας της προσαγωγής του στην αστυνομική υπηρεσία βάσει σχετικών ιατρικών γνωματεύσεων, ενόρκων καταθέσεων και διαπιστωμένων πραγματικών γεγονότων, όπως ήδη έχουν σχολιαστεί στο αναπεμπτικό πόρισμα της Αρχής, οι πρόσθετες μαρτυρίες του νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού υποστηρίζουν ότι η κατάσταση υγείας του θύματος επέβαλλε τη στενή παρακολούθησή του, ενώ το ίδιο επισημαίνεται και στην ιατροδικαστική γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου.
Κατόπιν, δε, της εκτεταμένης ανάλυσης των ευρημάτων, η εν λόγω ιατροδικαστική γνωμοδότηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το θύμα «έφερε βαριά σωματική βλάβη δια θλώντος οργάνου, η οποία προκλήθηκε με τρόπο συμβατό με το αναφερόμενο ιστορικό», ενώ προσθέτει ότι, κατά το χρόνο θανάτου του θύματος, τα τραύματα του δεν είχαν αποθεραπευθεί, γεγονός που συγκλίνει και με τη σχετική ιατροδικαστική Έκθεση Νεκροψίας – Νεκροτομής.
Παρά τα νέα αυτά αποδεικτικά στοιχεία, δεν καταγράφεται καμία προσπάθεια πειθαρχικής επανεκτίμησης της υπόθεσης, καθώς ο διενεργών δεν προβαίνει στην αξιολόγησή τους, η οποία αυτονόητα θα οδηγούσε είτε στην αιτιολογημένη αμφισβήτησή τους, είτε στην τεκμηριωμένη αποδόμησή τους, είτε στην ανάγκη εμπλουτισμού τους, είτε τέλος στη συγκριτική αξιοποίησή τους.
Αντίθετα, η προσέγγιση «σαν να μην υπήρχαν», έχει ως αποτέλεσμα τη χωρίς εξηγήσεις διατήρηση του ίδιου εύρους του πειθαρχικού ελέγχου, του ίδιου περιεχομένου του πειθαρχικού κατηγορητηρίου και, κατ’ επέκταση, του ίδιου είδους των πειθαρχικών ευθυνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι, την αντιτασσόμενη στο νέο αποδεικτικό υλικό αιτιολογία, συνιστούν τα απολογητικά υπομνήματα των εμπλεκομένων αστυνομικών, που είχαν κατατεθεί πριν τη συμπλήρωση του πειθαρχικού ελέγχου και είχαν συμπεριληφθεί στο αρχικό πόρισμα.
Έτσι, η πρόσθετη διοικητική διαδικασία, ιδιαίτερα για τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς που δεν εξετάζονται εκ νέου, αν και τα νέα στοιχεία τους υποδεικνύουν, δεν φέρει τόσο τον χαρακτήρα της συμπλήρωσης, όσο αυτόν της επανάληψης. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και για εκείνους που εξακολουθούν να υπέχουν πειθαρχική ευθύνη, στο μέτρο που τα νέα αποδεικτικά στοιχεία, αν και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του θύματος, δεν στέκονται ικανά να επεκτείνουν την πειθαρχική διερεύνηση, στο μέτρο που οι νέες εξηγήσεις τους δεν προσθέτουν νέα επιχειρήματα.
Η πρώτη συνέπεια μιας τέτοιας επαναληπτικής πρακτικής, είναι η αβασάνιστη αποδοχή των κενών, αλλά πολύ περισσότερο των σφαλμάτων που ενυπήρχαν στους ισχυρισμούς των αστυνομικών και σχολιάστηκαν ήδη στο αναπεμπτικό πόρισμα του Συνηγόρου, με το σπουδαιότερο να αντιστοιχεί στην αμφισβητούμενη νομιμότητα της εκχώρησης μέρους των εγγράφων του πειθαρχικού φακέλου σε άλλους, τρίτους, τα οποία αφενός σχετίζονται με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του θύματος –και δη ιατρικές γνωματεύσεις και εξετάσεις– και αφετέρου παραβιάζουν τη μυστικότητα της πειθαρχικής διαδικασίας. Παρά, μάλιστα, την αυτοτελή πειθαρχική ευθύνη που υπέχει η εν λόγω πράξη, κάποιοι από τους διωκόμενους αστυνομικούς εξακολουθούν να επικαλούνται στα νέα απολογητικά υπομνήματά τους την Έκθεση Ιατρικής Γνωμοδότησης, η οποία προέκυψε με αυτόν τον τρόπο.
Η δεύτερη συνέπεια σχετίζεται με τη διαβίβαση μέρους της πειθαρχικής δικογραφίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, καθόσον από τα έγγραφα του πειθαρχικού φακέλου προκύπτει ότι, κατά το χρόνο υποβολής της, η πειθαρχική δικογραφία δεν περιλάμβανε καν το αναπεμπτικό πόρισμα της Αρχής, με το οποίο η διεξαχθείσα Ε.Δ.Ε. κρίθηκε ελλιπής και βάσει του οποίου διατάχθηκε η συμπλήρωσή της.
Δεδομένου ότι η αρχική αυτή πειθαρχική δικογραφία αποτέλεσε και το μόνο προανακριτικό υλικό της αυτεπάγγελτης ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε, συνάγεται ότι η ποινική δίωξη που τελικά ασκήθηκε, βασίστηκε σε μία κατά τεκμήριο ελλιπή πειθαρχική δικογραφία, εφόσον διατάχθηκε η συμπλήρωσή της.
Το πρόσθετα παράδοξο που ανακύπτει εν προκειμένω σχετίζεται με το γεγονός ότι, ενώ η πειθαρχική διαδικασία συμπληρώθηκε, τα νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν έχουν διαβιβαστεί και δεν έχουν συσχετισθεί με την αυτεπάγγελτη ποινική υπόθεση και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνονται στα έγγραφα της αντίστοιχης ποινικής δικογραφίας, όπως ως ένα βαθμό συνάγεται από το σχετικό κλητήριο θέσπισμα. Σε κάθε περίπτωση, η πειθαρχική δικογραφία δεν περιλαμβάνει σχετικό διαβιβαστικό έγγραφο.
Σύμφωνα με σχετικό έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, από την εν λόγω ποινική δικογραφία απουσιάζει ακόμη και η ιατροδικαστική γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου. Η ανωτέρω πρακτική, ωστόσο, δεν κατατείνει μόνο υπέρ μιας εργαλειακής μεθόδευσης του διεξαχθέντος ποινικού ελέγχου, αλλά συμβάλλει πρόσθετα στην καλλιέργεια αυτοαναφορικότητας ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του πειθαρχικού ελέγχου.
Η επίκληση από τους διωκόμενους αστυνομικούς εισαγγελικών διατάξεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της προαναφερόμενης ποινικής δικογραφίας, η οποία, όπως, ήδη, αναφέρθηκε, βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην αρχικά διεξαχθείσα πειθαρχική διαδικασία, που με τη σειρά της υπολειπόταν τεκμηρίωσης, καθώς στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στους αστυνομικούς ισχυρισμούς, καταλήγει πρόδηλα σε μια κυκλική, όσο και ατελέσφορη, διοικητική διερεύνηση. Προς τούτο επιχειρηματολογεί και η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., σύμφωνα με την οποία η έρευνα που διεξάγεται από την αστυνομία, αφορά σε συμπεριφορά αστυνομικού, και στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε καταθέσεις αστυνομικών, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη και, κατ’ επέκταση, αποτελεσματική.
Παραμένοντας στο ίδιο πλαίσιο, αξίζει να μνημονευτεί η υπ’ αριθμ. 1/2023 Εγκύκλιος του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπου με αφορμή την πρόσφατη καταδικαστική απόφαση σε βάρος της χώρας – Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. Torosian κατά Ελλάδας, 07.07.2022 – υπαγορεύεται μεταξύ άλλων ότι στις περιπτώσεις καταγγελιών για κακοποίηση, που άπτονται της παραβίασης του άρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. «όταν η καταγγελία στρέφεται κατά σωφρονιστικών υπαλλήλων και αστυνομικών, η ποινική προκαταρκτική εξέταση δεν θα διενεργείται από αστυνομικό ανακριτικό υπάλληλο, αλλά αυτοπροσώπως από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών (άρθρο 30 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), σε περίπτωση δε που ο, κατά τα άρθρα 567 Κ.Π.Δ. και 85 Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999 όπ. ισχ.), εποπτεύων Εισαγγελικός Λειτουργός φέρεται να “εμπλέκεται” στο υπό έρευνα επεισόδιο, θα ενημερώνεται ο Αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών ώστε να διενεργεί εκείνος κατά άρθρο 32 Κ.Π.Δ. και να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του ελέγχοντος από τους ελεγχομένους».
Υπό το ίδιο πρίσμα, το Ε.Δ.Δ.Α. υπενθυμίζει ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο βασικός σκοπός της έρευνας είναι να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των εσωτερικών νόμων που προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή και απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σε υποθέσεις που αφορούν κρατικούς λειτουργούς ή οργανισμούς, και διασφαλίζουν την απονομή ευθυνών και συνεπώς την απονομή δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι, ακόμη και η θεσμική και ιεραρχική ανεξαρτησία που εγγυάται η εισαγγελική έρευνα έναντι των ελεγχομένων αστυνομικών, δεν είναι αρκετή από μόνη της, δεδομένου ότι «η υποχρέωση διερεύνησης δεν είναι υποχρέωση σε αποτελέσματα, αλλά στην χρησιμοποίηση επαρκών μέσων και διαδικασιών […] οποιαδήποτε ανεπάρκεια στην έρευνα που υπονομεύει την ικανότητά της να προσδιορίζει τις περιστάσεις της υπόθεσης ή τον υπεύθυνο κινδυνεύει να παραβεί το απαιτούμενο πρότυπο αποτελεσματικότητας».
Καταλήγοντας, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η υπονόμευση των διαδικασιών, η λήψη ανεπαρκών μέτρων και η μη αποκατάσταση ελλείψεων, παραβιάζει το διαδικαστικό σκέλος του άρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. για τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας, το οποίο δεν αντισταθμίζει η επιβολή ενδεχόμενων κυρώσεων.
Όμοια παραβίαση λαμβάνει χώρα και όταν «οι αρχές φαίνεται να αποδέχθηκαν ανεπιφύλαχτα την εκδοχή των γεγονότων που παρουσίασαν οι αστυνομικοί που συνέλαβαν (τον καταγγέλλοντα) […] αποδέχθηκαν επίσης πολύ εύκολα τους ισχυρισμούς της αστυνομίας.
Εμμένοντας στο πεδίο αυτό, το Ε.Δ.Δ.Α. υπογραμμίζει ότι στις περιπτώσεις που οι προαναφερόμενες ανεπάρκειες ή ελλείψεις ταυτίζονται με θέματα κλήτευσης μαρτύρων ή εξέτασης βασικών μαρτύρων, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας των όπλων λόγω του καθοριστικού ρόλου των αποδεικτικών στοιχείων, πλέον της ανωτέρω παραβίασης υφίσταται και παραβίαση του άρ. 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. επειδή υπονομεύεται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης.
Το ίδιο διαπιστώνει το Δικαστήριο του Στρασβούργου και στις περιπτώσεις που «εθνικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα δίνοντας αποφασιστική βαρύτητα στην ενοχοποιητική μαρτυρία των αστυνομικών που τον είχαν σταματήσει και ενεπλάκησαν μαζί του και στις καταθέσεις των συναδέλφων τους αστυνομικών οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό και είχε αποδώσει λιγότερη αποδεικτική αξία στις καταθέσεις των τεσσάρων μαρτύρων υπεράσπισης, με το σκεπτικό ότι τα πρόσωπα που γνώριζαν τον προσφεύγοντα δεν είχαν παράσχει επαρκείς εγγυήσεις αξιοπιστίας». Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η μη αμφισβήτηση των αστυνομικών καταθέσεων, επί τη βάση ότι επιβεβαιώθηκαν από σύμφωνες καταθέσεις άλλων αστυνομικών που ήταν παρόντες στα γεγονότα, αποκλείει το ενδεχόμενο οι τελευταίοι να ήταν απρόθυμοι να καταθέσουν εναντίον των συναδέλφων τους.
Αντίθετα, η μικρότερη αποδεικτική αξία που δόθηκε στις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης αποδόθηκε στη γνωριμία τους με τον προσφεύγοντα. Εν προκειμένω, αναδύεται η τρίτη συνέπεια του πλήρους παραγκωνισμού των μαρτυρικών καταθέσεων κατά τη συμπληρωματική πειθαρχική διαδικασία, η οποία υπερτονίζει το αναιτιολόγητο της αποκλειστικής πρόταξης των αστυνομικών καταθέσεων και ισχυρισμών. Μια τέτοια απόφαση, μάλιστα, συνοδεύεται και από την έλλειψη κάθε προσπάθειας να αναδειχθούν ή να επιλυθούν οι αντιφάσεις που απορρέουν από τις τελευταίες.
Παρόλο που ο διενεργών αναζητά κατά τον συμπληρωματικό πειθαρχικό έλεγχο βιντεοληπτικό υλικό από κλειστό σύστημα βιντεοσκόπησης στην αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, κατά τις συστάσεις της Αρχής, για να λάβει την απάντηση περί μη ύπαρξής του, δεν προβαίνει σε ανάλογες ενέργειες για τη συλλογή όμοιου υλικού από ενδεχόμενα εγκατεστημένες κάμερες στην είσοδο, εξωτερικά του κτηρίου, δεδομένου, μάλιστα, ότι στο εν λόγω κτήριο συστεγάζονται και άλλες αστυνομικές υπηρεσίες.
Ομοίως δεν αναζητείται η ύπαρξη σχετικού βιντεοληπτικού υλικού από τυχόν κάμερες ασφαλείας παρακείμενων κτηρίων ή κατοικιών. Οι μόνες εξηγήσεις που δίνονται κατά τον συμπληρωματικό έλεγχο από τον έναν εκ των δύο αστυνομικών της Ασφάλειας ως προς την παρουσία του στην συγκεκριμένη αστυνομική υπηρεσία, όπως και του συναδέλφου του – που φέρεται να χτυπούσε το θύμα – δεδομένου, μάλιστα, ότι η υπηρεσία τους είχε λήξει και είχαν αποχωρήσει από αυτή, εξαντλούνται αποκλειστικά σε ισχυρισμούς περί συναδελφικότητας, επειδή «έτσι γίνεται» κι επειδή «έτσι συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις».
Οι αναφερόμενες δε «περιπτώσεις» παραπέμπουν σε μεταγωγές για έλεγχο στοιχείων ταυτότητας, ενώ πρόσθετα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των διατυπωμένων αστυνομικών ισχυρισμών και λοιπών στοιχείων του φακέλου, προκύπτει ότι τη μεταγωγή του φερόμενου θύματος υλοποίησαν τέσσερις αστυνομικοί, τη φύλαξή του ανέλαβαν δύο εξ αυτών, την απόφαση και την ευθύνη για την οποία, βάσει του άρ. 60 Π.Δ. 141/191, έφερε ο παριστάμενος Αξιωματικός Υπηρεσίας, ο οποίος, ωστόσο, υποστήριξε ότι τη φύλαξή του είχαν αναλάβει και οι τέσσερις αστυνομικοί που τον είχαν εξαρχής μεταγάγει. Τέλος, το φερόμενο θύμα περιγράφεται ως ήσυχο, χωρίς χειροπέδες και χωρίς φωνασκίες να αναμένει σε ένα παγκάκι στο χώρο αναμονής πολιτών.
Εκτός του έωλου χαρακτήρα, οι εν λόγω εξηγήσεις έρχονται λογικά αντιμέτωπες, τόσο με τις μαρτυρίες των πολιτών που εντόπισαν και περισυνέλεξαν το θύμα κατά την έξοδό του από το αστυνομικό κτήριο, όσο και με το περιεχόμενο των ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε αυτό στη συνέχεια, καθώς και των μαρτυριών του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Ομοίως, η περιγραφόμενη ως άνω εικόνα, δεν συμβαδίζει με τους αστυνομικούς ισχυρισμούς περί «μαινόμενης», επιθετικής και απειλητικής συμπεριφοράς, που το θύμα φέρεται να επιδεικνύει λίγα λεπτά πριν τη προσαγωγή του. Η παραβατική, δε, συμπεριφορά, όπως αυτή αναλύεται και στο Βιβλίο Συμβάντων και Ατυχημάτων, που προσκομίζεται κατά τη συμπλήρωση της έρευνας, συνίστατο στην αναφώνηση συνθημάτων υπέρ του κρατουμένου (που είχε συλληφθεί για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας), στην πολύ κοντινή απόσταση στην οποία προσέγγισε τους αστυνομικούς της Ασφάλειας, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη συνοδεία του προαναφερόμενου κρατούμενου, και στις φωνασκίες υπέρ του εν λόγω κρατούμενου, «ομοϊδεάτη» του θύματος.
Εντούτοις, δεν εξετάζεται η διάσταση της ανωτέρω περιγραφής με την εικόνα από το σχετικό οπτικοακουστικό και φωτογραφικό υλικό ή με το γεγονός ότι συνθήματα και αποδοκιμασίες κατά της κράτησης του συλληφθέντος της προηγούμενης ημέρας ακούγονταν ευρύτερα στο πλαίσιο της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των πολιτών προς υποστήριξη του τελευταίου.
Αντίστοιχα δεν εξετάζεται το γεγονός, το οποίο καταγράφεται και στο Β.Α.Σ., ότι τελικά την αστυνομική βίαιη επέμβαση σε βάρος του θύματος προκάλεσαν αφενός οι υπόνοιες περί διάπραξης εγκλήματος από μέρους του, και αφετέρου το γεγονός ότι το θύμα ήταν ήδη γνωστό τους παρεμβαίνοντες αστυνομικούς από τη συνεχή δράση του σε διάφορες συλλογικότητες, αλλά και από τη γενικότερη «εγκληματική» του συμπεριφορά.
Με δεδομένο ότι οι προβαλλόμενες υπόνοιες εξαντλούνταν στην αμφίεση ή στα συνθήματα, που φώναζε το φερόμενο θύμα, ενώ η υποστηριζόμενη γενικότερη εγκληματική συμπεριφορά του έτεινε να συγχέεται με τη συστηματική συμμετοχή του σε συλλογικότητες, η Αρχή στο αναπεμπτικό πόρισμα της είχε υπογραμμίσει την αναγκαιότητα διερεύνησης ενδεχόμενης στοχοποίησης του θύματος, τόσο για λόγους νομιμότητας της προσαγωγής του, όσο και για λόγους ενδεχόμενης διακριτικής μεταχείρισης εις βάρος του.
Στο πλαίσιο αυτό, αν και ο διενεργών στο συμπληρωματικό του πόρισμα αποδέχεται την αντίφαση μεταξύ των αστυνομικών εγγράφων, που βεβαιώνουν ότι η ταυτότητα του θύματος ήταν γνωστή στους αστυνομικούς και της παράλληλης άρνησης του γεγονότος, που προβάλλεται από τους τελευταίους μέσω των ισχυρισμών τους, καταλήγει, χωρίς αναφορά σε άλλα στοιχεία, ότι, από τα συλλεχθέντα στοιχεία της δικογραφίας δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση μεταξύ της συμπεριφοράς των ελεγχόμενων αστυνομικών και των πεποιθήσεων ή της κοινωνικής κατάστασης του θύματος.
Το συγκεκριμένο, ωστόσο, συμπέρασμα δεν συνάδει λογικά με τα συλλεχθέντα στοιχεία, καθώς από τη συμπλήρωση της δικογραφίας με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων προκύπτει επιπλέον ότι, της βίαιης αστυνομικής παρέμβασης κατά του θύματος, προηγήθηκε η υπόδειξή του από τον έναν αστυνομικό της Ασφάλειας, οδηγό του υπηρεσιακού οχήματος, με το οποίο μετήχθη ο συλληφθείς της προηγούμενης ημέρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόδειξη αυτή τοποθετείται χρονικά αμέσως πριν την επιβίβαση του εν λόγω αστυνομικού στο υπηρεσιακό όχημα και αφού έχει ήδη επιβιβαστεί ο συλληφθείς, ενώ το ίδιο προκύπτει και από τις σχετικές εικόνες.
Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του συλληφθέντος της προηγούμενης μέρας, ο οποίος, ομοίως, ήταν αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν έξω από το δικαστικό μέγαρο Βόλου, υποστηρίζεται ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός, ενώ ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο, ξαφνικά κινήθηκε προς το μέρος του θύματος, κοντοστάθηκε μπροστά του, για να επιστρέψει στη συνέχεια και να επιβιβαστεί γρήγορα στο αυτοκίνητο, ενώ την ίδια στιγμή προς το μέρος του θύματος προσέτρεξαν οι άλλοι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί. Στο εσωτερικό, δε, του αυτοκινήτου, ο εν λόγω αστυνομικός, σύμφωνα με το ίδιο μάρτυρα, αναφέρθηκε στο επώνυμο του φερομένου θύματος, υβρίζοντάς τον.
Η εν λόγω κατάθεση, αν και παρατίθεται αυτούσια στο σύνολό της στο συμπληρωθέν πόρισμα, δεν λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη. Κλείνοντας, ο Συνήγορος επανέλαβε τον απόλυτο χαρακτήρα που φέρει το Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο δεν επιτρέπει καμία προβλεπόμενη εξαίρεση, όπως συμβαίνει με άλλες διατάξεις της Σύμβασης, ούτε καμία παρέκκλιση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ατόμου ή της βαρύτητας της αξιόποινης πράξης που τυχόν διέπραξε.
Μέσω της παραπομπής σε συγκεκριμένες αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., η Αρχή, ήδη με το αναπεμπτικό πόρισμά της, επιδίωξε να αναδείξει περαιτέρω το υλικό περιεχόμενο μιας τέτοιας απόλυτης απαγόρευσης, όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, υπογραμμίστηκε η απαίτηση άμεσης, εμπεριστατωμένης, ανεξάρτητης, υποκείμενης σε δημόσιο έλεγχο και εξονυχιστικής έρευνας, η οποία, φέροντας παράλληλα το βάρος της απόδειξης προς ανατροπή των ισχυρισμών του εκάστοτε καταγγέλλοντος, θα πρέπει να οδηγεί σε συμπεράσματα «πέραν πάσης αμφιβολίας».
Η αδυναμία διεξαγωγής μιας τέτοιας αποτελεσματικής έρευνας θεμελιώνει ισχυρό τεκμήριο υπέρ της παραβίασης του άρ. 3, διακινδυνεύοντας την έκδοση σχετικής καταδικαστικής απόφασης σε βάρος των συμβαλλομένων κρατών. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζοντας τη δεσμευτικότητα που παράγουν οι αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., η Αρχή επισήμανε ότι, σύμφωνα με μια γρήγορη επισκόπηση, κατά το χρονικό διάστημα της τελευταίας σχεδόν δεκαπενταετίας, εκδόθηκαν περίπου εννέα καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της χώρας μας για παραβίαση του άρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. Η πλειοψηφία, δε, αυτών αφορά κυρίως στο διαδικαστικό του σκέλος, συνηγορώντας υπέρ του ελλειμματικού ελέγχου που διεξάγεται από τις αρχές στις περιπτώσεις καταγγελιών κακοποίησης από τις διωκτικές δυνάμεις.
Κατόπιν της, κατά τα ανωτέρω, ενημέρωσης του αρμόδιου Υπουργού από τον Συνήγορο του Πολίτη, το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. διαβίβασε τον Μάρτιο του 2023 στην αρμόδια Γενική Αστυνομική Διεύθυνση την επιστολή της Αρχής, διατάσσοντας τις περαιτέρω δικές της ενέργειες για τη συμπλήρωση της πειθαρχικής έρευνας ή, άλλως, για την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, υπενθυμίζοντας ότι ενδεχόμενη απόκλιση από το διατακτικό του πορίσματος της Αρχής επιτρέπεται με την παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Έκτοτε, ο Συνήγορος του Πολίτη αναμένει νεότερη ενημέρωσή του για την υπόθεση».
τασσόμενη στο νέο αποδεικτικό υλικό αιτιολογία, συνιστούν τα απολογητικά υπομνήματα των εμπλεκομένων αστυνομικών, που είχαν κατατεθεί πριν τη συμπλήρωση του πειθαρχικού ελέγχου και είχαν συμπεριληφθεί στο αρχικό πόρισμα.
Έτσι, η πρόσθετη διοικητική διαδικασία, ιδιαίτερα για τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς που δεν εξετάζονται εκ νέου, αν και τα νέα στοιχεία τους υποδεικνύουν, δεν φέρει τόσο τον χαρακτήρα της συμπλήρωσης, όσο αυτόν της επανάληψης. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και για εκείνους που εξακολουθούν να υπέχουν πειθαρχική ευθύνη, στο μέτρο που τα νέα αποδεικτικά στοιχεία, αν και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του θύματος, δεν στέκονται ικανά να επεκτείνουν την πειθαρχική διερεύνηση, στο μέτρο που οι νέες εξηγήσεις τους δεν προσθέτουν νέα επιχειρήματα.
Η πρώτη συνέπεια μιας τέτοιας επαναληπτικής πρακτικής, είναι η αβασάνιστη αποδοχή των κενών, αλλά πολύ περισσότερο των σφαλμάτων που ενυπήρχαν στους ισχυρισμούς των αστυνομικών και σχολιάστηκαν ήδη στο αναπεμπτικό πόρισμα του Συνηγόρου, με το σπουδαιότερο να αντιστοιχεί στην αμφισβητούμενη νομιμότητα της εκχώρησης μέρους των εγγράφων του πειθαρχικού φακέλου σε άλλους, τρίτους, τα οποία αφενός σχετίζονται με ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του θύματος –και δη ιατρικές γνωματεύσεις και εξετάσεις– και αφετέρου παραβιάζουν τη μυστικότητα της πειθαρχικής διαδικασίας. Παρά, μάλιστα, την αυτοτελή πειθαρχική ευθύνη που υπέχει η εν λόγω πράξη, κάποιοι από τους διωκόμενους αστυνομικούς εξακολουθούν να επικαλούνται στα νέα απολογητικά υπομνήματά τους την Έκθεση Ιατρικής Γνωμοδότησης, η οποία προέκυψε με αυτόν τον τρόπο.
Η δεύτερη συνέπεια σχετίζεται με τη διαβίβαση μέρους της πειθαρχικής δικογραφίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, καθόσον από τα έγγραφα του πειθαρχικού φακέλου προκύπτει ότι, κατά το χρόνο υποβολής της, η πειθαρχική δικογραφία δεν περιλάμβανε καν το αναπεμπτικό πόρισμα της Αρχής, με το οποίο η διεξαχθείσα Ε.Δ.Ε. κρίθηκε ελλιπής και βάσει του οποίου διατάχθηκε η συμπλήρωσή της.
Δεδομένου ότι η αρχική αυτή πειθαρχική δικογραφία αποτέλεσε και το μόνο προανακριτικό υλικό της αυτεπάγγελτης ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε, συνάγεται ότι η ποινική δίωξη που τελικά ασκήθηκε, βασίστηκε σε μία κατά τεκμήριο ελλιπή πειθαρχική δικογραφία, εφόσον διατάχθηκε η συμπλήρωσή της.
Το πρόσθετα παράδοξο που ανακύπτει εν προκειμένω σχετίζεται με το γεγονός ότι, ενώ η πειθαρχική διαδικασία συμπληρώθηκε, τα νέα αποδεικτικά στοιχεία δεν έχουν διαβιβαστεί και δεν έχουν συσχετισθεί με την αυτεπάγγελτη ποινική υπόθεση και ως εκ τούτου δεν περιλαμβάνονται στα έγγραφα της αντίστοιχης ποινικής δικογραφίας, όπως ως ένα βαθμό συνάγεται από το σχετικό κλητήριο θέσπισμα. Σε κάθε περίπτωση, η πειθαρχική δικογραφία δεν περιλαμβάνει σχετικό διαβιβαστικό έγγραφο.
Σύμφωνα με σχετικό έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, από την εν λόγω ποινική δικογραφία απουσιάζει ακόμη και η ιατροδικαστική γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου. Η ανωτέρω πρακτική, ωστόσο, δεν κατατείνει μόνο υπέρ μιας εργαλειακής μεθόδευσης του διεξαχθέντος ποινικού ελέγχου, αλλά συμβάλλει πρόσθετα στην καλλιέργεια αυτοαναφορικότητας ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του πειθαρχικού ελέγχου.
Η επίκληση από τους διωκόμενους αστυνομικούς εισαγγελικών διατάξεων που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της προαναφερόμενης ποινικής δικογραφίας, η οποία, όπως, ήδη, αναφέρθηκε, βασίστηκε εξ ολοκλήρου στην αρχικά διεξαχθείσα πειθαρχική διαδικασία, που με τη σειρά της υπολειπόταν τεκμηρίωσης, καθώς στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στους αστυνομικούς ισχυρισμούς, καταλήγει πρόδηλα σε μια κυκλική, όσο και ατελέσφορη, διοικητική διερεύνηση. Προς τούτο επιχειρηματολογεί και η νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., σύμφωνα με την οποία η έρευνα που διεξάγεται από την αστυνομία, αφορά σε συμπεριφορά αστυνομικού, και στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε καταθέσεις αστυνομικών, δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη και, κατ’ επέκταση, αποτελεσματική.
Παραμένοντας στο ίδιο πλαίσιο, αξίζει να μνημονευτεί η υπ’ αριθμ. 1/2023 Εγκύκλιος του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπου με αφορμή την πρόσφατη καταδικαστική απόφαση σε βάρος της χώρας – Απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. Torosian κατά Ελλάδας, 07.07.2022 – υπαγορεύεται μεταξύ άλλων ότι στις περιπτώσεις καταγγελιών για κακοποίηση, που άπτονται της παραβίασης του άρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. «όταν η καταγγελία στρέφεται κατά σωφρονιστικών υπαλλήλων και αστυνομικών, η ποινική προκαταρκτική εξέταση δεν θα διενεργείται από αστυνομικό ανακριτικό υπάλληλο, αλλά αυτοπροσώπως από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών (άρθρο 30 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), σε περίπτωση δε που ο, κατά τα άρθρα 567 Κ.Π.Δ. και 85 Σωφρονιστικού Κώδικα (Ν. 2776/1999 όπ. ισχ.), εποπτεύων Εισαγγελικός Λειτουργός φέρεται να “εμπλέκεται” στο υπό έρευνα επεισόδιο, θα ενημερώνεται ο Αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών ώστε να διενεργεί εκείνος κατά άρθρο 32 Κ.Π.Δ. και να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία του ελέγχοντος από τους ελεγχομένους».
Υπό το ίδιο πρίσμα, το Ε.Δ.Δ.Α. υπενθυμίζει ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, ο βασικός σκοπός της έρευνας είναι να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των εσωτερικών νόμων που προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή και απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σε υποθέσεις που αφορούν κρατικούς λειτουργούς ή οργανισμούς, και διασφαλίζουν την απονομή ευθυνών και συνεπώς την απονομή δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι, ακόμη και η θεσμική και ιεραρχική ανεξαρτησία που εγγυάται η εισαγγελική έρευνα έναντι των ελεγχομένων αστυνομικών, δεν είναι αρκετή από μόνη της, δεδομένου ότι «η υποχρέωση διερεύνησης δεν είναι υποχρέωση σε αποτελέσματα, αλλά στην χρησιμοποίηση επαρκών μέσων και διαδικασιών […] οποιαδήποτε ανεπάρκεια στην έρευνα που υπονομεύει την ικανότητά της να προσδιορίζει τις περιστάσεις της υπόθεσης ή τον υπεύθυνο κινδυνεύει να παραβεί το απαιτούμενο πρότυπο αποτελεσματικότητας».
Καταλήγοντας, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η υπονόμευση των διαδικασιών, η λήψη ανεπαρκών μέτρων και η μη αποκατάσταση ελλείψεων, παραβιάζει το διαδικαστικό σκέλος του άρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. για τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας, το οποίο δεν αντισταθμίζει η επιβολή ενδεχόμενων κυρώσεων.
Όμοια παραβίαση λαμβάνει χώρα και όταν «οι αρχές φαίνεται να αποδέχθηκαν ανεπιφύλαχτα την εκδοχή των γεγονότων που παρουσίασαν οι αστυνομικοί που συνέλαβαν (τον καταγγέλλοντα) […] αποδέχθηκαν επίσης πολύ εύκολα τους ισχυρισμούς της αστυνομίας.
Εμμένοντας στο πεδίο αυτό, το Ε.Δ.Δ.Α. υπογραμμίζει ότι στις περιπτώσεις που οι προαναφερόμενες ανεπάρκειες ή ελλείψεις ταυτίζονται με θέματα κλήτευσης μαρτύρων ή εξέτασης βασικών μαρτύρων, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας των όπλων λόγω του καθοριστικού ρόλου των αποδεικτικών στοιχείων, πλέον της ανωτέρω παραβίασης υφίσταται και παραβίαση του άρ. 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. επειδή υπονομεύεται ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης.
Το ίδιο διαπιστώνει το Δικαστήριο του Στρασβούργου και στις περιπτώσεις που «εθνικό δικαστήριο καταδίκασε τον προσφεύγοντα δίνοντας αποφασιστική βαρύτητα στην ενοχοποιητική μαρτυρία των αστυνομικών που τον είχαν σταματήσει και ενεπλάκησαν μαζί του και στις καταθέσεις των συναδέλφων τους αστυνομικών οι οποίοι ήταν παρόντες στο περιστατικό και είχε αποδώσει λιγότερη αποδεικτική αξία στις καταθέσεις των τεσσάρων μαρτύρων υπεράσπισης, με το σκεπτικό ότι τα πρόσωπα που γνώριζαν τον προσφεύγοντα δεν είχαν παράσχει επαρκείς εγγυήσεις αξιοπιστίας». Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η μη αμφισβήτηση των αστυνομικών καταθέσεων, επί τη βάση ότι επιβεβαιώθηκαν από σύμφωνες καταθέσεις άλλων αστυνομικών που ήταν παρόντες στα γεγονότα, αποκλείει το ενδεχόμενο οι τελευταίοι να ήταν απρόθυμοι να καταθέσουν εναντίον των συναδέλφων τους.
Αντίθετα, η μικρότερη αποδεικτική αξία που δόθηκε στις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης αποδόθηκε στη γνωριμία τους με τον προσφεύγοντα. Εν προκειμένω, αναδύεται η τρίτη συνέπεια του πλήρους παραγκωνισμού των μαρτυρικών καταθέσεων κατά τη συμπληρωματική πειθαρχική διαδικασία, η οποία υπερτονίζει το αναιτιολόγητο της αποκλειστικής πρόταξης των αστυνομικών καταθέσεων και ισχυρισμών. Μια τέτοια απόφαση, μάλιστα, συνοδεύεται και από την έλλειψη κάθε προσπάθειας να αναδειχθούν ή να επιλυθούν οι αντιφάσεις που απορρέουν από τις τελευταίες.
Παρόλο που ο διενεργών αναζητά κατά τον συμπληρωματικό πειθαρχικό έλεγχο βιντεοληπτικό υλικό από κλειστό σύστημα βιντεοσκόπησης στην αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, κατά τις συστάσεις της Αρχής, για να λάβει την απάντηση περί μη ύπαρξής του, δεν προβαίνει σε ανάλογες ενέργειες για τη συλλογή όμοιου υλικού από ενδεχόμενα εγκατεστημένες κάμερες στην είσοδο, εξωτερικά του κτηρίου, δεδομένου, μάλιστα, ότι στο εν λόγω κτήριο συστεγάζονται και άλλες αστυνομικές υπηρεσίες.
Ομοίως δεν αναζητείται η ύπαρξη σχετικού βιντεοληπτικού υλικού από τυχόν κάμερες ασφαλείας παρακείμενων κτηρίων ή κατοικιών. Οι μόνες εξηγήσεις που δίνονται κατά τον συμπληρωματικό έλεγχο από τον έναν εκ των δύο αστυνομικών της Ασφάλειας ως προς την παρουσία του στην συγκεκριμένη αστυνομική υπηρεσία, όπως και του συναδέλφου του – που φέρεται να χτυπούσε το θύμα – δεδομένου, μάλιστα, ότι η υπηρεσία τους είχε λήξει και είχαν αποχωρήσει από αυτή, εξαντλούνται αποκλειστικά σε ισχυρισμούς περί συναδελφικότητας, επειδή «έτσι γίνεται» κι επειδή «έτσι συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις».
Οι αναφερόμενες δε «περιπτώσεις» παραπέμπουν σε μεταγωγές για έλεγχο στοιχείων ταυτότητας, ενώ πρόσθετα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των διατυπωμένων αστυνομικών ισχυρισμών και λοιπών στοιχείων του φακέλου, προκύπτει ότι τη μεταγωγή του φερόμενου θύματος υλοποίησαν τέσσερις αστυνομικοί, τη φύλαξή του ανέλαβαν δύο εξ αυτών, την απόφαση και την ευθύνη για την οποία, βάσει του άρ. 60 Π.Δ. 141/191, έφερε ο παριστάμενος Αξιωματικός Υπηρεσίας, ο οποίος, ωστόσο, υποστήριξε ότι τη φύλαξή του είχαν αναλάβει και οι τέσσερις αστυνομικοί που τον είχαν εξαρχής μεταγάγει. Τέλος, το φερόμενο θύμα περιγράφεται ως ήσυχο, χωρίς χειροπέδες και χωρίς φωνασκίες να αναμένει σε ένα παγκάκι στο χώρο αναμονής πολιτών.
Εκτός του έωλου χαρακτήρα, οι εν λόγω εξηγήσεις έρχονται λογικά αντιμέτωπες, τόσο με τις μαρτυρίες των πολιτών που εντόπισαν και περισυνέλεξαν το θύμα κατά την έξοδό του από το αστυνομικό κτήριο, όσο και με το περιεχόμενο των ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες υποβλήθηκε αυτό στη συνέχεια, καθώς και των μαρτυριών του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
Ομοίως, η περιγραφόμενη ως άνω εικόνα, δεν συμβαδίζει με τους αστυνομικούς ισχυρισμούς περί «μαινόμενης», επιθετικής και απειλητικής συμπεριφοράς, που το θύμα φέρεται να επιδεικνύει λίγα λεπτά πριν τη προσαγωγή του. Η παραβατική, δε, συμπεριφορά, όπως αυτή αναλύεται και στο Βιβλίο Συμβάντων και Ατυχημάτων, που προσκομίζεται κατά τη συμπλήρωση της έρευνας, συνίστατο στην αναφώνηση συνθημάτων υπέρ του κρατουμένου (που είχε συλληφθεί για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας), στην πολύ κοντινή απόσταση στην οποία προσέγγισε τους αστυνομικούς της Ασφάλειας, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη συνοδεία του προαναφερόμενου κρατούμενου, και στις φωνασκίες υπέρ του εν λόγω κρατούμενου, «ομοϊδεάτη» του θύματος.
Εντούτοις, δεν εξετάζεται η διάσταση της ανωτέρω περιγραφής με την εικόνα από το σχετικό οπτικοακουστικό και φωτογραφικό υλικό ή με το γεγονός ότι συνθήματα και αποδοκιμασίες κατά της κράτησης του συλληφθέντος της προηγούμενης ημέρας ακούγονταν ευρύτερα στο πλαίσιο της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας των πολιτών προς υποστήριξη του τελευταίου.
Αντίστοιχα δεν εξετάζεται το γεγονός, το οποίο καταγράφεται και στο Β.Α.Σ., ότι τελικά την αστυνομική βίαιη επέμβαση σε βάρος του θύματος προκάλεσαν αφενός οι υπόνοιες περί διάπραξης εγκλήματος από μέρους του, και αφετέρου το γεγονός ότι το θύμα ήταν ήδη γνωστό τους παρεμβαίνοντες αστυνομικούς από τη συνεχή δράση του σε διάφορες συλλογικότητες, αλλά και από τη γενικότερη «εγκληματική» του συμπεριφορά.
Με δεδομένο ότι οι προβαλλόμενες υπόνοιες εξαντλούνταν στην αμφίεση ή στα συνθήματα, που φώναζε το φερόμενο θύμα, ενώ η υποστηριζόμενη γενικότερη εγκληματική συμπεριφορά του έτεινε να συγχέεται με τη συστηματική συμμετοχή του σε συλλογικότητες, η Αρχή στο αναπεμπτικό πόρισμα της είχε υπογραμμίσει την αναγκαιότητα διερεύνησης ενδεχόμενης στοχοποίησης του θύματος, τόσο για λόγους νομιμότητας της προσαγωγής του, όσο και για λόγους ενδεχόμενης διακριτικής μεταχείρισης εις βάρος του.
Στο πλαίσιο αυτό, αν και ο διενεργών στο συμπληρωματικό του πόρισμα αποδέχεται την αντίφαση μεταξύ των αστυνομικών εγγράφων, που βεβαιώνουν ότι η ταυτότητα του θύματος ήταν γνωστή στους αστυνομικούς και της παράλληλης άρνησης του γεγονότος, που προβάλλεται από τους τελευταίους μέσω των ισχυρισμών τους, καταλήγει, χωρίς αναφορά σε άλλα στοιχεία, ότι, από τα συλλεχθέντα στοιχεία της δικογραφίας δεν διαπιστώθηκε συσχέτιση μεταξύ της συμπεριφοράς των ελεγχόμενων αστυνομικών και των πεποιθήσεων ή της κοινωνικής κατάστασης του θύματος.
Το συγκεκριμένο, ωστόσο, συμπέρασμα δεν συνάδει λογικά με τα συλλεχθέντα στοιχεία, καθώς από τη συμπλήρωση της δικογραφίας με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων προκύπτει επιπλέον ότι, της βίαιης αστυνομικής παρέμβασης κατά του θύματος, προηγήθηκε η υπόδειξή του από τον έναν αστυνομικό της Ασφάλειας, οδηγό του υπηρεσιακού οχήματος, με το οποίο μετήχθη ο συλληφθείς της προηγούμενης ημέρας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υπόδειξη αυτή τοποθετείται χρονικά αμέσως πριν την επιβίβαση του εν λόγω αστυνομικού στο υπηρεσιακό όχημα και αφού έχει ήδη επιβιβαστεί ο συλληφθείς, ενώ το ίδιο προκύπτει και από τις σχετικές εικόνες.
Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του συλληφθέντος της προηγούμενης μέρας, ο οποίος, ομοίως, ήταν αυτόπτης μάρτυρας στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν έξω από το δικαστικό μέγαρο Βόλου, υποστηρίζεται ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός, ενώ ήταν έτοιμος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο, ξαφνικά κινήθηκε προς το μέρος του θύματος, κοντοστάθηκε μπροστά του, για να επιστρέψει στη συνέχεια και να επιβιβαστεί γρήγορα στο αυτοκίνητο, ενώ την ίδια στιγμή προς το μέρος του θύματος προσέτρεξαν οι άλλοι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί. Στο εσωτερικό, δε, του αυτοκινήτου, ο εν λόγω αστυνομικός, σύμφωνα με το ίδιο μάρτυρα, αναφέρθηκε στο επώνυμο του φερομένου θύματος, υβρίζοντάς τον.
Η εν λόγω κατάθεση, αν και παρατίθεται αυτούσια στο σύνολό της στο συμπληρωθέν πόρισμα, δεν λαμβάνεται περαιτέρω υπόψη. Κλείνοντας, ο Συνήγορος επανέλαβε τον απόλυτο χαρακτήρα που φέρει το Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο δεν επιτρέπει καμία προβλεπόμενη εξαίρεση, όπως συμβαίνει με άλλες διατάξεις της Σύμβασης, ούτε καμία παρέκκλιση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ατόμου ή της βαρύτητας της αξιόποινης πράξης που τυχόν διέπραξε.
Μέσω της παραπομπής σε συγκεκριμένες αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., η Αρχή, ήδη με το αναπεμπτικό πόρισμά της, επιδίωξε να αναδείξει περαιτέρω το υλικό περιεχόμενο μιας τέτοιας απόλυτης απαγόρευσης, όπως αυτό αποκρυσταλλώνεται στη νομολογία του Δικαστηρίου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, υπογραμμίστηκε η απαίτηση άμεσης, εμπεριστατωμένης, ανεξάρτητης, υποκείμενης σε δημόσιο έλεγχο και εξονυχιστικής έρευνας, η οποία, φέροντας παράλληλα το βάρος της απόδειξης προς ανατροπή των ισχυρισμών του εκάστοτε καταγγέλλοντος, θα πρέπει να οδηγεί σε συμπεράσματα «πέραν πάσης αμφιβολίας».
Η αδυναμία διεξαγωγής μιας τέτοιας αποτελεσματικής έρευνας θεμελιώνει ισχυρό τεκμήριο υπέρ της παραβίασης του άρ. 3, διακινδυνεύοντας την έκδοση σχετικής καταδικαστικής απόφασης σε βάρος των συμβαλλομένων κρατών. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζοντας τη δεσμευτικότητα που παράγουν οι αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α., η Αρχή επισήμανε ότι, σύμφωνα με μια γρήγορη επισκόπηση, κατά το χρονικό διάστημα της τελευταίας σχεδόν δεκαπενταετίας, εκδόθηκαν περίπου εννέα καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της χώρας μας για παραβίαση του άρ. 3 της Ε.Σ.Δ.Α. Η πλειοψηφία, δε, αυτών αφορά κυρίως στο διαδικαστικό του σκέλος, συνηγορώντας υπέρ του ελλειμματικού ελέγχου που διεξάγεται από τις αρχές στις περιπτώσεις καταγγελιών κακοποίησης από τις διωκτικές δυνάμεις.
Κατόπιν της, κατά τα ανωτέρω, ενημέρωσης του αρμόδιου Υπουργού από τον Συνήγορο του Πολίτη, το Αρχηγείο της ΕΛ.ΑΣ. διαβίβασε τον Μάρτιο του 2023 στην αρμόδια Γενική Αστυνομική Διεύθυνση την επιστολή της Αρχής, διατάσσοντας τις περαιτέρω δικές της ενέργειες για τη συμπλήρωση της πειθαρχικής έρευνας ή, άλλως, για την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, υπενθυμίζοντας ότι ενδεχόμενη απόκλιση από το διατακτικό του πορίσματος της Αρχής επιτρέπεται με την παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Έκτοτε, ο Συνήγορος του Πολίτη αναμένει νεότερη ενημέρωσή του για την υπόθεση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου