20 Αυγούστου 2025

Αποχαιρέτα τα, τα πανηγύρια που φεύγουν… - Του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη*

Η Βασίλισσα των πανηγυριών, Τασία Βέρρα, στα 15 της, στο κέντρο «Ζούγκλα»

Αποχαιρέτα τα, τα πανηγύρια που φεύγουν…

Του Παύλου Ηλ. Αγιαννίδη *

Χάθηκαν ζωές, ζωάκια, περιουσίες, δάση, τοπία να ακουμπάνε και να αναπνέουν το βλέμμα και οι πνεύμονες…

Μέρες που είναι, δεκαπενταυγουστιάτικες, όμως, θα ήθελα να σταθούμε σε κάτι ακόμη που χάθηκε ανεπιστρεπτί: τα πανηγύρια.  Τα αυθεντικά. Ξέρω ότι δεν είμαστε, μέσα σε αυτό το ζόφο, για πανηγύρια (ίσως, ορισμένοι μόνον, για τα πανηγύρια), αλλά και αυτό είναι μια απώλεια του βλέμματος και της ζήσης και θα καταλάβετε γιατί στο κείμενο που ακολουθεί.

Στις ημέρες που τα πανηγύρια έχουν ξεφτιλιστεί σε κακόηχα, κακόφωνα, κακότροπα (με καυγάδες από σκηνής κι εκτός), κακοφορμισμένα (διαφημίζουν μέχρι και πτήσεις… Rafale!) ‘προϊόντα’ εμπορευματοποίησης, είναι σημαντικό να θυμόμαστε τι χάθηκε:

Ας ξεκινήσουμε αυτή την ιστορία… αιώνων από το Νικλί, στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας, το  1295, επί Φραγκοκρατίας. Όταν Έλληνες και Ενετοί έφαγαν κι ήπιαν στο μεγάλο πανηγύρι της μικρής μεσαιωνικής πόλης και έπειτα επήλθε η σύρραξη, που τα ισοπέδωσε όλα – σύμφωνα με την καταγραφή στο περίφημο «Χρονικόν του Μορέως», έργο ανωνύμου χρονικογράφου του 14ου αιώνα.

Ή, μήπως, να ξεκινήσουμε από ένα πάλκο («πατάρι» στη γλώσσα των πανηγυριών), στο Μαραθώνα του 1945; Στρωμένο με κουρελούδες, στολισμένο με γλάστρες βασιλικού και κατιφέ και ελληνικά σημαιάκια.

Και, πάνω του, τη Σμυρνιά Ρόζα Εσκενάζυ, τον μεγάλο της δημοτικής παράδοσης Γιώργο Παπασιδέρη, το Σαμιώτη ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα, τον ονομαστό Σμυρνιώτη δεξιοτέχνη στο ούτι Γιάννη Σούλη «Μαγνήσαλη» και μια σειρά από σταρ μουσικούς της εποχής.

Με τον «Σαλονικιό», τον μεγάλο βιολονίστα Δημήτρη Σέμση να αγγίζει επίμονα με το δοξάρι του τον 10χρονο, τότε, Στέλιο Πλακίτση (1936-2021), για να μαζέψει από την πίστα τη «χαρτούρα», τα χαρτονομίσματα των 100 δραχμών – όταν ο μισθός του εργάτη ήταν 20 δραχμές!

Δηλαδή, στη γλώσσα των πανηγυριών, τα «φιλοδωρήματα» από τις παραγγελιές ενός πάμπλουτου ομογενή ιδιοκτήτη ορυχείων χρυσού από την Αλάσκα, με καταγωγή από τον Κάλαμο Αττικής. Για να καταλήξει ο μικρός να τα απιθώσει όλα στα γόνατα της Ρόζας. Ώστε, στο τέλος να πληρωθούν πλουσιοπάροχα όλοι…

Βέβαια, συνήθως η «χαρτούρα» ακολουθούσε την τελετουργία των πανηγυριών: φτύσιμο στο χαρτονόμισμα και κόλλημα στο μέτωπο του μουσικού ή του τραγουδιστή. Πάντως, και τα δύο είναι ενδεικτικά για την ιστορία, τη δύναμη και τους κώδικες του λαϊκού, εν τέλει, πανηγυριού.

Τούτες οι εικόνες ανήκουν στη μακρά παράδοση του πανηγυριού, που εκφυλίστηκε στις τελευταίες δεκαετίες με «δεύτερα ονόματα», παραμορφωτικά ντεσιμπέλ και εκκωφαντικές «echo». Αυτά που, όπως μου λέει ο Λάκης Χαλκιάς (από παιδί σε παραδοσιακά πανηγύρια πολλών «αστέρων»), ήρθαν για να καλύψουν τις διαβρωτικές ατέλειες: «Λόγος δεν υπάρχει πια στα νεότερα τραγούδια, η μουσική είναι κάκιστη και χρειάζεται θόρυβος για να καλυφθούν».

«Τα πανηγύρια χωρίζονταν, παλιά, σε τρία σκέλη: πρώτο το θρησκευτικό, με λειτουργία στην εκκλησία και λιτάνευση της εικόνας. Δεύτερο το ψυχαγωγικό, με όργανα, μουσική και χορό. Και τρίτο, το οικονομικό, καθώς στήνονταν υπαίθρια παζάρια», εξηγεί ο καθηγητής Λαογραφίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Μανόλης Βαρβούνης.

«Οι κάτοικοι των χωριών είχαν την ευκαιρία να αναδιοργανώσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, να συνάψουν συμφωνίες. Ήταν ακόμη μία ευκαιρία για τα δύο φύλα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να γίνουν συνοικέσια που τις περισσότερες φορές οδηγούσαν σε γάμους». Όλα αυτά από έναν λαό που είναι «φιλέορτος».

«Παίζαμε σε μια πλατεία ακόμη και τρεις και τέσσερις κομπανίες», θυμάται ο Λάκης Χαλκιάς. Όσα καφενεία (που οργάνωναν το διήμερο γλέντι, μετά την εκκλησία) είχε το κάθε χωριό, κεφαλοχώρι ή κωμόπολη, άλλες τόσες και οι κομπανίες.

«Όλες οι γιορτές των αγίων είχαν και το πανηγύρι τους (σ.σ.: κυρίαρχο της Παναγιάς, το Δεκαπενταύγουστο). Κάποτε, φεύγαμε από το ένα και πηγαίναμε στο άλλο», προσθέτει ο ίδιος που μου θυμίζει ότι «όλοι οι Χαλκιάδες τέταρτης γενιάς, οκτώ πρώτα ξαδέλφια, πέρασαν από εκεί». Στη Ρούμελη, στην Πελοπόννησο, στην Ήπειρο και λίγο στη Θεσσαλία.

«Η συμφωνία ήταν να μάς προσφέρουν φαγητό και ύπνο, σε σπίτια. Έτσι δενόμασταν και με τον κόσμο. Εμείς εισπράτταμε τη ‘χαρτούρα’. Στους χορούς, κάθε παρέα, κάθε οικογένεια, έπαιρνε αριθμό και χόρευε.

»Πάντοτε αρχίζαμε με κλέφτικα. Με την προφορική δημοτική παράδοση και την ιστορική μνήμη. Όταν ο Φώτης Χαλκιάς έλεγε το ‘Ο Γιάννος περιδιάβαινε’, σταμάταγαν όλα. Δεν ακουγόταν κιχ. Εκκλησία. Αυτό το πνεύμα έχει χαθεί».

Πέρα από «σχολείο» στην προφορική δημοτική παράδοση, τα πανηγύρια «γέννησαν» ή ανέδειξαν μεγάλους ερμηνευτές. Σαν τον μέγα Γιώργο Παπασιδέρη, τη Γεωργία Μηττάκη, τον Τάκη Καρναβά, τη Σοφία Κολλητήρη, τον μαιτρ των κλέφτικων Γιώργο Μεϊντάνα, το Δημήτρη Ζάχο (του «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», στο οποίο κούμπωσε «Το φίλημα» του Γεωργίου Ζαλοκώστα η μελωδία ενός σεφαραδίτικου τραγουδιού αιώνων), τον Κώστα Ρούκουνα, το Μίμη Ανδριανό, την Τασία Βέρρα, τη Γεωργία Μπλάνα, τη Φιλιώ Πυργάκη κ.ά.

Όπως ο Λάκης Χαλκιάς, πολλοί τραγουδιστές ολκής ξεκίνησαν από τα πανηγύρια. Να, ας πούμε, η Ελένη Βιτάλη, κόρη της τραγουδίστριας πανηγυριών, Λούσης (Χαρίκλειας) Καραγεωργίου. Η οποία στα 14 της έκανε το ντεμπούτο της σε πανηγύρι στο Σοφικό Κορινθίας. Κι έπειτα «ταίριαξε» με το βασιλιά του κλαρίνου, Γιάννη Βασιλόπουλο.

Ένα ακόμη κέρδος από τα πανηγύρια: οι μεγάλοι μουσικοί. Ο Σαλέας, οι Σουκαίοι, ο Γιώργος Μάγγας, ο Γιώργος Κόρος με το βιολί του. Ακόμη και μουσικοί που πέρασαν και στο λαϊκό ή το αστικό πεδίο, όπως ο βιολονίστας Δημήτρης Σέμσης ή «Σαλονικιός».

«Βασιλιάς», το κλαρίνο, που ήρθε στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα και ανταγωνίστηκε τον πολύ αρχαιότερο ζουρνά και τη φλογέρα.

Θέλετε και το τυπικό του πράγματος; «Η λαϊκή πίστη εκδηλώνεται ομαδικά με την τέλεση κατ’ έθιμον θρησκευτικών τελετών και πανηγυριών κατά την ημέρα της εορτής ενός αγίου», όπως συνοψίζουν σε δυο λόγια, από την Ακαδημία Αθηνών, η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη και ο Ευάγγελος Καραμανές, διευθύντρια και ερευνητής αντίστοιχα στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας.

Εδώ έρχεται να προστεθεί το εθιμικό και πατροπαράδοτο. «Τα πανηγύρια ξεκίνησαν κυρίως στους περιβόλους ξωκλησιών, όπου μετά τη λειτουργία για τους Αγίους, έψηναν αρνιά και έπιαναν το χορό», όπως μου είχε πει ο αξέχαστος Στέλιος Πλακίτσης, «θιασώτης» των πανηγυριών από τα δέκα του χρόνια.

Και αυτό «ύστερα από ολονύκτια αγρυπνία στην εκκλησία, που είχε ασβεστωθεί, είχαν σκορπιστεί δαφνόφυλλα στο δάπεδό της και μυρτιές είχαν στολίσει τα εικονίσματα», όπως σημειώνουν μελετητές.

Βέβαια, «η επίσημη Εκκλησία είχε στραφεί εναντίον των τραγουδιών και των λαϊκών μουσικών οργάνων, ‘τα μουσικά όργανα του διαβόλου’, τα λέγανε.

Και ο Κοσμάς ο Αιτωλός τους καταριόταν όσους πήγαιναν στα πανηγύρια», προσθέτει ο συγγραφέας, αρθρογράφος Παντελής Μπουκάλας (από το Λεσίνι Μεσολογγίου, τόπο πανηγυριών), μελετητής του δημοτικού τραγουδιού.

Δεν εξέλιπε δε η επιθυμία λογοκρισίας από την Ορθοδοξία, «που δεν άντεχε να βλέπει στα πανηγύρια τον κόσμο να χρησιμοποιεί, όπως συχνότατα και σήμερα, σαν πρόσχημα τη θρησκευτική γιορτή, ώστε να διασκεδάσει τους καημούς του, τραγουδώντας και χορεύοντας».

Δεν θα μιλήσουμε εδώ για καμία ζωοπανήγυρη και εμποροπανήγυρη. Το τρίτο, το οικονομικό, σκέλος. Μιλάμε για τα πανηγύρια, που με αφορμή τις γιορτές των τοπικών αγίων, ξωκλησιών ή εκκλησιών, γίνονταν «κοσμικό και πολιτιστικό γεγονός για κάθε χωριό, πόλη ή περιοχή», όπως έλεγε ο αλησμόνητος μελετητής του λαϊκού τραγουδιού και δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης.

Μετά τα κλέφτικα, στα πανηγύρια, άρχιζαν τα καλαματιανά (ανάλογα με την περιοχή), τα τσάμικα – εκεί μάθαμε την «Ιτιά τη λουλουδιασμένη» – τα συρτά, τα καγκέλια.

«Έτσι ξεκινούσαν οι χοροί για τις παρέες», μού λέει ο Λάκης Χαλκιάς. Τα καγκέλια, μού τονίζει, έφτασαν σήμερα να εκφυλιστούν: «Ένας χορός τελετουργικός, από τα μέρη της Λειβαδιάς, αργός, πολύ αργός. Χορός αρχαίος».

Δεν είναι τυχαίο ότι «οι γλεντιστάδες χορευτές του πανηγυριού συνδέθηκαν (σ.σ.: από μελετητές) με τους Κούρους Ορχηστήρες, που χάραξε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα». Ούτε είναι τυχαία η ρήση (ως προς τη «χαρτούρα» για τις παραγγελιές) «Παντού ακριβός και στο πανηγύρι άρχοντας».

Άλλο αν, πλέον, έχουν μεταποιηθεί σε νύχτες μεθυσμένης από «μπόμπες» κραιπάλης. Και, συνήθως, ενοχλητικής ηχορύπανσης, ανάμεσα σε κοψίδια.

Υπάρχουν ακόμη πανηγύρια, όπως στην Λαγκάδα της Ικαρίας, που έχουν μεταβληθεί σε νεανικά hot spot, σε στυλ… κλάμπινγκ μέχρι πρωίας. Ικαριώτικος, γαρ. Και άλλα, στα Μεσόγεια και αλλού που αντέχουν.

Το «Μήλο μου κόκκινο» ακούγεται ακόμη στη Μακεδονία. Ο θρυλικός «Ντούλας» στη Χαλκιδική. Το «Μαντήλι καλαματιανό», η «Ρούσα παπαδιά», η «Λαφίνα», το «Ρηνάκι» («Κάτου στο ρέμα το βαθύ»), τα «Παιδιά της Σαμαρίνας», το «Ποιος είν’ άξιος και γλήγορος»…

Ιδού ένα ακόμη σημείο, στο οποίο τα πανηγύρια πάνε κόντρα στην, ρατσιστική συχνά, συντηρητικοποίηση της σύγχρονης Ελλάδας. Το επισημαίνει ο Παντελής Μπουκάλας: το τσιγγάνικο στοιχείο. Ρομά, αν θέλετε:

«Τα πανηγύρια που βασίζονται στον ζουρνά, όπως του Αϊ-Συμιού στο Μεσολόγγι, είναι αδύνατο να γίνουν δίχως τσιγγάνικες ζυγιές». Δεν είναι τυχαίο ότι εκεί εφάπτονται και οι ρίζες πολλών «σταρ» των παραδοσιακών πανηγυριών ή θρυλικών δεξιοτεχνών.

Μια ακόμη ιστορία, μάς πάει παρακάτω. Μια ιστορία, που καταλήγει στο πανηγύρι του Μαραθώνα, στις 29 Αυγούστου 1956.

«Τότε, τα καφενεία που διοργάνωναν τα μουσικά πανηγύρια σέρβιραν μόνον ηδύποτα, λεμονάδες και βανίλιες. Και, όταν με το Γιάννη Γάλλο, που είχε μαγαζί στην Κοκκινιά, φέραμε το Στέλιο Καζαντζίδη, φέραμε μπίρες και ψητά», θυμόταν, στα 85 του, ο Στέλιος Πλακίτσης, που από τα 18 ήταν και σερβιτόρος στο θρυλικό – για το λαϊκό άσμα – «Μπαράκι του Μάριου», στην οδό Ίωνος στην Ομόνοια, αλλά και διοργανωτής πανηγυριών.

Έτσι μπήκε στα πανηγύρια από το ’50, και για σχεδόν δύο δεκαετίες, και η «εθνική Ελλάδος» του λαϊκού τραγουδιού. Δεν μιλάμε μόνον για τον ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα ή τον «πρωταθλητή» Στελλάκη Περπινιάδη. Μιλάμε για τον Τρικαλινό βάρδο Βασίλη Τσιτσάνη, το Μανώλη Χιώτη, το Γιώργο Ζαμπέτα, τους Πάνο Γαβαλά, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο Μητσάκη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Ρένα Ντάλια, Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους.

Τότε, που τα πανηγύρια «άρχιζαν του Αγίου Κωνσταντίνου και τελείωναν στις 8 Σεπτεμβρίου, στο γενέθλιο της Παναγίας». Και που, με το μεγάλο κύμα της αστυφιλίας, στα Μεσόγεια «χτυπούσε η καρδιά των πανηγυριών».

Βέβαια, αυτή η καλοκαιρινή εξόρμηση του λαϊκού τραγουδιού έφερε και την ώσμωση με το εξορισμένο σήμερα από το ραδιόφωνο (όπως παρατηρεί ο Λάκης Χαλκιάς) δημοτικό μας τραγούδι.

Ποιος θυμάται ότι, όπως οι λαϊκοί σταρ έπαιζαν στα πανηγύρια ανά την Ελλάδα, έτσι και περί την Ομόνοια, εκείνη την εποχή, είχαν ανοίξει κοντά 25 μαγαζιά με δημοτικά: το «Ελληνικό Γλέντι», το «Βελούχι», η «Ιτιά», η «Βοσκοπούλα», η «Ζούγκλα» στην Πλατεία Βάθη;

Ποιος θυμάται τις ιστορίες με τους χορευτές πάνω στα άλογά τους, στα «παλιά τα χρόνια»; Τα «οικογενειακά και αδελφωμένα γλέντια και τους χορούς με αριθμό προτεραιότητας, ανά παρέα».

Ή τις εντυπωσιακές (σχεδόν απίστευτες) εικόνες που μού σχεδιάζει με λέξεις ο Στέλιος Πλακίτσης, όταν το λαϊκό τραγούδι μπήκε σαν «ατραξιόν»:

«Έπαιζαν στο Μαραθώνα, στο ένα πατάρι ο Καζαντζίδης με την Πάνου. Στο άλλο, παραδίπλα, ο Περπινιάδης με τη Λένα Παπαδοπούλου. Αλλού, ο Παπασιδέρης με τη Γεωργία Μπλάνα. Και, παραπέρα, ο Γαβαλάς με το Νίκο Μεϊμάρη. Στα Σπάτα, ο Γιάννης Παπαϊωάννου με τη Ρένα Ντάλια και την Σεβάς Χανούμ. Λίγο πιο μακριά, στα Καλύβια, η Καίτη Γκρέυ με τον Βασίλη Σούκα στο κλαρίνο».

Αμέτρητες εικόνες, πεπερασμένες ή ξεχασμένες πλέον, συνδέονται με την μακραίωνη παράδοση των πανηγυριών, που είχε πρωτοκαταγραφτεί στο μεσαιωνικό Νικλί. Μια Ιστορία ελληνική. Με ήχο και λόγο. Που έχει τόσα λαμπρά πρόσωπα και τόσες ιστορίες να θυμάται. Κι ας χάθηκαν, ανεπιστρεπτί, μέσα στην παρακμή…

“Ω νυχτέρια, ω πανηγύρια”. Κωστής Παλαμάς.

*Ο Παύλος Αγιαννίδης είναι δημοσιογράφος

ΠΗΓΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου