
Η Ιστορία είναι τώρα – του Αντώνη Φάρα
Υπάρχει και επιστρέφει διαρκώς μία άποψη ότι τα ιστορικά γεγονότα είναι αρκετά σπάνια και εκ των υστέρων αναγνωρίζονται ως τέτοια. Πως λίγο πολύ, «πάντα γίνονταν, περίπου, ανάλογα πράγματά με αυτά που γίνονται τώρα». Στο κείμενο που ακολουθεί θα ισχυριστώ μέσα από πέντε ημερομηνίες ορόσημα – όλες εντός μήνα, οι 3 ανήκουν στο παρελθόν, η μία στο παρόν και η μία στο μέλλον – ότι όταν ο κόσμος βρίσκεται στην ιστορική συνθήκη της γενοκτονίας, της πολεμικής οικονομίας και των διευρυμένων ανακατατάξεων, είναι προτιμότερο (αν θέλουμε να επιδράσουμε) να αντιμετωπίζουμε τις εξελίξεις σαν να κουβαλούν το βάρος της ιστορίας, παρά να αναμένουμε μια πιο ψύχραιμη ανάλυσή τους από τον ιστορικό του μέλλοντος.
Ο Μάριο Τρόντι έγραφε ότι «η πολιτική είναι η διοίκηση της συγκυρίας». Το απόφθεγμα αυτό δεν περιγράφει απλώς μια τακτική στάση απέναντι στα γεγονότα, αλλά μια βαθιά ιστορική αλήθεια: κάθε κοινωνία, κάθε κίνημα, κάθε κράτος καλείται να τοποθετηθεί σε συγκεκριμένες στιγμές που συμπυκνώνουν αντιφάσεις και δυνατότητες. Η πολιτική, σε αυτήν την έννοια, δεν είναι η αιώνια ρουτίνα της διαχείρισης, αλλά η ικανότητα να αναγνωρίζεις τη συγκυρία ως ιστορική στιγμή και να πράττεις με όρους που θα καθορίσουν το μέλλον.
Σήμερα, με τη γενοκτονία στη Γάζα, με την επιστροφή της πολεμικής οικονομίας στην Ευρώπη και με την κλιματική κατάρρευση να πλαισιώνει τις γεωπολιτικές και παραγωγικές ανακατατάξεις, βρισκόμαστε ακριβώς σε μια τέτοια συγκυρία. Η συνήθης στάση –να παρατηρούμε τις εξελίξεις εκ του ασφαλούς και να τις ερμηνεύουμε εκ των υστέρων– είναι ανεπαρκής και επικίνδυνη. Δεν μπορούμε να περιμένουμε την ετυμηγορία του ιστορικού του μέλλοντος· οφείλουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε μέσα στην Ιστορία που ήδη συμβαίνει.
Υπάρχουν δύο μεγάλοι πειρασμοί που πρέπει να αντισταθούμε. Ο πρώτος είναι ο «διαρκώς επιτυχανόμενος χρόνος», δηλαδή η αίσθηση ότι η ζωή κυλάει σαν μια ευθεία γραμμή, ότι οι αλλαγές συμβαίνουν σταδιακά και προβλέψιμα. Όμως η ιστορία κινείται συχνά με άλματα, με ρήξεις, με γεγονότα που συμπυκνώνουν δεκαετίες μέσα σε λίγες εβδομάδες. Αν δεν αντιληφθούμε τη συγκυρία ως τέτοια, χάνουμε τη δυνατότητα να την επηρεάσουμε.
Ο δεύτερος είναι η αίσθηση ασφάλειας που μας δίνει η απόσταση: η τάση να θεωρούμε τις εξελίξεις «ασήμαντες» επειδή δεν επηρεάζουν άμεσα τις δικές μας υλικές συνθήκες. Πρόκειται για αυταπάτη. Κάθε ιστορική συνθήκη έχει υλικές επιπτώσεις που ξεπερνούν τον άμεσο χώρο όπου εκδηλώνεται. Η γενοκτονία στη Γάζα δεν αφορά μόνο τους Παλαιστινίους· αφορά το διεθνές δίκαιο, την παγκόσμια νομιμοποίηση της βίας, την ίδια τη δομή της πολεμικής οικονομίας που διαμορφώνει τις ζωές μας.
Οι κοινωνίες βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση. Ακόμα κι όταν φαίνονται παγωμένες, οι αντιφάσεις τους ωριμάζουν, οι συσχετισμοί αλλάζουν, οι συνειδήσεις μετατοπίζονται. Η Ιστορία δεν είναι γραμμική ούτε ουδέτερη: είναι πεδίο πάλης. Γι’ αυτό και η αναγνώριση της συγκυρίας είναι κρίσιμη· μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε ότι δεν ζούμε «μία από τα ίδια», αλλά μια ιστορική τομή.
Παρίσι, 25 Ιουλίου – Η αναγγελία (;) της αναγνώρισης του Παλαιστινιακού κράτους
Στις 25 Ιουλίου ο Γάλλος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η Γαλλία θα αναγνωρίσει το παλαιστινιακό κράτος. Επρόκειτο για μια δήλωση που, υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιστορική· άλλωστε η Γαλλία, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, διαθέτει βαρύνοντα λόγο στις διεθνείς ισορροπίες. Γιατί, όμως, ο Γάλλος πρόεδρος μετέθεσε την αναγνώριση ως τον Σεπτέμβρη;
Διότι στη Γάζα, δύο μήνες ισοδυναμούν με χιλιάδες νεκρούς, με νέα κύματα εκτοπισμένων, με την ολοκλήρωση της ισοπέδωσης μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η «καθυστέρηση» δεν είναι τεχνικό ζήτημα αλλά μία ακόμη πολιτική συνενοχή. Η αναβολή της αναγνώρισης για τον Σεπτέμβριο ακυρώνει σχεδόν πλήρως το πολιτικό της βάρος.
Η απόφαση αυτή φωτίζει ένα ευρύτερο μοτίβο: την τάση των δυτικών κυβερνήσεων να μεταθέτουν πάντα για το μέλλον τις κινήσεις που θα μπορούσαν να έχουν πραγματική επίδραση. Αντί να επιβληθεί εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ ή να διακοπούν οι στρατιωτικές συνεργασίες, ανακοινώνεται μια συμβολική κίνηση που δεν αλλάζει τίποτα στο πεδίο. Η λογική αυτή έχει προηγούμενα: από τη Ρουάντα το 1994 μέχρι τη Σρεμπρένιτσα το 1995, οι καταδίκες ήρθαν πάντα εκ των υστέρων, όταν οι σφαγές είχαν ολοκληρωθεί.
Αξίζει όμως να δούμε και τι ακολούθησε. Μετά τη Γαλλία, και άλλες
χώρες –όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστραλία– ανακοίνωσαν την
πρόθεσή τους να αναγνωρίσουν το παλαιστινιακό κράτος. Όμως, οι δηλώσεις
τους συνόδευαν την αναγνώριση με όρους που αφορούν τον ίδιο τον πυρήνα
της παλαιστινιακής πολιτικής βούλησης. Ζητούν τον αφοπλισμό της
παλαιστινιακής αντίστασης, με έμφαση στη Χαμάς, και αποκλείουν τη
συμμετοχή της σε ενδεχόμενες εκλογές ή στην ανοικοδόμηση της Γάζας. Στην
πράξη, αυτό σημαίνει ότι επιχειρούν να αφαιρέσουν από τον παλαιστινιακό
λαό το δικαίωμα της πολιτικής επιλογής, υπαγορεύοντας ποιος μπορεί να
εκπροσωπεί τον λαό του και ποιος όχι.
Με αυτό τον τρόπο, οι δυτικές
κυβερνήσεις ουσιαστικά ταυτίζονται με την προπαγάνδα του Ισραήλ: ότι η
Χαμάς δεν είναι κομμάτι του παλαιστινιακού πολιτικού σώματος αλλά ένα
«εμπόδιο» που πρέπει να εξαλειφθεί για να υπάρξει ειρήνη. Η θέση αυτή
παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Χαμάς, πέρα από στρατιωτική οργάνωση,
είναι και πολιτικός φορέας με κοινωνική παρουσία και λαϊκή στήριξη, που
αναδείχθηκε μέσα από εκλογικές διαδικασίες και έτσι το να αποκλείεις εκ
των προτέρων τη συμμετοχή της σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζεις το δικαίωμα
των Παλαιστινίων να αποφασίσουν οι ίδιοι για το μέλλον τους.
Η ίδια η φύση της «αναγνώρισης» αξίζει να συζητηθεί. Ένα κράτος δεν αναγνωρίζεται μόνο με λόγια, αλλά με την εξασφάλιση των όρων επιβίωσής του: εδαφική ακεραιότητα, προστασία των πολιτών, πρόσβαση σε πόρους. Μια αναγνώριση που συνοδεύεται από τη συνέχιση της πολιορκίας και των βομβαρδισμών κινδυνεύει να καταλήξει σε αναγνώριση ενός κράτους-φαντάσματος, ενός κράτους χωρίς λαό.
Η στάση της Γαλλίας και των υπολοίπων αποκαλύπτει τελικά πώς λειτουργεί σήμερα η δυτική διπλωματία: δεν προσφέρει πραγματική στήριξη στους λαούς, αλλά σχεδιάζει μορφές ελεγχόμενης «κυριαρχίας» που θα συμβαδίζουν με τα στρατηγικά συμφέροντα του Ισραήλ και των συμμάχων του. Αντί να στηρίζουν την ελεύθερη αυτοδιάθεση, επιχειρούν να επιβάλουν όρους και περιορισμούς που ακυρώνουν το ίδιο το νόημα της αναγνώρισης. Η 25η Ιουλίου, έτσι, αντί να καταγράψει μια τομή υπέρ της Παλαιστίνης, κατέδειξε με καθαρό τρόπο την αδυναμία –και την απροθυμία– των μεγάλων δυνάμεων να σταθούν πραγματικά στο πλευρό ενός λαού που μάχεται για επιβίωση.
Βέλγιο, 26 Ιουλίου – Σταθερότητα ή «μεγάλες ανατροπές» μετά τη συνάντηση Τραμπ–Φον ντερ Λάιεν;
Στις 26 Ιουλίου, μετά τη συνάντηση Τραμπ–Φον ντερ Λάιεν, η Κομισιόν εξέδωσε ανακοίνωση: «Καταλήξαμε σε μια συμφωνία για τους δασμούς και το εμπόριο με τις ΗΠΑ. Η σημερινή συμφωνία δημιουργεί βεβαιότητα σε αβέβαιους καιρούς. Παρέχει σταθερότητα και προβλεψιμότητα για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».
Το ερώτημα είναι εύλογο: ποια ακριβώς σταθερότητα προσφέρει αυτή η συμφωνία; Σταθερότητα για ποιον; Διότι τα στοιχεία δείχνουν κάτι πολύ διαφορετικό. Στις ΗΠΑ, η ανάπτυξη του δεύτερου τριμήνου του 2025 θα ήταν ουσιαστικά μηδενική αν δεν είχε καταγραφεί πτώση των εισαγωγών κατά περίπου 30%. Αυτή η μείωση βελτίωσε λογιστικά το ΑΕΠ, χωρίς να αντανακλά πραγματική δυναμική στην οικονομία. Στην πραγματικότητα, οι επενδύσεις έμειναν καθηλωμένες και η κατανάλωση αυξήθηκε οριακά μόλις 1,2%. Αν αυτή είναι η «σταθερότητα», τότε πρόκειται για μια σταθερότητα της ύφεσης.
Ταυτόχρονα, το κόστος μετακυλίεται απευθείας στα νοικοκυριά. Το Yale Budget Lab υπολογίζει ότι οι δασμοί οδηγούν σε αύξηση των τιμών περίπου κατά 1,8% ετησίως, που σημαίνει απώλεια εισοδήματος 2.400 δολαρίων ανά οικογένεια. Για μια εργατική οικογένεια στις ΗΠΑ, αυτό ισοδυναμεί με μισό μισθό χαμένο τον χρόνο, μόνο και μόνο επειδή η κυβέρνηση επιβάλλει δασμούς για να πιέσει εμπορικά την Ευρώπη. Η ασφαλής «πρόβλεψη» λοιπόν είναι η εξής: οι πολίτες θα συνεχίσουν να πληρώνουν ακριβότερα τρόφιμα και βιομηχανικά προϊόντα, ώστε να διασφαλιστούν οι ισολογισμοί των αμερικανικών πολυεθνικών.
Και η Ευρώπη; Εδώ η συμφωνία σημαίνει άλμα στο κόστος της
ενέργειας και αύξηση της εξάρτησης από την αμερικανική βιομηχανία. Ήδη
οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ κοστίζουν 30–40%
ακριβότερα από τις προπολεμικές εισαγωγές ρωσικού αερίου. Αυτό σημαίνει
βαρύτερους λογαριασμούς για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και υπονόμευση της
ανταγωνιστικότητας των βιομηχανιών, που βλέπουν το ενεργειακό κόστος να
εκτινάσσεται. Η «βεβαιότητα» που υπόσχεται η Κομισιόν είναι στην
πραγματικότητα η βεβαιότητα της ακριβής ενέργειας και της αναδιανομής
εισοδήματος από τους εργαζόμενους προς τους ενεργειακούς κολοσσούς.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν μίλησε εκείνη τη μέρα για μία συμφωνία που μαρτυρά «μεγάλες ανατροπές». Για τον Μελανσόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδεχθεί να λειτουργεί ως μηχανισμός αναπαραγωγής της αμερικανικής στρατηγικής. Το «μοντέλο σταθερότητας» που επικαλείται η Κομισιόν είναι στην πραγματικότητα η σταθερότητα των αγορών και της κερδοφορίας των πολυεθνικών, είτε πρόκειται για την ExxonMobil είτε για την Rheinmetall. Είναι η αβεβαιότητα των κοινωνιών, που βλέπουν τους μισθούς τους να εξανεμίζονται από τον πληθωρισμό και τους λογαριασμούς ενέργειας, είναι η προβλεψιμότητα των κερδών για τα χρηματιστήρια, την ώρα που ολόκληροι κλάδοι παραγωγής στην Ευρώπη κλείνουν γιατί δεν αντέχουν το ενεργειακό κόστος.
Αυτό που αποκαλείται «βεβαιότητα σε αβέβαιους καιρούς» είναι στην πραγματικότητα η βεβαιότητα ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εξάγουν την κρίση τους στους συμμάχους τους και η βεβαιότητα ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ θα αποδέχονται αυτήν την επιβολή, βαφτίζοντάς την «συμφωνία». Η 26η Ιουλίου κατέδειξε ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση αντίστασης εντός της ΕΕ, ούτε καμία προοπτική ανεξαρτησίας. Το μόνο που υπάρχει είναι η επιθυμία των Βρυξελλών να αποδείξουν στον Τραμπ και στην Ουάσινγκτον ότι μπορούν να είναι πιο πειθήνιοι, πιο πρόθυμοι, πιο γρήγοροι στο να εφαρμόσουν όσα τους υπαγορεύονται.
Αλάσκα, 15 Αυγούστου: Το σύνορο ενός κόσμου πολεμικής οικονομίας και κλιματικής λεηλασίας
Στις 15 Αυγούστου, η συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα πέρα από μια διπλωματική συγκέντρωση υψηλού συμβολισμού, αποτέλεσε το στρατηγικό σημείο εκκίνησης ενός παγκόσμιου πειραματισμού πάνω στον οποίο ήδη χτίζεται η νέα τάξη. Την ειδησιογραφία απασχόλησαν κυρίως τα ζητήματα για τον πόλεμο στην Ουκρανία — όπως επιβεβαιώθηκε, δεν υιοθετήθηκε ούτε προσωρινή κατάπαυση του πυρός, ενώ ο Πούτιν φέρεται να απαιτεί εδαφικές παραχωρήσεις σε αντάλλαγμα για πάγωμα στις συγκρούσεις . Αντίθετα, δρομολογήθηκε μια συμφωνία αμοιβαίας διπλωματικής κάλυψης, που δεν έχει τίποτα να κάνει με ειρήνη και τα συμφέροντα των λαών.
Ωστόσο υπάρχει
μία άκρως σημαντική παράμετρος που υποφωτίστηκε. Ο τόπος επιλογής—η
Αλάσκα, μια περιοχή ήδη στο μάτι της κλιματικής κρίσης—δεν ήταν τυχαίος.
Επρόκειτο ταυτόχρονα για το φυσικό πεδίο εξόρυξης και γεωπολιτικής
επιβολής. Ενδεικτικά, η αρκτική περιοχή περιέχει το 13 % των παγκόσμιων
«άγνωστων» κοιτασμάτων (πετρελαίου και φυσικού αερίου), με αχανή
δυνητικά αποθέματα που θα μπορούσαν να καλύψουν έως και 30 % της
παγκόσμιας ζήτησης φυσικού αερίου. Η Ρωσία ήδη εξορύσσει πάνω από το
90 % των ενεργειακών πόρων της Αρκτικής και έχει αναπτύξει λειτουργικά
έργα-κολοσσούς, όπως το Arctic LNG 2, με ημερήσια παραγωγή φυσικού
αερίου που έφτασε τα 9–14 εκατ. κυβικά μέτρα. Παρά τις κυρώσεις, το
δεύτερο train του Arctic LNG 2 διέθετε παραγωγική δυναμικότητα, και
σχέδια όπως το Murmansk LNG—με δυναμικότητα 20,4 MTPA—εκκρεμούν,
υποδηλώνοντας περαιτέρω ανάπτυξη
Η συμφωνία λοιπόν ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία δεν επιχειρεί απλώς να εξορύξει κοιτάσματα αλλά σχεδιάζει τη χειραγώγηση του Βόρειου Πόλου ως γεωστρατηγικό βαρόμετρο. Η λογική της «σταθερότητας» μετατρέπεται σε εργαλείο για τη μετατροπή του πλανήτη σε πεδίο εμπλουτισμού των ενεργειακών στρατιωτικών σχέσεων, όχι σε κοιτίδα βιώσιμης οικολογίας. Αυτή η νεοαποικιακή δυναμική εμφανίζεται με διπλό πρόσωπο: οι ΗΠΑ και η Ρωσία συγκροτούν ένα άξονα κατανάλωσης των τελευταίων φυσικών αποθεμάτων, ενώ η Ευρώπη παρακολουθεί αμήχανη. Αν η ΕΕ δέχθηκε να λειτουργήσει ως εργαλείο της αμερικανικής δασμολογικής εξάρτησης, τώρα αποδεικνύεται ότι δεν διαθέτει ούτε στοιχειώδη οικολογική βούληση ούτε ενεργειακή ανεξαρτησία.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε, ότι η κλιματική κατάρρευση δεν είναι παράπλευρη συνέπεια αλλά είναι μέρος του σχεδίου. Η αποσταθεροποίηση των οικοσυστημάτων, η επιτάχυνση των εξορυκτικών διαδικασιών πάνω σε λειωμένους πάγους, και η αποψίλωση των κοινωνικών δυνατοτήτων αντίστασης, όλα αυτά συγκροτούν ένα νέο παράδειγμα: το κέρδος της καταστροφής. Και η Αλάσκα, με τους πληθυσμούς που απειλούνται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και τη διάλυση της οικολογικής τους συνθήκης, έγινε το ιδανικό σκηνικό για να αναστηθεί ένας πολεμικός ενεργειακός κόσμος.
Λευκός Οικος, 18 Αυγούστου: Όπου συνεχίζεται ένας πόλεμος, ανοίγουν πολλά εργοστάσια όπλων.
Στις 18 Αυγούστου, η συνάντηση του Ζελένσκι με τους ηγέτες της ΕΕ και τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον επιβεβαίωσε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει πάψει να είναι ένα «περιορισμένο» περιφερειακό ζήτημα και έχει μετατραπεί στον κεντρικό άξονα της παγκόσμιας στρατηγικής του ΝΑΤΟ. Αν η Αλάσκα έδειξε τον άξονα πολεμικής οικονομίας ΗΠΑ–Ρωσίας, η Ουάσιγκτον έδειξε την άλλη του όψη: την εμπλοκή σε μια ατζέντα μόνιμου επανεξοπλισμού.
Το πλαίσιο είναι αποκαλυπτικό. Πρώτον, ενεργοποιείται το σχέδιο
Rearm Europe, το οποίο προβλέπει δυνατότητα χρηματοδότησης έως και 150
δισ. ευρώ, με το συνολικό ποσό που θα διατεθεί σε βάθος χρόνου να φτάνει
τα 800 δισ. ευρώ. Αυτό δεν είναι προσωρινό πρόγραμμα «έκτακτης
ανάγκης», αλλά η θεσμοθέτηση μιας νέας οικονομικής κατεύθυνσης: οι
ευρωπαϊκές κοινωνίες θα φορολογούνται διαρκώς για να συντηρούν τη
βιομηχανία των όπλων.
Δεύτερον, επιβάλλεται πλέον ρητά η δέσμευση ότι το 2,5% των εθνικών
προϋπολογισμών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ θα κατευθύνεται σε εξοπλισμούς.
Αυτό σημαίνει ότι χώρες με ήδη εξαντλημένα κοινωνικά κράτη (όπως η
Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία) θα κόβουν κι άλλα από υγεία, παιδεία και
υποδομές, ώστε να αγοράζουν άρματα και πυραύλους.
Τρίτον, η συμφωνία Φον ντερ Λάιεν–Τραμπ προβλέπει αγορές ύψους
περίπου 700 δισ. ευρώ σε πολεμικό εξοπλισμό και ενέργεια από τις ΗΠΑ.
Δηλαδή, η Ευρώπη δεν επανεξοπλίζεται απλώς· επανεξοπλίζεται με
αμερικανικά όπλα και αμερικανική ενέργεια, λειτουργώντας ως τεράστια
αγορά για την τόνωση της αμερικανικής βιομηχανίας.
Τέταρτον, ο Ζελένσκι πρότεινε την αγορά επιπλέον 100 δισ. δολαρίων σε
πολεμικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ για την «ασφάλεια της Ουκρανίας»,
χρηματοδοτούμενα όμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, τα κράτη-μέλη θα
πληρώνουν όχι μόνο για τη δική τους στρατιωτική δαπάνη αλλά και για τον
επανεξοπλισμό μιας χώρας που βρίσκεται ήδη σε κατάσταση διάλυσης.
Αν συνδυάσει κανείς αυτά τα τέσσερα στοιχεία, προκύπτει μια εικόνα όπου η «σταθερότητα» του δυτικού στρατοπέδου σημαίνει στρατιωτική επέκταση χωρίς όρια, με το κοινωνικό κόστος να φορτώνεται στους λαούς. Όπως σημείωσε ο Λεωνίδας Βατικιώτης, στην Ουάσιγκτον νίκησε το «κόμμα του πολέμου»: η συμμαχία των βιομηχανιών όπλων, των ενεργειακών κολοσσών και των πολιτικών που ταυτίζουν τη διεθνή ασφάλεια με την αέναη κούρσα εξοπλισμών.
Η συνάντηση της 18ης Αυγούστου δείχνει ότι δεν μιλάμε
πλέον για «υποστήριξη στην Ουκρανία» αλλά για το πείραμα θεμελίωσης μιας
μόνιμης πολεμικής οικονομίας στην Ευρώπη. Το Rearm Europe, το 2,5% των
προϋπολογισμών, οι συμφωνίες-μαμούθ με τις ΗΠΑ και οι προτάσεις του
Ζελένσκι είναι τα δομικά στοιχεία του νέου καθεστώτος που έχει έναν μόνο
κερδισμένο: τις πολυεθνικές των όπλων και της ενέργειας.
Ιστορική Παλαιστίνη, 20 Αυγούστου και έπειτα (μέχρι πόσο;) : Η απορριφθείσα εκεχειρία και η επιτάχυνση της «τελικής λύσης»
Στις 20 Αυγούστου έγινε ξεκάθαρο κάτι που πολλοί αρνούνταν να δουν: η
Χαμάς και η πλειονότητα των οργανώσεων της Παλαιστινιακής αντίστασης
είχαν αποδεχθεί όλες σχεδόν τις βασικές παραμέτρους μιας εκεχειρίας.
Σύμφωνα με την δημοσιεύση του Dropsitenews,
η οργάνωση δέχτηκε να εγκαταλείψει το αίτημα για αποχώρηση του Ισραήλ
από τον διάδρομο της Φιλαδέλφειας, αποδέχτηκε «ζώνες ασφαλείας» που
καταβροχθίζουν παλαιστινιακή γη μέχρι και 1,5 χλμ. στο εσωτερικό της
Γάζας, έκανε πίσω στο ζήτημα της διανομής της «ανθρωπιστικής βοήθειας»
από τον ελεγχόμενο από ΗΠΑ και Ισραήλ GHF, ακόμη κι αν αυτό είχε ήδη
οδηγήσει χιλιάδες ανθρώπους στο θάνατο. Έριξε τις απαιτήσεις για
απελευθέρωση κρατουμένων κατά εκατοντάδες, παρότι μιλάμε για ανθρώπους
που είχαν απαχθεί μετά την 7η Οκτωβρίου. Ακόμη και στο ευαίσθητο ζήτημα
της ανταλλαγής αιχμαλώτων, δέχτηκε να απελευθερώσει το σύνολο σχεδόν των
ισραηλινών, ζωντανών και νεκρών, με αναλογία πολύ πιο περιορισμένη από
αυτή που ζητούσε αρχικά.
Η εικόνα είναι αδιαμφισβήτητη: μια αντίσταση που «έσφιξε τα δόντια»
και υπέγραψε παραχωρήσεις για να σταματήσει η σφαγή· κι ένας Νετανιάχου
που, αντί να αρπάξει την ευκαιρία, ανακοίνωσε την επιστράτευση 60.000
εφέδρων και ενέκρινε το σχέδιο «Άρμα του Γεδεών 2», δηλαδή μια μαζική
εισβολή στη Γάζα με στόχο την ολοκληρωτική καταστροφή της Γάζας και την
εκδίωξη σχεδόν ενός εκατομμυρίου ανθρώπων. Πρόκειται για μια συνειδητή
πολιτική γενοκτονίας: εθνοκάθαρση, εκτόπιση, καταναγκαστικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης πάνω στα ερείπια της Ράφα. Όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός
δηλώνει ότι «η Χαμάς πρέπει να εξαφανιστεί όπως οι SS στη Γερμανία»,
μιλάμε για το λεξιλόγιο και την πράξη ενός κράτους που εφαρμόζει Tελική
Λύση.
Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο. Η ισραηλινή ηγεσία δεν μπλοκάρει την
εκεχειρία επειδή τάχα «δεν εμπιστεύεται τη Χαμάς». Τη μπλοκάρει γιατί
δεν έχει καμία πρόθεση να σταματήσει τη σφαγή. Γιατί γνωρίζει ότι η
αμερικανική ομπρέλα, με επικεφαλής τον Τραμπ, της επιτρέπει να
χρησιμοποιεί τις διαπραγματεύσεις σαν παραπέτασμα, σαν μέσο αναβολής
ώστε να προχωρήσει ανενόχλητη στην εθνοκάθαρση. Όπως είπε ο
διαπραγματευτής της Ισλαμικής Τζιχάντ, Μοχάμεντ Αλ-Χίντι, «αν
απορρίπτουν ακόμη και μια πρόταση κομμένη και ραμμένη από τους ίδιους
και τις ΗΠΑ, αποκαλύπτουν το αληθινό πρόσωπο: οι διαπραγματεύσεις δεν
είναι τίποτε άλλο από τακτική καθυστέρησης για να συνεχίσουν τα
εγκλήματά τους».
Από εκείνη τη μέρα, κάθε νέα σφαγή στη Γάζα δεν είναι προϊόν
«αδιεξόδου» αλλά καθαρής πολιτικής βούλησης. Η επιλογή του Νετανιάχου να
συνεχίσει τον πόλεμο παρά τις παραχωρήσεις της άλλης πλευράς σημαίνει
ότι κάθε βόμβα, κάθε λιμοκτονία, κάθε παιδί που πεθαίνει στα ερείπια
είναι απόφαση του ισραηλινού κράτους και των συμμάχων του. Και το μήνυμα
είναι ξεκάθαρο: ο στόχος δεν είναι η ασφάλεια του Ισραήλ ούτε η
απελευθέρωση αιχμαλώτων, αλλά η μόνιμη εξόντωση και εκτόπιση των
Παλαιστινίων.
Η 20ή Αυγούστου καταγράφεται έτσι ως σημείο καμπής. Αν μέχρι τότε
μπορούσε να υπάρχει η αυταπάτη ότι η «διεθνής κοινότητα» μπορούσε να
μεσολαβήσει για τερματισμό της βίας, μετά την αποκάλυψη της απόρριψης
της εκεχειρίας από το Ισραήλ και την ενεργή κάλυψη των ΗΠΑ δεν μένει
καμία αμφιβολία. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ωμή γενοκτονική διαδικασία,
που διεξάγεται με πλήρη συναίσθηση και σχεδιασμό. Το δίλημμα είναι
ιστορικό: είτε θα υπάρξει μαζική κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση που
θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να δράσουν ή θα τις ξεπεράσει, είτε η
«τελική λύση» θα προχωρήσει μέχρι το τέλος.
Μεσόγειος, 31 Αυγούστου: Ο Στόλος της Αλληλεγγύης
Στις 31 Αυγούστου, ο στόλος της αλληλεγγύης Global Sumud Flotilla θα ξεκινήσει να διασχίζει τη Μεσόγειο. Περισσότερα από σαράντα ειρηνικά σκάφη θα αποπλεύσουν με σκοπό να σπάσουν τον ισραηλινό αποκλεισμό της Γάζας, μεταφέροντας ανθρωπιστική βοήθεια στον πληθυσμό. Η σημασία της πρωτοβουλίας δεν περιορίζεται στην ανακούφιση ενός λαού που υπομένει για είκοσι μήνες γενοκτονία, βομβαρδισμούς και πείνα· είναι μια πολιτική πράξη με βαρύτητα, γιατί επιχειρεί να πράξει από τα κάτω αυτό που τα κράτη και οι υπερεθνικοί οργανισμοί δεν κατάφεραν ή δεν θέλησαν να κάνουν: να ανοίξουν ανθρωπιστικό διάδρομο και να αμφισβητήσουν ανοιχτά έναν αποκλεισμό που παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και κάθε έννοια ανθρωπιάς.
Δεν είναι ένα «σόου», όπως θα σπεύσουν κάποιοι να το
απονομιμοποιήσουν. Το Ισραήλ έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι είναι
πρόθυμο να χρησιμοποιήσει φονική βία ακόμη και απέναντι σε αντίστοιχα
σκάφη, όπως το Mavi Marmara
και το Conscience . Η αποστολή αυτή ενέχει σημαντικό ρίσκο και η
προστασία της εξαρτάται από την παγκόσμια προσοχή και την κινητοποίηση
των κοινωνιών. Αν ο στόλος φτάσει στη Γάζα, θα ανοίξει ένα ρήγμα στον
ασφυκτικό αποκλεισμό. Αν δεχθεί επίθεση, θα αναγκάσει τους λαούς να δουν
κατάματα την ωμή βία του ισραηλινού κράτους. Σε κάθε περίπτωση, θα
δημιουργήσει ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός με διεθνή αντίκτυπο.
Το Global Sumud Flotilla είναι η πιο μαζική διεθνιστική κινητοποίηση για την Παλαιστίνη από την έναρξη της γενοκτονίας. Με την πράξη αυτή, πολίτες, κινήματα, συνδικάτα και συλλογικότητες παίρνουν το ρίσκο να σταθούν εκεί που απέτυχαν ή πρόδωσαν οι κυβερνήσεις και οι διεθνείς θεσμοί. Και γι’ αυτό χρειάζεται η στήριξη όλων μας: να παρακολουθήσουμε, να μοιραστούμε πληροφορίες, να οργανώσουμε εκδηλώσεις αλληλεγγύης, να μην τους αφήσουμε μόνους.
Αναλύσαμε έναν κόσμο που αποκτηνώνεται μέρα
με την μέρα. Από τη Γαλλία που κούφιασε την αναγνώριση του
παλαιστινιακού κράτους με όρους και αναβολές· στην ΕΕ που υποτάχθηκε
στις αμερικανικές επιταγές για δασμούς και εξοπλισμούς· στην Αλάσκα που
επισφραγίζει την επίθεση σε λαούς και περιβάλλοντος· στη συνάντηση στην
Ουάσιγκτον που σφράγισε την πολεμική οικονομία· και τέλος στον
Νετανιάχου που αγνόησε μια συμφωνία εκεχειρίας για να προχωρήσει στην
«τελική λύση» εκτοπισμού εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων. Σε όλα αυτά,
ο ΟΗΕ παραμένει αδρανής, αδύναμος ή συνένοχος. Αν περιμένουμε να δοθεί
λύση από εκεί, θα περιμένουμε μάταια.
Εδώ ακριβώς αποκτά σημασία ο στόλος της αλληλεγγύης. Είναι η
μεγαλύτερη απόδειξη ότι η διεθνιστική αλληλεγγύη δεν είναι σύνθημα, αλλά
πράξη με κόστος, ρίσκο και πιθανότητα καθοριστικών συνεπειών. Όπως είπε
ο Τιάγκο Άβιλα, στο πρόσφατο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ, η αλληλεγγύη με
την Παλαιστίνη είναι κομμάτι μιας εν δυνάμει παγκόσμιας εξέγερσης. Γιατί
κάθε βήμα αυταρχισμού στον κόσμο συναντά μια αντίρροπη δύναμη
αντίστασης. Και σήμερα, αυτή η αντίσταση εκφράζεται στα τούνελ της
Γάζας, στις πορείες των ευρωπαϊκών πόλεων, στα πανεπιστήμια που
εξεγείρονται, στα λιμάνια και στα καράβια που σαλπάρουν κόντρα στην
απαγόρευση.
Η ιστορία δεν γράφεται από τους θεσμούς αλλά από τους λαούς. Και το ερώτημα είναι απλό: θα αφήσουμε τη γενοκτονία να παγιωθεί ως μια ακόμη «τραγωδία» ή θα μετατρέψουμε τα δάκρυα σε δράση; Το μέλλον κρίνεται διαρκώς στη Γάζα, στη Μεσόγειο, στις κοινωνίες μας.
Η Ιστορία Είναι Τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου