Αναδημοσίευση από Οικονομικό Ταχυδρόμο
Οι υποστηρικτές της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης στην Ελλάδα ισχυρίζονται, μεταξύ των άλλων, λανθασμένα ότι επιβάλλεται η προώθηση αυτής της κυβερνητικής επιλογής στην χώρα μας, επειδή απειλείται η μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ), με την έννοια ότι επιβαρύνει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά.
Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι ο δείκτης συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ το 2018 ήταν 18,7% του ΑΕΠ (35 δις ευρώ) και η συνολική κρατική χρηματοδότηση ήταν 11% του ΑΕΠ.
Επίσης, υποστηρίζεται λανθασμένα ότι το αναδιανεμητικό σύστημα της αλληλεγγύης των γενεών και της συλλογικής αντιμετώπισης του κινδύνου του γήρατος, της αναπηρίας και της χηρείας, θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο στο μέλλον τα δημόσια οικονομικά της χώρας λόγω της γήρανσης του πληθυσμού αφού ο δείκτης γήρανσης (άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 15-64 ετών) θα αυξηθεί από το 61% το 2020 στο 92,8% το 2060! Όμως, τα στοιχεία αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, η οποία είναι διαφορετική.
Πράγματι, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, η οποία έχει εγκριθεί και από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η συνταξιοδοτική δαπάνη το 2018 ήταν 15,6% του ΑΕΠ, η κρατική χρηματοδότηση ήταν 8,3% του ΑΕΠ (5,5% θεσμοθετημένη κρατική χρηματοδότηση και 2,8% κρατική επιχορήγηση) και η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη ήταν 28 δις ευρώ. Ο δείκτης αυτός το 2021 εκτιμάται ότι θα είναι 16,4% του ΑΕΠ (16,2% του ΑΕΠ είναι το μνημονιακό όριο) και όχι, όπως υποστηρίζεται, πάνω από 20% του ΑΕΠ. Επίσης, σύμφωνα με την εγκεκριμένη αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ εκτιμάται το 2070 στο 11,9% του ΑΕΠ (με τον μέσο όρο της ΕΕ στο 12,2% του ΑΕΠ σύμφωνα με το Ageing Working Group της ΕΕ) και η κρατική χρηματοδότηση εκτιμάται ότι θα είναι το 2070 στο 4,8% του ΑΕΠ (3,5% θεσμοθετημένη και 1,3% κρατική επιχορήγηση με τον μέσο όρο της ΕΕ 5% του ΑΕΠ). Η κρατική αυτή χρηματοδότηση θα αφορά εξ ολοκλήρου την κύρια σύνταξη και κατά βάση την Εθνική Σύνταξη, αφού η επικουρική σύνταξη λειτουργώντας με το διανεμητικό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης είναι εξ ορισμού αυτοχρηματοδοτούμενη, δηλαδή το κράτος δεν θα δαπανά καθόλου πόρους για την δημόσια επικουρική κοινωνική ασφάλιση.
Επίσης, το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (κύρια και επικουρική σύνταξη), σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, είναι μακροπρόθεσμα (2020-2070) βιώσιμο, αφού ο δείκτης συνταξιοδοτικής δαπάνης προς ΑΕΠ θα είναι 11,9% του ΑΕΠ και η κρατική χρηματοδότηση το 2070 θα είναι 4,8% του ΑΕΠ. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα αυτά έχουν προκύψει με βάση τις πιο πρόσφατες δημογραφικές προβολές της Eurostat για την Ελλάδα (EuroPop 2018), σύμφωνα με τις οποίες ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω προς πληθυσμό ατόμων ηλικίας 15-64) θα αυξηθεί από το 34,1% το 2018 στο 58,4% το 2070, γεγονός που καθιστά αξιοπερίεργο τον λανθασμένο ισχυρισμό ότι ο συγκεκριμένος δείκτης θα αυξηθεί από το 61% στο 92,8%!
Όμως, το γεγονός ότι σύμφωνα με τους αναλογιστικούς μας υπολογισμούς καθώς και αυτών της αναλογιστικής μελέτης του Ν.4670/2020 που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) της χώρας μας είναι βιώσιμο μέχρι το 2070, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ των άλλων, την δημογραφική γήρανση στη χώρα μας, δεν σημαίνει ότι πρέπει να οδηγεί την ελληνική πολιτεία μέχρι το 2070 σε εφησυχασμό. Κι΄αυτό, γιατί η μακροχρόνια αυτή οικονομική βιωσιμότητα του ΣΚΑ επιτυγχάνεται, κατά βάση, με έλλειμμα κοινωνικής αποτελεσματικότητας και φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού, δεδομένου ότι το μέσο επίπεδο της συνολικής σύνταξης εκτιμάται στο επίπεδο των 950 ευρώ (μεικτά) (730 ευρώ κύρια και 220 ευρώ επικουρική σύνταξη).
Κατά συνέπεια, η αναγκαία «νέα μεταρρυθμιστική» παρέμβαση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας, επιβάλλεται, μεταξύ των άλλων, να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί κατά την περίοδο μετά την πανδημία και να αφορά, κατά βάση, την ανακοπή της οικονομικά βιώσιμης προοπτικής του ΣΚΑ με όρους φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού. Αντίθετα, η κυβερνητική επιλογή της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, παραβλέποντας τις τεκμηριωμένες ποσοτικά προσεγγίσεις, μεταξύ των άλλων, διεθνών οργανισμών (Διεθνές Γραφείο Εργασίας, Διεθνής Ένωση Κοινωνικής Ασφάλισης) και την αρνητική αντίστοιχη διεθνή και ευρωπαϊκή εμπειρία τριάντα χωρών, προτίθεται ουσιαστικά να επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό της χώρας μας με το χρέος του κόστους μετάβασης ύψους 62 δις ευρώ για την περίοδο 2022-2060.
Παράλληλα, κατά την ίδια χρονική περίοδο, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν.4670/2020, ο Κρατικός Προϋπολογισμός της χώρας μας δεν θα χρηματοδοτούσε καθόλου την επικουρική σύνταξη, το μέσο επίπεδο της οποίας θα είναι 220 ευρώ. Στις συνθήκες αυτές, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην χώρα μας δεν οδηγείται σε κατάρρευση.
Αντίθετα, εκτιμάται ότι θα απειληθεί η δημοσιονομική σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας και η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της χώρας μας από την είσοδο των εισφορών της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης στους κινδύνους των χρηματιστηρίων και των κρίσεων των χρηματαγορών, που ο Nassim Taleb (αναλυτής των χρηματοοικονομικών κινδύνων) περιέγραψε (Μαύρος Κύκνος) τους συμμετέχοντες σ΄αυτή την αγορά «ωσάν να περιμένουν τη σειρά τους για να σφαγιαστούν, νομίζοντας ότι περιμένουν στην ουρά για να απολαύσουν κάποια παράσταση στο Μπρόντγουεϊ».
*Ο κ. Σ. Γ. Ρομπόλης, είναι Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Β. Γ. Μπέτσης Διδάκτορας στο ίδιο πανεπιστήμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου