Στην ταινία «How to have sex» της Βρετανίδας Μόλι Μάνινγκ Γουόκερ, που παίζεται εδώ και δύο εβδομάδες στους κινηματογράφους, μια παρέα τριών κοριτσιών από τη Βρετανία, στο κατώφλι της τυπικής ενηλικίωσης, έρχονται στην Ελλάδα, στα Μάλια της Κρήτης, για διακοπές και ξεσάλωμα. Το ξεσάλωμα περιλαμβάνει τα πάντα (όχι απαραίτητα ήλιο και θάλασσα): αλκοόλ, ουσίες, πάρτι και χορό μέχρι τελικής πτώσης, γνωριμίες και σεξ. Σεξ με οποιονδήποτε τους αρέσει ή δεν τους αρέσει, αλλά προσφέρεται. Σεξ, όχι απαραίτητα για την έλξη, την επιθυμία, την απόλαυση, αλλά για την επιβεβλημένη εμπειρία που θα τις εισαγάγει στον κόσμο των ενηλίκων. Κάτι σαν δοκιμασία μύησης που επιτρέπει την ένταξη σε ομάδες και κύκλους συνομιλήκων, όπου το στάτους, η δημοφιλία και η αποδοχή καθεμιάς/καθενός είναι ευθέως ανάλογη με τον αριθμό εμπειριών που έχει συλλέξει. Η Τάρα, κεντρική φιγούρα της ιστορίας, μπαίνει με ένα μείγμα δισταγμού, καταναγκασμού και αποφασιστικότητας στη δοκιμασία της ερωτικής μύησης, αλλά η εμπειρία είναι τραυματική, το λεπτό σύνορο μεταξύ συγκατάθεσης και κακοποίησης παραβιάζεται από τον τυχαίο και θεωρητικά εμπειρότερο παρτενέρ της που εκλαμβάνει τη σιωπή, την απουσία ενός «όχι», μιας κραυγής, μιας βίαιης απώθησης ως συναίνεση.
Πάνω στο θολό πεδίο της εικαζόμενης συναίνεσης συντελούνται καθημερινά μικρά και μεγάλα εγκλήματα. Και η αναφορά στην ταινία είναι ένα πρόσχημα, μια αφορμή για να μπούμε σε μια μαζική παραβίαση του ορίου της συγκατάθεσης που συντελείται εδώ και πολλά χρόνια εις βάρος δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στον κόσμο του Ιντερνετ και των σόσιαλ μίντια. Είναι εντυπωσιακό το πώς η προστασία που υποτίθεται ότι θέλησαν να μας παράσχουν οι παρεμβάσεις των κρατικών και ρυθμιστικών αρχών, εθνικών ή διεθνών, από απειλούμενες παραβιάσεις της ιδιωτικότητας, των προσωπικών δεδομένων μας, του δικαιώματος να λέμε «όχι» σε μια επιθετική ή παραπλανητική συμπεριφορά των κυρίαρχων του Διαδικτύου, έχει μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετό της. Σε μια ολοκληρωτική έκθεσή μας σε αλγοριθμικές πρακτικές που εικάζουν τη συναίνεσή μας.
Στη δεκαετία του 2000, όταν επιβλήθηκαν οι πρώτες ευρωπαϊκές οδηγίες προστασίας των προσωπικών δεδομένων, χιλιάδες επιχειρήσεις γέμισαν τα έντυπα με υποχρεωτικές καταχωρίσεις δηλώσεων συμμόρφωσης στους νέους κανόνες. Κι έτσι, υποτίθεται ότι καθάρισαν, θεσμοθετήθηκαν και οι ανάλογες ανεξάρτητες αρχές επιτήρησης, κι όλοι υποδυόμαστε ότι τα προσωπικά μας δεδομένα είναι ασφαλή. Οποιαδήποτε χρήση τους είχε την «εικαζόμενη συναίνεσή» μας, έστω κι αν αυτή ήταν ένα απλό «τικάρισμα» σε ένα έντυπο ανάμεσα σε δεκάδες που απαιτούσαν την υπογραφή μας.
Με τον καιρό και την ιλιγγιώδη ανάπτυξη των ψηφιακών εφαρμογών, η γραφειοκρατία της εικαζόμενης συναίνεσης κατέστη σχεδόν περιττή. Τα προσωπικά δεδομένα μας ήταν διαθέσιμα, άθελά μας, σε δεκάδες άλλες εφαρμογές που συλλέγονταν σε τεράστιες βάσεις δεδομένων, διαθέσιμες και για πώληση σε πολλούς ενδιαφερόμενους. Και τα δεδομένα μας δεν ήταν τόσο το «όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο», όσο οι συνήθειες, τα γούστα, τα ενδιαφέροντα, οι ιδιοτροπίες μας, το ίχνος των οποίων αφήναμε κατά την καθημερινή περιπλάνησή μας στον ωκεανό του διαδικτύου.
Οταν κι αυτό ξεπέρασε ένα ανεκτό επίπεδο ενόχλησης και επικινδυνότητας, ήρθαν το δεύτερο και το τρίτο κύμα ρύθμισης αυτής ανεξέλεγκτης αγοράς συλλογής προσωπικών ενδιαφερόντων (όχι μόνο δεδομένων πλέον). Ηρθαν νέοι κανόνες από την Ε.Ε., υποτιθέμενο τελευταίο οχυρό στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, και τότε εκατομμύρια ιστότοποι ενημέρωσης, ψυχαγωγίας ή εμπορικών συναλλαγών πλημμύρισαν με cookies, που χωρίς την ενεργοποίησή τους, πάντα με βάση την «εικαζόμενη συναίνεσή» μας, είναι αδύνατη η πλοήγηση σε αυτές ή η τουλάχιστον η χρήση όλων των δυνατοτήτων τους. Αναρωτηθείτε: πόσες φορές τη μέρα πατάτε «αποδοχή» στο μήνυμα κάθε ιστοσελίδας που σας προειδοποιεί για τη χρήση cookies; Και πόσες φορές αποφεύγετε τη «μερική αποδοχή», γιατί πρέπει να διαβάσετε έναν σκασμό ακατανόητες τεχνικές λεπτομέρειες; Ολη η «εικαζόμενη συναίνεση» για να κάνετε απλώς τη δουλειά σας τελειώνει με ένα απλό κλικ. Ακολουθεί ένας βομβαρδισμός χρήσιμων ή άχρηστων διαφημιστικών μηνυμάτων, ενίοτε στα όρια του διανοητικού βιασμού, αλλά τι να κάνουμε, αυτή η εικαζόμενη συναίνεση ταΐζει όχι μόνο τις GAFAM, τους άρχοντες του ίντερνετ, αλλά και χιλιάδες μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που σιτίζονται από τα διαφημιστικά ψιχία που τους κατανέμουν οι κολοσσοί. Ετσι, άλλο έναν προστατευτικό μηχανισμό, με τη βούλα της Ε.Ε., οι μάγοι των αλγορίθμων τον μετέτρεψαν σε ολετήρα της ιδιωτικότητας.
Το τελευταίο επεισόδιο της ψηφιακής μας περιπέτειας γράφεται τις μέρες αυτές, με τον εκβιασμό που ασκεί ο Ζούκερμπεργκ της Meta, του Φου Μπου, του Ινσταγκραμ και των λοιπών μέσων κοινωνικής υποδούλωσης σε εκατομμύρια Ευρωπαίους χρήστες τους. Εγραψε ο Γ. Μπαζαίος το εξαιρετικά κατατοπιστικό «Χαράτσι ή… παρακολούθηση» («Εφ.Συν.» 10/11/2023), αλλά όσοι είναι χρήστες των σόσιαλ θα έχουν ήδη διαπιστώσει τον (εκ)βιασμό: ή συναινείτε στη χρήση των δεδομένων σας για τον βομβαρδισμό σας για εξατομικευμένες διαφημίσεις ή πληρώνετε για χρήση του Φου Μπου και του Ινστραγκραμ χωρίς αυτές.
Είναι ένας προκλητικός σαρκασμός της υποτιθέμενης απόπειρας της Ε.Ε. να βάλει φρένο στην ανεξέλεγκτη επεξεργασία των δεδομένων και της συμπεριφοράς μας στα σόλιαλ από την πολυεθνική, αλλά ως βασίλειο ελεύθερης αγοράς, που δεν επέτρεψε να μπει πλαφόν ούτε στο ρεύμα στη χειρότερη ενεργειακή κρίση της ιστορίας της, αποκλείεται η Ε.Ε. να πει όχι στο «δικαίωμα» του Ζούκερμπεργκ να τιμολογεί όσο θέλει τη ρητή άρνηση συναίνεσης στον προσωποποιημένο διαφημιστικό «βιασμό» μας. Τα 10 ή 15 ευρώ που ζητάει τον μήνα είναι τα λύτρα για την ελευθερία από την επιτήρηση, την παρακολούθηση, τον εμπορικό χαφιεδισμό.
Το επόμενο βήμα θα είναι οι έμποροι της επιτήρησης και των λογισμικών παρακολούθησης, των Predator, Pegasus και λοιπών, να ζητούν αμοιβή μη παγίδευσης των επικοινωνιών μας. Αρνηση καταβολής θα αποτελεί εικαζόμενη συναίνεση.
Θεωρίες για την υπεραξία
Ο ανθρώπινος νους δεν είναι, όπως το ChatGPT και τα παρόμοια του, μια βαρετή στατιστική μηχανή για την αντιστοίχιση μοτίβων, που συλλέγει εκατοντάδες terabyte δεδομένων και προεκθέτει την πιο πιθανή απάντηση συνομιλίας ή την πιο πιθανή απάντηση σε μια επιστημονική ερώτηση. Αντίθετα, το ανθρώπινο μυαλό είναι ένα εκπληκτικά αποτελεσματικό και κομψό σύστημα που λειτουργεί με μικρές ποσότητες πληροφοριών. Επιδιώκει να μη συμπεράνει ωμούς συσχετισμούς μεταξύ των δεδομένων αλλά να δημιουργήσει εξηγήσεις […] Ας σταματήσουμε να το αποκαλούμε (σ.σ. το ChatGPT) «Τεχνητή Νοημοσύνη» και ας το ονομάσουμε αυτό που είναι: «λογισμικό λογοκλοπής».
Μη δημιουργείτε τίποτα, αντιγράψτε υπάρχοντα έργα από υπάρχοντες καλλιτέχνες και αλλάξτε το αρκετά για να ξεφύγετε από τους νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων.
Νόαμ Τσόμσκι, «Η ψευδής προσδοκία του ChatGPT», New York Times, 8/3/2023
_______________________
Kibi2g@yahoo.gr, kibi-blog.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου