Πρόσθεσε μάλιστα πως «η νομική επιστήμη στη χώρα μας ετεροκαθορίζεται από τις ανορθολογικές κραυγές των Μέσων Ενημέρωσης και των “αγανακτισμένων” πολιτών που διψούν για εκδίκηση και απαιτούν διαρκώς αυστηροποίηση της νομοθεσίας. Στην Ελλάδα καλός πολιτικός θεωρείται αυτός που απαιτεί την επαναφορά της θανατικής ποινής, τον πραγματικό ισόβιο εγκλεισμό των κρατουμένων και έντιμος δικαστής αυτός που θα επιβάλει τέτοιες ποινές».

Στη συνέχεια τόνισε πως «μετά το πρόσφατο φρικτό έγκλημα στα Γλυκά Νερά βρήκαν και πάλι την ευκαιρία ορισμένοι να πλειοδοτήσουν σε αυστηρότητα αν και καλά γνωρίζουν ότι η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν συνδέεται επιστημονικά με τη μείωση της εγκληματικότητας, ούτε αυτή εξαλείφεται εάν δεν ξεριζωθούν τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια που την γεννούν.»

Ενώ κατήγγειλε και τα ρατσιστικά στερεότυπα που συνδέουν την εγκληματικότητα με τους αλλοδαπούς, σημειώνοντας πως «Ακούστηκαν το τελευταίο διάστημα ακραίες και αντιεπιστημονικές τοποθετήσεις που συνδέουν το έγκλημα με τους αλλοδαπούς οι οποίοι τάχα δεν ασπάζονται τις ίδιες αξίες με τους Έλληνες». Συνέκρινε την κατάσταση με τον ρατσισμό που αντιμετώπισαν οι Έλληνες μετανάστες στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ολόκληρη η τοποθέτηση του Χριστόφορου Σεβαστίδη:

«Δύο σχεδόν χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ των νέων Ποινικών Κωδίκων και παρά το γεγονός ότι η πανδημία οδήγησε σε αναγκαστικό περιορισμό της λειτουργίας των Ποινικών Δικαστηρίων, μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια πρώτη αποτίμηση της εφαρμογής των νέων διατάξεων, μία εκτίμηση του κατά πόσο επιτεύχθηκαν οι αρχικές προσδοκίες του νομοθέτη και κάποιες επισημάνσεις για τα σημεία εκείνα που απαιτούν μια νομοθετική βελτίωση. Όλη αυτή η συζήτηση οφείλει να γίνεται αυστηρά με όρους επιστημονικούς.

Στην Ελλάδα είναι ωστόσο συχνό το φαινόμενο να επιβάλει η χειρότερη μορφή πολιτικής, η δημαγωγία και ο λαϊκισμός, τα πορίσματα της επιστήμης, να την ποδηγετεί οριοθετώντας εξ αρχής τα πλαίσια στα οποία της επιβάλει να κινείται και να αξιοποιεί τα συμπεράσματά της μόνο όταν αυτά συμπίπτουν με τους προκαθορισμένους πολιτικούς στόχους. Η νομική επιστήμη έχει πέσει συχνά θύμα άσκησης αυτής της μορφής πολιτικής. Σ’ αυτήν την πολιτική οφείλεται η νομοθετική κουρελού των εκατοντάδων τροποποιήσεων, αλλαγών, συμπληρώσεων των Κωδίκων, που δεν συμβαδίζουν με την ορθολογική προσαρμογή στις κοινωνικές μεταβολές. Εκεί εύκολα μπορεί να αποδοθεί η ανασφάλεια δικαίου και η έλλειψη σοβαρής και σταθερής αντεγκληματικής πολιτικής. Η νομική επιστήμη στη χώρα μας ετεροκαθορίζεται από τις ανορθολογικές κραυγές των Μέσων Ενημέρωσης και των «αγανακτισμένων» πολιτών που διψούν για εκδίκηση και απαιτούν διαρκώς αυστηροποίηση της νομοθεσίας. Στην Ελλάδα καλός πολιτικός θεωρείται αυτός που απαιτεί την επαναφορά της θανατικής ποινής, τον πραγματικό ισόβιο εγκλεισμό των κρατουμένων και έντιμος δικαστής αυτός που θα επιβάλει τέτοιες ποινές.

Ο ανορθολογισμός και η κοινωνική πίεση που ασκείται πάντα προς αυτήν την κατεύθυνση, υπονομεύουν την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των επιστημόνων με στόχο τη διανοητική παραγωγή νέας επιστημονικής γνώσης προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας. Μετά το πρόσφατο φρικτό έγκλημα στα Γλυκά Νερά βρήκαν και πάλι την ευκαιρία ορισμένοι να πλειοδοτήσουν σε αυστηρότητα αν και καλά γνωρίζουν ότι η αυστηροποίηση της ποινικής νομοθεσίας δεν συνδέεται επιστημονικά με τη μείωση της εγκληματικότητας, ούτε αυτή εξαλείφεται εάν δεν ξεριζωθούν τα κοινωνικά και οικονομικά αίτια που την γεννούν. Το ΕΔΔΑ στην απόφαση Hutchinson κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 17-1-2017, που είναι δημοσιευμένη στο Νομικό Βήμα του 2018, σελ. 336 επ, έκρινε ότι η ΕΣΔΑ δεν απαγορεύει μεν την επιβολή ισόβιας κάθειρξης για εκείνους που έχουν καταδικαστεί για ιδιαίτερα σοβαρά εγκλήματα, πλην όμως για να είναι συμβατή η ποινή με τη Σύμβαση πρέπει να υπάρχει μια προοπτική απελευθέρωσης για τον κρατούμενο, όσο και μια ενδεχόμενη επανεξέταση της ποινής του.

Το ΕΔΔΑ επίσης με την πιο πρόσφατη απόφαση Marcelo Viola κατά Ιταλίας της 13ης– 6-2019, επί της προσφυγής ενός καταδικασθέντος σε ισόβια κάθειρξη – μέλους της Ιταλικής Μαφίας, έκρινε ότι η ιταλική νομοθεσία παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ το οποίο απαγορεύει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κρατουμένου. Θεώρησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με την ευρισκόμενη στο επίκεντρο της Σύμβασης ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να στερηθεί κάποιος την ελευθερία του χωρίς τη δυνατότητα απόλυσής του υπό όρους από τη φυλακή. Η μάχη κατά της μαφίας, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απαγορευμένη από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Αυτές οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ ασφαλώς είναι ψιλά γράμματα για τους έλληνες θιασώτες των ισοβίων και της στέρησης του δικαιώματος του κρατουμένου για υφ’ όρον απόλυση. Όσοι πιέζουν για αυστηροποίηση της νομοθεσίας μέχρι αυτό το σημείο, πρέπει να μας εξηγήσουν πως αντιλαμβάνονται τη θέση της Χώρας μας στην Ευρώπη και αν αποτελεί ένδειξη πολιτισμού η καταδίκη ενός Κράτους από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση βασικών άρθρων της ΕΣΔΑ.

Ακούστηκαν το τελευταίο διάστημα ακραίες και αντιεπιστημονικές τοποθετήσεις που συνδέουν το έγκλημα με τους αλλοδαπούς οι οποίοι τάχα δεν ασπάζονται τις ίδιες αξίες με τους Έλληνες. Αποδεχόμαστε σχετικά εύκολα ότι ο λαός μας γνώρισε πολλές φορές στην ιστορία του τη μετανάστευση, τους διωγμούς, την προσφυγιά, αρνούμαστε όμως πεισματικά να παραδεχτούμε ότι οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι Έλληνες τους οδήγησαν πολλές φορές στην τέλεση ειδεχθών εγκλημάτων. Λυπάμαι εάν θα χαλάσω τις ψευδαισθήσεις κάποιων αλλά πρέπει να κάνουμε μια αναδρομή στην Αμερική των αρχών του 20ου αιώνα: Στις 12 πρώτες εβδομάδες του 1909 στο Σικάγο σε σύνολο 149 ειδήσεων στον τοπικό Τύπο, οι 78 (ποσοστό 52,3%) αφορούσαν πραγματικά εγκληματικά περιστατικά με δράστες Έλληνες μετανάστες. Τα εγκλήματα ήταν κυρίως βιασμοί ανηλίκων, δουλεμπόριο, σωματεμπορία. Στην ίδια Πολιτεία τη διετία 1906-1908 σε επίσημα στατιστικά στοιχεία της εποχής οι πιο σκληροί κακοποιοί ήταν οι Έλληνες. Το ίδιο δείχνουν και τα στατιστικά στοιχεία στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης την εποχή της μεγάλης οικονομικής κρίσης το 1929. Οι Έλληνες έχουν υπερδεκαπλάσιες ανθρωποκτονίες από τους Ιταλούς που είναι δεύτεροι. Όμοια και στους βιασμούς, στις κλοπές, στα ναρκωτικά και στις ληστείες. Ο πίνακας με τα στατιστικά στοιχεία της εποχής που είχε δημοσιεύσει η Εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 21-3-1998 είναι αποκαλυπτικός.

Τα ίδια ψευδοεπιχειρήματα που χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη Ελλάδα για να δώσουν στο έγκλημα φυλετική διάσταση, χρησιμοποιούσε ο Τύπος της Αμερικής για τους παππούδες μας. Τους χαρακτήριζε βρώμικους, υπάνθρωπους, απολίτιστους, άγριους, εγκληματίες και για το λόγο αυτό ήταν πρώτοι στη λίστα της Κου Κλουξ Κλαν. Είναι νομίζω καιρός να δείξουμε υπευθυνότητα και να αντιληφθούμε ότι η εγκληματικότητα έχει τις κύριες αιτίες της στην αδυναμία πολιτικής επίλυσης κοινωνικο-οικονομικών προβλημάτων και δεν αντιμετωπίζεται με την εύκολη θυματοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, ούτε με την υιοθέτηση αντιεπιστημονικών αντιλήψεων.  Όπου επιχειρήθηκε αυτή η συνταγή απέτυχε στο σκοπό της, εξέθρεψε όμως την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, την κοινωνική περιθωριοποίηση και έβαλε γερά τις βάσεις της ανόδου φασιστικών κομμάτων στην εξουσία.

Πριν βγάλει λοιπόν κάποιος βιαστικά και πρόχειρα συμπεράσματα για τις αιτίες της εγκληματικότητας είναι καλό να θυμηθεί ότι η διάδοση και η καθιέρωση του δόγματος της «μηδενικής ανοχής», που πέρασε στα τέλη του 20ου αιώνα από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, εκφράζει τη ρητορική που εξομοιώνει τους παραβάτες – άστεγους, ζητιάνους, περιθωριακούς- με τους ξένους επιδρομείς, επιτάσσει χαλάρωση της νομικής διάκρισης ανηλίκων και ενηλίκων δραστών, ζητά περισσότερες προϋποθέσεις για την υφ’ όρον απόλυση. Αναπροσδιορίζει το ρόλο του κράτους, το οποίο αποσύρεται από την οικονομία και μειώνει τον κοινωνικό του ρόλο ενώ αντίθετα διευρύνει και σκληραίνει την ποινική του παρέμβαση. Οι ίδιες χώρες που μάχονται υπέρ του λιγότερου κράτους απαιτούν περισσότερο κράτος προκειμένου να συγκαλύψουν και να συγκρατήσουν τις επιζήμιες κοινωνικές συνέπειες που έχει στις κατώτερες περιοχές του κοινωνικού χώρου, η απορρύθμιση της μισθωτής εργασίας και η υποβάθμιση της κοινωνικής προστασίας. Η «μηδενική ανοχή» είναι μια φιλοσοφία φιλελεύθερη και μη παρεμβατική προς τα πάνω, σε ότι αφορά κυρίως τη φορολογία και την απασχόληση, αδιάλλακτη και παρεμβατική προς τα κάτω, σε ότι αφορά τη δημόσια συμπεριφορά των μελών των λαϊκών τάξεων, που είναι πιασμένα στη μέγγενη από τη μια μεριά της γενικευμένης υπο-απασχόλησης και της προσωρινής μισθωτής εργασίας και από την άλλη της ύφεσης της κοινωνικής προστασίας και της πενίας των δημοσίων υπηρεσιών. Στην εσκεμμένη ατροφία του κοινωνικού κράτους αντιστοιχεί η υπερτροφία του ποινικού κράτους. Στις ΗΠΑ –πρότυπο για την Ευρώπη- στις αρχές του 21ου αιώνα οι σωφρονιστικές πιστώσεις της χώρας αυξάνονται κατά 95% την ίδια στιγμή που ο προϋπολογισμός στην υγεία παραμένει στάσιμος, ο προϋπολογισμός για την παιδεία μειώνεται κατά 2% και ο προϋπολογισμός της κοινωνικής προστασίας μειώνεται κατά 41%. Η μαζικοποίηση των εγκλεισμών στις φυλακές βοηθάει στη φρενήρη ανάπτυξη της ιδιωτικής βιομηχανίας της φυλάκισης. Στις ΗΠΑ στα τέλη του 20ου αιώνα 17 ιδιωτικές εταιρίες διαχειρίζονται περίπου 140 καταστήματα κράτησης με το τζίρο να εκτιμάται σε 4 δις. δολάρια. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που μπαίνει στο δρόμο της κερδοσκοπικής φυλάκισης. Οι μαζικές φυλακίσεις συμπιέζουν τεχνητά το επίπεδο ανεργίας διαγράφοντας εκατομμύρια ανθρώπους από τον πληθυσμό που αναζητά εργασία και επιπλέον επιταχύνουν την ανάπτυξη ενός εξαθλιωμένου εργατικού πληθυσμού αφού οι πρώην κατάδικοι δεν μπορούν παρά να έχουν ελάχιστες αξιώσεις στον εργασιακό τομέα. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την εργασία των Georg Rusche και Otto Kirscheimer μετά τις μελέτες που πραγματοποίησαν σε δέκα δυτικά κράτη και ανέδειξαν τη στενή και θετική σχέση ανάμεσα στην υποβάθμιση της αγοράς εργασίας και την αύξηση του αριθμού των φυλακισμένων ενώ αντίθετα δεν υπάρχει καμιά αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ των ποσοστών εγκληματικότητας και των ποσοστών φυλάκισης…»

ΠΗΓΗ