Τι βρήκαν; Ράβδους χρυσού αξίας άνω των 100.000 δολαρίων, εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια σε μετρητά, μερικά μέσα σε φακέλους κρυμμένους σε ρούχα στην ντουλάπα και μια πολυτελή Mercedes-Benz στο γκαράζ, που φέρεται να πλήρωσε ένας από τους τρεις επιχειρηματίες που κατηγορούνται μαζί με τον «φίλο Μπομπ» και τη σύζυγό του. Το κατηγορητήριο αναφέρει ότι μόλις παρελήφθη το αυτοκίνητο, η Ναντίν έστειλε το εξής μήνυμα στον Mπομπ: «Συγχαρητήρια mon amour de la vie (σ.σ. να το και το γαλλικό: έρωτα της ζωής μου), είμαστε οι περήφανοι ιδιοκτήτες μιας Mercedes του 2019».

Οι εισαγγελείς είπαν ότι το ζευγάρι είχε επίσης σχεδόν 80.000 δολάρια σε θυρίδα σε τοπική τράπεζα. Τα εργαστήρια του FBI βρήκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα και το DNA ενός εκ των τριών επιχειρηματιών και  συγκατηγορούμενων του ζεύγους σε έναν φάκελο με μετρητά. Επίσης, βρήκαν στον υπολογιστή του Μενέντες μια αναζήτηση στο Google για «τιμή κιλό χρυσού».

Επίσης, πάντα σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διάφορα έπιπλα και συσκευές του σπιτιού, μεταξύ των οποίων ένας αφυγραντήρας και ένα όργανο γυμναστικής, είχαν επίσης πληρωθεί από τους συγκατηγορούμενους επιχειρηματίες. Μα τόσο φτηνιάρης; Τον αφυγραντήρα; Τι μας θυμίζει αυτό; Εναν νεαρό πολιτευτή, γόνο πανίσχυρης πολιτικής οικογένειας, που είχε πάρει κάτι τηλεφωνικά κέντρα και κάτι κομπιούτερ από τη Siemens και… ξέχασε να τα πληρώσει. Μόλις, όμως, ξέσπασε το σκάνδαλο με τις μίζες, ο ξεχασιάρης θυμήθηκε και έσπευσε να πληρώσει το χρέος του. Υστερα, ο νεαρός πολιτευτής προόδευσε, κατάφερε να γίνει βουλευτής, υπουργός και αρχηγός του κόμματός του (συμμαχώντας με τον χειρότερο εχθρό της μεγαλύτερης αδερφής του) και μετά πρωθυπουργός.

Ηταν γνωστό πως το ζεύγος Μενέντες κατηγορούνταν για υπόγειες συναλλαγές με τον αμερικανοαιγύπτιο έμπορο κρεάτων Βαέλ Χάνα. Τώρα βλέπουμε ότι οι κατηγορίες για δωροδοκία έγιναν τρεις. Οπως αναφέρει το κατηγορητήριο, ο Χάνα που ήταν φίλος με τη Ναντίν προτού αυτή παντρευτεί τον Μενέντες, σύστησε στο ζεύγος τον Χοσέ Ουρίμπε, φίλο του και καταδικασμένο απατεώνα που εργάζεται στον κλάδο των φορτηγών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πάντα σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Επίσης, ο Μενέντες κατηγορείται ότι είχε χρηματοδότη κάποιον Φρεντ Ντάιμπες, μεγαλομεσίτη ακινήτων και ιδρυτή μιας τράπεζας στο Νιου Τζέρσι, που κατηγορήθηκε το 2018 για λήψη δανείων από την τράπεζά του «με ψευδή προσχήματα».

Ειδικά για τις σχέσεις Μενέντες-Χάνα το κατηγορητήριο αναφέρει ότι είχαν μια «διεφθαρμένη συμφωνία». Ο Χάνα πλήρωσε για μια σειρά συναντήσεων και δείπνων του Μενέντες με αιγύπτιο αξιωματούχο, που ζητούσε πολιτική βοήθεια για τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, ο Μενέντες έγραψε κρυφά μια επιστολή εκ μέρους της αιγυπτιακής κυβέρνησης, για να πειστούν άλλοι γερουσιαστές να εγκρίνουν στρατιωτική «βοήθεια» 300 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Αίγυπτο.

Το κατηγορητήριο αναφέρεται και για τις σχέσεις με τους άλλους δύο καπιταλιστές του Νιου Τζέρσι (Ουρίμπε και Ντάιμπες), που δε θα τις παραθέσουμε, γιατί νομίζουμε πως είναι φανερό για τι ακριβώς κατηγορούνται ο Μενέντες και η σύζυγός του. Το ζήτημα είναι τι θα μπορέσουν να απόδείξουν οι εισαγγελείς στη δίκη. Θα αποδείξουν, για παράδειγμα, πως ο Ουρίμπε «εργαζόταν για να διευκολύνει τις πληρωμές» στην Ναντίν και ως αντάλλαγμα ο Μπομπ εργαζόταν για να καλύψει υπόθεση ασφαλιστικής απάτης του Ουρίμπε; Θα αποδείξουν ότι την κάμπριο Mercedes πλήρωσαν οι  Ουρίμπε και Ντάιμπες, προκειμένου ο Μπομπ να καθαρίσει συνεργάτη του Ουρίμπε από μια ποινική υπόθεση;

Ο Μπομπ αρνείται φυσικά τις κατηγορίες. Το ίδιο και η Ναντίν και οι τρεις συγκατηγορούμενοί τους. Μένει να δούμε τι θα καταφέρουν στο δικαστήριο. Την προηγούμενη φορά,, πριν από καμιά εφταετία, ο «φίλος Μπομπ» είχε κατηγορηθεί από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της Ουάσινγκτον ότι «παντελόνιασε» γύρω στο 1 εκατ. δολάρια σε χρήμα και σε είδος (γύρω στις 900 χιλιάδες σε εισφορές στην καμπάνια του και τα υπόλοιπα σε κάτι ταξίδια με ιδιωτικό λίαρ τζετ, διακοπές σε βιλάρα στον Αγιο Δομίνικο και σε πολυτελές ξενοδοχείο στο Παρίσι) από ιδιοκτήτη οφθαλμολογικής κλινικής στη Φλόριντα, τον οποίο ο γερουσιαστής βοήθησε να κλέβει το δημόσιο σύστημα Medicare χρεώνοντας εικονικές επεμβάσεις. Η υπεράσπιση του «φίλου Μπομπ» υποστήριξε ότι τα λεφτά και τα δώρα δεν ήταν δωροδοκία, αλλά ενδείξεις φιλίας ανάμεσα σε δυο άντρες που γνωρίζονται για πάνω από 20 χρόνια και ήταν «σαν αδέρφια». Οι εισαγγελείς δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με στοιχεία ότι επρόκειτο για δωροδοκία και έτσι κηρύχτηκε κακοδικία.

Γενικά, οι δικαστές «μαζεύουν» τους εισαγγελείς που ανοίγουν υποθέσεις ενάντια σε πολιτικούς για δωροδοκία, γιατί δεν πρέπει να χαλάσει και η πιάτσα. Οι εισαγγελείς πρέπει ν’ αποδείξουν με στοιχεία (;) ότι τα λεφτά ή τα δώρα που πήρε ο πολιτικός συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένες παράνομες πράξεις εκείνου που τα έδωσε, αλλιώς θεωρούνται… χορηγία. Τώρα, οι εισαγγελείς του Μανχάταν λένε ότι έχουν όλες τις αποδείξεις και πως έχουν συγκεντρώσει αποδείξεις και για την προηγούμενη υπόθεση, που θέλουν να την ξανανοίξουν (η κακοδικία είναι κάτι σαν την αρχειοθέτηση στο δικό μας ποινικό σύστημα).

Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως η εισαγγελία του Μανχάταν είναι εδώ και πολλά χρόνια «φωλιά» Δημοκρατικών. Του κόμματος του Μενέντες, δηλαδή. Αυτοί, λοιπόν, έχουν βαλθεί να αποδείξουν ότι ο Μπομπ είναι λαμόγιο. Οτι τα παίρνει από διάφορους προσφέροντας υπηρεσίες. Μπορεί να πάνε και πάλι στον «κουβά», όπως και την προηγούμενη φορά. Τη ζημιά, όμως, θα του την έχουν κάνει. Και κυρίως θα τον έχουν αποδυναμώσει πολιτικά, έτσι που να μην μπορεί να «κουνιέται» στη διοίκηση Μπάιντεν και τους κεντρικούς σχεδιασμούς της. Μπορεί το «λόμπινγκ» στις ΗΠΑ να είναι ελεύθερο, μπορεί το λάδωμα να βαφτίζεται… χορηγία, δεν μπορεί όμως ο κάθε γερουσιαστής ή βουλευτής, επειδή πήρε τη… χορηγία του, να αντιτίθεται σε αποφάσεις του Λευκού Οίκου, πολλώ δε μάλλον να τις μπλοκάρει.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μενέντες προσπάθησε να το παίξει «μάγκας», δηλώνοντας ότι δεν σκοπεύει να παραιτηθεί. Πριν αποσώσει την κουβέντα του, είχε πεταχτεί ο επικεφαλής των Δημοκρατικών στη Γερουσία και είχε ανακοινώσει ότι ο γερουσιαστής Μενέντες υπέβαλε την παραίτησή του. Του έστειλε, δηλαδή, το μήνυμα «ή παραιτείσαι ή σε ξηλώνουμε». Και ο Μενέντες παραιτήθηκε.

Την προηγούμενη φορά ο Μενέντες κέρδισε την κακοδικία το 2017, όμως οι εισαγγελείς ουδέποτε δήλωσαν ότι παρατούνται. Απλά επιφυλάχτηκαν (και τώρα επανέρχονται). Ετσι, ο Μενέντες κατάφερε να κερδίσει την επανεκλογή του το 2018. Τώρα, πρέπει να κερδίσει το 2024 (στις ενδιάμεσες του 2022 δεν κρίθηκε η έδρα του) και βρίσκεται και πάλι κατηγορούμενος για διαφθορά. Οι Δημοκρατικοί έχουν χάσει τη Βουλή, ελέγχουν οριακά τη Γερουσία και θα πρέπει να δώσουν την προεδρική μάχη του 2024 με ένα κορυφαίο στέλεχός τους υπό τόσο σοβαρές κατηγορίες. Δεν αποκλείεται να… αποσύρουν τον «φίλο Μπομπ» όχι μόνο από την προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, γεγονός που ήδη αποτελεί τεράστιο πλήγμα για τα εθνικά μας συμφέροντα (παρακαλούμε, όχι γέλωτες), αλλά και από τη διεκδίκηση της γερουσιαστικής έδρας του Νιου Τζέρσι.

Και για να τελειώσουμε, δεν ξέρουμε τι έκανε ο Μπομπ με τον μεγαλοφθαλμίατρο της Φλόριντα ή με τον μεγαλέμπορο κρεάτων χαλάλ, τον μικροτραπεζίτη και τον τρίτο της παρέας του Τζέρσι, όμως οι… εθνικές υπηρεσίες που προσφέρει σε Ελλάδα και Κύπρο δεν έχουν άρωμα… χορηγίας. Διαπνέονται από… αγνό και άδολο φιλελληνισμό. Γι’ αυτό και έχει παρασημοφορηθεί με δυο μεγαλόσταυρους από την προεδρία της Δημοκρατίας. Το ζεύγος Μενέντες έκανε και φέτος διακοπές σε Ελλάδα και Κύπρο και ο «φίλος Μπομπ» είχε τις δέουσες πολιτικές συναντήσεις, αλλά -πρέπει να το τονίσουμε για πολλοστή φορά- «εμείς» δεν δίνουμε τίποτα, γιατί ο Μπομπ είναι αγνός και άδολος φιλέλληνας!

Ο Μενέντες φέρεται ως πρωταθλητής στη λαμογιά σε ολόκληρο το Καπιτώλιο (Βουλή και Γερουσία). Το 2006 είχε κατηγορηθεί για υπόθεση ενοικίασης ακινήτου με εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια. Το 2015 ξανακατηγορήθηκε για την υπόθεση με τον μεγαλοδοντίατρο-κλινικάρχη της Φλόριντα. Οταν το δικαστήριο έκρινε ότι υπάρχει κακοδικία, η Επιτροπή Ηθικής της Γερουσίας έβγαλε ψήφισμα κατά του Μενέντες και τον διέταξε να γυρίσει πίσω την αξία των «δώρων» που είχε πάρει από τον «φίλο» του. Τώρα κατηγορείται για άλλες λαμογιές, ενώ ξανανοίγει ο φάκελος του 2015. Μάλλον «παραβρώμισε» η δουλειά μ’ αυτόν και θέλουν να τον ξεφορτωθούν.