EUROKINISSI/ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ
Επαληθεύονται πλήρως τα ευρήματα της αρχικής μελέτης των καθηγητών Λύτρα-Τσιόδρα, του περασμένου Δεκεμβρίου, που η κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να υποβαθμίσει (αρνιόταν ακόμα και ότι τη γνώριζε), προκειμένου να κρύψει την εγκληματική της εμμονή στην εγκατάλειψη του ΕΣΥ, που κόστισε χιλιάδες ζωές στην πανδημία.
Επισφραγίζει η εκτεταμένη έκδοση της μελέτης ότι το υψηλό φορτίο διασωληνωμένων ασθενών στο σύστημα Υγείας, η νοσηλεία διασωληνωμένων ασθενών εκτός ΜΕΘ και η νοσηλεία εκτός Αττικής είναι ένας θανατηφόρος συνδυασμός στην εποχή μας, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πιο εκτεταμένες επενδύσεις στην υγειονομική περίθαλψη.
Μπορεί στο δεύτερο αυτό
σκέλος της μελέτης να μη συμμετέχει ο σύμβουλος της κυβέρνησης για τον
νέο κορονοϊό, καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Σωτήρης Τσιόδρας, αλλά τα συμπεράσματα του Θεόδωρου Λύτρα, επίκουρου
καθηγητή Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, αποκαλύπτουν
με ενάργεια το πώς διαχειρίστηκε η κυβέρνηση την πανδημία.
Θεόδωρος Λύτρας |
Σύμφωνα με τη μελέτη, έχουμε επιδείνωση της θνησιμότητας κατά το επίμαχο διάστημα. Συγκεκριμένα, από 14.011 διασωληνωμένους ασθενείς με Covid-19, οι 10.466 (74,7%) απεβίωσαν. «Μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2021 παρατηρείται επιδείνωση της θνητότητας κατά 21% για ορισμένο φορτίο ασθενών, σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο», επισημαίνει ο Θ. Λύτρας. «Μάλιστα», σημειώνει, «αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη αν νοσηλεύεσαι στην επαρχία: άλλο ένα +64% σε σχέση με την Αθήνα, ενώ πριν από την 1η Σεπτεμβρίου η διαφορά επαρχίας-Αθήνας ήταν 36% (όσο και στην αρχική μελέτη)».
Ενα ακόμη επίμαχο σημείο στην εν λόγω μελέτη είναι πως όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να εισαχθούν σε ΜΕΘ κατέληξαν στον θάνατο. Σύμφωνα με την μελέτη, σχεδόν όλοι οι 1.084 ασθενείς (97,7%), έναντι των 9.382 νοσηλευομένων σε ΜΕΘ, εκ των οποίων κατέληξε το 72,7%.
Ακόμα, η θνησιμότητα των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ σε σύγκριση με τους διασωληνωμένους εντός ΜΕΘ εμφανίζεται διπλάσια, όμως, τονίζεται πως ο συγκεκριμένος συσχετισμός θα πρέπει να αξιολογηθεί με προσοχή, καθώς πολλοί από τους ασθενείς εκτός ΜΕΘ ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Αναλυτικά τα συμπεράσματα
Τα ευρήματα και των δύο φάσεων της μελέτης δείχνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα: ότι η ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα των βαρέως πασχόντων ασθενών Covid-19 επηρεάζεται αρνητικά από το υψηλό φορτίο ασθενών. «Πράγματι, οι συσχετίσεις μεταξύ του φορτίου ασθενών και της θνησιμότητας ήταν σχεδόν ταυτόσημες με την προηγούμενη ανάλυσή μας, αλλά τώρα με σημαντικά μεγαλύτερη ακρίβεια (στενότερα 95% διαστήματα εμπιστοσύνης)», αναφέρει η επιστημονική δημοσίευση.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι τα αποτελέσματα στην πορεία της υγείας των ασθενών επηρεάζονται όχι μόνο όταν η ικανότητα υγειονομικής περίθαλψης καταπονείται μέχρι εξαντλήσεως, αλλά και σε χαμηλότερα επίπεδα, όπως εξηγείται. Αυτό αποτελεί σημαντικό παράγοντα πρόληψης για τον περιορισμό των θανάτων που μπορούν να αποφευχθούν από Covid-19 και υποδεικνύει την ανάγκη για εκτενέστερες επενδύσεις προς την κατεύθυνση της ετοιμότητας και της ανθεκτικότητας της υγειονομικής περίθαλψης, σύμφωνα με τη μελέτη.
Επιβεβαιώθηκαν επίσης εκ νέου «οι σημαντικές περιφερειακές ανισότητες, με την ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα να είναι χαμηλότερη στη Θεσσαλονίκη και ακόμη χαμηλότερη στην Αττική σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα, αναδεικνύοντας τη διαχρονικά άνιση περιφερειακή κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα».
Ενα σημαντικό νέο εύρημα είναι «η κατά 21% υψηλότερη θνησιμότητα που παρατηρείται την περίοδο από τον Σεπτέμβριο του 2021, η οποία αυξάνεται ακόμη περισσότερο για τους ασθενείς που νοσηλεύονται στην υπόλοιπη χώρα (επιπλέον +64%, έναντι +36% για την προηγούμενη περίοδο). Αυτό υποδηλώνει ότι οι συνθήκες στις υπηρεσίες Υγείας κατά το προηγούμενο έτος ενδέχεται να έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω, ιδίως στις αγροτικές περιοχές (εκτός Αττικής και Θεσσαλονίκης)», επισημαίνει ο Θ. Λύτρας.
Η έρευνα σημειώνει ότι από τον Σεπτέμβριο του 2021 η κυβέρνηση έθεσε σε διαθεσιμότητα όσους εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης παρέμεναν ανεμβολίαστοι κατά της Covid-19 και εξηγεί ότι παρά το γεγονός πως «τα δεδομένα δεν μπορούν να αποδείξουν αιτιώδη συσχέτιση μεταξύ αυτής της πειθαρχικής δράσης και της αυξημένης θνησιμότητας, η χρονική σύμπτωση εξακολουθεί να είναι ανησυχητική και χρήζει περαιτέρω διερεύνησης των ακριβών αιτιών αυτής της επιδείνωσης των επιδόσεων του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης».
Η ανάλυση, σύμφωνα με τον Θ. Λύτρα, «επιβεβαιώνει εκ νέου ότι η διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ σχετίζεται με διπλάσια θνησιμότητα σε σχέση με τους ασθενείς εντός ΜΕΘ, αν και πάλι αυτό πρέπει να ερμηνευθεί με προσοχή - η επιλογή των ασθενών (η προτεραιότητα για εισαγωγή στη ΜΕΘ σε εκείνους με μεγαλύτερες πιθανότητες επιβίωσης) μπορεί να εξηγεί μεγάλο μέρος αυτής της συσχέτισης».
Από την άλλη πλευρά, δεν βρέθηκε «καμία στατιστική συσχέτιση μεταξύ της θνησιμότητας και του αριθμού των δόσεων του εμβολίου Covid-19 που ελήφθησαν - αυτό υποδηλώνει ότι, παρά το γεγονός πως ο εμβολιασμός είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός στην πρόληψη της σοβαρής νόσου Covid-19 και του θανάτου, εάν ένας ασθενής έχει ήδη διασωληνωθεί ως αποτέλεσμα της σοβαρής νόσου Covid-19, η ποιότητα της φροντίδας και όχι ο εμβολιασμός είναι αυτή που μπορεί να αποτρέψει την περαιτέρω επιδείνωση και τον θάνατο».
Συμπερασματικά, «οι παρατηρούμενες συσχετίσεις είναι πιθανότερο να αντανακλούν πραγματικές και αποφεύξιμες διαφορές στην ποιότητα της περίθαλψης των ασθενών με Covid-19 λόγω αυξημένου φόρτου ασθενών, περιφερειακών ανισοτήτων και διαθεσιμότητας ΜΕΘ, καθώς και πραγματική επιδείνωση μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2021». Στο διά ταύτα, «τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη επείγουσας ενίσχυσης των υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα, προκειμένου να βελτιωθούν οι επιδόσεις τους και να διασφαλιστεί η ισότιμη πρόσβαση όλων σε υψηλής ποιότητας περίθαλψη».
Η «καυτή μελέτη» είναι τώρα στο γήπεδο του Μαξίμου, που εγκληματεί παρακολουθώντας τα θανατηφόρα επιδημικά κύματα να εξελίσσονται με τραγικό τρόπο στη χώρα. Οσο κι αν η κυβέρνηση επιχειρεί να κάνει το μαύρο άσπρο στο θέμα της πανδημίας, το υποτιθέμενο success story της ανατρέπεται για άλλη μία φορά από τα ψυχρά δεδομένα.
Η πρώτη μελέτη - Τι είχε γίνει πέρυσι τον Δεκέμβριο;
Τον περασμένο Δεκέμβριο η μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα είχε σκάσει σαν βόμβα στο Μαξίμου. Αλγεινή εντύπωση τότε είχε προκαλέσει η παρέμβαση της πολιτικής στην επιστήμη, όταν, για παράδειγμα, μίλησαν υποτιμητικά για μια επιστημονική μελέτη που έχει περάσει τη διαδικασία της κρίσης ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου, ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός ή η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, που έφτασε στο σημείο να πει πως «η μελέτη έχει αδυναμίες».
Θυμίζουμε ότι, σύμφωνα με την επιστημονική διαδικασία, οι όποιες αντιρρήσεις αποστέλλονται γραπτώς στο περιοδικό που δημοσιεύει τη μελέτη, προκειμένου να κριθούν και να απαντηθούν. «Η επιστημονική κριτική δεν γίνεται στο καφενείο ή στα τηλεπαράθυρα, αλλά έχει διαδικασίες [...] Σε μπερδεμένα μισόλογα κι αποσπάσματα δεν μπορούμε να απαντήσουμε κάτι. Εχουμε επίσης κατανόηση, όπως κατανοεί και ο κόσμος», αποσαφήνιζε τότε ο Θ. Λύτρας.
Πηγή του προβλήματος βέβαια ήταν και είναι τα «κρυφά» στοιχεία της κυβέρνησης, αφού είναι γνωστό ότι τα στοιχεία των επιδημιολογικών δεδομένων για την εξέλιξη της επιδημίας Covid-19 στην Ελλάδα είναι ελλιπή και η διάχυσή τους στην επιστημονική κοινότητα της χώρας τελείως ανεπαρκής.
Υπάρχουν ωστόσο και ευθύνες της επιστημονικής κοινότητας όταν τίθεται στην υπηρεσία μιας κυβέρνησης. Οταν τα ευρήματα μιας επιστημονικής εργασίας είναι ιδιαίτερα σημαντικά, όπως στην περίπτωση της πρώτης μελέτης Τσιόδρα-Λύτρα, η οποία μιλά για χιλιάδες ζωές που θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, τότε ακολουθείται η πρακτική της προδημοσίευσης των αποτελεσμάτων, καθώς η διαδικασία της κρίσης είναι πολύμηνη. Εχει δικό της τρόπο επομένως η επιστήμη να δημοσιοποιεί τα αποτελέσματά της, ακόμα και υπό τη μορφή γράμματος σε επιστημονικό περιοδικό.
Γιατί δεν έγινε αυτό στην αρχική μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα, ώστε να αποφευχθούν άλλοι θάνατοι; Γιατί οι δύο επιστήμονες ενημέρωσαν «άμεσα και επανειλημμένα όσους μπορούσαν να κάνουν κάτι για το ΕΣΥ», απαντάει ο Θ. Λύτρας και προσθέτει: «Αν δεν είχαμε το “αυτί” εκείνων που λαμβάνουν τις αποφάσεις, αυτονοήτως θα κάναμε προδημοσίευση της μελέτης μας, ώστε να γίνει αμέσως κοινό κτήμα όλων, με την ελπίδα κάποιος να τη δει και να την αξιοποιήσει». Παρά την επιλογή να μη γίνει προδημοσίευση, η επιστήμη δεν έχει την υποχρέωση να ενημερώνει μια κυβέρνηση, πόσο μάλλον στη συνέχεια να απολογείται για την εργασία της.
*Επίκουρος καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου
-ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου