επιμέλεια: Παναγιώτης Κολοβός, Γρηγόρης Μισκεδάκης, δικηγόροι με ειδίκευση στο Εργατικό Δίκαιο

Οι βασικότερες αλλαγές είναι οι ακόλουθες:

Καταγγελία σύμβασης εργασίας

Για πρώτη φορά, πλην της βραχύβιας καθιέρωσης του βάσιμου λόγου απόλυσης (ίσχυσε από 17/5/2019 μέχρι 9/8/2019), ανατρέπεται εκ βάθρων το σύστημα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας που ισχύει εδώ και 100 χρόνια (νόμος 2112/1920).

Επιγραμματικά όταν μια καταγγελία σύμβασης κριθεί ως άκυρη ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα για επιστροφή στην θέση εργασίας του και στην καταβολή σε αυτόν των μισθών υπερημερίας, δηλαδή των μισθών από την ημέρα της άκυρης καταγγελίας μέχρι και την επιστροφή του στην εργασία.

Με την νέα ρύθμιση (άρθρο 65) ο εργαζόμενος αν απολυθεί, πλην από συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται στην παρ. 1, δεν θα έχει την ανωτέρω δυνατότητα, αλλά με μια απλή δήλωση του εργοδότη στο Δικαστήριο θα δικαιούται ένα ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών, ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Πλέον δεν θα έχει νόημα η προσφυγή στην Δικαιοσύνη, αφού το τελικό ποσό που θα λάβει ο εργαζόμενος όταν κριθεί τελεσίδικα ως άκυρη η καταγγελία της σύμβασης του θα είναι εξαιρετικά μειωμένο σε σχέση με την ισχύουσα ρύθμιση και δεν θα έχει την δυνατότητα για επιστροφή στην εργασία του. Την ίδια στιγμή, δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη ακόμη και όταν έχει ασκήσει αγωγή ο εργαζόμενος, είτε να διορθώσει τις όποιες τυπικές παραλείψεις της απόλυσης, και να καταστεί αυτή έγκυρη (αρ. 65 παρ. 5), είτε να πληρώσει την αστική ποινή που προβλέπεται και να κλείσει τη δίκη (αρ. 65 παρ. 3).

Ουσιαστικά πρόκειται για κατάργηση της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της καταχρηστικής απόλυσης, έναν από τους θεμελιώδεις πυλώνες του εργατικού δικαίου και μια από τις ελάχιστες δικλείδες εξισορρόπησης της συντριπτικής δύναμης του εργοδότη εις βάρος του εργαζόμενου στην διαπραγματευτική σχέση.

Άλλη διάταξη (άρθρο 64) προβλέπει την «Απαλλαγή από την υποχρέωση παροχής εργασίας μετά την προμήνυση καταγγελίας» δηλαδή μετά την προειδοποίηση για απόλυση και μέχρι την ημερομηνία της απόλυσης ο εργοδότης θα δικαιούται να αξιώσει να μην προσέρχεται ο εργαζόμενος στην εργασία, αλλά μόνο να μισθοδοτείται. Δηλαδή, ο εργοδότης να μπορεί να απολύει με «προειδοποίηση» και οι εργαζόμενοι να διώχνονται άμεσα από τον εργασιακό χώρο, δυσκολεύοντας την πάλη με τους συναδέλφους τους ενάντια στις απολύσεις, την ενημέρωση των άλλων εργαζόμενων για την απόλυση κλπ. γιατί «χαλάει το κλίμα» στην επιχείρηση… Ταυτόχρονα με τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται ο εργοδότης να απολύει με προειδοποίηση αντί για έκτακτη καταγγελία και συνεπώς να καταβάλλει την αποζημίωση σε δόσεις ανεξαρτήτως ύψους, αφού θα απαλλάσσεται άμεσα από τον εργαζόμενο και θα μπορεί να καταβάλει το ίδιο συνολικό ποσό, το μισό σαν αποζημίωση και το μισό σαν μισθός του διαστήματος προειδοποίησης. Στόχος, λοιπόν και των δύο ρυθμίσεων είναι η διευκόλυνση των απολύσεων.

Διευθέτηση ωραρίου

Η κύρια διάταξη που υπήρξε αντικείμενο των αντιδράσεων είναι η αλλαγή του τρόπου της διευθέτησης του χρόνου εργασίας (άρθρο 58). Η ΝΔ και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ παρουσιάζουν την συγκεκριμένη ρύθμιση ως καθιέρωση της δυνατότητας του εργαζόμενου να καθορίζει τον χρόνο απασχόλησης του. Μάλιστα ορισμένα ΜΜΕ ανέφεραν ότι καθιερώνεται στην Ελλάδα η τετραήμερη εργασία. Στόχος της ρύθμισης είναι η μείωση του εργατικού κόστους που συνεπάγεται την μείωση των εισοδημάτων του εργαζόμενου.

Η διευθέτηση είναι ένας θεσμός που ισχύει από το 1990 (άρθρο 41. Ν.1892.1990). Στην ισχύουσα του μορφή απαιτεί η διευθέτηση του χρόνου εργασίας καθορίζεται με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή συμφωνία του εργοδότη με συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση που αφορά τα μέλη της ή συμφωνία του εργοδότη και του συμβουλίου των εργαζομένων ή συμφωνία του εργοδότη και ένωσης προσώπων. Αυτή η ασφαλιστική δικλείδα, οδήγησε στην ουσιαστική αχρησία της συγκεκριμένης πρόβλεψης του νόμου, αφού τα σωματεία εύλογα δεν συμφωνούσαν, και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η κυβέρνηση επιχειρεί με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο να καταργήσει αυτές τις ασφαλιστικές δικλείδες. Με τον τρόπο αυτό καταργείται ουσιαστικά και επίσημα το 8ωρο, 100 χρόνια μετά την νομοθέτησή του. Πλέον θα αρκεί μια έγγραφη συμφωνία ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον εργοδότη. Καταλαβαίνουμε βέβαια, πόση ελευθερία έχει ένας εργαζόμενος σε ατομικό επίπεδο να αρνηθεί μια τέτοια συμφωνία.

Ο εργαζόμενος για την πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόληση του δηλαδή το οκτάωρα δεν θα δικαιούται προσαύξηση για υπεργασία και υπερωρία.

Είναι σαφές ότι θεσμοθετούνται αφενός απλήρωτες υπερωρίες που θα «καλύπτονται» με ρεπό ή άδειες. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται τουλάχιστον κατά 20 ώρες την εβδομάδα ο χρόνος εργασίας, όποτε θέλει ο εργοδότης, δίχως μάλιστα αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών. Μάλιστα η αύξηση του χρόνου εργασίας δεν θα μπορεί καν να υπολογιστεί αφού προβλέπεται αύξηση των ωρών των νόμιμων υπερωριών. Με τον τρόπο αυτό, καταργείται ουσιαστικά και η αποζημίωση του εργαζόμενου για τις πρόσθετες ώρες εργασίας, πέραν του 8ώρου, η οποία είναι μια μορφή αποζημίωσης για τη φθορά που προκαλούν στον εργαζόμενο οι πρόσθετες ώρες δουλειάς πάνω από το 8ωρο και για αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχει η προσαύξηση στο ωρομίσθιο για την υπερωρία και την υπερεργασία. Αφενός για να αποζημιώνεται ο εργαζόμενος από την μεγαλύτερη φθορά των δυνάμεών του, αφετέρου για να λειτουργεί ως αντικίνητρο στον εργοδότη να απαιτεί, χωρίς να υπάρχει μεγάλη ανάγκη, αυτή την πρόσθετη φθορά. Είναι ενδεικτικό ότι και η νομολογία των δικαστηρίων, για το λόγο αυτό μέχρι σήμερα, αν και δεχόταν την νομιμότητα αποζημίωσης του εργαζόμενου με ρεπό ή άδεια αντί για αμοιβή υπερωρίας, εφόσον όμως υπήρχε σχετική συμφωνία, απαιτούσε όταν υπήρχε τέτοια συμφωνία, η αποζημίωση του πρόσθετου χρόνου να μην γίνεται με ισόχρονη άδεια, αλλά προσαυξημένη. Π.χ. αν εργαζόμενος πραγματοποιούσε συνολικά 16 ώρες υπερωρίας, θα έπρεπε να λάβει ρεπό όχι 16 ωρών (2 ημέρες), αλλά 22,5 ώρες (σχεδόν 3 ημέρες) που αντιστοιχούν στην προσαύξηση 40% της αμοιβής υπερωρίας.

Με την ρύθμιση αυτή καταργείται ουσιαστικά και επίσημα το 8ωρο, 100 χρόνια μετά την νομοθέτησή του. Επίσης, με τον τρόπο αυτό είναι προφανές ότι μειώνονται οι νέες θέσεις εργασίας, αφού είναι πιο φθηνό για τον εργοδότη να εξαντλεί τους εργαζόμενους του «με το νόμο», αντί να προσλαμβάνει νέους για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Παράλληλα ενισχύεται η λεγόμενη «εργασιακή ευελιξία» με τα ωράρια- λάστιχο και μειώνεται ο μέσος μισθός.

Υπερωρία

Σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη (άρθρο 1. Ν. 3885.2005): «Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%)».

Πλέον το όριο αυξάνεται στις 150 ώρες (άρθρο 57). Ο εργαζόμενος θα δικαιούται την προσαύξηση του 40% μέχρι το όριο των 150 ωρών. Δηλαδή θα δικαιούται μειωμένη προσαύξηση σε σχέση με τα σήμερα ισχύοντα ανάμεσα στην 121η και 150η ώρα. Άλλος ένας τρόπος μείωσης του εργατικού κόστους και αύξησης της ανεργίας, αφού διευκολύνεται ο εργοδότης να εξαντλεί το υπάρχον προσωπικό του, αντί να προσλαμβάνει, όταν χρειάζεται περισσότερες ώρες εργασίας.

Παροχή Πρόσθετης εργασίας στην σύμβαση μειωμένου ωράριου

Η νέα ρύθμιση (άρθρο 56) προβλέπει την υποχρέωση του εργαζόμενου με μειωμένο ωράριο (part time) να παράσχει πρόσθετη εργασία και κατά ωράριο που δεν είναι συνεχόμενο σε σχέση με το συμφωνημένο ωράριο της ίδιας ημέρας. Δηλαδή ένας εργαζόμενος που εργάζεται τις πρωινές ώρες μπορεί να κληθεί να εργαστεί και κατά τις απογευματινές ώρες. Άλλη μια «ευέλικτη ρύθμιση» που οδηγεί στον εργαζόμενο λάστιχο, χωρίς δυνατότητα κανενός προγραμματισμού της προσωπικής του ζωής.

Κατ’ εξαίρεση απασχόληση την Κυριακή

Στις εργασίες που κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η απασχόληση την Κυριακή προστίθενται οι κάτωθι τομείς (άρθρο 62): «ιζ) Εφοδιαστικής αλυσίδας (“logistics”), ιδίως παραλαβής, αποθήκευσης, συλλογής και διανομής εμπορευμάτων, όπως και επισκευής και συντήρησης περονοφόρων και ανυψωτικών μηχανημάτων.

ιη) Κέντρων κοινών υπηρεσιών (“shared services centers”) ομίλων επιχειρήσεων, ιδίως στους τομείς της λογιστικής, του ανθρώπινου δυναμικού, της μισθοδοσίας, των Η/Υ (ΙΤ), της κανονιστικής συμμόρφωσης, των προμηθειών και άλλων.

ιθ) Κέντρων δεδομένων (“data centers”) και εν γένει μηχανογραφικών κέντρων ομίλων επιχειρήσεων,

κ) Ψηφιοποίησης έγχαρτου αρχείου.

κα) Παροχής υπηρεσιών τηλεφωνικού κέντρου εξυπηρέτησης και τεχνικής υποστήριξης πελατών.

κβ) Παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος και λατομείων, εξόρυξης ορυκτών και μεταλλευτικών δραστηριοτήτων.

κγ) Φύλαξης (security).»

Και για τις περιπτώσεις που επιτρέπεται η απασχόληση μετά από άδεια της επιθεώρησης εργασίας:

«η) σε περιπτώσεις διενέργειας εξετάσεων για την απόκτηση πτυχίων και διπλωμάτων εν γένει.

θ) σε περιπτώσεις νομίμων εξωσχολικών δράσεων ιδιωτικών σχολείων, όπως σε ημερίδες, διημερίδες, σεμινάρια, συνέδρια, ρητορικούς και άλλους διαγωνισμούς, αγώνες, προπονήσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις, ανθρωπιστικές, φιλανθρωπικές και περιβαλλοντικές δράσεις, συμπεριλαμβανομένων των φυλάκων, οδηγών και συνοδών λεωφορείων, καθαριστριών, προσωπικού μηχανογράφησης και γραμματείας και κάθε άλλου εργαζομένου αναγκαίου για τη διενέργεια και ομαλή διεξαγωγή αυτών. ι) σε περιπτώσεις συντήρησης κτιρίων δημόσιων ή ιδιωτικών σχολείων, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί τις ημέρες παρουσίας εκπαιδευτικών και μαθητών,

ια) σε περιπτώσεις προσαρμογής και αναβάθμισης πληροφοριακών συστημάτων».

Στην ουσία, επιχειρείται μια μεγάλη διεύρυνση που είναι βήμα προς την πλήρη κατάργηση της Κυριακάτικης Αργίας, αρχικά για όλο και περισσότερους κλάδους και τελικά για όλους.

Συλλογικές σχέσεις εργασίας

Με το άρθρο 82 δημιουργείται μια αντίστοιχη υπηρεσία με το ΓΕΜΗ για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΕ.ΜΗ.Σ.Ο.Ε.) όπου θα έχουν την υποχρέωση ανάρτησης του καταστατικού, των μελών της Διοίκησης και των στοιχείων έδρας, επικοινωνίας κλπ των σωματείων, αλλά και τον αριθμό των μελών που είχαν δικαίωμα ψήφου στις τελευταίες αρχαιρεσίες και καθιερώνει την υποχρεωτική δυνατότητα για εξ’ αποστάσεως συμμετοχή και την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Επίσης προβλέπεται (άρθρο 83) ότι τα απαιτούμενα βιβλία των σωματείων, όπως το μητρώο μελών, θα τηρούνται ψηφιακά, χωρίς να διευκρινίζεται (υπάρχει εξουσιοδοτική διάταξη για ρύθμιση με Υπουργική Απόφαση) αν αυτά τα ψηφιακά βιβλία θα πρέπει να είναι προσβάσιμα στις Κρατικές Αρχές. Μάλιστα η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών, συνεπάγεται την στέρηση της δυνατότητας του σωματείου, να υπογράφει σ.σ.ε. να κηρύσσει απεργία, να ασκεί κάθε νόμιμο δικαίωμα και να έχει κάθε νόμιμη διευκόλυνση και να απολαμβάνει την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών της έναντι απόλυσης και μετάθεσης. Ουσιαστικά λοιπόν, η μη καταχώρηση οδηγεί σε ουσιαστική κατάργηση του σωματείου ή αλλιώς τίθεται ως υποχρεωτική προϋπόθεση για να λειτουργεί ένα συνδικάτο, η αποδοχή του ηλεκτρονικού φακελώματος του από το κράτος και την εργοδοσία.

Απεργία

Στο άρθρο 90 προστίθεται νέες υποχρεώσεις στα σωματεία, ως προς την κήρυξη της απεργίας, αφού ακόμη και για ολιγόωρες στάσεις εργασίας, πρέπει η προειδοποίηση προς τον εργοδότη να είναι έγγραφη και να επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, να περιλαμβάνει την ημέρα και ώρα έναρξης και λήξης της απεργίας, τη μορφή αυτής, τα αιτήματα της απεργίας και τους λόγους που τα θεμελιώνουν.

Στο άρθρο 92 αναφέρει: « 1. Η συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει απεργία υποχρεούται να προστατεύει το δικαίωμα των εργαζομένων, οι οποίοι δεν συμμετέχουν στην απεργία, ώστε να προσέρχονται και να αποχωρούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα από την εργασία τους και να παρέχουν αυτήν χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας σε βάρος τους από οιονδήποτε.

2. Σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης της παρ. 1, η απεργία μπορεί να διακοπεί με απόφαση που λαμβάνεται κατά τη διαδικασία της παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 1264/1982 (Α΄79). Στην περίπτωση αυτή, για την κήρυξη νέας απεργίας απαιτείται η τήρηση όλων των διατυπώσεων του άρθρου 20 του ν. 1264/1982 και της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 19 ή της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 1264/1982, κατά περίπτωση».

Το άρθρο αναφέρει χωρίς εμπόδιο και ιδίως χωρίς την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας από τον οιονδήποτε. Ουσιαστικά η συνδικαλιστική οργάνωση είναι εκτεθειμένη και για ενέργειες τρίτων κατά των μη συμμετεχόντων ανεξάρτητα από τον βαθμό πταίσματος της. Αν πάρουμε κατά γράμμα την διάταξη αν ο εργοδότης ή αντιπρόσωπος αυτού ασκήσει ψυχολογική βία στους μη συμμετέχοντες στην απεργία αυτό συνεπάγεται την διακοπή αυτής. Με τον τρόπο αυτό καταργείται ουσιαστικά η δυνατότητα των σωματείων να περιφρουρούν τις απεργίες που κηρύσσουν, αφού μια απεργιακή περιφρούρηση ή ένα απεργιακό σύνθημα έξω από τον χώρο εργασίας, εύκολα βαφτίζεται άσκηση ψυχολογικής βίας και οδηγεί στην κήρυξη της απεργίας παράνομης, με τους εργαζόμενους να διώκονται ποινικά…

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 94 αναφέρει : «Στις υπηρεσίες οργανισμούς, επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της παρ. 2 του άρθρου 19, πέραν του προσωπικού ασφαλείας διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά τη διάρκεια της απεργίας, το Προσωπικό Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας. Οι στοιχειώδεις αυτές ανάγκες ορίζονται ως τουλάχιστον το ένα τρίτο (⅓) της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας, ανάλογα με τους κινδύνους που προκύπτουν για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλεια των πολιτών».

Με την νέα ρύθμιση αυξάνεται ο αριθμός των απεργών που είναι υποχρεωμένοι να παρέχουν την εργασία τους. Αφού για να εξασφαλιστεί το 1/3 της παρεχόμενης υπηρεσίας καθίσταται σαφές ότι θα πρέπει να εργαστεί το ήμισυ περίπου των εργαζομένων. Δηλαδή, στο Δημόσιο, στους ΟΤΑ, αλλά και σε κάθε κλάδο και μεγάλη επιχείρηση που θα κρίνονται κρίσιμοι για το κεφάλαιο από το ίδιο και το κράτος του, όπως στις πρώην ΔΕΚΟ, στις μεταφορές, στα λιμάνια κ.ο.κ., στην απεργία θα υποχρεώνονται να δουλεύουν «τουλάχιστον» σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι! Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε αριθμητικός προσδιορισμός, αλλά καθοριζόταν ο αριθμός του προσωπικού ασφαλείας από συμφωνία με την συνδικαλιστική οργάνωση. Επίσης μέχρι σήμερα, το προσωπικό ασφαλείας παρέχεται γιά διαφύλαξη τής ασφάλειας τών εγκαταστάσεων τής επιχείρησης καί τήν πρόληψη καταστροφών ή ατυχημάτων. Με την νέα ρύθμιση, ουσιαστικά προβλέπεται όχι προσωπικό ασφαλείας, αλλά προσωπικό που θα εργάζεται, (το οποίο μάλιστα ονομάζεται ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας) δηλαδή νομοθετείται η υποχρεωτική απεργοσπασία μέρους των εργαζομένων ως υποχρέωση των συνδικάτων που κηρύσσουν την απεργία!

Ουσιαστικά με το νομοσχέδιο, τίθεται υπό διωγμό, ακόμα και ποινικό, το απεργιακό δικαίωμα. Τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις για την κήρυξη της απεργίας και διευκολύνεται η δικαστική καταστολή των απεργιών αφού, εκτός από αυστηρότερες προϋποθέσεις, προβλέπονται περισσότεροι λόγοι για τους οποίους μία απεργία μπορεί να κηρυχθεί παράνομη από τα δικαστήρια. Και αυτά τη στιγμή που ήδη 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν παράνομες ή καταχρηστικές…

Επίσης, με τα άρθρα 85 και 86, επέρχονται ρυθμίσεις που πλήττουν και ουσιαστικά καταργούν τις Γενικές Συνελεύσεις ως ανώτερο όργανο των συνδικάτων, στο οποίο υπάρχει ζωντανή συμμετοχή των εργαζομένων στην ενημέρωση, στη συζήτηση, στη συνδιαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων. Αντίθετα, ορίζεται ότι το Συνδικάτο πρέπει να παρέχει πραγματική πρακτική δυνατότητα συμμετοχής και ψήφου εξ αποστάσεως, ηλεκτρονικώς, ιδίως για τη λήψη απόφασης απεργίας…. Δηλαδή, αντί για λήψη αποφάσεων μέσα από συλλογικές, ζωντανές και ουσιαστικά δημοκρατικές διαδικασίες με συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων, οι αποφάσεις συνολικά και ειδικά για τις απεργίες θα λαμβάνονται με τους εργάτες απομονωμένους τον έναν από τον άλλον, να πατούν ένα κουμπί από το σπίτι τους, ίσως και υπό την «επίβλεψη» των εκπροσώπων της εργοδοσίας…Είναι ευνόητο ότι η συγκεκριμένη διάταξη έρχεται να διευκολύνει το στήσιμο απεργοσπαστικών μηχανισμών.

Η παραπάνω διάταξη, μάλιστα, έρχεται να «κουμπώσει» με την απεργοκτόνα διάταξη Αχτσιόγλου που ψήφισε η τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (νόμος 4512/2018), περί απαρτίας του 50%+1 στις Γενικές Συνελεύσεις.

Με όλες τις παραπάνω ρυθμίσεις, αφενός γίνεται πιο δύσκολο να ληφθεί απόφαση και να κηρυχθεί απεργία αφετέρου δίνεται η δυνατότητα στους δικαστές να κηρύσσουν παράνομες ακόμα και αυτές τις ελάχιστες απεργίες που δεν κηρύσσονταν παράνομες μέχρι σήμερα.

Ακόμη, με το άρθρο 91, διευρύνεται ο ισχύων σήμερα κατάλογος των «Επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου» με την προσθήκη σε αυτές των επιχειρήσεων αποκομιδής και εναποθέσεως απορριμμάτων και της Τραπέζης της Ελλάδος, της Πολιτικής Αεροπορίας και «κάθε είδους υπηρεσίες ή τμήματα υπηρεσιών που απασχολούνται με την εκκαθάριση και πληρωμή των μισθών του προσωπικού του κατά το άρθρο 14 του ν. 1470/2014 δημόσιου τομέα.». Στις επιχειρήσεις αυτές προβλέπονται πιο αυστηρές προϋποθέσεις για την κήρυξη απεργίας.

Μάλιστα οι προϋποθέσεις αυτές γίνονται ακόμη πιο αυστηρές, καθώς με το άρθρο 93 προβλέπεται ότι όσο διαρκεί ο δημόσιος διάλογος, ο οποίος και σήμερα είναι υποχρεωτικός (υποχρεούνται τα σωματεία των επιχειρήσεων αυτών να υποβάλουν στον ΟΜΕΔ αίτηση διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου για τα αιτήματα της απεργίας) αναστέλλεται το δικαίωμα στην απεργία!

Αποδυνάμωση των σωματείων – Περιορισμός της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης

Με το άρθρο 87 περιορίζεται σημαντικά η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών, δηλαδή η προστασία από απόλυση ή μετάθεση των εκλεγμένων μελών της Διοίκησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Συγκεκριμένα, περιορίζεται η έκταση της προστασίας α) σε 5 αντί για 7 μέλη διοίκησης του σωματείου που έχει έως 200 μέλη β) σε 7 αντί για 9 η προστασία διοίκησης σωματείου που έχει από 200 έως 1000 μέλη και γ) σε 9 αντί για 11 οργάνωσης που έχει περισσότερα από 1000 μέλη. Επίσης, περιορίζεται η προστασία των ιδρυτικών μελών της πρώτης υπό σύσταση συνδικαλιστικής οργάνωσης σε 21 μέλη, εφόσον στην επιχείρηση εργάζονται περισσότεροι από 80 εργαζόμενοι, ενώ μέχρι τώρα προστατεύονται τα πρώτα 25 μέλη αν απασχολεί πάνω από 150 εργαζόμενους η επιχείρηση, 30 μέλη αν απασχολεί πάνω από 300 και 40 μέλη εάν απασχολεί πάνω από 500.

Επίσης, με το άρθρο 99 καταργείται η επιτροπή προστασίας συνδικαλιστικών στελεχών του άρθρου 15 του Ν. 1264/2010 που έκρινε την δυνατότητα απόλυσης, ή μετάθεσης των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών, μετά από προσφυγή του εργοδότη προκειμένου να επιτραπεί η απόλυση ή μετάθεση για κάποιους περιοριστικά αναφερόμενους σπουδαίους λόγους: (α) Όταν κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον εργοδότη ο εργαζόμενος τον εξαπάτησε παρουσιάζοντας ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια για να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή. β) Όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχτηκε αθέμιτα πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους. γ) Όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του. δ) Όταν ο εργαζόμενος επίμονα και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία έχει προσληφθεί. ε) “Οταν ό εργαζόμενος δέν προσέρχεσαι αδικαιολόγητα στήν έργασία του γιά περισσότερο άπό 7 μέρες διάστημα η εξακολουθεί νά συμμετέχει σέ άπεργία πού κρίθηκε μέ δικαστική απόφαση1 μή νόμιμη η καταχρηστική.) Ταυτόχρονα καταργούνται και οι συγκεκριμένοι αποκλειστικοί λόγοι που επέτρεπαν, μετά από έγκριση την απόλυση και διευρύνεται εξαιρετικά η δυνατότητα απόλυσης συνδικαλιστικού στελέχους.

Περαιτέρω, ενώ μέχρι τώρα απαγορεύεται η μετάθεση των προσώπων που προστατεύονται από απόλυση ως συνδικαλιστικά στελέχη, χωρίς τη συγκατάθεση του σωματείου και ο εργοδότης είχε τη δυνατότητα για σπουδαίο λόγο να προσφύγει στην επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 1264/1982 για να επιτραπεί η μετάθεση, πλέον καταργείται εξ’ ολοκλήρου η επιτροπή αυτή, καταργείται επίσης η προϋπόθεση συγκατάθεσης του σωματείου και επιτρέπεται η μετάθεση «αν αυτή είναι απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία της επιχείρησης ή επιβάλλεται από λόγους προστασίας της υγείας» (αρ. 87 παρ. 9 σε συνδυασμό με άρ. 99)

Ακόμη με το άρθρο 88, επέρχονται περιορισμοί στα δικαιώματα των σωματείων εντός του εργασιακού χώρου. Προβλέπεται με την παρ. 2 ότι «Κάθε σωματείο της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης δικαιούται να έχει ιστότοπο στο διαδίκτυο ή στο εσωτερικό ηλεκτρονικό δίκτυο της εργοδοτικής επιχείρησης. Ο εργοδότης επιβαρύνεται με τα εύλογα έξοδα σχεδιασμού, λειτουργίας και συντήρησης του ιστότοπου αυτού. …. Αν ο εργοδότης δεν τους παρέχει τη δυνατότητα των προηγούμενων εδαφίων, τα σωματεία της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης δικαιούνται να έχουν πίνακες ανακοινώσεων για τους σκοπούς τους στους τόπους εργασίας και σε χώρους που συμφωνούν ο κάθε εργοδότης και η διοίκηση του κάθε σωματείου» Δηλαδή περιορίζεται η μέχρι σήμερα υποχρέωση του εργοδότη να παρέχει χώρο για πίνακες ανακοινώσεων στο σωματείο, μόνο στις περιπτώσεις που δεν τους παρέχει «χώρο» στο εσωτερικό δίκτυο της επιχείρησης ή το διαδίκτυο! Ουσιαστικά η επικοινωνία του σωματείου με τους εργαζόμενους εξοβελίζεται από το χώρο της εργασίας, στα μέιλ και στο ίντερνετ!

Με την παρ. 6 περιορίζονται οι χώροι του τόπου εργασίας, που έχει δικαίωμα κάθε σωματείο να μοιράζει τις ανακοινώσεις του, εκτός χρόνου εργασίας στους «χώρους του τόπου εργασίας που συμφωνούν με τον εργοδότη ή στους κοινόχρηστους χώρους ή στους χώρους εστίασης, όπου υπάρχουν, ή σε υπαίθριους χώρους του τόπου εργασίας,»

Συμπερασματικά, το νέο νομοσχέδιο για την μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου κινείται στην ίδια κατεύθυνση με σχεδόν όλες τις προηγούμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες από 2010 και έπειτα. Ο βασικός πυλώνας τους είναι η αποδυνάμωση της συλλογικής διάστασης των εργασιακών σχέσεων, η ελαστικοποίηση του ωραρίου κατά τις ανάγκες του εργοδότη και η διευκόλυνση των απολύσεων.

Το Υπουργείο Εργασίας έβαλε μέσα σ’ αυτό το αντεργατικό τερατούργημα κάποιες ρυθμίσεις (όπως η άδεια πατρότητας, το ύψος της αποζημίωσης του εργατοτεχνίτη, κλπ) που λειτουργούν όπως το δόλωμα στο αγκίστρι για να “ψαρέψει” συναίνεση. Αλλά οι εργαζόμενοι δεν είναι χρυσόψαρα για να τσιμπήσουν ούτε έχουν πάθει συλλογική αμνησία.

Ο νομικός κόσμος πρέπει να σταθεί πρωτοπόρος στην αποκάλυψη της αλήθειας σε ολόκληρη την κοινωνία για τον χαρακτήρα του νομοσχεδίου και να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της μάχης για την αποτροπή της ψήφισής του

Η απάντηση που πρέπει να λάβει το νομοσχέδιο είναι μια κήρυξη πολέμου από την πλευρά του εργατικού κινήματος ενάντια στην κυβέρνηση – συνώνυμο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της κατεδάφισης του εργατικού δικαίου.

Μεγάλος σταθμός στην πάλη κατά του νομοσχεδίου, μετά την απεργιακή κινητοποίηση της 6ης Μαΐου, αποτελεί η ήδη εξαγγελθείσα απεργία της 3ης Ιουνίου, στην οποία ως «Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή» καλούμε σε μαζική συμμετοχή.

ΠΗΓΗ