EUROKINISSI/Μ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ |
Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων υπήρξε αναμφίβολα η πιο κομβική πολιτική εξέλιξη του 2022. Η σταδιακή αποκάλυψη του πολύμορφου «πανοπτικού», μέσω του οποίου το κεντρικό επιτελείο του επιτελικού μας κράτους (την ακριβή σύνθεση του οποίου θα μάθουμε τελικά μάλλον διά της εις άτοπον απαγωγής) θεωρούσε ότι μπορεί να ελέγξει όχι μόνο τους πολιτικούς του αντιπάλους αλλά και τα στελέχη του δικού του μηχανισμού, είχε καταλυτικές, πλην αντιφατικές συνέπειες.
Από τη μια, έδωσε τη χαριστική βολή στο φιλελεύθερο προσωπείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη και χαντάκωσε για τα καλά τις προοπτικές μετεκλογικής συνεργασίας της με το ΚΙΝ.ΑΛΛ. ως πρόθυμο δεκανίκι. Από την άλλη, δεν φαίνεται να κλονίζει με τίποτα τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των ευρύτερων στρατοπέδων Δεξιάς και Αριστεράς, προδιαγράφοντας ως πιθανότερη εναλλακτική προοπτική μια ακροδεξιά συγκυβέρνηση των δύο Κυριάκων.
«Η Ελλάδα δεν θα γυρίσει πολιτικά στον προηγούμενο αιώνα» | Γ. Οικονόμου (κυβερνητικός εκπρόσωπος), 10.12.2022
Το γεγονός πως οι αποκαλύψεις του τελευταίου εξαμήνου δεν πλήττουν ιδιαίτερα δημοσκοπικά τη Ν.Δ., ούτε διοχετεύουν την όποια κοινωνική δυσαρέσκεια προς τα αριστερά της, δεν είναι καθόλου δυσεξήγητο. Η κοινωνική βάση της ελληνικής Δεξιάς ουδέποτε διακρίθηκε για τις δημοκρατικές της ευαισθησίες· όπως πιστοποιούν αλλεπάλληλα γκάλοπ των τελευταίων δεκαετιών, πάνω από τη μισή εκλογική δύναμή της νοσταλγεί απροκάλυπτα τη χούντα, οι δε υπόλοιποι θα ήταν πλήρως ικανοποιημένοι μ’ έναν άκρως αυταρχικό ηγέτη, όπως ο ιδρυτής του κόμματος.
Για τις μεθόδους διακυβέρνησης αυτού του τελευταίου, αρκεί να θυμηθούμε την παρεμπίπτουσα εκμυστήρευση ενός από τους στενότερους συνεργάτες του: «Ο Καραμανλής ποθούσε ο επί του Τύπου Υπουργός να κατευθύνει τις εφημερίδες και ο επί της Δικαιοσύνης τους δικαστές στα θέματα του Τύπου» (Κ. Τσάτσος, «Λογοδοσία μιας ζωής», Αθήνα 2001, σ.337). Σύμφωνα, άλλωστε, με τον ίδιο τον (αγιοποιημένο πλέον) εθνάρχη, «η πολιτική δεν είναι παρά πόλεμος ψυχολογικός, που δεν τον κερδίζει παρά εκείνος ο οποίος εμπνέει πεποίθησιν και αν θέλης και φόβον» («Κωνσταντίνος. Καραμανλής. Αρχείο», Αθήνα 1997, τ.6ος, σ.199). Με άλλα λόγια, όσο κι αν αυτό δεν αρέσει στους όψιμους λάτρεις του εθνάρχη, ο Κυριάκος βαδίζει απολύτως στα βήματα του προδικτατορικού Καραμανλή − του τόσο μισητού, άλλωστε, από τη μισή τουλάχιστον Ελλάδα της εποχής του.
«Ορισμένα άρθρα “εκτός”»…
Η απουσία εσωτερικής κρίσης της Δεξιάς είναι η μια μόνο πλευρά του νομίσματος. Τι συμβαίνει όμως με την άλλη; Γιατί οι ευρύτερες μάζες, όσες δεν καταπίνουν αμάσητες τις κυβερνητικές δικαιολογίες κι έχουν αντιληφθεί πολύ καλά περί τίνος ακριβώς πρόκειται, δεν δείχνουν να συγκινούνται και τόσο απ’ αυτή την αντιδημοκρατική εκτροπή, ώστε να σηκωθούν -έστω και δημοσκοπικά- από τον καναπέ τους;
Η περιορισμένη ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, γι’ αυτή τη χοντροκομμένη παραβίαση κάθε ιδιωτικότητας στο εσωτερικό της πολιτικής ελίτ, συνδέεται καταφανώς οργανικά με τη γενικότερη απαξίωση της πολιτικής (κι, ακόμη περισσότερο, του πολιτικού κόσμου) που συναντάς όλο και περισσότερο στην ελληνική κοινωνία. Απόρροια των μεγάλων διαψεύσεων της προηγούμενης δεκαετίας και της επώδυνης συνειδητοποίησης πως ο αποφασιστικός λόγος για τις ζωές μας δεν ανήκει στην κάλπη αλλά σε υπερκρατικά επιτελεία δίχως κάποια δημοκρατική νομιμοποίηση, η διάχυτη αυτή αντιπολιτική διάθεση διαχωρίζει ρητά τη σφαίρα των επαγγελματιών της πολιτικής (των δημοσιογράφων και της πλειονότητας των ακτιβιστών συμπεριλαμβανομένων) από την καθημερινότητα, τις έγνοιες και τα συμφέροντα του «απλού πολίτη». Απ’ τη στιγμή που τα dirty tricks του μητσοτακικού επιτελείου ασκούνταν στο εσωτερικό αυτού του κλειστού κόσμου, οι υπόλοιποι πολίτες αισθάνονται πως δεν τους αφορούν και τόσο: «οι πολιτικοί» βγάζουν απλώς τα μάτια ο ένας του άλλου, με τις μεθόδους που οι ίδιοι διαθέτουν και γνωρίζουν.
Και οι δημοκρατικές ελευθερίες; Εχουν περάσει δύο ολόκληρες δεκαετίες από εκείνο το «αντιτρομοκρατικό» καλοκαίρι του 2002, όταν η ελληνική κοινή γνώμη διδάχθηκε μέσω των καναλιών να ταυτίζεται συναισθηματικά, όχι με τον (όποιο) κατηγορούμενο που παλεύει ν’ αποδείξει την αθωότητά του (όπως κατά κανόνα συνέβαινε μέχρι τότε, λόγω μιας παραδοσιακά κληρονομημένης δυσπιστίας για την αξιοπιστία και το δίκιο των κατασταλτικών μηχανισμών), αλλά με την αγωνία των διωκτικών αρχών «να δέσουν την υπόθεση».
Το μάθημα εμπεδώθηκε κι αποδίδει πλέον καρπούς. Πώς να πάρει ο μέσος πολίτης στα σοβαρά κάποιους επώνυμους δημοσιογράφους που σήμερα διαμαρτύρονται για την παρακολούθησή τους, όταν οι ίδιοι ακριβώς προσπαθούσαν επί χρόνια να τον πείσουν για την αναγκαιότητα να λυθούν εντελώς τα χέρια των υπηρεσιών ασφαλείας; Ο Τάσος Τέλλογλου δεν μας καλούσε το φθινόπωρο του 2001, μετά τους δίδυμους πύργους, «να μάθουμε να εκχωρούμε κάποιες από τις ελευθερίες μας» στο όνομα της συλλογικής ασφάλειας, και το 2010 προπαγάνδιζε, μέσω protagon.gr (του Σταύρου Θεοδωράκη), την επιχειρησιακή στήριξη των μνημονίων με μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία», όπου «ορισμένα άρθρα του Συντάγματος πρέπει να βγουν “εκτός” ή να ερμηνευτούν ανάλογα», ώστε να περιοριστεί δραστικά «το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας»; Γιατί ο ακροκεντρώος νοικοκυραίος να ενοχληθεί από το γεγονός πως ο πρωθυπουργός «του» παρακολουθεί με κάθε μέσο τους υφισταμένους του υπουργούς, αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων κ.λπ.; Οπως αναρωτιόταν παλιότερα ρητορικά από τηλεοράσεως μια άλλη κομβική διαμορφώτρια της σημερινής κοινής γνώμης, η δημοφιλής κουμπάρα του εθνάρχη Καραμανλή, Αγγελική Νικολούλη, όλοι αυτοί «τι ύποπτο έχουν άραγε να κρύψουν»;
Ας μη γελιόμαστε. Για να υπάρξει μια κοινωνία που ν’ αντιλαμβάνεται το ξεσάλωμα του predator και την παρακολούθηση των πολιτικών αρχηγών της αντιπολίτευσης ως απειλή (και) για την ίδια, απαιτείται μια μακροχρόνια αντίστροφη διαπαιδαγώγηση, με ξεκάθαρο αξιακό υπόβαθρο τη σταθερή υπεράσπιση των ελευθεριών για όλους και την ανάγκη για στενή -έως ασφυκτική- επιτήρηση των μηχανισμών ασφαλείας. Διαπαιδαγώγηση που δεν είναι δυνατό ν’ ακυρώνεται πανηγυρικά με συμβολικά κλεισίματα ματιού προς τους ίδιους αυτούς μηχανισμούς, όπως η υπερψήφιση του γνωστού προνομιακού «επιδόματος τιμής» των σωμάτων ασφαλείας, τη μέρα ακριβώς που ξεψυχούσε ένα ακόμη θύμα της αυθαιρεσίας τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου