![]() |
| AP PHOTO |
Ποιοι πούλησαν την Κύπρο, πατριώτη;
Κάθε φορά που οι λαοί, οι κοινωνίες και τα κινήματα υψώνουν τη φωνή τους για την ελευθερία της Παλαιστίνης, η Ακροδεξιά, ένα ακροκεντρώο συνονθύλευμα και οι θιασώτες του εθνικισμού σπεύδουν να αντιτείνουν το ίδιο φτηνό επιχείρημα: «Ναι, αλλά για την Κύπρο δεν λέτε τίποτα».
Ενα επιχείρημα που δεν γεννήθηκε από αγωνία για την κυπριακή τραγωδία, αλλά από την ανάγκη συγκάλυψης εγκλημάτων, αποσιώπησης της ιστορικής αλήθειας και διάσπασης της διεθνιστικής αλληλεγγύης. Γιατί η Κύπρος δεν ξεχάστηκε ποτέ· απλώς η πραγματική ιστορία της ενοχλεί. Ενοχλεί επειδή αποκαλύπτει ότι δεν ήταν «οι άλλοι» που πούλησαν την Κύπρο, αλλά η ίδια η ελληνική χούντα – το πιο «πατριωτικό» προσωπείο της Ακροδεξιάς, που οδήγησε το νησί στο πραξικόπημα, άνοιξε τον δρόμο στην τουρκική εισβολή και το παρέδωσε στη διχοτόμηση. Οσοι επικαλούνται σήμερα το «Κυπριακό» για να σιωπήσουν τον αγώνα της Παλαιστίνης, ξεχνούν σκόπιμα ότι οι δικοί τους πολιτικοί πρόγονοι ήταν εκείνοι που πρόδωσαν και την Κύπρο και την Ελλάδα.
Η τραγωδία της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974, λοιπόν, δεν υπήρξε απλώς αποτέλεσμα τουρκικής επεκτατικότητας - ιμπεριαλισμού ή διεθνών ισορροπιών. Ηταν η κορύφωση μιας βαθιάς, επικίνδυνης και τελικά προδοτικής πολιτικής που ακολούθησε η ελληνική στρατιωτική χούντα απέναντι στο Κυπριακό, οδηγώντας το νησί σε διχοτόμηση, χιλιάδες νεκρούς και αγνοούμενους και μια κατοχή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή δεν ήταν ανεξάρτητα γεγονότα. Ηταν οι δύο πράξεις της ίδιας προδοσίας – με υπογραφή των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου.
Tο φιτίλι της καταστροφής
Στις 15 Ιουλίου 1974, η Εθνική Φρουρά της Κύπρου, καθοδηγούμενη από αξιωματικούς της ελληνικής χούντας μέσω της ΚΥΠ και της ΕΛΔΥΚ, προχώρησε σε πραξικόπημα ανατροπής του εκλεγμένου Προέδρου Μακαρίου, με στόχο την ένωση (ένωση-πρόφαση) με την Ελλάδα. Το σενάριο είχε στηθεί με τη συμβολή του Ιωαννίδη και του στενού του κύκλου, οι οποίοι θεωρούσαν τον Μακάριο «επικίνδυνο κομμουνιστή» και εμπόδιο στα εθνικά σχέδια του καθεστώτος.
Η πράξη αυτή έδωσε την τέλεια αφορμή στην Τουρκία να επέμβει, υποστηρίζοντας δήθεν την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Στις 20 Ιουλίου ξεκίνησε η τουρκική εισβολή –ο «Αττίλας Ι»– και στις 14 Αυγούστου ακολούθησε ο «Αττίλας ΙΙ», με την κατοχή να επεκτείνεται στο 37% του νησιού.
«Η τουρκική εισβολή υπήρξε η άμεση και προβλέψιμη συνέπεια του πραξικοπήματος. Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία» (Φάκελος Κύπρου, Βουλή των Ελλήνων – Κυπριακή Βουλή, 2018).
Πλήρης γνώση - μηδενική άμυνα
Η πιο τρομακτική αποκάλυψη των ντοκουμέντων του Φακέλου της Κύπρου είναι η πλήρης γνώση της χούντας για τις κινήσεις της Τουρκίας. Οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές είχαν λάβει πληροφορίες για μετακινήσεις τουρκικών μονάδων από τις 17 Ιουλίου. Η 39η Μεραρχία είχε ήδη επιβιβαστεί σε πλοία στη Μερσίνα, ενώ υπήρχαν αναφορές από ΚΥΠ και Ναυτικό για κινητικότητα στο Αιγαίο.
Και όμως, δεν εστάλησαν ενισχύσεις. Τα ελληνικά υποβρύχια έλαβαν εντολή να παραμείνουν σταθμευμένα. Η μόνη ενισχυτική αποστολή στρατού από την Κρήτη –το 573 Τάγμα Πεζικού– ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή, καθώς κρίθηκε πως «επρόκειτο για παραπλάνηση».
«Γνώριζαν. Αλλά η ηγεσία δεν ήθελε να εμπλακεί. Κάποιοι έκαναν διακοπές την ώρα της εισβολής» (Φάκελος Κύπρου, Βουλή των Ελλήνων - Κυπριακή Βουλή, 2018).
Η ΕΛΔΥΚ και η Εθνοφρουρά της Κύπρου πολέμησαν με ηρωισμό και τεράστιες απώλειες. Αλλά ήταν εγκαταλειμμένες.
Ο στόχος: η διχοτόμηση και η «Διπλή Ενωση»
Το αφήγημα της «Ενωσης» αποδείχθηκε παραπλανητικό. Πίσω από τις κλειστές πόρτες, αυτό που προωθούσαν ΗΠΑ, Τουρκία και η ελληνική χούντα ήταν η διχοτόμηση της Κύπρου, μέσω ενός σχεδίου Διπλής Ενωσης – το ένα κομμάτι με την Ελλάδα, το άλλο με την Τουρκία.
Αυτή η πολιτική εξυπηρετούσε γεωπολιτικά σχέδια ψυχροπολεμικής σταθερότητας: η Ελλάδα και η Τουρκία θα διατηρούσαν τον έλεγχο και το ΝΑΤΟ θα είχε σταθερή παρουσία στο νησί.
«Ο Ιωαννίδης ενήργησε με την ψευδαίσθηση ότι θα ελέγξει την Κύπρο και ότι η Τουρκία δεν θα αντιδράσει. Εντέλει, πούλησε και την Κύπρο και την Ελλάδα» (Ιστορική έρευνα: Μαργαρίτης, 2014).
Η Μεραρχία που ποτέ δεν επέστρεψε
Το 1967, μετά το επεισόδιο της Κοφίνου, η ελληνική κυβέρνηση υπό πίεση από τις ΗΠΑ απέσυρε την Ελληνική Μεραρχία από την Κύπρο. Επρόκειτο για 10.000 στρατιώτες, που ήταν ο κορμός της άμυνας του νησιού. Η απόφαση δεν ανατράπηκε ποτέ –ούτε από τη χούντα– παρ’ όλο που το στρατηγικό κενό ήταν προφανές.
Ουσιαστικά, το έδαφος είχε ήδη στρωθεί για την τουρκική επέμβαση.
«Η απόσυρση της Μεραρχίας ήταν το πρώτο βήμα της εγκατάλειψης της Κύπρου. Η χούντα δεν το αντέστρεψε, το αξιοποίησε» (Φάκελος Κύπρου, τόμος Β’).
Μετά την εισβολή: σιωπή, αποποίηση και συγκάλυψη
Η χούντα κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου 1974, εν μέσω της κρίσης. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε από το Παρίσι και σχημάτισε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Ωστόσο, κατά τη Διάσκεψη της Γενεύης και μετά την πρώτη φάση του Αττίλα, οι συνομιλίες δεν απέτρεψαν τον δεύτερο γύρο της τουρκικής προέλασης. Η Τουρκία κατέλαβε το 37% του νησιού, εκτόπισε 200.000 Ελληνοκύπριους, εξαφάνισε και εξόντωσε χιλιάδες πολίτες.
Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης επιχείρησε επί δεκαετίες να αποσιωπήσει τις ευθύνες. Ο Φάκελος Κύπρου παρέμενε κλειστός μέχρι το 2019, ενώ οι στρατιωτικοί υπαίτιοι καταδικάστηκαν για άλλα εγκλήματα – αλλά όχι για εσχάτη προδοσία.
Συμπέρασμα: Hταν προδοσία
Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή δεν μπορούν να ιδωθούν αποκομμένα. Η ελληνική χούντα υπονόμευσε συστηματικά την Κυπριακή Δημοκρατία, υποτίμησε τη γεωπολιτική πραγματικότητα, απέσυρε στρατηγικά κρίσιμες δυνάμεις και εγκατέλειψε τον κυπριακό λαό στην τύχη του.
Η λέξη «προδοσία» δεν είναι υπερβολή. Είναι ιστορική ακρίβεια. Η χούντα δεν ηττήθηκε απλώς στην Κύπρο. Την πούλησε.
Η Κύπρος δεν χρειάζεται άλλο την κυνική «ευαισθησία» εκείνων που επικαλούνται το όνομά της για να σκεπάσουν άλλες αδικίες. Χρειάζεται δικαιοσύνη και μνήμη. Δικαιοσύνη απέναντι σε όσους πρόδωσαν τον λαό της, ανοίγοντας τον δρόμο στη διχοτόμηση και στην κατοχή. Μνήμη για να μην ξαναγραφτεί η ιστορία σύμφωνα με τα ψέματα των ισχυρών και των εθνικιστών.
Οσοι σήμερα φωνάζουν «για την Κύπρο δεν λέτε τίποτα» είναι οι ίδιοι που θέλουν να θάψουν την αλήθεια: ότι την Κύπρο δεν την πούλησαν οι αλληλέγγυοι στους λαούς, αλλά οι «πατριώτες» της χούντας και οι διεθνείς τους πάτρωνες. Η πραγματική αλληλεγγύη δεν συγκρίνει τραγωδίες, ούτε βάζει τους λαούς σε ζυγαριά· ενώνει τις φωνές τους απέναντι στην κατοχή, στον ιμπεριαλισμό και στην προδοσία.
Γι’ αυτό και η Κύπρος και η Παλαιστίνη δεν είναι δύο ξεχωριστές ιστορίες, αλλά δύο πλευρές του ίδιου αγώνα. Του αγώνα των λαών για ελευθερία, αυτοδιάθεση και ειρήνη. Και αυτόν τον αγώνα δεν τον χαρίζουμε σε κανέναν.
Βιβλιογραφία και Πηγές
• Βουλή των Ελλήνων - Κυπριακή Βουλή (2018). Φάκελος Κύπρου: Πρακτικά και ντοκουμέντα της Εξεταστικής Επιτροπής 1986–1988.
• Μαργαρίτης, Γ. (2014). «Η ιστορία της ελληνικής Χούντας». Αθήνα: Βιβλιόραμα.
• Ψαρράς, Δ. (2011). «Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής». Αθήνα: Πόλις.
• Χαραλαμπίδης, Λ. (2010). «Η κυπριακή τραγωδία μέσα από τα αρχεία του Πενταγώνου». Αθήνα: Λιβάνης.
*Φιλόλογος, πρόεδρος Α’ ΕΛΜΕ Κυκλάδων
- ΣΧΕΤΙΚΟ και το ακόλουθο:

EUROKINISSI
Ναιαλλάδες – Οι απουσιολόγοι της Ιστορίας

Η αλληλεγγύη δεν έχει όρους, ούτε προϋποθέσεις, δεν περιμένει πρώτα να κλείσει η μια πληγή για να φροντίσει την άλλη
Γράφει ο Κωνσταντίνος Ταχτσίδης
Κάθε φορά που η δημοκρατία “αναπνέει” και ο κόσμος βγαίνει στους
δρόμους απέναντι σε μια αδικία, εμφανίζεται πάντα η ίδια φιγούρα: ο
λογιστής της αλληλεγγύης.
Δεν ήταν ποτέ σε πορεία, αλλά ξέρει να μετράει πορείες που δεν έγιναν.
Το εργαλείο του; Τρεις συλλαβές: «ναι, αλλά».
«Ναι, αλλά για την Κύπρο και την Ουκρανία δεν κάνατε πορεία», «Ναι, αλλά για τη Μαρφίν, δε λέτε τίποτα».
Η φράση είναι πάντα η ίδια, αλλάζει κατά περίσταση μόνο το αντικείμενο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί παντού.
Μια
φράση που δεν υπερασπίζεται κανέναν, δεν τιμά καμία μνήμη και η
κοινωνία καλείται να απολογηθεί όχι για τις σιωπές της, αλλά για τις
φωνές της.
Είναι η τέλεια μορφή συνενοχής, κι αν κάτι ξέρει να καλά η Δεξιά -και ο μικροαστισμός που την τροφοδοτεί- είναι να μετατρέπει την αδράνεια σε αρετή.
Το βλέπουμε παντού: η σιωπή παρουσιάζεται ως «ψυχραιμία», η απάθεια ως «ρεαλισμός», η απουσία ως «συνέπεια».
Υπάρχει λοιπόν μια κατηγορία ανθρώπων που δεν διεκδικούν τίποτα, εκτός από το δικαίωμα να ελέγχουν όσους διεκδικούν.
Το «ναι, αλλά…» είναι η γλώσσα των χορτασμένων από σιωπή.
Δεν είναι απλώς μια φράση, είναι ένας τρόπος σκέψης που αποδομεί τη
δημόσια πράξη και την αντίδραση σε μια αδικία προτού αυτή στεριώσει.
Είναι
η γλώσσα εκείνων που δεν θέλουν να αναμετρηθούν με την ίδια την αδικία,
αλλά με τη στάση όσων τόλμησαν να σταθούν απέναντί της.
Είναι ο
κώδικας που επιτρέπει στον μικροαστό -και την εξουσία- να κοιτάζει την
αδικία χωρίς να τη βλέπει και να στέκεται στην άκρη του δρόμου, ενώ οι
άλλοι πορεύονται, δικαιώνοντας τον εαυτό του για την υπεράσπιση της
ακινησίας.
Έτσι, το βλέμμα μετατοπίζεται: δεν κοιτά πια το γεγονός
-την καταπίεση, τη βία, τον θάνατο- αλλά τον πολίτη που αντέδρασε. Αυτός
καθίσταται το πρόβλημα.
Το «ναι, αλλά για την Ουκρανία/Κύπρο/Μαρφίν, μια πορεία δεν κάνατε» λειτουργεί ως τελετουργία απαξίωσης κι έτσι, η πιο ανθρώπινη στιγμή -η στιγμή της συμπόρευσης- μετατρέπεται σε κατηγορητήριο.
Το «ναι, αλλά» δεν ζηταει να υπάρξει περισσότερη δικαιοσύνη, αλλά να μην υπάρξει καμία. Διότι αν δεν μπορείς να είσαι παντού, τότε -λένε- δεν έχει νόημα να σταθείς πουθενά.
Το «ναι, αλλά» δεν ανασύρει τα παρελθόντα τραύματα για να τα τιμήσει, αλλά για να καταγγείλει τη ζωντανή αλληλεγγύη του παρόντος.
Δεν θυμάται, αξιοποιεί. Δεν πονά, ελέγχει.
Αυτός ο μηχανισμός είναι πολιτικός. Δεν έχει καμία σχέση με το ενδιαφέρον για την Κύπρο, τη Μαρφίν, την Ουκρανία, την Μυρτώ, τον Ισαάκ και τον Σολωμού κ.ό.κ.
Έχει
να κάνει με ένα και μοναδικό πράγμα, την ιδεολογική τους απέχθεια προς
κάθε συλλογική αντίδραση απέναντι σε μια κατεστημένη κανονικότητα.
Όταν βλέπουν κόσμο να φωνάζει για την Παλαιστίνη, αυτό που τους ενοχλεί δεν είναι η «επιλεκτικότητα», αλλά η ίδια η ύπαρξη της φωνής και η δημοπρασία πόνου, είναι η πιο επιδέξια μορφή απάθειας, που τους επιτρέπει να νιώθουν ανώτεροι ενώ δεν κάνουν τίποτα.
Οι ίδιοι άνθρωποι που λένε «ναι, αλλά για την Ουκρανία/Κύπρο/Μαρφίν, δεν έκανε κανείς πορεία»
είναι συνήθως οι ίδιοι που δεν αντιδρούν ποτέ για τίποτα. Ούτε για την
κατάσταση στο ΕΣΥ, ούτε για την Δημόσια Παιδεία, ούτε για ενοίκια, ούτε
για μισθούς, ούτε για τις υποκλοπές, ούτε για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ούτε για τα
Τέμπη, ούτε για την ακρίβεια («Ε, θα τα φτιάξ’ ο Μητσοτάκης»).
Το μόνο που τους συγκινεί είναι να μην συγκινηθεί κανείς. Αν μπορούσαν, θα έβαζαν ΦΠΑ στην αλληλεγγύη. Και ξέρετε κάτι, μπορεί και να το κάνουν.
Οι πορείες όμως δεν είναι ασανσέρ: δεν περιμένεις να κατέβει η «Κύπρος» για να ανέβει η «Παλαιστίνη» και δεν συμψηφίζεται με παλιότερα χρέη
Η αλληλεγγύη δεν έχει όρους, ούτε προϋποθέσεις, δεν περιμένει πρώτα να κλείσει η μια πληγή για να φροντίσει την άλλη. Δεν είναι επιμελητήριο, δεν έχει συνδρομή και υποχρεωτικές παρουσίες, ούτε κανόνες δεοντολογίας. Είναι στιγμιαία και απρόβλεπτη: ένας σπασμός της ψυχής που δεν αντέχει άλλο να σωπαίνει. Δεν χρωστάει δικαιολογητικά, ούτε αποδείξεις σε κανέναν.
Η ιστορία δε γράφεται μόνο από τα μεγάλα και τρανταχτά γεγονότα.
Η ιστορία κινείται πιο συχνά από το μερικό, το ασύμμετρο, το απρόβλεπτο: από μια μικρή διαδήλωση σε μια πλατεία, από μια φωνή που επιμένει να σπάει τη σιωπή.
Δεν
είναι η καθολικότητα που δίνει νόημα στην αλληλεγγύη, είναι η επιμονή
της να εμφανίζεται, έστω και ατελής, έστω και αποσπασματική.
Το «ναι αλλά» είναι το τέχνασμα που μετατρέπει το παρόν σε ενοχή και το μέλλον σε αδιέξοδο.
Όμως η πολιτική —όχι αυτή των γραφείων, αλλά ως δημόσια πράξη—
γεννιέται κάθε φορά που κάποιοι αποφασίζουν ότι δεν θα συνηθίσουν. Ότι
το λίγο που μπορούν να κάνουν, θα το κάνουν. Και αυτό το λίγο, μέσα στον
κόσμο του «ναι, αλλά», είναι που αλλάζει τα πάντα.
Κι αν κάτι αξίζει να σωθεί σε τούτο τον τόπο, είναι η μνήμη των παρουσιών, όχι η λογιστική των απουσιών.
Η αλήθεια δεν χρειάζεται να είναι παντού για να είναι αλήθεια. Αρκεί να υπάρχει κάπου, για να διασώσει το κοινό μας μέλλον από τον αφανισμό του νοιαξίματος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου