«Εάν ανοίξουν οι ιδιωτικές κλινικές, το ενάμισι χιλιάρικο που χρειάζεται κάθε μήνα για να ‘’καθαρίσεις’’, δεν μπορείς να το σηκώσεις».
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε την κουβέντα μας με τον Κώστα. Έχοντας περάσει τρία και κάτι χρόνια μακριά από τον εθισμό του, ο συνομιλητής μου μού μίλησε για το «στεγνό πρόγραμμα» του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ) και για το ότι εκεί έμαθε πώς να αλλάξει χαρακτήρα. Τα προγράμματα του ΚΕΘΕΑ μου λέει χαρακτηριστικά, «δεν στοχεύουν μόνο στην αποτοξίνωση, αλλά στη γενικότερη αλλαγή του χαρακτήρα».
Στις μπίζνες χωρούν εκπτώσεις
Το Κέντρο Θεραπείας, όπως κι σύσσωμο το πλέγμα υπηρεσιών πρόληψης και θεραπείας, ήρθε στο επίκεντρο της δημοσιότητας έπειτα από τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις για την αναδιάρθρωση του χώρου της απεξάρτησης με την ίδρυση του λεγόμενου Ενιαίου Οργανισμού (ΕΟΠΑΕ). Τι ακριβώς προβλέπει το εν λόγω νομοσχέδιο ακόμη δεν είναι ξεκάθαρο.
Ωστόσο, το γεγονός ότι στην κυβερνητική διακήρυξη σημειώνεται ότι ο νέος φορέας θα λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), έχει θορυβήσει τους ανθρώπους του πεδίου, οι οποίοι δηλώνουν ότι «δεν θα υποστηρίζει την πολυμορφία των θεραπευτικών προτάσεων και προσεγγίσεων, αφού θα είναι αποκομμένος από τις τοπικές κοινωνίες και τις ανάγκες τους. Θα συρρικνώσει τις σημερινές δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες πρόληψης και θεραπείας και θα δημιουργήσει τον απαιτούμενο χώρο για την είσοδο ιδιωτών» [Ριζοσπάστης, 22/12/2023].
Μπορεί μια μέση οικογένεια να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος; Όπως είδαμε στην αρχή του ρεπορτάζ, η απάντηση του Κώστα είναι αρνητική. Ο ίδιος προσθέτει στο Magazine «ότι πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξεκαθαριστεί η διαφορά ανάμεσα στην απεξάρτηση και την αποτοξίνωση. Στη δεύτερη σε κρατούν για ένα διάστημα ‘’καθαρό’’. Στην πρώτη όμως που απαιτείται η δομική αλλαγή του χαρακτήρα σου, όλων των παραγόντων που σε ωθούν στον εθισμό, χρειάζεται η απεξάρτηση. Πρέπει να κάνεις δουλειά με τον εαυτό σου. Εάν αυτό γίνει εμπόρευμα, ας μας πει κάποιος: Πότε λειτούργησε καλά το ‘’εμπόριο’’; Οι άνθρωποι στο ΚΕΘΕΑ είναι δοσμένοι σ’ αυτό που κάνουν. Δεν φωνάζουν μην χάσουν τη δουλειά τους, αλλά γιατί αλλάζει η ουσία του προγράμματος».
Δεν μπορεί να γίνει το ίδιο από τους ιδιώτες;, ρωτώ και πάλι. «Έχει αποδειχθεί ότι η ιδιωτικοποίηση στην Ελλάδα είναι μια τσαπατσουλιά. Αν δεν ρωτήσουν τους ανθρώπους που ξέρουν, να τους πουν πώς να το κάνουμε ρε παιδιά, έστω και ιδιωτικά, πώς ακριβώς θα λειτουργήσει το όλο εγχείρημα;».
Το ιστορικό προηγούμενο
Το αν θα καταργήσει η κυβέρνηση του 41% ένα πρόγραμμα με ιστορία 40 χρόνων μένει να φανεί. Ωστόσο, και με την ασάφεια που πλανάται πάνω απ’ το θέμα, καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά σ’ όσα παρεμφερή συναντά κανείς, κοιτάζοντας προς τα πίσω.
Όταν το 2019 ο Τοντ Φίλιπς προσέγγισε με διαφορετικό τρόπο τον χαρακτήρα του «Τζόκερ», αρκετοί έμειναν σε ρηχές αναλύσεις. Ωστόσο, δημοσιογράφοι όπως ο Άρης Χατζηστεφάνου διείδαν στο φιλμ του Φίλιπς μια ξεκάθαρη αναφορά στη Νέα Υόρκη της εποχής του Ρόναλντ Ρίγκαν. Όπως έγραφε τότε ο διεθνής αναλυτής, ο Ρίγκαν περιέκοψε κατά 25% τα ομοσπονδιακά προγράμματα ψυχικής υγείας, πετώντας κυριολεκτικά στον δρόμο χιλιάδες ανθρώπους που έβρισκαν καταφύγιο και προστασία σε κρατικές δομές. [Εφ.Συν , 12/10/2019].
Τώρα, ίσως αναρωτηθεί κάποιος πώς σχετίζεται αυτή η ιστορική υπόμνηση με την απεξάρτηση. Όπως θα δούμε όμως στη συνέχεια, σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία.
Στην ανάλυση του Χατζηστεφάνου και πάλι, διαβάζουμε ότι πολλοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους κατέληξαν σύντομα σε φυλακές, ακριβώς όταν ο Ρίγκαν δημιούργησε τη βιομηχανία ιδιωτικών σωφρονιστικών καταστημάτων. «Το νεοφιλελεύθερο κράτος– δηλαδή- δημιούργησε ταυτόχρονα την προσφορά και την ζήτηση κρατουμένων προς όφελος του ιδιωτικού τομέα».
Έτσι, το 2012 φτάσαμε στο σημείο, οι ψυχικά ασθενείς που βρίσκονταν στα σωφρονιστικά καταστήματα να ξεπερνούν έως και δέκα φορές αυτούς που νοσηλεύονταν σε κρατικές δομές, ενώ το 2019, περίπου 400 χιλιάδες ενήλικες με ψυχικές νόσους βρίσκονταν στη φυλακή χωρίς καμία ιατρική παρακολούθηση.
Συνδέονταν οι περικοπές με την εγκληματικότητα;
Την ποινικοποίηση των ψυχικών νοσημάτων απ’ το αμερικανικό κράτος περιγράφει κι η Αλίσα Ροθ σε σχετικό της άρθρο στο αμερικανικό περιοδικό «The Atlantic». Σύμφωνα με την αμερικανίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα του «Insane: America’s Criminal Treatment of Mental Illness», μέχρι και το 2021 σχεδόν το 50% των ανθρώπων που βρίσκονταν έγκλειστοι στις φυλακές των ΗΠΑ είχαν διαγνωστεί με ψυχική ασθένεια, αριθμός πολύ μεγαλύτερος σε σύγκριση με αυτόν του 1/5 στον γενικό πληθυσμό. Η ποινικοποίηση των ψυχικών νοσημάτων διαγράφεται ξεκάθαρα και τα στοιχεία της βάσης δεδομένων της εφημερίδας «Washington Post» σύμφωνα με τα οποία: σχεδόν το ¼ των θανατηφόρων πυροβολισμών από την αστυνομία αφορούσε άτομα με ψυχική ασθένεια [ The Atlantic, 25/5/2021].
Πώς οδηγήθηκαν όμως τα πράγματα ως εκεί;
«Είναι δελεαστικό», γράφει η Ροθ, «να σκεφτεί κανείς ότι αν οι υποσχέσεις για αποϊδρυματοποίηση είχαν υλοποιηθεί ή αν τα κρατικά νοσοκομεία δεν είχαν κλείσει-τότε-λιγότεροι άνθρωποι με ψυχικές ασθένειες θα βρίσκονταν σήμερα υπό κράτηση».
Όμως αυτή η θεωρία είναι προβληματική σύμφωνα με την ίδια. Πρώτα από όλα γιατί δεν ισχύει κατά τα λεγόμενά της ότι η πλειονότητα των ανθρώπων με ψυχικά νοσήματα στις ΗΠΑ αφέθηκε ξαφνικά στους δρόμους μετά τις περικοπές, αφού αυτό συνέβαινε ανέκαθεν. «Ακόμα και το 1950, μόνο το 1/3 περίπου των ατόμων με ψυχικές ασθένειες ζούσε σε ψυχιατρεία και άλλες σχετικές μονάδες».
Όμως και πάλι δεν μπορούν να εξηγηθούν τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ψυχικών ασθενειών που συναντά κανείς στις αμερικανικές φυλακές.
Σε μεγάλο βαθμό, προχωρά στην ανάλυση της η Ροθ, η νούμερο ένα αιτία ήταν ο τεράστιος αριθμός φυλακισμένων, ως λογικό επακόλουθο της σκληρής γραμμής κατά των ναρκωτικών από την κυβέρνηση Νίξον κι έπειτα.
Μετά το 1972 και μέχρι το 2009 ο πληθυσμός των εγκλείστων στις αμερικανικές φυλακές είχε αυξηθεί κατά 700%. Τα πράγματα έγιναν ζόρικα για τους ψυχικά πάσχοντες και τους τοξικοεξαρτημένους (πολλές φορές οι ίδιοι άνθρωποι ανήκαν και στις δύο ευάλωτες ομάδες) , όταν επικράτησε η ιδέα των «σπασμένων παραθύρων» στη δεκαετία του 1980 ως μέσο αστυνόμευσης και καταστολής του εγκλήματος.
«Η ιδέα ότι για την πρόληψη μεγαλύτερων εγκλημάτων, η αστυνομία οφείλει να καταπολεμήσει την μικροεγκληματικότητα επηρέασε δυσανάλογα τα άτομα με ψυχικές ασθένειες», αναφέρει η Ροθ εξηγώντας πως ήταν εύκολο να συλληφθεί κάποιος για «ανάρμοστη συμπεριφορά», επειδή δεν λειτουργούσε σύμφωνα με τις κοινωνικές νόρμες ή ένας άστεγος μπορούσε κάλλιστα να κρατηθεί επειδή ουρούσε δημόσια.
Ο νεοφιλελευθερισμός «πουλά» την ηρωίνη;
Ο
Ρόναλντ Ρίγκαν. AP PHOTO
Για τη Ροθ λοιπόν, η περιστολή του
κοινωνικού κράτους δεν αποτέλεσε την κύρια αιτία της εικόνας τόσων
ανθρώπων να βρίσκονται εκτός δομών, στον δρόμο ή πίσω από τα κάγκελα,
αλλά η σκληρή καταστολή.
Ωστόσο, οφείλουμε να θέσουμε ένα ακόμα ερώτημα: Μήπως η διάρρηξη του κοινωνικού ιστού έπειτα από τις επιθετικές πολιτικές του μονεταρισμού οδήγησε στην προοδευτική αύξηση των εθισμένων σε ουσίες;
«Οι Αμερικανοί φαίνεται γενικά να απομακρύνονται από τη χρήση παράνομων ουσιών, όμως την ίδια ώρα καταγράφεται αύξηση των θανάτων στα πιο φτωχά στρώματα και ένα ολοένα πιο ζοφερό μέλλον, λόγω της κατάχρησης ναρκωτικών».
Έτσι ξεκινούσε το άρθρο του στους Times της Νέας Υόρκης, ο Πίτερ Κερ, επιχειρώντας τον Αύγουστο του 1987 μια ταξική προσέγγιση της χρήσης ναρκωτικών. Στο ίδιο ρεπορτάζ αναφέρονταν ότι για τη μεσαία τάξη της Αμερικής του Ρίγκαν, το πρόβλημα με τα ναρκωτικά μάλλον μπορούσε να περιγραφεί ως ένας «μαζικός πειραματισμός» με παράνομες ουσίες. Για τους φτωχότερους όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Για την «άλλη» Αμερική, η απελπισία και το έλλειμμα εκπαίδευσης είχε ως αποτέλεσμα «να υποστούν τις χειρότερες συνέπειες της κοκαΐνης, της ηρωίνης και του AIDS», έγραφε ο Κερ, την ίδια ώρα που οι ειδικοί της εποχής φιλοτεχνούσαν ένα πίνακα βαθιάς απόγνωσης για τους μη προνομιούχους.
Το όπιο του… φτωχού
Πιο συγκεκριμένα, το ρεπορτάζ της ναυαρχίδας του αμερικανικού (νεο)φιλελευθερισμού παρέθετε τα αποτελέσματα ερευνών σε ομοσπονδιακό επίπεδο, βάσει των οποίων «οι άνθρωποι που απομακρύνονται από τα ναρκωτικά είναι οι πιο μορφωμένοι και εύποροι. Οι φτωχότεροι και λιγότερο μορφωμένοι συνέχισαν ή αύξησαν τη χρήση ναρκωτικών».
Η διείσδυση του «κρακ» στις φτωχογειτονιές και τα γκέτο των αστικών κέντρων ήταν καταστροφική ανάμεσα στο 1985 και το 1987. Κανείς όμως δεν φάνηκε να θέλει να επιλύσει το πρόβλημα με όρους πρόληψης και θεραπείας· μέσα τα οποία όμως είχαν χρησιμοποιηθεί σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, όταν το πρόβλημα αφορούσε τη μεσαία και ανώτερη τάξη των ΗΠΑ. Όπως δήλωνε εκείνο τον καιρό ο δρ. Μίτσελ Σ. Ρόζενταλ, επικεφαλής του «Phoenix House», κέντρου απεξάρτησης στη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια, «στην κρίση ηρωίνης στα τέλη της δεκαετίας του 1960 (…) ήταν η απειλή για τα παιδιά της μεσαίας και ανώτερης τάξης που άσκησε πίεση στο νομοθετικό σώμα και στο Κογκρέσο-φοβάμαι όμως ότι τώρα που το πρόβλημα αφορά τους φτωχότερους- οι πόροι δεν θα παραμείνουν διαθέσιμοι για την επίλυση του». [ The New York Times, 30/8/1987].
Αν έχεις χρήμα διάβαινε
Στην καταφυγή στις ουσίες και εν τέλει στη δυσκολία της απεξάρτησης για τα άτομα που προέρχονταν από τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα, στέκεται σε ανάλυσή της στον βρετανικό «Guardian» και η Μάια Σάλαβιτς, δημοσιογράφος και συγγραφέας που μελετά επί σειρά ετών τις πολιτικές θεραπείας των εθισμών.
Για την Σάλαβιτς δεν ήταν μόνο η ταξικά μεροληπτική κατεύθυνση των πόρων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980 που «βούτηξε» τις κοινότητες των φτωχών και των φυλετικών μειονοτήτων στον ζόφο του «κρακ», μα και η εκτίναξη των δεικτών της κοινωνικής ανισότητας.
Φέρνοντας στο επίκεντρο της ανάλυσής της την σύγχρονη κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ, η Σάλαβιτς επισημαίνει πως το πρόβλημα δεν πρόκειται να επιλυθεί «εάν αγνοούνται οι κοινωνικές-οικονομικές πτυχές του».
Πιο συγκεκριμένα, τα στοιχεία των νέων ερευνών δείχνουν πως όταν «μια χώρα έχει μια υγιή μεσαία τάξη-και χαμηλά ή τουλάχιστον διαχειρίσιμα επίπεδα οικονομικής ανισότητας- τα ποσοστά εθισμού είναι χαμηλότερα και τουλάχιστον το 50% αυτών διαρκούν μάξιμουμ μέχρι την ηλικία των 30 ετών, ακόμη και χωρίς θεραπεία».
Τα πράγματα όμως παίρνουν τελείως διαφορετική τροπή όταν οι δείκτες της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της ανισότητας χτυπούν κόκκινο. «Ο εθισμός στην ηρωίνη είναι κατά 3 φορές πιο πιθανό να αφορά άτομα με ετήσιο εισόδημα κάτω των 20χιλ. δολαρίων σε σύγκριση με εκείνα που έχουν ετήσιες απολαβές γύρω και άνω των 50χιλ. δολαρίων».
Η Σάλαβιτς επισημαίνει ακόμα ότι το υψηλό μορφωτικό επίπεδο συνδέεται άμεσα με τους χαμηλούς δείκτες εθισμού, χωρίς ωστόσο αυτό να αποτελεί καθολικό κανόνα. Εν ολίγοις για την αμερικανίδα αναλύτρια οι εξαρτήσεις δεν έχουν ταξική προέλευση, ωστόσο, τόσο η αφετηρία αυτών, όσο και η απεξάρτηση δεν μπορούν να ιδωθούν εκτός του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού status quo. «Αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε τον εθισμό, πρέπει να δούμε τι οδηγεί τους ανθρώπους σε απόγνωση. Και για να το κάνουμε αυτό, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ανισότητα»[ Guardian, 1/6/2016].
Εργοστάσιο κατασκευής ενόχων
Βέβαια, για να μπορέσει ένα οργανωμένο κράτος να προστατεύσει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ψυχικά νοσούντες και οι εθισμένοι, με γνώμονα και την κοινωνική τους προέλευση, αυτό απαιτεί αφενός την αλλαγή πορείας της πολιτικής σε κατευθύνσεις αναδιανομής του πλούτου και εξασφάλισης βιώσιμης ποιότητας ζωής· αφετέρου να μην αντιλαμβάνεται την κοινωνία και τον κόσμο ως μια ανταγωνιστική αρένα στην οποία δεν έχουν θέση τα άτομα, οι ομάδες και οι οργανισμοί που θεωρούνται λιγότερο ανταγωνιστικά.
Όμως, αλήθεια, πότε μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση είδε τον κόσμο διαφορετικά; Επιπλέον, η δημιουργία ενός πλαισίου εντός του οποίου μόνο οι έχοντες θα μπορούν να απεξαρτηθούν πλήρως- κατάσταση που απαιτεί και την ψυχική τους ίαση- μήπως εξυπηρετεί τη δημιουργία ενός νέου πλέγματος ενόχων και ενοχών- εύκολον στόχων δηλαδή που θα λειτουργούν ως «σάκος του μποξ», ως μέσο κοινωνικής εκτόνωσης για τους ηττημένους του νεοφιλελεύθερου ράλι;
Απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα έχει δώσει ο κύριος Χαράλαμπος Πουλόπουλος, καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας στις Εξαρτήσεις στο Πανεπιστήμιο Δυστικής Αττικής, πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Πιστοποίησης Συμβούλων Τοξικοεξάρτησης και διευθυντής του ΚΕΘΕΑ από το 1995 έως το 2013.
Ο κύριος Πουλόπουλος επιχείρησε να αποκωδικοποιήσει τον μηχανισμό κατασκευής ενόχων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως αυτή η πολιτική «εξυπηρετεί τη διάσπαση των ομάδων και τον κατακερματισμό των υπηρεσιών, κατασκευάζοντας- έτσι- ‘’ αποδιοπομπαίους τράγους’’, στους οποίους εκτονώνεται η πίεση και η αποσταθεροποίηση που δημιουργεί μια κρίση. Οι μετανάστες , οι εξαρτημένοι, οι ψυχικά ασθενείς, οι οροθετικοί αποτελούν τυπικά παραδείγματα- καθώς-τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους διευκολύνουν την έκφραση της επιθετικότητας και την ενοχοποίηση τους».
Πώς στήνεται το κατηγορητήριο;
Φυσικά η υπόθεση «στοιχειοθετείται» με τον κλασικό τρόπο της λασπολογίας και με τη βοήθεια των πάντα πρόθυμων συστημικών μέσων ενημέρωσης. «Είναι εμπόδια για την κοινωνική ευημερία», «ευθύνονται οι ίδιοι και οι οικογένειές τους για την κατάστασή τους», «πρέπει να περικοπούν οι κοινωνικές παροχές για να ‘’ συμμορφωθούν’’» κ.λπ.
Να θυμίσουμε τι έγραφε η Ροθ σχετικά με το όργιο καταστολής εναντίον αυτών των ανθρώπων επί Ρίγκαν; Μάλλον δεν χρειάζεται. Ίσως αρκεί να έχουμε κατά νου την ανάλυση του Αντόρνο, ο οποίος υποστήριζε ότι ο μηχανισμός ενοχοποίησης των θυμάτων αποτελεί λειτουργικό υπερόπλο του φασισμού…
Μένουμε Ευρώπη;
Ερχόμενοι εκ νέου στα καθ’ ημάς, γράψαμε στην αρχή του σημειώματος ότι το τοπίο γύρω από την ίδρυση του λεγόμενου Ενιαίου Οργανισμού παραμένει θολό για την ώρα. «Όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής έχουν ως βάση τους τη λογική, τι πιστεύουμε ότι θέλουν να κάνουν», μου λέει ο Κώστας στο κλείσιμο της συζήτησής μας. «Όλο αυτό που ακούγεται είναι μια εικασία, τι φοβούνται οι άνθρωποι του παιδιού ότι θα συμβεί».
Είναι δικαιολογημένος ο φόβος τους; Θα δείξει. Πάντως, η πιο φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση που βρέθηκε ποτέ στο τιμόνι της χώρας, όπως βαυκαλίζονται νυχθημερόν από τηλεοράσεως και ραδιοφώνου οι εκπρόσωποι της, φαίνεται να μη μας τα λέει καλά σχετικά με την προσήλωση της στο όραμα του κοινού ευρωπαϊκού μας σπιτιού.
Γιατί το λέω αυτό; Απλώς αναρωτιέμαι πώς η δημιουργία ενός οργανισμού όπως ο ΕΟΠΑΕ, ενός ΝΠΙΔ, θα μπορέσει να ευθυγραμμιστεί με όσα αναφέρει το Σχέδιο Δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ναρκωτικά 2021-2025, όταν αυτό χαρακτηρίζει ως τομέα προτεραιότητας (σελ. 12- Δράση 36) τον «εντοπισμό και την εξάλειψη των εμποδίων στην πρόσβαση σε υπηρεσίες θεραπείας και εξασφάλιση, κατά περίπτωση, της επέκτασης της κάλυψης των υπηρεσιών θεραπείας και περίθαλψης βάσει ατομικών αναγκών»; Πώς θα εξασφαλιστεί η πρόσβαση σε θεραπεία απεξάρτησης, μείωσης του κινδύνου και των βλαβών καθώς και κοινωνικής επανένταξης, όταν τα άτομα που χρήζουν θεραπείας πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη; Δεν ξέρω, εμένα η δουλειά μου είναι να θέτω ερωτήματα.
Ένα πρόβλημα που ακουμπά πολλά σπίτια
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο εθισμός και οι εξαρτήσεις δεν αφορούν μόνο κάποιους «τελειωμένους» ανθρώπους όπως δυστυχώς κάποιοι πιστεύουν ακόμη και σήμερα. Υπάρχουν άνθρωποι σε δομές όπως το ΚΕΘΕΑ με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και δυνατό χαρακτήρα. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας που διεκδικούν μια ζωή αλλιώτικη. Θα τους τη στερήσει αυτή την ευκαιρία η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν η τσέπη τους δεν σηκώνει το κόστος της απεξάρτησης; Θα προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδιασμού της, ακόμη και όταν γνωρίζει πως όλο και περισσότεροι χρήστες στρέφονται στα φτηνά ναρκωτικά, λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης των οικονομικών για την πλειοψηφία των πολιτών; Δεν ξέρω και πάλι. Δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω. Εκείνοι που έχουν και τα γένια και τα χτένια, ας βγούν για να ξεκαθαρίσει το θέμα. Πρόκειται κυριολεκτικά για ζήτημα ζωής και θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου