Το βιβλίο της Χρύσας Τζιαφέτα, Padre Camilo: Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις red n’ noir, ήρθε την κατάλληλη ώρα για να καλύψει αυτό το πολύχρονο βιβλιογραφικό κενό
Γράφει ο Γιώργος Κουτσοδιάκος (εκδόσεις Firebrand)
Ο Καμίλο Τόρες, είναι γνωστός και αγαπητός τόσο στα ρεύματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, των κομμουνιστικών και αναρχικών κύκλων όσο και στους θεολόγους που καταπιάνονται με το λατινοαμερικάνικο κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Εντούτοις, ελάχιστα βιβλία έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα τα οποία να φωτίζουν κάπως την θεολογική σκέψη και πρακτική του Τόρες. Και για να είμαστε ακριβείς, μόνο ένα εκδόθηκε από το 1974 μέχρι και σήμερα[1] και έκτοτε τίποτα άλλο, πέρα από ορισμένα εξαιρετικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, κάποιες ανέκδοτες διδακτορικές μελέτες και τέλος κάποια αναφορικά κείμενα σε συγκεκριμένα βιβλία με την ανάλογη θεματολογία.
Το βιβλίο της Χρύσας Τζιαφέτα, Padre Camilo: Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις red n’ noir, ήρθε την κατάλληλη ώρα για να καλύψει αυτό το πολύχρονο βιβλιογραφικό κενό και να μας υπενθυμίσει το εξεγερσιακό λατινοαμερικάνικο φοιτητικό, αγροτικό και θεολογικό κίνημα εκείνων των δεκαετιών, ενάντια σε δικτατορίες οι οποίες ποτέ δεν εξαφανίστηκαν οριστικά από τον χάρτη της Λατινικής Αμερικής αλλά και ουδέποτε κατάφεραν να αφανίσουν τα αντάρτικα κινήματα στην ευρύτερη περιοχή.
Όπως γράφει και η συγγραφέας στην εισαγωγή της, αυτό το βιβλίο αποτελεί μια βιογραφία της έντονης ζωής του Καμίλο Τόρες από τον καιρό που εισάγεται στη Νομική Σχολή το 1947 μέχρι και το θάνατό του στο Πάτιο Σεμέντο, στις γραμμές των ανταρτών του ELN[2]. Ωστόσο, συνεχίζει, ο Καμίλο δεν χρειάζεται απολογητές της ζωής και του έργου του, γιατί η δική του μαρτυρία, μέσα από τα ίδια του τα κείμενα, μιλάει από μόνη της, δεν χρειάζεται να συστήσει τον εαυτό του, ούτε χρειάζεται συστατικές επιστολές για το έργο του, ο αιμάτινος δρόμος είναι και ο θεριστικός καρπός της μαρτυρίας του[3].
Το βιβλίο περιέχει, μια εκπληκτική παράθεση αποσπασμάτων ή και ολόκληρων κειμένων και ομιλιών, μεταφρασμένων από τα ισπανικά, που έδινε κάθε τόσο ο Καμίλο. Χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια τα οποία μας εισαγάγουν, με χρονολογική σειρά, στην κατάσταση της Κολομβίας, με τη διακυβέρνηση του Συντηρητικού Κόμματος και την αυξημένη λαϊκή δυσαρέσκεια, το κύμα των πολύνεκρων συγκρούσεων και διαμαρτυριών που έμειναν γνωστές ως «Μπογκοτάσο», την μετέπειτα περίοδο που ονομάστηκε «Λα Βιολένσια [η βία]» λόγω των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ των φιλελεύθερων και των συντηρητικών και τη σύντομη, αλλά με πολλούς νεκρούς, δικτατορία του Εθνικού Μετώπου[4].
Οι πανεπιστημιακές σπουδές του Καμίλο στη νομική και ιερατική σχολή και αργότερα στην κοινωνιολογία στην Ευρώπη και η επαφή του με ευρωπαίους διανοούμενους, αλλά κυρίως η δίψα του για κοινωνική δικαιοσύνη, ήταν αυτές που καθόρισαν και επηρέασαν τις μετέπειτα επιλογές του.
Στην πρώιμη σκέψη του και αφότου είχε χειροτονηθεί παπάς, αγωνιά και εμπλέκεται από νωρίς στις συζητήσεις για τα κοινά, αναγνωρίζει την ανεπάρκεια της Εκκλησίας επάνω στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, την οποία θεωρεί πως την απασχολεί, σχεδόν αποκλειστικά, η λεγόμενη «πνευματική» καθοδήγηση, εναποθέτοντας στα βίαια χέρια του κράτους την «υλική» καθοδήγηση του λαού.
Ο Καμίλο ήταν σίγουρος ότι η αγάπη μπορούσε να μεταμορφώσει τις κοινωνίες, αλλά δεν την εξαντλούσε σε πράξεις φιλανθρωπίας. Η εκούσια δέσμευση στην αλληλεγγύη των αναγκεμένων ήταν μια πράξη αγάπης, η οποία σαφώς και δεν ανήκε στον κόσμο των πλατωνικών ιδεών. Η αγάπη που παροξύνεται, αναζητά με το λυχνάρι της, τους αλύτρωτους στα περιθώρια και στα άκρα της, δεν διψά για τη βία αλλά και δεν φοβάται να θέσει τα αγαπημένα της παιδιά ενώπιον μιας επανάστασης για να συνεχίζει να βασιλεύει η πρώτη. Μέσα σ’ αυτόν τον παροξυσμό της αγάπης, η διορατική του ματιά έβλεπε ότι μόνο μέσα από τη συσπείρωση όλων των αριστερών και κομμουνιστών μαζί με τους χριστιανούς, θα μπορούσε να επιτευχθεί η επαναστατική αλλαγή. Στις ομιλίες του, επαναλάμβανε αυτό το πνεύμα ενότητας ενάντια στο πνεύμα της διαβολής και της μηδενιστικής αντιμετώπισης μεταξύ συντρόφων και αδελφών, «ένας αληθινός χριστιανός πρέπει να συνεργάζεται με όλους τους επαναστάτες που προσπαθούν να αλλάξουν τις παρούσες άδικες και καταπιεστικές δομές»[5].
Η Κολομβιανή ιεραρχία και συγκεκριμένα ο αρχιεπίσκοπος Κόντσα, δεν μπορούσε να βρει κάποιο θεολογικό κενό ώστε να τον κατηγορήσει για αίρεση, του προσήψε όμως ότι είχε ιδέες οι οποίες ήταν ασυμφιλίωτες με το κοινωνικό δόγμα της Εκκλησίας[6] για να πάρει άμεσα απάντηση με την υπογραφή μιας πολυάριθμης ομάδας κοσμικών προσωπικοτήτων, η οποία είχε ως εξής: «δεν έχουμε δει στις τοποθετήσεις του πατέρα Τόρες καμία ασυμφιλίωτη ιδέα με το δόγμα της Εκκλησίας»[7].
Η ώριμη σκέψη του Καμίλο, γιατί περί αυτού επρόκειτο, τον οδήγησε μακριά από κάθε σχέση με τον κοινοβουλευτισμό, το κράτος και την εμπλοκή στη διαπλοκή της πολιτικής μέσα από τους θεσμούς. Το βιβλίο της Χρύσας Τζιαφέτα αναλύει με σεβασμό τις σκέψεις και τα γεγονότα που οδήγησαν τον Καμίλο Τόρες στο αντάρτικο. Δεν έχει τόση σημασία η απόδοση ευθυνών στην ηγεσία του ELN και στο γεγονός ότι ένας διανοούμενος παπάς, αρματωμένος και άπειρος στις ένοπλες συγκρούσεις, σκοτώθηκε τελικά στα βουνά της Κολομβίας, ενώ θα ήταν περισσότερο χρήσιμος αν έμενε ζωντανός ώστε να συνεχίσει το έργο του. Άλλωστε και στο Ελ Σαλβαδόρ, τον Μάρτη του 1980, οι παρακρατικοί δολοφόνησαν τον ειρηνοποιό αρχιεπίσκοπο Όσκαρ Ρομέρο, όχι την ώρα που βρισκόταν σε κάποιο βουνό αρματωμένος με φισεκλίκια, αλλά την ώρα που τελούσε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, «ανάμεσα στο ιερό και στο θυσιαστήριο»[8].
Ο Καμίλο, στα μέσα των προσωπικών του εσχάτων, συνειδητοποίησε το ρόλο των ανένταχτων και αγάπησε όλους εκείνους τους φοιτητές, εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες και διανοούμενους που δεν ανήκαν σε κανέναν κόμμα και τάσσονταν υπέρ της εκλογικής αποχής. Ο ίδιος πίστευε ότι αυτό το ανένταχτο επαναστατικό σώμα, μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα δυνατό κίνημα το οποίο «θα χτυπούσε τόσο το σύστημα μέχρι να το δει εντελώς γκρεμισμένο»[9], θυμίζοντάς μας με αυτά τα λόγια, έναν άλλο εξεγερμένο παπά, τον κατά τέσσερις αιώνες αρχαιότερο Τόμας Μίντσερ, ο οποίος είχε γράψει κάτι παρόμοιο: «ρίξτε κάτω τους πύργους τους! Όσο καιρό ζουν, δεν θα μπορέσετε να αδειάσετε από τον φόβο του ανθρώπου»[10].
Οι συσχετισμοί στην Λατινική Αμερική ωστόσο, έχουν αλλάξει. Αρκετά από τα πτωχά παιδιά της Ηπείρου γυρίζουν την πλάτη τους στις διδασκαλίες των θεολόγων της απελευθέρωσης και τρέχουν πίσω από τις «νέες» θεολογίες της ευημερίας. Μεταξύ της επιλογής στην απόλυτη φτώχεια και της εκούσιας αυτοθυσιαστικής προσφοράς στον βωμό του Μαμωνά της αδικίας, επιλέγουν το εφήμερο του τελευταίου. Στο παραμυθητικό επίμετρο της, η συγγραφέας, «ανασταίνει» τον Padre Camilo και τον βλέπει να εισέρχεται ξανά εν δυνάμει, με ένα νέο σώμα, στον 21ο αιώνα και να μας ερμηνεύει το μυστήριο της ιστορίας, από έναν άλλο τόπο χαράς και δικαιοσύνης, εκεί όπου «όταν ο πλησίον μου δεν θα έχει τίποτα εναντίον μου, όταν θα έχω πραγματοποιήσει την επανάσταση, θα ξαναπροσφέρω τη θεία λειτουργία, εάν ο Θεός μου το επιτρέψει»[11].
___________________________________________________________________________
[1] Καμίλο Τόρρες, Λαϊκή Ενότητα Επανάσταση! και άλλα κείμενα, εκδόσεις Μνήμη, Αθήνα 1974.
[2] Χρύσα Τζιαφέτα, Padre Camilo: Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες, Red n’ Noir, Αθήνα 2022, σ.15.
[3] Κορινθίους Β’, 3:1-4.
[4] Χρύσα Τζιαφέτα, Padre Camilo: Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες, σ. 19-30.
[5] Όπ.π., σ.80.
[6] Όπ.π., σ.111.
[7] Όπ.π., σ.112.
[8] Ματθαίος 23: 35.
[9] Χρύσα Τζιαφέτα, Padre Camilo: Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες, σ.75.
[10] Γιώργος Κουτσοδιάκος, Τόμας Μίντσερ – ο εξεγερμένος προφήτης, Firebrand 2021, Αθήνα, σ. 123.
[11] Χρύσα Τζιαφέτα, Padre Camilo: Η σκέψη και η δράση του Καμίλο Τόρες, σ.80.
*****
Κολομβία των δεκαετιών του 1950 και 1960, στην δίνη των αμερικανικών επεμβάσεων, του ψυχρού πολέμου και της κουβανικής επανάστασης. Στη χώρα με τα ιλιγγιώδη ταξικά χάσματα και τον ακαπίστρωτο πολιτικό αυταρχισμό, Καμίλο Τόρες (1929-1966) λεγόταν ο Καθολικός ιερέας ο οποίος αφιερώθηκε στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης μέχρις εσχάτων, κυριολεκτικά. Πρόδρομος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης (η οποία τυπικά αναδύθηκε στην Κολομβία δ;yο χρόνια μετά τον θάνατό του), ο Τόρες κατέστη σημείο αντιλεγόμενο, όχι τόσο λόγω της κοινωνικής στράτευσής του γενικά, αλλά ειδικά λόγω της προσχώρησής του στην επαναστατική βία.
Η Χρύσα Τζιαφέτα μάς δίνει ένα εξαιρετικό βιβλίο, καθόσον κεντά τη μορφή του Τόρες πάνω στον πληρέστερο δυνατόν καμβά: στη μελέτη της ιστορικής και κοινωνικής συνάφειας, της ιδιοπροσωπίας της χώρας, του στίγματος προσώπων, ρευμάτων και ιδεών. Η γνώση της ισπανικής γλώσσας και η γνωριμία της με τη Λατινική Αμερική εκ του σύνεγγυς, της έχουν χαρίσει πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές, κείμενα και φωτογραφίες. Η καρδιά της είναι ξεκάθαρα με τον Padre Camilo, μα ταυτόχρονα ξεδιπλώνει μια κορυφαία αρετή: την πραγματικά ερευνητική ματιά της, η οποία κοπιάζει για να αναδείξει όλες τις διαστάσεις, φωτεινές και σκοτεινές πλευρές κάθε ιδεολογικού χώρου, ελπίδες και αντιφάσεις, αυτοθυσίες και σκοπιμότητες.
Το βιβλίο παρουσιάζει όλη την πορεία τού Τόρες, από τη γέννησή του σε μεγαλοαστική μη θρησκευόμενη οικογένεια ώς τις σπουδές του στην Ευρώπη (όπου γνωρίστηκε με τον αριστερό Καθολικισμό) και την ασίγαστη δράση του στην Κολομβία. Ετσι, παρακολουθούμε τη διαμόρφωση της ουτοπίας του, την εξέλιξη της σκέψης του, την προσπάθειά του να φέρει σε συνεργασία όλες τις αριστερές δυνάμεις, το ταξίδι του προς την άκρα ριζοσπαστικοποίηση. Ο Τόρες τελικά εντάχθηκε στο μαρξιστικό αντάρτικο της κολομβιανής ζούγκλας στα τέλη του 1965 και σκοτώθηκε στην πρώτη του μάχη, 15 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους.
Εχει καίρια σημασία να προσέξουμε το εξής: για τον παπα-Καμίλο η χριστιανική πίστη αποτελεί μήτρα εξέγερσης. Η οπτική του, δηλαδή, είναι ολότελα διαφορετική από την εννόηση της πίστης ως απλού αναλγητικού (κατά τον Μαρξ) ή ως εργαστηρίου δουλικής συνείδησης (κατά τον Μπακούνιν), αλλά και από τη λενινιστική προφητεία πως, όταν οι χριστιανοί επαναστάτες ωριμάσουν, θα περάσουν στην αθεΐα. Αντίθετα, ο Τόρες είναι από τις περιπτώσεις όπου η σύγκρουση του πιστού με την κοινωνική αδικία γίνεται λόγω της πίστης του και όχι παρά την πίστη του. Είναι πολύ σημαντικό στο προκείμενο ότι η συγγραφέας λογά και από πολιτική και από θεολογία, πράγμα δυσεύρετο μέσα στον παχυλό θρησκευτικό αναλφαβητισμό πολλών πολιτικών χώρων.
Ο Τόρες έδινε έμφαση όχι στην περιστασιακή ελεημοσύνη, αλλά στον κοινωνικό μετασχηματισμό, δηλαδή στην εξάλειψη των παραγόντων οι οποίοι γεννούν εξαθλίωση. Εμφαση (προσθέτω) που έχει ριζώματα στη Βιβλική και στην Πατερική παράδοση, όσο κι αν αυτό αποσιωπάται στους θρησκευτικούς χώρους. «Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχε ούτε το πλήθος των εξαθλιωμένων», έλεγε τον 4ο αιώνα ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, και ο άγιος Αστέριος Αμασείας συμπλήρωνε: «Είναι αδύνατο να συγκεντρωθεί τεράστιος πλούτος δίχως να διαπραχθεί αμαρτία». Για τον Τόρες το αίτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού πηγάζει ακριβώς από την πρωτοκαθεδρία που έχει στο Ευαγγέλιο η αγάπη.
Ο padre Camilo αμφιταλαντεύτηκε για καιρό μεταξύ ειρηνικής και βίαιης κατάληψης της εξουσίας. H Τζιαφέτα καταγράφει την ταραχή την οποία προκάλεσε ακόμα και σε κοντινούς συνεργάτες του η κατάληξή του στη βίαιη. Στην επιλογή αυτή έχουμε μια σπαραχτική αναμέτρηση του χριστιανού (και μάλιστα κληρικού) με τον ίδιο του τον εαυτό, πράγμα που καθιστά την εν λόγω επιλογή ακραία αυτοθυσιαστική πράξη, υπό την έννοια ότι για τον ίδιο συνιστά ρίσκο όχι μόνο ζωής αλλά και ψυχής – σωτηρίας. Ωστόσο για τον Τόρες αυτή η βία (βία για χάρη των θυμάτων της ιστορίας, κι όχι για σταυροφορικά ιδεώδη) είναι θέλημα Θεού, ο οποίος λαχταρά να αλλάξει ετούτος ο κόσμος της απανθρωπιάς, της συστημικής αμαρτίας.
Θέματα δύσκολα, σύνθετα και φυσικά στασιαζόμενα, συνάρτηση πολλών συνθηκών και ποικίλων κριτηρίων. Για τον Τόρες η επαναστατική βία δεν μπορεί να είναι πατερναλιστική, δηλαδή πράξη μιας φωτισμένης πρωτοπορίας η οποία ποδηγετεί τις λαϊκές μάζες. Επέμενε ότι ο αγώνας δεν πρέπει να είναι απλώς για τους φτωχούς, αλλά με τους φτωχούς: αγώνας των ίδιων των φτωχών, άμυνα του λαού στην επίθεση της τυραννίας και επιβεβαίωση της λαϊκής κυριαρχίας την οποία, υπό ειρηνικές συνθήκες, οι ολιγαρχίες αποτρέπουν με πραξικοπήματα ή με νομότυπα τεχνάσματα.
Τι είναι τελικά ένα βιβλίο που σε προκαλεί να σκεφτείς, να αναστοχαστείς και (επιτέλους) να διαλεχθείς; Ευτύχημα μόνο.
*Αναπληρωτής καθηγητής στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας, διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου