Γράφει η Δέσποινα Σπανούδη
Όταν το 1985 ήρθα για πρώτη φορά στην Ικαρία, έπαθα πολιτισμικό σοκ. Ήταν τότε που οι πρώτοι ανήσυχοι νέοι, ανακάλυπταν το νησί ως τόπο εναλλακτικού και άφραγκου τουρισμού. Αφού πρώτα είχαμε «ανακαλύψει» την Αντίπαρο, την Ίο, την Μήλο, την Αμοργό, την Πρέβελη, την Γαύδο, τα Κουφονήσια, είχε ξεκινήσει και η απόβαση στην Ικαρία, όπου μέχρι τότε οι επισκέπτες πήγαιναν στα Θέρμα για ιαματικά.
Εκείνη τη μακρινή εποχή στον Αρμενιστή υπήρχαν κάποια ταβερνάκια, στην παραλία κάναμε ελεύθερο κάμπινγκ και στον Να έφτανες με χωματόδρομο για να κατασκηνώσεις στο ποτάμι και να κάνεις γυμνισμό.
Το 1985 η ζωή ήταν διαφορετική παντού. Για παράδειγμα ταξιδεύαμε ακόμη με ωτοστόπ, αλλά στην Ικαρία δεν χρειαζόταν ούτε καν αυτό. Απλώς περπατούσες στο πλάι του δρόμου και το πρώτο αμάξι που περνούσε θα σταματούσε για να σε πάρει, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας. Βέβαια δεν ήταν σίγουρο ότι θα έφτανες κατευθείαν στον προορισμό σου. Στο δρόμο ο οδηγός μπορεί να έβρισκε κάποιον που τον χρειαζόταν ή να σταματούσε για κάποια δική του δουλειά και φυσικά θα βοηθούσες και συ.
Όταν περπατούσες στα δρομάκια των χωριών συνήθως σε φώναζαν να κάτσεις και να σε κεράσουν ένα σταφύλι από την κληματαριά ή ένα κρύο νερό ή ένα γλυκό βύσσινο. Αν καθάριζαν φασολάκια για το μεσημέρι, θα έπαιρνες ένα μαχαίρι, ασχέτως αν θα έμενες για φαΐ. Και αν καθόσουν σε καφενείο και οι μαγαζάτορες έτρωγαν, θα τάιζαν και σένα.
Το 1985, το σέρβις γενικά δεν ήταν καλό, αλλά στην Ικαρία δεν υπήρχε ούτε σαν έννοια. Αν ήθελες να φας ή να πιείς καφέ, έπρεπε να πας μέχρι την κουζίνα του μαγαζιού να βοηθήσεις την κατάσταση. Τα ωράρια επίσης ήταν λέξη ανύπαρκτη. Τα μαγαζιά που εξυπηρετούσαν βασικές ανάγκες στο Χριστό στις Ράχες, όπως για παράδειγμα το φαρμακείο ή το κουρείο, άνοιγαν πολύ μετά τη δύση του ήλιου και ποτέ δεν ήταν σίγουρο το πόσο μετά. Έξω από τέτοια μαγαζιά υπήρχαν καρέκλες για να κάθονται οι πελάτες να περιμένουν. Και αν προσπαθούσες να μάθεις ή να κανονίσεις κάτι σε περιγελούσαν. Εσείς οι Αθηναίοι έλεγαν, δε βαρεθήκατε να είστε στη μπρίζα;
Μια άλλη άγνωστη έννοια ήταν η κλοπή. Στον φούρνο, ο φούρναρης είχε σηκωθεί από τις 4 για να ψήσει τα ψωμιά, όπως όλοι οι φουρνάρηδες του κόσμου. Όμως μετά έφευγε, πήγαινε σε άλλες δουλειές ή για ύπνο και οι πελάτες έπαιρναν μόνοι τους το ψωμί και άφηναν τα λεφτά στον πάγκο. Το ίδιο και στο μπακάλικο. Αν δεν έβρισκες κανένα, άφηνες τα λεφτά. Οι ντόπιοι τα έγραφαν σε τεφτέρι και τα ξοφλούσαν αργότερα. Μια ακριβή φωτογραφική που μας έπεσε από τη μηχανή, την βρήκαν και την επέστρεψαν, όταν εμφάνισαν το φιλμ και αναγνώρισαν τα πρόσωπα στις φωτογραφίες.
Τα πανηγύρια στη λοιπή Ελλάδα, ήδη από τη δεκαετία του 70, τα έκαναν οι ταβέρνες και τα καφενεία των χωριών και η μουσική που έπαιζαν ήταν λαϊκό σκυλάδικα –βρε μελαχρινάκι / με πότισες φαρμάκι– και δημοτικά με παρόμοιο ήχο. Ο κόσμος έδινε παραγγελιές με λεφτά στο κούτελο του οργανοπαίχτη, οι παρέες σηκώνονταν να χορέψουν αυστηρά με τη σειρά, τα τσιφτετελοειδή έδιναν και έπαιρναν. Στην Ικαρία τα πανηγύρια διοργάνωνε όλο το χωριό. Τα όργανα ήταν βιολιά και η μουσική δεν είχε και μεγάλη ποικιλία. Ξεκινούσε με ταγκό και βαλς και συνέχιζε με ολίγα νησιώτικα μέχρι να ξεκινήσει ο Ικαριώτικος ορχηστρικά, χωρίς τραγούδι. Όλοι μικροί- μεγάλοι, τουρίστες και ντόπιοι, ημεδαποί και αλλοδαποί χόρευαν, οι μεν ντόπιοι τον Ικαριώτικο με τα καμιά 30αριά διαφορετικά βήματα, οι δε υπόλοιποι ότι καταλάβαιναν. Πιασμένοι όλοι μαζί, χάναμε το ρυθμό, πατούσαμε τους ντόπιους, κανείς δεν έδινε σημασία. 10, 15 ή 20 ώρες μετά, συνέχιζε να παίζει ο Ικαριώτικος μέχρι τελικής πτώσης. Έτσι κι αλλιώς από ένα σημείο και πέρα, είχαν πιεί όλοι τόσο κρασί που ό,τι και να παίζονταν, διαφορά δεν είχε.
Μερικές φορές πηγαίναμε από το ένα πανηγύρι στο άλλο. Και τότε, στις 2 ή στις 3 το πρωί, χαιρετούσαμε στη διαδρομή ανθρώπους που δούλευαν, άπλωναν τη μπουγάδα ή σκούπιζαν στην αυλή γιατί οι περισσότεροι οικισμοί στην Ικαρία είναι διάσπαρτοι και τα σπίτια μακριά το ένα από το άλλο.
Πήγα και την επόμενη χρονιά στην Ικαρία και την μεθεπόμενη και πάντα κατεβαίνοντας από το πλοίο ένοιωθα να βρίσκομαι σε ένα τόπο οικείο όπως νοιώθει κανείς τον τόπο του. Ήταν το μόνο μέρος που το να μιλάς με ηλικιωμένους ήταν πιο ενδιαφέρον και ευχάριστο από το να μιλάς με συνομήλικους. Το χιούμορ, η θυμοσοφία και η αμεσότητα των ανθρώπων έκαναν ακόμη και τα πιο απλοϊκά συμπεράσματα να ακούγονται σαν αποστάγματα φιλοσοφίας και τις πιο απλές αφηγήσεις, ωραίες ιστορίες. Και αυτή η γλώσσα, που έρεε τραγουδιστά, διάσπαρτη από αρχαϊκές λέξεις έκανε ακόμη πιο ξεχωριστή κάθε συνομιλία.
Στην Ικαρία έμοιαζε να ζουν οι πιο σοφοί άνθρωποι στον κόσμο σε μια σχεδόν αταξική κοινωνία. Άμα άναβε φωτιά, έπεφταν όλοι να τη σβήσουν, άμα κάποιος είχε μια ατυχία, έπεφταν όλοι να τον βοηθήσουν, άμα χρειάζονταν να ανοίξουν ένα δρόμο, να χτίσουν ένα τοίχο ή να μεταφέρουν το νερό, όλοι μαζί το έφτιαχναν και το πλήρωναν. Αν κάποιος δεν είχε να πληρώσει το ψωμί, δεν το πλήρωνε και ο φούρναρης προτιμούσε να χάσει ένα δύο καρβέλια, παρά το χρόνο του όλη μέρα να φυλάει τα ψωμιά. Ετσι κι αλλιώς, άμα του ζητούσαν, θα το δινε και τσάμπα σε όποιον είχε ανάγκη. Αλληλεγγύη, ειλικρίνεια και εντιμότητα είναι τα μυστικά για να ευημερεί μια κοινωνία και η Ικαρία τα γνώριζε αυτά τα μυστικά και μέσα στην φτώχεια της ευημερούσε, παρότι εξακολουθούσαν να φεύγουν μετανάστες και παρότι δεν είχαν παρά ελάχιστα εισοδήματα.
Τώρα τόσα χρόνια μετά που ξανάρθα στην Ικαρία, τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτε δεν είναι όπως παλιά. To σέρβις είναι άψογο, τα τουριστικά παραθαλάσσια χωριά έχουν μεγαλώσει και «αξιοποιηθεί», οι δρόμοι φτάνουν σε περισσότερα μέρη, το ρεπερτόριο στα πανηγύρια και οι ορχήστρες έχουν διευρυνθεί, πλέον υπάρχει πιο έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση, ιδιοποίηση αιγιαλών και παράκτιων εκτάσεων, πολιτισμική ενοποίηση με τον υπόλοιπο κόσμο. Όμως τα πανηγύρια συνεχίζουν να γίνονται από συλλόγους και τα έσοδα να πηγαίνουν σε κοινωφελείς σκοπούς, ο κόσμος εξακολουθεί να μην κλειδώνει και να μην φυλάγεται, εξακολουθεί να θεωρεί αυτονόητη την αλληλοβοήθεια και την προσφορά, να είναι ευγενικά περήφανος, άμεσος, με χιούμορ, με τραγουδιστή προφορά. Οι Ικαριώτες εξακολουθούν να νοιώθουν ότι ο κόσμος είναι καλύτερος άμα τον μοιράζεσαι.
Πώς άραγε έγινε και σε αυτή τη γωνιά της χώρας, οι άνθρωποι απέκτησαν μια τόσο ξεχωριστή στάση ζωής; Αυτή τη φορά αναρωτήθηκα και νομίζω ότι τελικά η απάντηση δεν είναι δύσκολη.
Το φαινόμενο της Ικαρίας εξηγείται άμα την κοιτάξεις. Ένα ψηλό και απόκρημνο βουνό, που καταλήγει απότομα στη θάλασσα, βράχια, γκρεμοί, λίγες παραλίες, ελάχιστοι κολπίσκοι, απότομα και καταπράσινα φαράγγια που διασχίζουν ποτάμια που καταλήγουν στη θάλασσα. Η «αλίμενος Ικαρία» δεν είχε λιμάνια για να αράξουν πλοία, δεν είχε πρόσβαση από τις ακτές για την ορεινή ενδοχώρα, δεν είχε τίποτε εύκολο για να αναπτυχθεί και να πλουτίσει. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας από τα βυζαντινά χρόνια. Είχε όμως μέρη να κρυφτείς, πολλά νερά και πράσινο. Και έτσι, στο ταραγμένο Αιγαίο που πολύ συχνά και για μεγάλες περιόδους το λυμαίνονταν πειρατές, οι Ικαριώτες κατάφερναν να περνούν απαρατήρητοι. Από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, όταν τα άλλα νησιά του Αιγαίου καταστράφηκαν ολοσχερώς από πειρατές και οι πληθυσμοί τους κατασφάχτηκαν, οι Ικαριώτες αποφάσισαν να κρυφτούν. Άδειασαν τις ακτές, σκόρπισαν επάνω στα βουνά, έφτιαξαν μικρά και χαμηλά πέτρινα σπίτια (από πέτρα άλλο τίποτε), βρήκαν μέχρι και τρόπους για να μη φαίνεται ο καπνός. Το νησί φαινόταν ακατοίκητο και οι πειρατές το προσπερνούσαν. Οι Ικαριώτες έγιναν από μόνοι τους αόρατοι, γύρισαν τα ρολόγια της ιστορίας αιώνες πίσω και μπήκαν στην περίοδο της αφάνειας όπως την ονόμασαν, μια σκληρή και φτωχική ζωή, ίδια για όλους. Μια ζωή αποκομμένη από τα πάντα που για να τη ζήσεις χρειαζόσουν οπωσδήποτε τους γύρω σου. Το μεγαλύτερο έγκλημα ήταν να έβαζες χέρι στις κοινές προμήθειες που έκρυβαν σε διάφορα μέρη για ώρα ανάγκης. Όσο και αν πεινούσες, αυτό δεν μπορούσες να το κάνεις. Προκειμένου να επιβιώσουν, η υπέρτατη αξία ήταν τα κοινά και η αλληλεγγύη και βέβαια άντρες και γυναίκες είχαν την ίδια προσφορά και την ίδια συμμετοχή. Η αφήγηση λέει ότι πρώτος Τούρκος αγάς που ήρθε στο νησί να εισπράξει φόρους ζήτησε να τον μεταφέρουν με φορείο. Οι δύο που τον μετέφεραν τον πέταξαν στον γκρεμό. Όταν ο εκπρόσωπος του Σουλτάνου συγκέντρωσε τον πληθυσμό και ρώτησε ποιοι ήταν οι δράστες, του απάντησαν με μια φράση που έμεινε παροιμιώδης: «Ούλοι εμείς εφέντη». Οι Τούρκοι τελικά θα σκέφτηκαν ότι αυτός ο αραιοκατοικημένος βραχότοπος δεν άξιζε τον κόπο, οπότε τους άφησαν στην ησυχία τους και δεν έστειλαν αξιωματούχους για αιώνες. Η καλύτερη καταγραφή της περιόδου, μιλά για ένα νησί χιλίων κατοίκων που ήταν οι φτωχότεροι στο Αιγαίο. Έτσι αυτή η κοινότητα ανθρώπων συνέχιζε να μην έχει λόγους να διαιρεθεί, αφού δεν υπήρχαν φίλοι και εχθροί των κατακτητών, ευνοημένοι και αδικημένοι, αφέντες και υποτακτικοί.
Η Τουρκοκρατία έληξε εντελώς αναίμακτα το 1912, όταν οι Ικαριώτες είπαν στην μικρή τουρκική φρουρά του νησιού να φύγουν και σύμφωνα με τοπικές αφηγήσεις «μερικοί παρακαλούσαν να μη τους διώξομε, να μείνουν εδώ μαζί μας». Το ελληνικό κράτος δεν έδωσε καμιά ιδιαίτερη σημασία στο νησί και έτσι η «Ελεύθερη Ικαρία» έμεινε ανεξάρτητη για 5 μήνες μέχρι τελικά να ενωθεί –μετά από απόφαση της συνέλευσης νησιού– με την λοιπή Ελλάδα.
Η μαζική μετανάστευση έφερε τον κόσμο πιο κοντά στην Ικαρία αφού οι μετανάστες, παρέμεναν πάντα στενά δεμένοι με το νησί τους και επέστρεφαν με κάθε ευκαιρία.
Στη διάρκεια της ιταλογερμανικής κατοχής, το νησί λιμοκτόνησε, οι απώλειες από την πείνα ήταν μεγάλες και πολλοί Ικαριώτες πέρασαν κρυφά στην Τουρκία και από εκεί στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Οι περισσότεροι επέστρεψαν το 1946. Από τότε και ως το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1949, πάνω από 13.000 άνθρωποι εξορίστηκαν στην Ικαρία. Ένας από αυτούς ήταν και ο πεθερός μου Λουκάς Αγραφιώτης, που ήρθε νεαρός εξόριστος στον Άγιο Κήρυκο. Ο πεθερός μου ήταν ένα παιδί από αγροτική οικογένεια που έγινε κομμουνιστής στα χρόνια της κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Πήγε εξορία και στη Μακρόνησο και στη Γυάρο και μετά επέστρεψε στη Λιβαδειά απ’ όπου δεν ξανάφυγε, αλλά δεν ξέχασε ποτέ την Ικαρία. Περάσαμε πολύ όμορφα, μας έλεγε με νοσταλγία. Ζήσαμε, γιατί ο κόσμος μέσα στη φτώχεια του άνοιξε τα σπίτια του και μας έβαλε μέσα. Άλλος κόσμος εκεί, άλλοι ανθρώποι.
Ούτε οι Ικαριώτες ξέχασαν ποτέ τους εξοριστους. Τα σκληρά και δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, οι εξόριστοι κομμουνιστές ταίριαξαν μια χαρά με τους ντόπιους. Στον Άγιο έχτισαν φούρνο και έφτιαχναν ψωμί για το νησί, όσα πράγματα έστελναν για τους εξόριστους τα έβαζαν μαζί με τα ελάχιστα που είχαν οι ντόπιοι και τα μοίραζαν εξίσου, δούλεψαν όλοι μαζί και έφτιαξαν πεζούλες, δρόμους, δεξαμενές και άλλα έργα. Και εκείνα τα χρόνια χωρίς ιδιαίτερες επικοινωνίες με τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς τηλεόραση, κινητά και διαδίκτυο, εξόριστοι και ντόπιοι κουβέντιασαν πολύ μεταξύ τους. Ο κομμουνισμός, με την έννοια της ισότητας και της κοινοκτημοσύνης, ήταν μια φιλοσοφία που ταίριαζε στους Ικαριώτες. Βέβαια στην πραγματικότητα, η αναρχία θα τους ταίριαζε καλύτερα, αλλά ανάμεσα στους εξόριστους δεν υπήρχαν και τόσοι αναρχικοί. Εν πάση περιπτώσει, η Ικαρία έκτοτε έγινε το κόκκινο νησί της χώρας και μέχρι πρόσφατα το ΚΚΕ και λοιπή Αριστερά κατέγραφαν σχεδόν καθολικά ποσοστά στις εκλογές. Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες εξάλλου, η οικονομία ήταν κυρίως ανταλλακτική και το όποιο εισόδημα ήταν εισαγόμενο από ναυτικούς και μετανάστες. Ο καπιταλισμός ήρθε στην Ικαρία περίπου την ίδια εποχή που ήρθα και εγώ, μαζί με τους πρώτους τουρίστες.
Σήμερα η Ικαρία μετεωρίζεται ανάμεσα στην έλξη της ομογενοποίησης και της «ανάπτυξης» και στην ιδιαιτερότητα που την κάνει ακόμη ξεχωριστή.
Όπως όμως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στο μέλλον, αξίζει να την αναγνωρίσουμε ως ένα μέρος που η γεωγραφία καθόρισε μια ιδιόμορφη κοινωνική εξέλιξη και διέσωσε μέχρι τις μέρες μας ένα υπόδειγμα μιας περίπου ιδανικής κοινωνίας: ειρηνικής, χαρούμενης, με αυτάρκεια, με ισορροπία με τη φύση, με σοφία και αλληλεγγύη. Και περήφανης για αυτό που είναι.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου