Είναι αναζωογονητικό που είμαστε σήμερα εδώ –μια καθ’ όλα δύσκολη περίοδο για τους απλούς ανθρώπους, τους εργαζόμενους και τη νεολαία: μια περίοδο κόπωσης, ίσως και απώθησης –«άρνησης» θα το λέγαμε με όρους της ψυχολογίας– της ζοφερής πραγματικότητας, που κατά βάθος όμως είναι απόρροια της συστηματικής συγκάλυψης αυτής της πραγματικότητας (κυριολεκτικά της αντιστροφής της) από ΜΜΕ και κέντρα εξουσίας. Όμως δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τις ευθύνες κομμάτων που, παρότι διατείνονται ότι μιλούν στο όνομα της εργασίας, συνέβαλαν κι αυτά με το λόγο και τη στάση τους στην επικράτηση της λογικής ΤΙΝΑ του ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Έχουμε λοιπόν δύσκολες περιστάσεις που πρέπει πάντα να τις αναγνωρίζουμε, χωρίς περιστροφές και εξωραϊσμούς. Όμως –από την άλλη– δεν πρέπει ποτέ να ξεχνούμε πως και το πιο μαύρο σκοτάδι πάντα το διαδέχεται η αυγή ή, ακόμη πιο ποιητικά, «η πιο μαύρη νύχτα θα φέρει το φως» (ένας στίχος του Μπρεχτ που μελοποίησε ο αείμνηστος Θάνος Μικρούτσικος).
Αλλά ας πάμε στο θέμα μας.
Ξεκίνησα έτσι διότι πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε την κουβέντα μας στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας ανασύνταξης, ανάταξης και προοπτικά ανάτασης. Να προσεγγίσουμε την Κυριακή, ειδικά την Κυριακή-αργία, σαν ένα καλειδοσκόπιο, που θα μας επιτρέψει να φέρουμε στο μυαλό μας κοινωνικούς αγώνες με νίκες και κατακτήσεις, όπως βέβαια και το αντίθετο, οδυνηρές παλινδρομήσεις και πισωγυρίσματα, καθώς, τέλος (κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό), επιδιώξεις για το σήμερα και οραματισμό για το αύριο.Έχει σημασία να ξεκινήσει κανείς προσπαθώντας να σκεφτεί ευρύτερα: πρώτα-πρώτα, για τους πυκνούς συμβολισμούς που έχει η Κυριακή-αργία για όλες και όλους μας, σε όλο το φάσμα των ηλικιών. Αμέσως θα μπορούσαμε να πούμε πως φέρνει άμεσα στο μυαλό (ή τη μνήμη) την αυτεξούσια επαφή με αγαπημένα πρόσωπα, τη δυνατότητα της ανάπαυσης και της αναπτέρωσης, την επαφή με τη μουσική –κάτι, βέβαια, που άμεσα παραπέμπει και στη δημιουργία.
Κρίσιμη λέξη αυτή –η «δημιουργία»– που, αν το καλοσκεφτούμε, συνδέεται οργανικά και με την εργασία. Η παραγωγή έργου (αυτό άλλωστε ονοματίζει ο όρος «εργασία») είναι πριν και πάνω απ’ όλα η δημιουργική έκφραση του εαυτού –του εαυτού που αναλαμβάνει έργο (δηλαδή εργάζεται) προκειμένου να υλοποιήσει τις επιδιώξεις του (όχι μόνο τις βιοποριστικές, αλλά και τις εν γένει επιδιώξεις του). Όμως όλες και όλοι ξέρουμε πως στις μέρες μας τα πράγματα δεν είναι διόλου έτσι. Η πραγματικότητα απέχει παρασάγγας από αυτήν την –ιδανική, πλην καθόλου ουτοπική– εικόνα που μόλις έδωσα. Δυστυχώς δεν είναι έτσι (και ξέρουμε πως η βίωση της θλίψης γι’ αυτό το «δυστυχώς», έχει τροφοδοτήσει –γενεές επί γενεών– το λαϊκό τραγούδι ως βασική σταθερά). Διότι η εργασία, η δουλειά, όταν και αν υπάρχει, έχει πάψει από καιρό να είναι δημιουργία, είναι πρώτα και κύρια άγχος, κάματος, συχνά κάτι το εφιαλτικό –απόρροια του «δουλεία»– (ειδικά αν την διαμορφώνουν οι εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων που την ίδια τους την υπόσταση και με τις πρακτικές τους διαλύουν ό,τι έχει απομείνει από το εργατικό δίκαιο).
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν αποτελεί βέβαια έκπληξη που και η Κυριακή –η όποια «γιορτή» και η όποια «σχόλη» της Κυριακής– τείνει κι αυτή να εξαφανιστεί, να γίνει μακρινή ανάμνηση αφού, ακόμα και όταν ακόμα υπάρχει, είναι απίστευτα φορτωμένη με τα άγχη της «βουρκωμένης Δευτέρας». Στο θέμα αυτό θα επιστρέψω με μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή, όμως πριν θα ήθελα να σκεφτούμε μαζί πάνω σ’ αυτήν την τόσο κομβική έννοια, την «εργασία»: να αναλογιστούμε πώς την βλέπουμε ή, καλύτερα, πώς πρέπει να τη βλέπουμε; Εργασία ως δημιουργία ή εργασία ως καταναγκασμό;
Καλός τρόπος για να ξετυλίξουμε το νήμα είναι νομίζω να φέρουμε στο νου και μιαν άλλη, εξίσου γνωστή πλην εξόχως ταλαιπωρημένη έννοια, την έννοια της «δημοκρατίας». Πρώτα-πρώτα, χωρίς περισπούδαστα λόγια, τι είναι δημοκρατία; Είναι πολύ απλά η αρχή της πλειοψηφίας (και συνακόλουθες θεσμικές ρυθμίσεις ώστε αυτή η αρχή, η επιλογή των πολλών, να υλοποιείται). Πρόκειται για μια συνθήκη που διασφαλίζει και προωθεί τη συλλογικότητα, καθώς δίνει κίνητρα στους ανθρώπους να εκφράζουν τις απόψεις τους και να διαμορφώνουν από κοινού την πορεία του συνόλου, του Δήμου όπως λέμε.
Όμως παρά τον ορυμαγδό των ψεύτικων επαίνων που καθημερινά ακούμε γι’ αυτήν την έρμη τη δημοκρατία, το στοιχείο που σπάνια επισημαίνεται (και που συνεπώς σπάνια έρχεται και στην αντίληψή μας) είναι το γεγονός, ότι η δημοκρατία λείπει από τους τόπους όπου οι άνθρωποι περνούν το μεγαλύτερο μέρος του ενήλικου βίου τους, τους χώρους δουλειάς, τους χώρους όπου εργάζονται!
Δουλεύουμε όσο δουλεύουμε, στο τέλος της εργάσιμης μέρας ή του μήνα παίρνουμε (όταν παίρνουμε) το μισθό, όμως δεν έχουμε κανέναν λόγο ούτε για το τι θα γίνει με το αποτέλεσμα του μόχθου μας, ούτε βέβαια και για το τι, πού, και πώς θα παραχθεί αυτό που στο τέλος παράγεται. Αν τέτοιο θέμα τεθεί, ξέρουμε πως μας περιμένει η απόλυση. Αυτός ο κώδικας εργασίας –που είναι αυτό ακριβώς που εννοούμε λέγοντας «εκμετάλλευση»– οδηγεί στην εργασία-καταναγκασμό, και αποτελεί το ειδοποιό γνώρισμα όλων των συστημάτων κυριαρχίας που γνώρισαν οι ανθρώπινες κοινωνίες: ένας διακανονισμός που όλοι δουλεύουν, αλλά μια μικρή μόνο μερίδα καρπώνεται τα οφέλη. Είναι κάτι που, με διαφορετικούς τρόπους, υπήρχε και στη δουλοκτησία (δουλοκτήτης-δούλος), και στη φεουδαρχία (γαιοκτήμονας-δουλοπάροικος), και βέβαια υπάρχει στον καπιταλισμό (εργοδότης-εργαζόμενος).
Θεωρώ ευθύνη μου εδώ να το καταθέσω ρητά: προϋπόθεση ώστε η εργασία να γίνει δημιουργία, είναι η κατάλυση αυτής της εκμεταλλευτικής σχέσης, τίποτα περισσότερο, και τίποτα λιγότερο. Και πιστεύω πως αυτό είναι το όραμα (ένα όραμα απόλυτα υλοποιήσιμο και καθόλου ουτοπικό) που πρέπει να συνέχει τις συμπεριφορές μας, ειδικά στις μέρες μας. Ή για να το πω κάπως διαφορετικά, αν σήμερα θλιβόμαστε και ανησυχούμε που βλέπουμε την εργασία-καταναγκασμό να εξαϋλώνει την Κυριακή της ανάπαυσης, στόχος μας πρέπει να είναι η πλήρης αντιστροφή: μια κατάσταση πραγμάτων όπου η δημιουργική αύρα της Κυριακής θα έρθει να χρωματίσει με τη μελωδία της κάθε μέρας της εβδομάδας.
Θα πείτε, βέβαια, δύσκολο. Και είναι πράγματι έτσι –θα πρόσθετα μάλιστα ακόμα πως δεν θα παραχωρηθεί ποτέ, θέλει αγώνες για να επιτευχθεί. Όμως το πρώτο βήμα, η απόλυτη προϋπόθεση, είναι να το συνειδητοποιήσουμε ως εύλογο και έλλογο στόχο, να το βάλουμε στο μυαλό (και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το μυαλό είναι που πρώτα χτυπούν και οι εκμεταλλευτές ώστε να χειραγωγήσουν και να καταστείλουν όσους εκμεταλλεύονται –στις μέρες μας, με τη διάδοση του τοξικού ψεύδους ότι δεν υπάρχει εναλλακτική). Γι’ αυτό και εκδηλώσεις σαν τη σημερινή, εκδηλώσεις που προσδιορίζουν το περιεχόμενο της δημιουργικής εργασίας (της εργασίας που κάνουμε ακόμα και τις Κυριακές), μαζί και βασικές ανθρώπινες αξίες –τη συλλογικότητα, την αυτενέργεια, την ίδια την ανάπαυση συντροφιά με αγαπημένους (κάτι που είναι εντελώς απαραίτητο αν θέλουμε να είμαστε άνθρωποι)– για όλους αυτούς τους λόγους η συνάντησή μας είναι σημαντική.
Δεν θέλω να μακρηγορήσω, γι’ αυτό επιτρέψτε μου, εντελώς επιγραμματικά, να πω (όπως υποσχέθηκα) μια-δυο κουβέντες για την ιστορία της Κυριακής-αργίας. Πρώτα το βασικό ερώτημα: παραχωρήθηκε άραγε αυτή από κάποιους εμπνευσμένους και μεγαλόθυμους μεταρρυθμιστές ή, ίσως, μετά από προτάσεις της επίσημης εκκλησίας; Η απάντηση είναι ένα μεγάλο όχι! Και να πω επίσης πως κατά τη διάρκεια των μακρόχρονων αγώνων για την καθιέρωσή της Κυριακής-αργίας, η επίσημη εκκλησία, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Βρετανία, βρέθηκε σε πρώτο χρόνο πεισματικά απέναντι στα συνδικάτα που την διεκδικούσαν. Πρέπει λοιπόν να τονιστεί: η Κυριακή-αργία δεν προσφέρθηκε αλλά κερδήθηκε με σκληρούς αγώνες, με μάχες κυριολεκτικά: ήταν μια υποχώρηση των εργοδοτών σε λαϊκές πιέσεις, όπως αντίστοιχη υποχώρηση ήταν και η μείωση της εργάσιμης μέρας, το περίφημο 8ωρο (που κι αυτό στις μέρες μας έχει πρακτικά πάψει πια να ισχύει).
Στα καθ’ ημάς, στην Ελλάδα, άρχισε να ισχύει σταδιακά, όχι σε όλα τα επαγγέλματα και όχι σε όλες τις πόλεις (πρώτα στην Αθήνα, στον Πειραιά και στο Βόλο) κατά τις πρώτες δυο δεκαετίες του 20ού αι. Άλλωστε πριν το 1914, το ελληνικό κράτος δεν είχε καμία απολύτως εργατική νομοθεσία με αποτέλεσμα την απουσία οποιασδήποτε ρύθμισης (μια κατάσταση απόλυτης απορρύθμισης που είναι και πάλι ο κύριος στόχος των κυρίαρχων): καμιά προστασία και κανενός είδους ασφάλιση για τους εργαζόμενους, για να μη μιλήσουμε για τις άθλιες συνθήκες εργασίας.
Όμως μετά την πρώτη της εφαρμογή, η Κυριακή-αργία δεν μπορούσε εύκολα να παρθεί πίσω. Και πράγματι, σε γενικές γραμμές παρέμεινε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι την έναρξη της πιο επιθετικής φάσης του νεοφιλελευθερισμού, τη δεκαετία του ’90 –μια επίθεση που, όπως όλες και όλοι ξέρουμε, εντάθηκε δραματικά στα χρόνια της κρίσης, και που –ας μη γελιόμαστε, συνεχίζεται και εντείνεται.
Όμως δε θέλω να κλείσω με ένα απαισιόδοξο μήνυμα. Εκτός από αισθητικά λάθος, κάτι τέτοιο θα ήταν και πραγματολογικά ανακριβές. Διότι –ναι– είμαστε σε δύσκολη συγκυρία, –ναι– στις μέρες μας δεν απειλείται μόνο η Κυριακή-αργία, απειλείται και η εργασία, απειλείται η ίδια μας η υπόσταση ως όντων κοινωνικών, ως ανθρώπων που ζουν μαζί με άλλους ανθρώπους. Όμως αυτές οι ίδιες οι δυσκολίες είναι που καθημερινά γεννούν (και διαχρονικά συντηρούν) το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης, όπως είπα πριν το όραμα της κατάλυσης της εκμεταλλευτικής σχέσης που προϋποτίθεται, αν θέλουμε να βιώσουμε πραγματικά το βαθύτερο περιεχόμενο της Κυριακής-αργίας: τη συλλογικότητα, την ατόφια ανθρώπινη επαφή, την αλληλεγγύη. Οι αγώνες της επόμενης μέρας πρέπει και μπορούν να είναι νικηφόροι.
* Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής (https://lcp.panteion.gr/)
* Το κείμενο αποτελεί εισήγηση σε εκδήλωση που έγινε προχθές και συντόνισε ο Ανδρέας Βάγιας, στο πλαίσιο της «2023 – Ελευσίς, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου