17 Αυγούστου 2025

Φάκελος "Αντιπαροχή" σε τρία μέρη (VIDEO)

Πολυκατοικίες στον Νέο Κόσμο, φωτογραφία wikimedia commons.

Φάκελος Αντιπαροχή [I]: η ανάγκη στέγασης την μεταπολεμική περίοδο γεννά την ανταλλαγή γης με διαμερίσματα

 

Με αφορμή την ανοιχτή διαδικτυακή διαβούλευση που έχει ξεκινήσει το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας για την κοινωνική αντιπαροχή, ξεκινάμε μια σειρά από δημοσιεύσεις για να φωτίσουμε πτυχές της αντιπαροχής, του μοναδικού αυτού ελληνικού φαινομένου της μεταπολεμικής περιόδου.

Η αρχή γίνεται με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ “Αντιπαροχή – Μια σύντομη εισαγωγή”, που έχει παραχθεί στο πλαίσιο ενός τριετούς συνεργατικού ερευνητικού προγράμματος της Σχολής Αρχιτεκτονικής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου της Αθήνας. Το πρόγραμμα ασχολήθηκε με την ιστορία της αντιπαροχής, της συμφωνίας ανταλλαγής γης με διαμερίσματα, που επέτρεψε την ευρεία πρόσβαση στην ιδιοκτησία κατοικίας στην Ελλάδα. Το σύντομο ντοκιμαντέρ παρουσιάζει στα ελληνικά μια μικρή επιλογή από τις συνεντεύξεις που έχουν πραγματοποιηθεί για το ερευνητικό πρόγραμμα και περιλαμβάνει αφενός προσωπικές και υποκειμενικές απόψεις, αφηγήσεις και αναμνήσεις των «πρωταγωνιστών» του φαινομένου και αφετέρου τις απόψεις των μελετητών της αντιπαροχής, με έμφαση στην περίπτωση της Αθήνας. Είναι μια παραγωγή του 2021, διάρκειας 20 λεπτών, του Σταύρου Αλιφραγκή και της Κωνσταντίνας Κάλφα, επιστημονικών υπευθύνων του προγράμματος.

Από τις πιο σημαντικές στιγμές του ντοκιμαντέρ είναι η κριτική που ασκείται στην άναρχη οικοδόμηση και στην αύξηση των κερδών των κατασκευαστών και των εργολάβων των πολυκατοικιών, που ορισμένες φορές – κατά δήλωση των πρωταγωνιστών – στην Αθήνα άγγιζαν από 50 έως 70%, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη ανάμεσα στους εμπλεκόμενους καθώς υπήρξε σαφής εκμετάλλευση της ανάγκης των ανθρώπων για στέγαση και για ποιοτικότερη κατοικία.

 

***

Φάκελος Αντιπαροχή [II]: γιατί η κοινωνική στέγαση δεν είναι αρκετή και χρειαζόμαστε και δημόσια κατοικία


Από περσινή δράση διαμαρτυρίας για το δικαίωμα στην κατοικία έξω από το Ντουόμο στο Μιλάνο. Φωτογραφία European Action Coalition for the right to housing and to the city.

Με αφορμή την ανοιχτή διαδικτυακή διαβούλευση που έχει ξεκινήσει το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας για την κοινωνική αντιπαροχή, ξεκινάμε μια σειρά από δημοσιεύσεις για να φωτίσουμε πτυχές της αντιπαροχής, του μοναδικού αυτού ελληνικού φαινομένου της μεταπολεμικής περιόδου.

Δεδομένου ότι στο εν λόγω νομοσχέδιο το θέμα που βαφτίζεται αντιπαροχή και τίθεται προς συζήτηση είναι πώς η δημόσια περιουσία (γη και κατοικίες) θα αξιοποιηθεί από ιδιώτες εργολάβους και το 30% αυτής θα δοθεί ως κοινωνική κατοικία, στο σημερινό δημοσίευμα εξετάζουμε την διαφορά κοινωνικής στέγασης και δημόσιας κατοικίας, όπως αυτή εξηγήθηκε από την Ευρωπαϊκή Συμμαχία Δράσης για το δικαίωμα στην κατοικία και την πόλη, με αφορμή το έντυπο που κυκλοφόρησαν το 2018, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Γιατί χρειαζόμαστε δημόσια κατοικία;

Η διεκδίκηση δημόσιας κατοικίας είναι ένας πολιτικός αγώνας – μας αφορά όλες και όλους. Δεν αντιμετωπίζει την κατοικία με φιλανθρωπιστικούς όρους, ή όρους ανθρωπιστικής βοήθειας. Πρόκειται για συλλογική οργάνωση και κοινή χρήση των πόρων. Είναι ένα θεμελιώδες, κοινωνικό και κοινοτικό δικαίωμα. Απαιτεί την άσκηση πίεσης στις τοπικές και κρατικές αρχές, ώστε να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον και όχι το ιδιωτικό κέρδος. Πρόκειται για την καταπολέμηση των ισχυρών παγκόσμιων χρηματοοικονομικών παραγόντων που, τις τελευταίες δεκαετίες, έχουν συσσωρεύσει πλούτο μέσω της αρπαγής, της διάλυσης και της κερδοσκοπίας σε δημόσια κατοικία, ενώ παράλληλα έχουν στερήσει τις οικογένειες και τους γείτονές μας από τα περιουσιακά τους στοιχεία.

Γιατί η κοινωνική στέγαση δεν είναι αρκετή και γιατί χρειαζόμαστε δημόσια κατοικία;

Η κοινωνική στέγαση (και υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι κοινωνική στέγαση ανάλογα με τη χώρα) διευκολύνει την ανταπόκριση στις ανάγκες στέγασης, αλλά δεν είναι επαρκής. Η κοινωνική στέγαση συνήθως προγραμματίζεται για να καλύψει ένα μέρος του πιο ευάλωτου πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο, μετατρέπει τη στέγαση από κοινωνικό και θεμελιώδες δικαίωμα σε πρόγραμμα βοήθειας. 

Σε ορισμένες χώρες, δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ δημόσιας κατοικίας και κοινωνικής στέγασης. Για παράδειγμα, στην Πορτογαλία, η πλειονότητα των δημόσιων κατοικιών είναι κοινωνικές, ενώ στη Γαλλία η κοινωνική στέγαση αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία.

Σε πολλές από τις περιοχές μας, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (ΟΚοιΠ) παρέχουν ένα είδος «φιλανθρωπικής στέγασης» ως μια ιδιωτικοποιημένη μορφή κοινωνικής στέγασης. Υπάρχουν πολλά προβληματικά ζητήματα που προκύπτουν όταν οι ΟΚοιΠ αντί του κράτους παρέχουν στέγαση: μερικές φορές προσφέρουν στέγαση σε μέρη όπου κανείς δεν θέλει να ζήσει ή σε περιοχές που οι άνθρωποι που θα στεγαστούν ως κατηγορία υφίστανται διακρίσεις. Εφαρμόζουν διαδικασίες επιλεξιμότητας για τα άτομα που «πληρούν τα κριτήρια» για να λάβουν αυτά τα σπίτια, δημιουργώντας έτσι ακόμη μεγαλύτερες ταξικές διακρίσεις μεταξύ των φτωχών και των «φτωχών που αξίζουν». Ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο στους «δικαιούχους» τους, διασφαλίζοντας ότι εξακολουθούν να «αξίζουν» τα σπίτια τους. Συχνά, εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ιδιωτών ιδιοκτητών, οι οποίοι αναζητούν ενοικιαστές/στριες για τα ανεπιθύμητα ακίνητά τους (με σκοπό επίσης να λαμβάνουν κρατικές επιδοτήσεις για τα ακίνητα που έχουν ενοικιάσει με κοινωνικούς όρους). Αυτό ενθαρρύνει μια μορφή δημιουργίας “επιχειρήσεων φτώχειας”. (Σ.τ.Σ: αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις δυστυχώς αυτόν τον άχαρο “ρυθμιστικό” ρόλο τροχονόμου καλούνται να τον παίξουν και οι Ο.Τ.Α., όπως για παράδειγμα στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο, είτε με τις δικές τους κοινωνικές υπηρεσίες, είτε με συμπράξεις με ΟΚοιΠ, ενώ τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονται σχεδόν πάντα από την κεντρική διοίκηση).

Η φιλανθρωπική στέγαση και η εκμετάλλευση της φτώχειας αποτελούν έναν δομικό τρόπο για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση ενός «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο», να αποπολιτικοποιηθεί το λεξιλόγιο και οι έννοιες του αγώνα για τη στέγαση, να θυματοποιηθούν και να ελεγχθούν οι πληγέντες και να μεταφερθεί η ευθύνη για την παροχή στέγης από το κράτος σε ιδιωτικούς φορείς.

Τι πρέπει να γίνει;

Η Ευρωπαϊκή Συμμαχία Δράσης, απαιτεί αξιοπρεπή και προσιτή στέγαση για όλους/ες, με ένα πλαίσιο όπου η δημόσια στέγαση και η ρύθμιση της αγοράς θα αποτελούν βασικά εργαλεία. Οι διεκδικίσεις που αφορούν το δίπολο δημόσια κατοικία/κοινωνική στέγαση περιλαμβάνουν:

 ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΟΙΚΙΑ / ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΤΕΓΑΣΗ

> να σταματήσει η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας κατοικίας, της κοινωνικής στέγασης και της δημόσιας γης.
> να σταματήσει η χρηματοδότηση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
> να απαιτηθεί η συντήρηση της δημόσιας κατοικίας και της κοινωνικής στέγασης και η κατασκευή της.
> να υποστηριχθεί η ανάπτυξη νέων μορφών στέγασης: συνεταιριστική και συλλογική στέγαση, κοινοτικά κτηματολογικά καταπιστεύματα, αυτοσχέδια στέγαση, κινητές κατοικίες.
> να γίνει απαλλοτρίωση των κενών κτιρίων για κοινωνική στέγαση.
> να καθιερωθεί δημόσια χρηματοδότηση ύψους 2% του ΑΕΠ για την κατασκευή νέων δημόσιων κατοικιών / κοινωνικών κατοικιών.
> σε κάθε κατοικία που κατασκευάζεται από ιδιώτες κατασκευαστές να εντάσσεται το 30% αυτής στο δημόσιο/κοινωνικό απόθεμα κατοικιών.

*** 

Φάκελος Αντιπαροχή [ΙΙΙ] – Νίκος Κουραχάνης: “εκποιείται και ιδιωτικοποιείται η δημόσια περιουσία, με κοινωνικό προκάλυμμα”

Ο Νίκος Κουραχάνης (πρώτος από αριστερά) σε πρόσφατη εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε για το προσφυγικό στην Αθήνα. Φωτογραφία: Μαριανέλλα Κλώκα | pressenza.

Με αφορμή την ανοιχτή διαδικτυακή διαβούλευση που έχει ξεκινήσει το Υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας για την κοινωνική αντιπαροχή, επιμελούμαστε μια σειρά από δημοσιεύσεις για να φωτίσουμε πτυχές της αντιπαροχής, του μοναδικού αυτού ελληνικού φαινομένου της μεταπολεμικής περιόδου αλλά και της ανάγκης για στέγη.

Ζητήσαμε από τον Νίκο Κουραχάνη να σχολιάσει το ζήτημα της αντιπαροχής όπως το βιώσαμε ως ελληνική κοινωνία και το υπό διαβούλευση Σ/Ν του Υπουργείου καθώς και να προσφέρει μια εναλλακτική σκέψη για το πώς θα μπορούσε να σχεδιαστεί ο νόμος με προσανατολισμό το δημόσιο συμφέρον. Ο Νίκος Κουραχάνης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής και Στέγασης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζονται στην έννοια της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη και σε πολιτικές κοινωνικής ενσωμάτωσης ευάλωτων ομάδων όπως οι άστεγοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία επικεντρώνεται στο σύγχρονο ζήτημα της στέγασης με τίτλο “Στεγαστική κρίση και στεγαστική πολιτική: προκλήσεις και προοπτικές” (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, 2023).

Κύριε Κουραχάνη, έχετε ασχοληθεί ερευνητικά με τις πολιτικές στέγασης. Πώς θα ορίζατε εσείς την έννοια της αντιπαροχής;

Ο θεσμός της αντιπαροχής, όπως εφαρμόστηκε στην Ελλάδα κυρίως από τη δεκαετία του 1950 και μετά, δεν μπορεί να ιδωθεί απλώς ως ένα έξυπνο, ή με την ορολογία του σήμερα καινοτόμο, εργαλείο πολεοδομικής ανάπτυξης ή κοινωνικής στέγασης. Αντίθετα, συνέστησε μια στρατηγική κρατικής διαχείρισης του χώρου και της στέγασης υπέρ του κεφαλαίου, η οποία συγκαλύφθηκε πίσω από το προσωπείο της «ανταποδοτικής συνεργασίας» μεταξύ πολιτών και εργολάβων.

Η μεταπολεμική αντιπαροχή αποτέλεσε στην πραγματικότητα ένα σχήμα ιδιωτικής “αυτοστέγασης” με δημόσιο κόστος και ιδιωτικά κέρδη, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνικής διάρθρωσης, εδραιώνοντας την ιδεολογία της «μικρής ιδιοκτησίας» και μετατρέποντας τη λαϊκή ανάγκη για κατοικία σε μηχανισμό συσσώρευσης για την εργολαβική και κατασκευαστική αστική τάξη. Η ιδεολογία του μικροαστισμού που διέπει σε επίπεδο πολιτικής κουλτούρας μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας εκπαιδεύτηκε και εξετράφη μέσω της πρακτικής της αντιπαροχής.

Ποια είναι η γνώμη σας για το μέτρο της κοινωνικής αντιπαροχής που προωθείται αυτή τη χρονική περίοδο από την κυβέρνηση;

Η κυβερνητική πρόταση για την κοινωνική αντιπαροχή, παρά την επιφανειακή ρητορική περί κοινωνικής ωφέλειας, συνιστά μια ανακύκλωση ενός αποτυχημένου και ταξικά μεροληπτικού μοντέλου αστικής ανάπτυξης, που είχε εφαρμοστεί ήδη με καταστροφικές συνέπειες κατά τον 20ό αιώνα. Είναι φανερό πως το βασικό πρόσημο της πολιτικής αυτής είναι η εκχώρηση δημόσιας γης και περιουσίας σε ιδιώτες – δηλαδή στους εργολάβους και τις κατασκευαστικές εταιρείες – δίχως ανταπόδοση προς το κράτος, παρά μόνον με την υπόσχεση ενοικίασης μέρους του παραγόμενου αποθέματος με «χαμηλό ενοίκιο». Πρόκειται για έμμεση επιδότηση του κεφαλαίου μέσω δημόσιων πόρων, με πρόσχημα την κοινωνική στέγαση.

Αλλά και πάλι, από τη στιγμή που το κράτος δεν αποκτά το ίδιο ιδιοκτησία ούτε διασφαλίζει δημόσια έσοδα ή έλεγχο επί του παραγόμενου αποθέματος, δεν μπορούμε να μιλάμε καν για “αντιπαροχή”, αλλά για εκποίηση και ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας, με κοινωνικό προκάλυμμα. Το γεγονός ότι το ενοίκιο στα διαμερίσματα της δήθεν κοινωνικής κατοικίας θα ορίζεται από τους ίδιους τους εργολάβους και θα αποτελεί δικό τους έσοδο, εντείνει ακόμη περισσότερο τον ιδιωτικοποιημένο χαρακτήρα της παρέμβασης.

Θα μπορούσε η κυβέρνηση ή οι Ο.Τ.Α., αντί να συνάψουν συμβόλαια με ιδιώτες αναδόχους, να αναλάβουν με δικά τους κόστη το σύνολο ή μέρος της ανακαίνισης ή της δόμησης της δημόσιας περιουσίας με σκοπό στη συνέχεια την υλοποίηση προγραμμάτων κοινωνικής μίσθωσης που θα μπορούσαν να καταλήξουν και σε δικαίωμα εξαγοράς του ακινήτου – κοινωνικής αντιπαροχής;

Η πρόταση να αναλάβουν το κράτος ή οι Ο.Τ.Α., με ίδιους πόρους, την ανακαίνιση ή ανέγερση δημόσιας περιουσίας με στόχο την κοινωνική μίσθωση, ακόμη και με δυνατότητα μελλοντικής εξαγοράς, αποτελεί μια ριζικά διαφορετική και κοινωνικά δίκαιη προσέγγιση σε σχέση με το ισχύον μοντέλο της λεγόμενης «κοινωνικής αντιπαροχής». Αντί να παραχωρείται δημόσια γη σε ιδιώτες χωρίς σαφές κοινωνικό αντίκρισμα, το κράτος μπορεί να αναλάβει ενεργό ρόλο στη στεγαστική πολιτική, διατηρώντας τον έλεγχο του παραγόμενου αποθέματος και διασφαλίζοντας χαμηλά ενοίκια, κοινωνικά κριτήρια κατανομής και διαφάνεια.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία προσφέρει πολλά παραδείγματα για το πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα τέτοιο μοντέλο με επιτυχία. Στη Βιέννη, για παράδειγμα, ο δήμος κατασκευάζει και διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών κατοικιών, προσφέροντας ποιοτική και προσιτή στέγη χωρίς μεσολάβηση εργολάβων. Στην Ολλανδία και τη Γαλλία, μη κερδοσκοπικοί φορείς ή δημόσιοι οργανισμοί διαχειρίζονται την κοινωνική κατοικία με κρατική υποστήριξη και δυνατότητα, σε ορισμένες περιπτώσεις, μελλοντικής εξαγοράς από τους ενοικιαστές. Αυτές οι πρακτικές έχουν αποδειχτεί πολύ πιο αποτελεσματικές από την ιδιωτικοποιημένη διαχείριση που εφαρμόζεται σήμερα ή που σχεδιάζεται μέσω της κοινωνικής αντιπαροχής.

Θα μπορούσε ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής να σχεδιαστεί με επιπρόσθετο σκοπό την αποκέντρωση; Ή το σημερινό τοπίο των στεγαστικών αναγκών φαίνεται να χρειάζεται περισσότερο πολιτικές που επικεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα;

Ένα πρόγραμμα κοινωνικής αντιπαροχής ή, ευρύτερα, κοινωνικής στέγασης θα μπορούσε και οφείλει να ενταχθεί σε μια στρατηγική ισόρροπης κοινωνικοχωρικής ανάπτυξης, με στόχο όχι μόνο την κάλυψη των άμεσων στεγαστικών αναγκών, αλλά και την αποκέντρωση, την ενίσχυση της περιφέρειας και τη δημογραφική αναζωογόνηση περιοχών που φθίνουν πληθυσμιακά με έμφαση σε γηράσκουσες τάσεις.

Μια αποκεντρωμένη στεγαστική πολιτική πρέπει να εξασφαλίζει ότι ο κάτοικος έχει πρόσβαση σε δημόσια υγεία, παιδεία, κοινωνικές υπηρεσίες εν γένει, μεταφορές και δίκτυα, αλλά και δυνατότητες απασχόλησης και πολιτιστικής ζωής. Διαφορετικά, η αποκέντρωση καταλήγει να είναι μια μετακίνηση του κοινωνικού προβλήματος στην περιφέρεια – και όχι η επίλυσή του.

Επιπλέον, τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να ενισχυθούν μέσω συνεργασιών με την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, την αξιοποίηση ανενεργού δημόσιας γης ή κτιρίων και την ενθάρρυνση μορφών συλλογικής κατοίκησης (όπως οι συνεταιρισμοί κατοικίας), που μπορούν να ενισχύσουν τη συνοχή και τη βιωσιμότητα των μικρότερων κοινοτήτων.

ΠΗΓΗ : pressenza.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου