Γράφει ο Τάσος Κωστόπουλος
Αχαρη, όντως, η δουλειά του μελλοντολόγου. Κι ακόμη περισσότερο όταν αυτή ταυτίζεται με το έργο ενός δημοσιογράφου σε περιοδικό, αναγκασμένου εκ των πραγμάτων (από τους ρυθμούς της υλικής παραγωγής του εντύπου που τον στεγάζει) να «προβλέπει» τι περίπου θα συμβαίνει όταν το άρθρο του δει το φως της δημοσιότητας. Το κείμενο που διαβάζετε τώρα σχεδιάστηκε εδώ και σχεδόν δύο εβδομάδες, παραδόθηκε δε για σελιδοποίηση την περασμένη Κυριακή· σε χρόνο, δηλαδή, που ήταν απολύτως αδύνατο να γνωρίζει κανείς πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα μέχρι σήμερα.Από την άλλη, αυτή η αποστασιοποίηση έχει και τα καλά της. Σε υποχρεώνει να παραβλέψεις τις τρέχουσες λεπτομέρειες, που απασχολούν τους συναδέλφους του «κανονικού» φύλλου, και να δεις τα πράγματα πιο μακροσκοπικά. Η στήλη θα ασχοληθεί έτσι σήμερα με μια παραγνωρισμένη αλλά κρίσιμη πλευρά του πολέμου που ξέσπασε στις 24 Φεβρουαρίου: το όραμα του Βλαντίμιρ Πούτιν να αναβιώσει όχι τη Σοβιετική Ενωση του 1991 (ή κάποιο υποκατάστατό της), αλλά την αντιδραστική τσαρική αυτοκρατορία που κατέρρευσε το 1917.
Σαμαράς με πυρηνικά
Οποιος θέλησε να μάθει τους λόγους της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία από πρώτο χέρι, από το στόμα και τη γραφίδα δηλαδή του ίδιου του Πούτιν, γνωρίζει πολύ καλά πως η επίθεση της 24ης Φεβρουαρίου δεν εξαπολύθηκε ούτε (μόνο) για την αποτροπή της επέκτασης του ΝΑΤΟ ούτε για την προστασία των αποσχισθεισών «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Γι’ αυτό το τελευταίο, θα αρκούσε άλλωστε η απλή, αναίμακτη προώθηση των ρωσικών στρατευμάτων στα φίλια εδάφη.
Μολονότι παράνομη από την άποψη του διεθνούς δικαίου, μια τέτοια επίδειξη δύναμης θα λειτουργούσε στην πράξη σταθεροποιητικά και θα επιδεχόταν κάποια ανθρωπιστική νομιμοποίηση, σε αντίθεση με το σημερινό λουτρό αίματος και τη γελοία –από κάθε άποψη– επίκληση εγκλημάτων που διαπράχθηκαν πριν από οκτώ ολόκληρα χρόνια (βλ. Οδησσός) για να δικαιολογηθεί μια απείρως μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή.
❝ «Θέλετε αποκομμουνιστικοποίηση; Πολύ ωραία, αυτό μας βολεύει πλήρως. Δεν πρέπει όμως να κάνουμε μισή δουλειά» | Βλαντίμιρ Πούτιν, 22.2.2022
Το πρωταρχικό επιχείρημα του Ρώσου προέδρου στο διάγγελμά του της 22/2, προτού στείλει τα θωρακισμένα του στο Κίεβο, ήταν εντελώς διαφορετικό: η υποτιθέμενη ανυπαρξία ουκρανικού έθνους, ο ισχυρισμός πως οι σημερινοί Ουκρανοί δεν είναι στην πραγματικότητα παρά αρχέγονοι Ρώσοι που μεταλλάχθηκαν εθνικά λόγω της επάρατης εθνοπροδοσίας του Λένιν και των ιδεοληπτικών μπολσεβίκων του, οι οποίοι μετέτρεψαν εν μιά νυκτί την πάλαι ποτέ Μικρορωσία σε Ουκρανία, «αποκόπτοντας από τη Ρωσία τμήματα της ιστορικά δικής της επικράτειας» προκειμένου «να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε τρόπο». Οπως ακριβώς στα καθ’ ημάς οι σύγχρονοι μακεδονομάχοι απέδιδαν στην κομμουνιστική δολιότητα του Τίτο την «επινόηση» του γειτονικού μας (σλαβο)μακεδονικού έθνους, εισηγούμενοι τη διόρθωση αυτής της ιστορικής «αδικίας» με την «άσκηση στρατιωτικής πίεσης» (Παπαθεμελής), την εξάρθρωση της Βόρειας Μακεδονίας με πολιτικοστρατιωτικές «λαβίδες» (Σαμαράς), τον διαμελισμό της σε συνεννόηση με τους υπόλοιπους γείτονες (Χρύσανθος Λαζαρίδης) κ.ο.κ., έτσι κι ο Ρώσος πρόεδρος ανέλαβε να επαναφέρει τα πράγματα στην εθνικά ορθή πρότερη κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή τον καιρό της αυτοκρατορίας των Ρομανόφ: «Θέλετε αποκομμουνιστικοποίηση;» αναρωτήθηκε ρητορικά στο διάγγελμά του. «Πολύ ωραία, αυτό μας βολεύει πλήρως. Δεν πρέπει όμως, κατά το λεγόμενο, να κάνουμε μισή δουλειά. Είμαστε έτοιμοι να σας δείξουμε τι σημαίνει αληθινή αποκομμουνιστικοποίηση για την Ουκρανία».
Δεν πρόκειται για αυθόρμητες χοντράδες που εκφωνήθηκαν εν τη ρύμη του λόγου ενός ανθρώπου που διαπαιδαγωγήθηκε πολιτικά στο κλειστό σύμπαν των μυστικών υπηρεσιών. Αναλυτικότερη παράθεση του ίδιου ακριβώς σκεπτικού είχε αναρτήσει ο Πούτιν από το περασμένο καλοκαίρι στην επίσημη ιστοσελίδα του (kremlin.ru), με τη μορφή ενός πολυσέλιδου άρθρου που υπέγραφε ο ίδιος και τιτλοφορούνταν «Περί της ιστορικής ενότητας των Ρώσων και των Ουκρανών» (Об историческом единстве русских и укранцев). Δοκίμιο άκρως πρωτόλειο μεν, με μια όμως ανατριχιαστική προσπάθεια χάραξης πολιτικής για τον 21ο αιώνα βάσει ιστορικών δικαίων του Μεσαίωνα: «Για να καταλάβουμε καλύτερα το παρόν και ν’ αντικρύσουμε το μέλλον, πρέπει να στραφούμε στην ιστορία. […] Και οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι είναι απόγονοι των Αρχαίων Ρως, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο κράτος στην Ευρώπη. Σλαβικές και άλλες φυλές σε μια τεράστια έκταση –από τη Λαντόγκα, το Νόβγκοροντ, το Πσκοφ, μέχρι το Κίεβο και το Τσερνιγκόφ– ήταν ενωμένες με μία γλώσσα (που σήμερα αποκαλούμε αρχαία ρωσική), οικονομικούς δεσμούς, την πριγκιπική εξουσία της δυναστείας του Ρούρικ. Μετά δε τη βάφτιση των Ρως, και με μία ορθόδοξη πίστη. Η πνευματική επιλογή του Αγίου Βλαδίμηρου, που ήταν πρίγκιπας και του Νόβγκοροντ και του Κιέβου, καθορίζει και σήμερα σε μεγάλο βαθμό τη συγγένειά μας».
Η διάρρηξη αυτής της ειδυλλιακής ενότητας, σύμφωνα με το ίδιο αυτοκρατορικό σκεπτικό, δρομολογήθηκε τεχνητά τον 19ο αιώνα «στο περιβάλλον της πολωνικής ελίτ και σε κάποια τμήματα της μικρορωσικής [δηλαδή, της ουκρανικής] διανόησης»: εκεί «γεννήθηκαν κι ενισχύθηκαν ιδέες περί ουκρανικού λαού χωριστού από τον ρωσικό», με τη βοήθεια από ένα σημείο και μετά των αρχών της Αυστροουγγαρίας, «ως αντίβαρο στο πολωνικό εθνικό κίνημα και τις φιλομοσχοβίτικες διαθέσεις στη Γαλικία» (τη σημερινή Δυτική Ουκρανία). Λες και διαβάζουμε ελληνικά εθνικιστικά κείμενα του περασμένου και προπερασμένου αιώνα, για την «τεχνητή» διάσπαση του ελληνορθόδοξου γένους από τον πανσλαβισμό που «κατασκεύασε» πρώτα τους Βουλγάρους κι εν συνεχεία (διά των κομμουνιστών) τους Σλαβομακεδόνες.
Οπως και στο διάγγελμα της 22/2, τη βασική ευθύνη τη φέρουν φυσικά κι εδώ οι απάτριδες μπολσεβίκοι που «οραματίζονταν την παγκόσμια επανάσταση, η οποία κατά τη γνώμη τους θα καταργούσε γενικώς τα εθνικά κράτη», «μεταχειρίστηκαν τον ρωσικό λαό σαν ανεξάντλητο υλικό για κοινωνικούς πειραματισμούς» και, «αντί για το μεγάλο ρωσικό έθνος, τον τριαδικό λαό που αποτελούνταν από Μεγαλορώσους, Μικρορώσους και Λευκορώσους, εδραίωσαν στο κρατικό επίπεδο θέση για τρία σλαβικά έθνη: ρωσικό, ουκρανικό και λευκορωσικό».
Μετά τη δημιουργία της σύγχρονης Ουκρανίας «σε βάρος της ιστορικής Ρωσίας», «ένα πράγμα είναι ολοφάνερο: η Ρωσία στην πραγματικότητα καταληστεύθηκε». Υποσημειώνουμε πως η διατύπωση περί «τριαδικού» λαού και έθνους, με τις προφανείς θεολογικές προεκτάσεις, προέρχεται κι αυτή από το αντιδραστικό εθνικιστικό λεξιλόγιο των ύστερων τσαρικών χρόνων.
Ο πρωτοπόρος Σολζενίτσιν
Τη θεωρητική αυτή ιστορικοπολιτική «τεκμηρίωση» συμπληρώνει, φυσικά, η αντίστοιχη οργανωτικοπολιτική. Στο πολυδιαφημισμένο «Τάγμα Αζόφ» της Ουκρανικής Πολιτοφυλακής, οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ παρατάσσουν τους δικούς τους φασίστες, από το «Τάγμα Σπάρτη» και τον «Ρωσικό Ορθόδοξο Στρατό» μέχρι τις παραστρατιωτικές μονάδες Κοζάκων που νομιμοποιήθηκαν από τον Πούτιν το 2005. Ο πρώτος κυβερνήτης του αυτονομημένου Ντονέτσκ, Πάβελ Γκούμπαρεφ, προερχόταν άλλωστε από μια καθαρόαιμη ναζιστική οργάνωση, τη Ρωσική Εθνική Ενότητα, με σύμβολο –κι εδώ– τη σβάστικα.
Στο επίπεδο της καθαρής ιδεολογίας, αποτελεί σίγουρα ειρωνεία της τύχης το γεγονός πως ο πάλαι ποτέ καγκεμπίτης Πούτιν υιοθετεί αυτούσιο το ερμηνευτικό σχήμα που λανσάρισε κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ο γνωστότερος Ρώσος αντικομμουνιστής συγγραφέας της σταλινικής και μετασταλινικής περιόδου. Αναφερόμαστε φυσικά στον χριστιανορθόδοξο συντηρητικό νομπελίστα Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και στο βιβλίο του «Πώς θ’ αναδιοργανώσουμε τη Ρωσία μας;», που κυκλοφόρησε στα ρωσικά το 1990 και σε ελληνική μετάφραση την επόμενη χρονιά (Αθήνα 1991, εκδ. Λιβάνη).
Υπέρμαχος της διάλυσης της ΕΣΣΔ με ανεξαρτητοποίηση των μη σλαβικών συνιστωσών της, ο Σολζενίτσιν υποστήριζε εκεί το ενιαίο του «τρισυπόστατου» ρωσικού έθνους, απλούς κλώνους του οποίου υποτίθεται πως αποτελούσαν οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί. Με «κακό» της Ιστορίας, κι εδώ, τον επάρατο μπολσεβικισμό – που, μεταξύ άλλων συμφορών, έβγαλε και τις Ρωσίδες από το σπίτι και τον παραδοσιακό τους ρόλο (σ. 8). Οσο για την ανυπαρξία ουκρανικού έθνους, τεκμηριώνεται κι εδώ με μια βουτιά στο απώτατο παρελθόν:
«Δεν απευθύνομαι σαν ξένος στους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους, αλλά σαν δικός τους άνθρωπος. Αλλωστε, ο λαός μας χωρίστηκε σε τρεις κλάδους μόνο μετά από τη φοβερή συμφορά της μογγολικής εισβολής [τον 13ο αιώνα] και ύστερα από την κατάκτησή μας από την Πολωνία [στις αρχές του 17ου]. […] Καταγόμαστε όλοι από την υπέροχη πόλη του Κιέβου, “απ’ όπου πήρε την ονομασία της η ρωσική γη”, όπως λέει το “Χρονικό” του Νέστορα, κι απ’ όπου μας ήρθε το φως του χριστιανισμού. Μας κυβέρνησαν οι ίδιοι πρίγκιπες. […] Η ίδια ενότητα αντικατοπτρίζεται στις θητείες των μητροπολιτών. […] Ενσωματωμένοι στη Λιθουανία και την Πολωνία, οι Λευκορώσοι κι οι Μικρορώσοι διατήρησαν τη συνείδηση της ρωσικής τους ταυτότητας και αγωνίστηκαν για ν’ αποφύγουν την πολωνοποίηση και καθολικοποίησή τους. Η επιστροφή αυτών των εδαφών στη Ρωσία θεωρήθηκε την εποχή εκείνη απ’ όλο τον κόσμο ως επανένωση. […] Αδέρφια! Αυτός ο σκληρός χωρισμός δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί. Είναι μια σύγχυση που γεννήθηκε στα χρόνια του κομμουνισμού. Περάσαμε μαζί τις συμφορές της σοβιετικής περιόδου. Μαζί πέσαμε σ’ αυτή την άβυσσο, μαζί θα βγούμε» (σ. 19-21 & 24).
Το όνομά τους κι η ψυχή τους
Οι τερατολογίες αυτές δεν προκύπτουν, βέβαια, από τον ουρανό. Οπως και στα καθ’ ημάς αντίστοιχά τους, αντλούν την επιχειρηματολογία τους από υπαρκτές διαφορές όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των εκατέρωθεν εθνικισμών και τη διαδικασία συγκρότησης των αντίστοιχων εθνικών νοερών κοινοτήτων. Το ρωσικό έθνος διαμορφώθηκε ως συλλογική ταυτότητα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ως ευθύγραμμη μετεξέλιξη μιας προϋπάρχουσας δυναστικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής οντότητας που επανανοηματοδοτήθηκε από το ύστερο τσαρικό κράτος με βάση τα σύγχρονα –τότε– πρότυπα κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης. Το ουκρανικό εθνικό κίνημα αναδύθηκε πάλι την ίδια εποχή ως αντίδραση σ’ αυτήν ακριβώς την προσπάθεια πολιτισμικής ομοιογενοποίησης, προσδίδοντας με τη σειρά του μια νέα πολιτική (εθνική) ταυτότητα σε συγκεκριμένες κοινωνικές αντιθέσεις.
Γι’ αυτές τις τελευταίες, και τη μετεγγραφή τους ως εθνικών, αποκαλυπτική είναι πάνω απ’ όλα η ονοματολογική διάσταση της ουκρανικής εθνογένεσης: η επισκόπηση των ονομάτων με τα οποία αυτοπροσδιορίστηκε (κι ετεροπροσδιορίστηκε) ο επίμαχος πληθυσμός όλο εκείνο το κρίσιμο διάστημα.
Εξαιρετικά διαδεδομένη ονομασία των κατοίκων της ανατολικής ιδίως Ουκρανίας, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν το προσωνύμιο «χαχόλ» (хохол, «τσουλούφι»), εμπνευσμένο από την παραδοσιακή κόμμωση των παραμεθόριων Κοζάκων. Για πολλούς παρατηρητές της εποχής, του Λένιν συμπεριλαμβανομένου, η ονομασία αυτή είχε έντονα υποτιμητικό χαρακτήρα, ισοδύναμο του «αγροίκου» και του «καθυστερημένου»· εκτίμηση που μάλλον επιβεβαιώνει η μεταφύτευσή του, άγνωστο πότε ακριβώς και κάτω από ποιες συνθήκες, στη νεοελληνική καθομιλουμένη («χαχόλος»).
Η εξαντλητική μελέτη των διαθέσιμων πρωτογενών πηγών από τον ιστορικό Μπράιαν Μπεκ σχετικοποιεί ωστόσο αρκετά αυτή τη μονοσήμαντη ανάγνωση, αφήνοντας να διαφανεί μια οικειοποίηση του ονόματος από τα ίδια τα υποκείμενα (των κατώτερων ιδίως τάξεων) και μια –κοινωνικά επίσης επικαθορισμένη– πολυσημία: το προσωνύμιο «χαχόλ», εκτιμά, «από τους απλούς ανθρώπους μπορούσε να θεωρηθεί οργανικό τμήμα της ταυτότητάς τους. Οταν χρησιμοποιούνταν από κάποιον μορφωμένο Ρώσο κι απευθυνόταν σ’ έναν μορφωμένο κάτοικο της Ουκρανίας, μπορεί να ήταν υποτιμητικό λόγω της σύνδεσής του με τον λαϊκό πολιτισμό και τα αρνητικά στερεότυπα του ηλίθιου ή πεισματάρη “χαχόλου”. Οταν χρησιμοποιούνταν από μορφωμένους ανθρώπους για χωρικούς, μπορούσε να ήταν είτε ουδέτερο είτε αρνητικό, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Οταν χρησιμοποιούνταν από ή για μέλη της έσω ομάδας, μπορούσε να υποδηλώνει μια αίσθηση συλλογικού ανήκειν ή ταύτισης με τον απλό λαό» (Brian Beck, «What’s in a Name? Semanticx Separation and the Rise of the Ukrainian National Name», περ. Harvard Ukrainian Studies, τχ. 27/1-4 [2004-2005], σ. 9).
Στους αντίποδες του προηγούμενου, οι περισσότεροι μορφωμένοι Ουκρανοί της εποχής προτιμούσαν συνήθως το εθνωνύμιο «Μικρορώσοι» (Малорос), που τους διέκρινε τόσο από τους «Μόσκοβους» της καθαυτό Ρωσίας όσο κι από την αμόρφωτη εγχώρια πλέμπα. Ο όρος «Μικρή Ρωσία» πρωτοεμφανίζεται σε βυζαντινές πηγές του 14ου αιώνα για τη μητρόπολη της Γαλικίας και αναβίωσε γύρω στο 1600 για να υποδηλώσει εκείνην του Κιέβου· στη διάρκεια του 18ου χρησιμοποιείται πλέον ευρύτατα, τόσο από την επίσημη αυτοκρατορική διοίκηση όσο κι από τους υπηκόους της.
Η προφανής σκοπιμότητα της επιβολής του συγκεκριμένου όρου και η αποδοχή του από μια διανόηση που έβλεπε τη ρωσική γλώσσα ως το μόνο διαθέσιμο εργαλείο δημιουργίας κι επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό της αυτοκρατορίας, δεν απέκλειε πάντως καθόλου ούτε τις εσωτερικές αντιφάσεις ούτε την υφέρπουσα αντίθεση με τους υπερόπτες «Μεγαλορώσους» αδερφούς.
Οταν λ.χ. ο γνωστός συγγραφέας Νικολάι Γκόγκολ (ουκρανιστί: Μικόλα Χαχόλ) κλήθηκε το 1844 από μια φίλη του να ξεκαθαρίσει «τι είναι στα βάθη της ψυχής του, Ρώσος ή Χαχόλος;», της απάντησε γραπτά ως εξής: «Ούτε κι ο ίδιος ξέρω τι ψυχή έχω: χαχόλικη ή ρωσική. Ξέρω μόνο αυτό, ότι διόλου δεν θα έδινα προτεραιότητα στoν Mικρορώσο έναντι του Ρώσου ούτε στον Ρώσο έναντι του Μικρορώσου. Και οι δυο φύσεις είναι εξίσου γενναιόδωρα προικισμένες απ’ τον Θεό και, σάμπως σκόπιμα, καθεμιά απ’ αυτές περιέχει με τον τρόπο της ό,τι λείπει από την άλλη· σημάδι καθαρό πως οφείλουν να συμπληρώνουν η μια την άλλη. Γι’ αυτό οι ίδιες οι ιστορίες της περασμένης ζωής τους τούς δόθηκαν ανόμοιες» (Н.В. Гоголь, «Полное собрание сочинений», τ. 12ος, Μόσχα 1952, σ. 419).
Σε ένα λαϊκότερο αλλά εξίσου κρίσιμο επίπεδο, αυτό της χαμηλόβαθμης εκκλησιαστικής οργανικής διανόησης του τσαρικού καθεστώτος, οι αντιθέσεις αυτές εκφράζονταν παραδοσιακά με πολύ πιο οξείς τρόπους. Από την ελληνική φιλολογία της εποχής για το Αγιον Ορος πληροφορούμαστε, λ.χ., πως οι πολυάνθρωπες εκεί «ρωσικές» μοναστικές κοινότητες ήταν κάθετα διχασμένες σε αλληλοϋποβλεπόμενους «Μικρορωσσιάνους» και «Μεγαλορωσσιάνους», οι σχέσεις των οποίων περιγράφονται ως άκρως προβληματικές (Γεράσιμος Σμυρνάκης, «Το Αγιον Ορος», Εν Αθήναις 1903, σ. 458 & 667-8).
Στη βάση της τοπικής κοινωνίας, αναλφάβητης κατά 87% σύμφωνα με την απογραφή του 1897 (Andrew Wilson, «The Ukrainians. Unexpected Nation», Λονδίνο 2015, σελ. 79), τα πράγματα ήταν φυσικά πολύ απλούστερα. «Ο μουζίκος, απασχολημένος με τον διαρκή αγώνα για τον επιούσιο, δεν σκέφτεται τα εθνικά ζητήματα, δεν ξέρει καν το εθνικό όνομά του», θρηνεί στα τέλη του 19ου αιώνα ένας σημαίνων εθναπόστολος του ουκρανισμού, δημοδιδάσκαλος το επάγγελμα. «Ξέρει μονάχα πως δεν είναι Μόσκοβος, Τούρκος ή Γερμανός, αλλά τι είναι ο ίδιος, ένας Θεός το ξέρει» (Boeck, ό.π., σελ. 6). Πολύ συχνά, οι χωρικοί αυτοπροσδιορίζονταν απλά ως «ντόπιοι» (тутешнi)· οι ουκρανικές, πάλι, διάλεκτοι υποδηλώνονται συνήθως σαν «τα ντόπια», «τα απλοϊκά» (по-просту), «τα δικά μας» (по-нашу) ή «τα χωριάτικα» (по-мужицку).
Τελικός νικητής στη σημειολογική αυτή αναμέτρηση, το εθνωνύμιο «Ουκρανοί» (Украинцы, δηλαδή «Ακρίτες») πρωτοεμφανίζεται στον έντυπο λόγο το 1832, στη ρωσική μετάφραση ενός γαλλικού βιβλίου του 17ου αιώνα (το πρωτότυπο του οποίου δεν χρησιμοποιούσε, πάντως, τον συγκεκριμένο όρο). Αρκετά γρήγορα υιοθετήθηκε από τους πρωτεργάτες του πρώιμου, γλωσσοπολιτισμικού ουκρανικού εθνικισμού: η συλλογή «Μικρορωσικά δημοτικά τραγούδια» του Μιχαήλο Μαξίμοβιτς (1827) επανεκδίδεται έτσι το 1834 ως «Ουκρανικά δημοτικά τραγούδια». Ως ευπρόσωπο σύμβολο ρήξης τόσο με την αυτοκρατορία όσο και με το ταπεινό «χαχολίκι», θα επικρατήσει δε μέσα στις επόμενες δεκαετίες στους πατριωτικούς κύκλους: «Απ’ όλα τα ονόματα που χρησιμοποιούνται για τους λεγόμενους Μικρορώσους, ως φυλή, φυσιολογικότερο φαίνεται το όνομα Ουκρανοί», αποφαίνεται έτσι το 1882 ο σοσιαλιστής Μιχαήλο Ντραχομάνοφ (Boeck, ό.π., σ. 13).
Καταστολή και χειραφέτηση
Η αντίδραση του τσάρου, που το 1863 και ξανά το 1876 απαγόρευσε κάθε έκδοση και κάθε εκπαιδευτική ή δημόσια πολιτιστική δραστηριότητα στα ουκρανικά, μετέτρεψε σταδιακά έναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων σε μαζικό κίνημα. «Ουκρανοφιλία είναι η προσκόλληση ενός πολύ μικρού αριθμού Μικρορώσων στην εθνότητά τους, η οποία προκύπτει απ’ αυτό, ότι αυτή η εθνότητα σβήνει, ο λαός αλλάζει τη γλώσσα του με τα ρωσικά», διαβάζουμε στο πρακτικό της ανάκρισης ενός ακτιβιστή της παράνομης «Κυριλλομεθοδιανής Συντροφιάς», εν έτει 1847 (ό.π., σ. 26).
Τρεισήμισι δεκαετίες αργότερα, η φορά του εκκρεμούς έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει, πυροδοτώντας την ανησυχία των διορατικότερων Ρώσων εθνικιστών: «Αφήστε τους Μικρορώσους να είναι απλά Μικρορώσοι και σύντομα θα γίνουν αληθινοί Ρώσοι, όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και επί της ουσίας. Αν προσπαθήσουν να τους μετατρέψουν σε Ρώσους με το ζόρι, τότε αυτοί θ’ αρχίσουν σιγά σιγά ν’ αποκαλούν τους Μεγαλορώσους “Μόσκοβους” και τους εαυτούς τους “Ουκρανούς”, όπως ήδη συμβαίνει με μια μικρή ομάδα τους», προειδοποιεί έτσι το 1882 το φιλελεύθερο περιοδικό «Βιέστνικ Εβρόπυ» (ό.π., σ. 11).
Μολονότι λίκνο της ουκρανικής εθνογένεσης υπήρξε το Χάρκοβο, το κέντρο βάρους των σχετικών δραστηριοτήτων θα μετατοπιστεί τη δεκαετία του 1890 στην αυστροουγγρική Γαλικία, όπου επικρατούσε ένα πολύ πιο φιλελεύθερο κλίμα, και στις υπερατλαντικές μεταναστευτικές κοινότητες, που εκ των πραγμάτων ήταν απαλλαγμένες από κάθε πίεση. Η φιλελευθεροποίηση που ακολούθησε τη ρωσική επανάσταση του 1905, και κυρίως η ορμητική είσοδος των μαζών στο προσκήνιο μετά την ανατροπή του τσάρου το 1917, θα προσδώσουν τέλος σ’ αυτό το κίνημα τη μαζική διάσταση που του έλλειπε.
Αντιμέτωπος με ευρύτατη γκάμα εκδοχών ουκρανικού εθνικισμού (από τη σοσιαλδημοκρατική «Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία» του 1917-18 και το στρατοκρατικό μόρφωμα του αταμάνου Σκοροπάντσκι μέχρι τους αναρχικούς του Μαχνό και τους αριστερούς εσέρους που συγκρότησαν το 1918 αυτοτελές Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα διεκδικώντας ισότιμη θέση μιας ανεξάρτητης Ουκρανίας σε μια συνομοσπονδία σοβιετικών κρατών), ο Λένιν προέκρινε τελικά το αυτονόητο: την αποδοχή κι ενσωμάτωση στη Σοβιετική Ενωση ενός ήδη διαμορφωμένου έθνους. Ο,τι κι αν διακηρύσσει σήμερα επ’ αυτού ο πρώην πράκτορας της Κα Γκε Μπε, που το 2005 κατάργησε την επίσημη επέτειο της Οκτωβριανής επανάστασης, αντικαθιστώντας τη με μιαν άκρως αντιδραστική γιορτή της «ρωσικής εθνικής ενότητας»…
Η 28η Οκτωβρίου των «ανύπαρκτων»
Οι αποτελεσματικότεροι μηχανισμοί εμπέδωσης των εθνικών ταυτοτήτων και ομογενοποίησης των αντίστοιχων κοινοτήτων είναι, ως γνωστόν, ο πόλεμος και η ξένη στρατιωτική κατοχή. Η Ελλάδα και η Αθήνα του 1944 ήταν μια χώρα και μια πόλη πολύ διαφορετικές από εκείνες του 1939, με κυριότερη τομή την εξάλειψη της προπολεμικής αντίθεσης ντόπιων-προσφύγων στο όνομα του ενιαίου έθνους, παρ’ όλη την οξύτατη πολιτικοκοινωνική πόλωση των ημερών. Με το τερατώδες κόστος της σε ανθρώπινες ζωές και υλικά αγαθά, η ρωσική στρατιωτική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου φαίνεται να επιφέρει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα: τον θρίαμβο της εθνικής ομογενοποίησης μέσω μιας εθνικιστικής κινητοποίησης που αγκαλιάζει απείρως περισσότερους καθημερινούς ανθρώπους (και πολύ περισσότερες περιοχές) από κάθε άλλη φορά.
Οι θαρραλέες αντικατοχικές διαδηλώσεις στη Χερσώνα και τη Μελιτόπολη, σε πόλεις δηλαδή που σύμφωνα με το θεώρημα Πούτιν ανήκουν «ιστορικά» στην τσαρική (και μελλοντική;) «Νεορωσία», ξεγυμνώνουν -όπως ακριβώς και οι αντίστοιχές τους στην κατεχόμενη Φαλούτζα του Ιράκ, πριν από 19 χρόνια- την ψευδαλυτρωτική προπαγάνδα των εισβολέων. Η διάδοση των σχετικών ντοκουμέντων διευκολύνεται, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό από τη δυτική και ΝΑΤΟϊκή προπαγάνδα· πρόκειται όμως για αυθεντικές σκηνές πραγματικού ηρωισμού, με άοπλους διαδηλωτές απέναντι σε πάνοπλα στρατεύματα κατοχής.
Η αντίπαλη προπαγάνδα, των «αντιφασιστών» Ρώσων «απελευθερωτών», δεν έχει να επιδείξει την παραμικρή αντίστοιχη εικόνα: όσο κι αν ψάξαμε στα ρωσικά ειδησεογραφικά δελτία που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο, το μόνο που είδαμε ήταν δηλώσεις υψηλόβαθμων στρατιωτικών και πολεμοχαρείς επιδείξεις οπλικών συστημάτων. Οπως ακριβώς και στη Βαγδάτη του 2003, ο κατακτητής αυτοκράτορας αποδεικνύεται πολιτικά γυμνός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου