Την 4η Βιομηχανική Επανάσταση και τις συνέπειες στην αγορά εργασίας με έμφαση στα επαγγέλματα και τις δεξιότητες αναλύει μελέτη που δημοσιεύει το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ.
Ειδικότερα, στη μελέτη της Ελένης Δρακάκη, Δρ. Οικονομικών, εντεταλμένης διδασκαλίας & μεταδιδακτορικής ερευνήτριας Πανεπιστημίου Κρήτης εξετάζεται η περίπτωση της Ελλάδας και αναδεικνύονται διαστάσεις που συνήθως παραμελούνται, όπως οι οικονομικές ανισότητες, το νέο μοντέλο της εργασίας και οι επιχειρηματικές πρακτικές και δεξιότητες που απαιτούνται για τη μετάβαση στο νέο παραγωγικό υπόδειγμα. Ταυτόχρονα, συζητούνται οι προκλήσεις για τη δημόσια πολιτική, με στόχο τη βιώσιμη και δίκαιη, χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, διάφορες μελέτες δείχνουν, είτε ότι οι τάσεις στην αγορά εργασίας δεν ακολουθούν τα ίδια πρότυπα σε σχέση με την ΕΕ ή τη διεθνή εμπειρία, είτε ότι η προσαρμογή στο νέο υπόδειγμα είναι σχετικά αργή. Για παράδειγμα, σύμφωνα με μία εκτίμηση, ο κίνδυνος απώλειας μιας θέσης εργασίας λόγω ψηφιοποίησης ανέρχεται στο 50% (μέσο ποσοστό) διεθνώς αλλά μόλις σε 1,4%-14% σε ότι αφορά την Ελλάδα. Αν και το ποσοστό αυτό δεν προκαλεί έντονη ανησυχία για μαζική τεχνολογική ανεργία στο μέλλον, η μεγάλη διαφορά (ανάμεσα σε 1,4% και 14%) ανάλογα με τον κλάδο προκαλεί ανησυχία για τις νέες ανισότητες μεταξύ εργαζομένων που είναι υπό διαμόρφωση.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, μία νέα πολιτική δεξιοτήτων είναι αναγκαία για την προετοιμασία της «εργασίας του μέλλοντος». Για την ενόραση του νέου μοντέλου εργασίας στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού, απαιτείται η διαχείριση αυτής της νέας ελευθερίας και ηθελημένης ευελιξίας και ταυτόχρονα, η ενεργή παρέμβαση για τη στήριξη στρατηγικών τομέων της οικονομίας και τη δημιουργία «ποιοτικών» θέσεων απασχόλησης. Κρίσιμα ζητήματα προς ρύθμιση μέσω της δημόσιας πολιτικής είναι τελικά τα εξής:
- οι όροι με τους οποίους θα πραγματοποιηθεί η μετάβαση από την ανεργία και την επισφαλή εργασία, στην ασφαλή εργασία,
- οι προσωπικές επιλογές και προτιμήσεις σε ό,τι αφορά τις ευέλικτες σχέσεις ως προς τον χρόνο και τις συνθήκες εργασίας,
- η βελτίωση των εργασιακών σχέσεων σε βασικούς τομείς και κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών και στη νέα – αναδυόμενη οικονομία των πλατφορμών και του διαδικτύου,
- η ασφάλεια στην εργασία, η προστασία της ανθρώπινης υγείας και η βιωσιμότητα με χρήση και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών,
- η διαχείριση και προστασία των προσωπικών δεδομένων καταναλωτών και εργαζομένων στα νέα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης,
- η συλλογική διαπραγμάτευση και θεσμική μεταρρύθμιση υπέρ της κοινωνικής συνεργασίας (social partnership),
- η επέκταση ρυθμίσεων κοινωνικής προστασίας και στην αυτοαπασχόληση
- η προώθηση της κοινωνικής ευθύνης σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων στις επιχειρήσεις,
- και η διοικητική μεταρρύθμιση υπέρ ενός αναπτυξιακού κράτους με προσανατολισμό στην έρευνα και στο σχεδιασμό για το μέλλον (foresight).
Στρατηγική προτεραιότητα πρέπει να είναι η ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, πέραν μίας αυστηρά νεοκλασικής αντίληψης των Οικονομικών της Εργασίας. Ένα νέο πλαίσιο πολιτικής δεξιοτήτων προϋποθέτει τη συνεργασία των θεσμικών κοινωνικών εταίρων, την διασύνδεση και ολοκλήρωση πολιτικών σε ένα εύρος τομέων και ταυτόχρονα, την αντιμετώπιση των κοινωνικών και χωρικών ανισοτήτων. Σύμφωνα και με τις συστάσεις του ΟΟΣΑ (ΟECD, 2019) προϋπόθεση για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί ένας συνδυασμός πολιτικών για τη βιομηχανική ανάπτυξη και την κλαδική αναδιάρθρωση, την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την αγορά εργασίας, την υγεία και κοινωνική πρόνοια, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό, και περιφερειακό επίπεδο.
Σε επίπεδο πρακτικής, η μέθοδος της «προοπτικής διερεύνησης» (foresight) επιτρέπει το σχεδιασμό πολιτικής βάσει πληροφόρησης και δεδομένων. Υποστηρίζει τις αποφάσεις σε τομείς για τους οποίους οι μέγα-τάσεις (mega trends) παίζουν καθοριστικό ρόλο και στους οποίους οι αλλαγές συμβαίνουν υποκινούμενες από παράγοντες που επιδρούν μακροπρόθεσμα, όπως η εκπαίδευση, η κατάρτιση και δια βίου μάθηση και η πολιτική για τον προγραμματισμό της αγοράς εργασίας (ETF, 2017). Η μεθοδολογία αυτή χρησιμοποιείται ήδη στην ΕΕ για την πρόγνωση και τη στρατηγική διαχείριση των ανθρώπινων πόρων και σε χώρες όπως η Αυστραλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία για τον προσδιορισμό των στρατηγικών αναγκών δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας και την κατανόηση του αντικτύπου της τεχνολογικής ανάπτυξης. Τα Κλαδικά Συμβούλια Δεξιοτήτων που εφαρμόζονται επίσης, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελούν μία καλή διεθνή πρακτική για την πρόγνωση αναγκών δεξιοτήτων που θα μπορούσε να μεταφερθεί στην Ελλάδα.
Τέλος, αξίζει να απαντηθεί εν συντομία το ερώτημα, γιατί είναι σημαντικό, το ζήτημα των δεξιοτήτων και γιατί θα πρέπει να ενταχθεί σ’ ένα πλέγμα πολιτικών για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Από τη μία, είναι βασική παραδοχή ότι οι υψηλές δεξιότητες σε θέσεις εργασίας αντίστοιχων απαιτήσεων, συναρτώνται θετικά με την παραγωγικότητα της εργασίας. Παράλληλα όμως απαιτείται απαγκίστρωση από το αφήγημα περί ανάγκης απλώς κλαδικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας. Η δομή της εγχώριας οικονομίας – η μονοεξάρτηση σχεδόν από τον τουρισμό, το εμπόριο και τις κατασκευές, αλλά και η πρόωρη αποβιομηχάνιση-, εξηγούν μόνο ορισμένες από τις αντιφάσεις του εγχώριου μοντέλου ανάπτυξης, τις χαμηλές επιδόσεις στην παραγωγή τεχνολογικής καινοτομίας και την θέση της χώρας στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.
Η έμφαση σε στρατηγικές χαμηλού κόστους και σε δραστηριότητες χαμηλής έντασης γνώσης και χαμηλής εξειδίκευσης εξηγούν επιπλέον, πώς η ελληνική οικονομία εγκλωβίστηκε στην «παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος» (Λαμπριανίδης, 2022). Όπως περιγράφεται και αλλού (Γαβρόγλου και Κώτσιος 2021, σελ. 1) «αυτό που μετράει δεν είναι τόσο τι είναι αυτό που κάνεις, όσο πώς και πόσο καλά το κάνεις». Η στροφή σε δραστηριότητες και προϊόντα/υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας απαιτεί εργασίας υψηλών δεξιοτήτων και ανθρώπινη εξειδίκευση και τεχνογνωσία που θα ενσωματώνεται στην παραγωγική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, η κατηγορία των ψηφιακών δεξιοτήτων δεν είναι η μόνη στην οποία απαιτούνται επενδύσεις για την εκπαίδευση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Το ζήτημα των δεξιοτήτων απαιτεί οριζόντια και πολυσχιδή πολιτική καθώς και σχεδιασμό για την ανάπτυξη στρατηγικών τομέων και τη βιομηχανική αναδιάρθρωση υπέρ των «καλών» θέσεων εργασίας.
Ολόκληρη η μελέτη εδώ (αρχείο PDF)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου