Μπορούμε να δούμε αυτό το βιβλίο σαν ένα δίπτυχο: από τη μια πλευρά το όργιο της φονικής καταστολής που ξεκίνησε το βράδυ της Παρασκευής 16.11 και εξαπλώθηκε το Σάββατο 17.11 στο κέντρο και σε συνοικίες της Αθήνας ενώ ακόμα και την Κυριακή 18.11 δεν είχε καταλαγιάσει. Πρόκειται για ένα «ατιμώρητο καθεστωτικό έγκλημα πολέμου» με 24 επιβεβαιωμένους (μέχρι στιγμής) νεκρούς και τουλάχιστον πάνω από 1.103 τραυματίες. Και από την άλλη πλευρά, ο ηρωισμός, η υπέρβαση του φόβου και η περιφρόνηση του θανάτου, το πάθος για ελευθερία που έδειξαν η νεολαία και ο λαός της Αθήνας μέσα κι έξω από τα κάγκελα.
Αδικαίωτα δεν παραμένουν μόνο τα συνθήματα και τα αιτήματα του Πολυτεχνείου: αδικαίωτο, στην κυριολεξία, παραμένει το αίμα που χύθηκε αφού οι περισσότεροι πρωταίτιοι της σφαγής, στις δύο δίκες της μεταπολίτευσης (1975 και 1977), τιμωρήθηκαν με ποινές-χάδι, ενώ αρκετοί κρίθηκαν στο τέλος αθώοι και βγήκαν από τη φυλακή. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, αυτό οφείλεται και στη «βελούδινη» παράδοση της εξουσίας από τη χούντα στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δύο εικοσιτετράωρα μετά την ανάληψη της εξουσίας, η νέα κυβέρνηση εξέδωσε το εξοργιστικά «συμψηφιστικό» Προεδρικό Διάταγμα 519 «Περί χορηγήσεως αμνηστίας», που εξασφάλισε το ακαταδίωκτο των συνεργατών της δικτατορίας. Η λεγόμενη «αποχουντοποίηση» ήταν επιδερμική.
Το βιβλίο του Ι. Λύκαρη, προϊόν πεντάχρονης επίπονης έρευνας, δεν είναι μια ιστορική μελέτη, αλλά μια οργανωμένη, μεθοδική σύνθεση ενός μεγάλου όγκου υλικού το οποίο παραμένει δυσεύρετο ή και σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο (πρακτικά δικών, τύπος της εποχής, απόρρητα αστυνομικά έγγραφα, καταστάσεις νοσοκομείων κ.ά.). Το υλικό αυτό — οι αριθμοί, ο τόπος και ο χρόνος — «μιλά» μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Δεν κραυγάζει, δεν επιδιώκει να προκαλέσει εύκολη συγκίνηση. Βήμα το βήμα, μέρα τη μέρα, δρόμο τον δρόμο το βιβλίο ιχνηλατεί και ξεδιπλώνει τη σφαγή, αλλά και το αντίθετό της, την αντίσταση. Εδώ η τεχνολογία αποδείχτηκε σύμμαχος της έρευνας, καθώς ο συγγραφέας, με τη βοήθεια ειδικών, συνέταξε βάσεις δεδομένων και διαφωτιστικούς πίνακες για τα θύματα της καταστολής (ηλικία, φύλο, κοινωνική σύνθεση κ.ά) με στοιχεία που επιτρέπουν την εξαγωγή ψύχραιμων και αντικειμενικών συμπερασμάτων. Ένα από αυτά τα συμπεράσματα, που έχουν πολιτικό και όχι απλά ποσοτικό χαρακτήρα, είναι ότι το Πολυτεχνείο δεν ήταν υπόθεση μόνο των φοιτητών, μόνο των εγκλείστων στο ΕΜΠ. Το «μέσα» και το «έξω» ήταν αδιαχώριστα.
Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Μέσα από τη φωτιά των φραγμάτων πυρός ξεπροβάλλουν το μέγα πάθος, η επίμονη μαχητικότητα και η συντροφική αλληλεγγύη των ανθρώπων που βρέθηκαν να διαδηλώνουν δίπλα-δίπλα, να σώζουν τραυματίες και τελικά να πεθαίνουν ή να τραυματίζονται και οι ίδιοι, χωρίς να ξέρει ο ένας το όνομα του άλλου: στοιχεία που προσέδωσαν στην αυθόρμητη εκκίνηση της φοιτητικής κατάληψης τον χαρακτήρα γνήσιας λαϊκής εξέγερσης».
***
Γιώργος Ν. Οικονόμου: Πολυτεχνείο 1973: Η απαρχή του αυτόνομου κινήματος. εκδ. Νησίδες 2023 |
Οι «Νησίδες» φιλοξενούν σήμερα απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Ν. Οικονόμου που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νησίδες, με τον τίτλο: «Πολυτεχνείο 1973 - Η απαρχή του αυτόνομου κινήματος».
Οι ανώνυμοι
Η κατάληψη δεν ελέγχεται ούτε καθοδηγείται από κάποιο κόμμα ή άλλη δύναμη. Είναι, ίσως, στα νεότερα χρόνια, το μόνο πολιτικό συμβάν μείζονος σημασίας που χαρακτηρίζεται από το αυθόρμητο, την αυτοοργάνωση, την πρωτοβουλιακή δράση. Αποκτάει πρόσωπο και χαρακτήρα μέσω συνεχούς και διαρκούς αντιπαράθεσης με τις κομματικές γραμμές, ντιρεκτίβες και μανούβρες. Ενα σημαντικό μέσον πληροφόρησης και μαζικοποίησης ήταν η κατασκευή του ραδιοφωνικού σταθμού, την Τετάρτη με μικρή εμβέλεια, αλλά την Πέμπτη στους 1.050 χιλιοκύκλους ακουγόταν σε όλη την Αθήνα και μέσω των πειρατικών ραδιοσταθμών και των τηλεφώνων σε όλη την Αττική και την Ελλάδα.
Στις εκκλήσεις του «Εδώ Πολυτεχνείο», ο κόσμος συρρέει στο Πολυτεχνείο, το πλαισιώνει, ενεργοποιείται, παίρνει πρωτοβουλίες: συνθήματα, χειρόγραφες προκηρύξεις, οδοφράγματα, συγκρούσεις. τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ γραμμένα παντού, μεταφέρουν τα συνθήματα σε όλη την Αθήνα. Εχει σπάσει την επί εξίμισι χρόνια κρούστα της σιωπής, του φόβου και της δυσπιστίας, της απάθειας και της ιδιώτευσης. Εχει αποτινάξει όλα αυτά που τον κρατούσαν δέσμιο και μιλάει ελεύθερα, εκφράζεται, δρα, βοηθάει, δημιουργεί, συνεισφέρει με όποιον τρόπο μπορεί. Εκδηλώνει και αξιοποιεί τις καλύτερες πλευρές του: το θάρρος, την τόλμη, την επινοητικότητα, την πρωτοβουλία, την αλληλεγγύη, τη φιλία, τον έρωτα, το δόσιμο, τη φαντασία. Εκπληκτικό φαινόμενο, σε παρασέρνει, σε διαποτίζει ολόκληρο, σε συναδελφώνει με τον διπλανό σου, τον πριν από λίγο άγνωστό σου. Παντού ξεχειλίζει η ηδονή της ελευθερίας, η χαρά της δράσης, η συγκίνηση της δημιουργίας, η συνείδηση ότι δημιουργείς ιστορία.
Είναι πολύ απλά η εξέγερση, η λαϊκή εξέγερση. Οι έξω από το Πολυτεχνείο έχουν ταυτισθεί με τους μέσα και συνεχίζουν τον αγώνα τους στους δρόμους. Σχηματίζουν μία ασπίδα προστασίας γύρω από το Πολυτεχνείο και δίνουν την άλλη διάσταση της πολιτικής. Αυτό που γίνεται, δεν χωρεί σε θεωρητικά σχήματα, σε κομματικά πλαίσια, σε λογικές κατασκευές, σε προκρούστειες διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας. Εχει τη δική του δυναμική. Είναι από τις σπάνιες στιγμές όπου οι ανώνυμοι δημιουργούν ιστορία. Γίνονται υποκείμενο της ιστορίας, και όχι αντικείμενό της, όπως στην υπόλοιπη ζωή τους. Είναι ακριβώς οι ανώνυμες παρέες, με τις οποίες δεν ασχολούνται οι πολιτειολόγοι, οι πολιτικές αναλύσεις, οι θεωρητικοί, οι βιογράφοι και οι τηλεοπτικές εκπομπές. Οι παρέες χωρίς οργανωμένο πολιτικό σχήμα, χωρίς κεντρικές επιτροπές και πολιτικά γραφεία. Είναι οι παρέες των ανωνύμων, στο εσωτερικό όμως των οποίων ο καθένας είναι επώνυμος και λειτουργεί ως πρόσωπο: ο Γιώργος, η Κλαίρη, ο Βασίλης, η Μαρία, ο Γιάννης, ο Θανάσης, η Εφη, ο Φοίβος, ο Κωστής, η Κική, ο Βαγγέλης, ο Δημήτρης, ο Σάκης, η Τούλα, ο Αλέξης, ο Πάνος, ο Ηρώδης, ο Τιμόθεος, ο Σταύρος, η Λιάνα. Εξω απ’ αυτές καταντάμε «εκπρόσωποι», ρόλοι, γραφειοκράτες, επιζητώντας προαγωγές, αναγνωρίσεις, μικροεξουσίες, ψήφους και δημοσιότητα.
Η αυτονομία
Η δυναμική και η λειτουργία της κατάληψης στηρίζονται στην αυτοοργάνωση και αυτοδιεύθυνση. Διαρκείς συνελεύσεις από όλες τις πανεπιστημιακές σχολές της Αθήνας: ΕΜΠ, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γεωπονική, ΑΣΟΕΕ, ΑΒΣΠ, Πάντειος –πλην της Θεολογικής– και εκλογή επιτροπών για τη συγκρότηση της Συντονιστικής με εικοσιτετράωρη θητεία. Οι συνελεύσεις κατά σχολές έγιναν το απόγευμα και το βράδυ της Πέμπτης 15ης Νοεμβρίου. Επίσης συγκροτήθηκαν επιτροπές για τη σίτιση, την περιφρούρηση, τον έρανο, την υγειονομική περίθαλψη (ιατρείο, φαρμακείο, πρώτες βοήθειες). Τα άτομα που συγκροτούσαν τη Συντονιστική ήταν εντολοδόχοι των συνελεύσεων. Το κυρίαρχο αποφασιστικό όργανο ήταν η βάση, οι συνελεύσεις, οι οποίες ελάμβαναν τις κύριες αποφάσεις και καθόριζαν το πολιτικό περιεχόμενο. Ετσι διασφαλιζόταν τόσο η διαφάνεια και η συνεχής πληροφόρηση όσο και η βούληση και η θέληση των συμμετεχόντων. Οι αποφάσεις εκφράζονταν άλλωστε από τα μεγάφωνα, τους πολυγράφους και τον ραδιοφωνικό σταθμό. Καμία κομματική δύναμη δεν καθοδηγεί, ουδείς «ηγέτης» χειραγωγεί, ουδεμία έξωθεν εξουσία κινεί τα νήματα. Ετσι, διασφαλίζεται η βούληση και η θέληση της βάσης. Η μόνη εξουσία είναι οι συνελεύσεις, η φαντασία, το αυθόρμητο και η πρωτοβουλιακή δράση. Η άμεση δημοκρατία στην πράξη, η αυτονομία ως έμπρακτη πρόταση. Αυτονομία σημαίνει ότι εμείς οι ίδιοι θέτουμε τους νόμους, τους θεσμούς, όχι κάποιοι άλλοι ερήμην μας, κόμματα, γραφειοκράτες και βουλευτές. Η πρόταση αυτή είναι ένα από τα βασικά μηνύματα του Πολυτεχνείου και το καινούργιο που κομίζει στην πολιτική πράξη. Αυτό καθορίζει τον χαρακτήρα και το πνεύμα της εξέγερσης.
Τα συνθήματα ποικίλα· βρίσκονται δίπλα δίπλα συνθήματα κατά της δικτατορίας, του φασισμού, του ιμπεριαλισμού, των Αμερικανών, συνθήματα για την ελευθερία, τη δημοκρατία, για τη λαϊκή κυριαρχία, την παιδεία, κατά του κράτους και του κεφαλαίου. Αλλά υπάρχει και κάτι που δεν μπορεί να χωρέσει σε αυτά, να γραφτεί σε φράσεις μουσειακές και περιγραφικές. Κάτι που υπερβαίνει κάθε οροθέτηση, ξεχειλίζει από κάθε σχήμα και έχει να κάνει με το πάθος, τη θέρμη, τον πυρετό, το απύθμενο της ψυχής, το ανεμόεν φρόνημα και τις αστυνόμους οργάς του Σοφοκλή, το πάθος για τα κοινά. Είναι η θέληση και η πίστη για μια καλύτερη κοινωνία, για την προσωπική και συλλογική ελευθερία, για ισότητα και δημοκρατία, οι οποίες δεν μπορούν να προέλθουν παρά από το ξεπέρασμα παραδοσιακών μορφών και δομών, από μια απελευθέρωση συνειδήσεων και έκρηξη ψυχικών, πνευματικών δυνάμεων, ατομικών και συλλογικών.
Αυτό συνιστά επίσης ένα κύριο μήνυμα του «Πολυτεχνείου», το οποίο έδωσε άλλη διάσταση στο ίδιο το νόημα της πολιτικής: κατήργησε όλες τις γραφειοκρατικές διαμεσολαβήσεις, μεσιτεύσεις, όλους τους μεσάζοντες, «αντιπροσώπους». διαμόρφωσε και επέβαλε νέες οργανωτικές μορφές αντιιεραρχικές, αντιηγετικές, βασισμένες στην αυτοδιεύθυνση, αυτοοργάνωση, αυτονομία. Το μήνυμα της εξέγερσης είναι η ίδια η εξέγερση, εξέγερση εναντίον κάθε αυταρχικής, ανελεύθερης, καταπιεστικής, αλλοτριωμένης και ανίκανης εξουσίας, με σκοπό την πραγματική δημοκρατία. Ετσι, στο ερώτημα που είχε τεθεί, «πού ανήκει το Πολυτεχνείο;» η απάντηση είναι: Ανήκει στους εξεγερθέντες. Η εξέγερση ανήκει σε αυτούς που εξεγείρονται.
***
Λένα Κυριακίδη
Η χθεσινή παρουσίαση του νέου βιβλίου του Δημήτρη Παπαχρήστου από τους Κώστα Λαλιώτη, Πέτρο Μανταίο, Γιώργο Παυλάκη, αλλά και τον ίδιο τον συγγραφέα είχε, εν όψει και της 50ής επετείου, παλμό, κόσμο, πείσμα, διαπιστώσεις, αφηγήσεις κι ένα μήνυμα να μεταφέρει στους όψιμους... αναθεωρητές.
Η αίθουσα τελετών του κτιρίου Αβέρωφ του Μετσόβιου Πολυτεχνείου γέμισε χθες από πολλούς αγωνιστές της εξέγερσης του 1973. Τέσσερις από αυτούς, οι Κώστας Λαλιώτης, Πέτρος Μανταίος, Γιώργος Παυλάκης, αλλά και ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαχρήστος μίλησαν για το νέο βιβλίο του τελευταίου, «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε».
Πέτρος Μανταίος, Δημήτρης Παπαχρήστος, Κώστας Λαλιώτης και Γιώργος Παυλάκης | ΦΩΤ.: ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ |
Το έγραψε στη μνήμη των νεκρών της εξέγερσης, «που έγιναν ασπίδα προστασίας της, που είπαν «Ελευθερία ή Θάνατος», συνειδητά ή ασυνείδητα», αλλά και ως πράξη υπεράσπισης της εξέγερσης απέναντι στην επίμονη προσπάθεια παραχάραξης των γεγονότων και του νοήματός της εδώ και 50 χρόνια. «Δεν ξέρω τι με οδήγησε. Αυτό κουβαλάμε από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αν δεν τιμήσεις τους νεκρούς, δεν μπορείς να ζήσεις... Το αίμα θέλει δικαίωση. Δεν είναι δυνατόν να λένε αρχικά «δεν σκοτώθηκαν» και μετά να συζητούν αν σκοτώθηκαν μέσα ή έξω».
«Η μνήμη αντιστέκεται
στη φθορά του χρόνου και σε κάθε μορφή εξουσίας. Μέχρι τώρα, είτε 1821
είτε 1940 είτε 17 Νοέμβρη, η αντίσταση αυτού του τόπου θα είναι
παράδειγμα για αύριο. Αυτό το κτίριο δεν έχει ιδιοκτήτες, γιατί έγινε
σύμβολο, έγινε Ιστορία, έγινε σταθμός ανεφοδιασμού για τη συνέχεια του
αγώνα που δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε», είπε ο Παπαχρήστος και
σημείωσε την πραγματική αλλά και τη συμβολική δύναμη του Πολυτεχνείου
που στις μέρες μας φαντάζει πιο κοντά από ό,τι φάνταζε επί χούντας ο
πόλεμος του ‘40.
Ο Κώστας Λαλιώτης έκανε λόγο για ένα σαγηνευτικό βιβλίο-παζλ μιας μεγάλης τοιχογραφίας και μίλησε για τη συγγραφική πορεία του Παπαχρήστου, με αναφορά σε λογοτεχνία, θέατρο, ποίηση, με «μακρά και αδιάλειπτη πορεία στο ζην επικινδύνως, στο να στοχάζεται, να εξιστορείται και να αυτοβιογραφείται». «Η κατάληψη ήταν τα πάντα», είπε ο πρώην υπουργός, επισήμανε ότι «δεν πρέπει να κάνουμε τη μεταγραφή τού τότε στο τώρα ή του τώρα στο τότε» και απάντησε στους «εκπροσώπους τού τίποτα, αντικειμενικούς παρατηρητές και αναλυτές» ότι «η εξέγερση δεν έγινε από τους πανταχού απόντες, κερδοσκόπους, χαμαιλέοντες και φοβισμένους».
«Ολο
αυτό ξεκίνησε με αντιθέσεις, καταγγελίες, διαφωνίες, σύγχρονη Βαβέλ, με
πανσπερμία θέσεων, σκοπών και προοπτικών», που κατέληξε με τους
εξεγερμένους ενωμένους, αλληλέγγυους και αγκαλιασμένους, την ώρα της
εισβολής, την ώρα που σήκωσαν «ένα άσπρο πουκάμισο, σύμβολο μιας νέας
εποχής, για να αντιμετωπίσουμε τους φορείς της βίας και της
βαρβαρότητας», συνέχισε ο Λαλιώτης. «Ξέρουμε ποια ήταν τα τελευταία
λόγια της συλλογικής φωνής, της αφυπνισμένης συνείδησής μας, τα λόγια
του Μήτσου (σ.σ.: Παπαχρήστου). Με παλλόμενη, αφυπνιστική, σθεναρή,
περήφανη, αφοπλιστική και σπαρακτική φωνή, απτό ραδιόφωνο του
Πολυτεχνείου, “αδέλφια μας, είμαστε άοπλοι”».
Ο Γιώργος Παυλάκης θυμήθηκε τις «πυροτεχνικές», όπως τις χαρακτήρισε, συνθήκες γνωριμίας του με τον Παπαχρήστο μέσα στον ραδιοσταθμό, όταν έπεσαν οι πρώτοι νεκροί, όταν έπρεπε να ανακοινώσουν τη δολοφονική πράξη της χούντας. «Ο Δημήτρης ένιωσε το πάθος που πέρναγε και τους χοντρούς τοίχους εκείνη τη νύχτα. Στην απομόνωση του ραδιοσταθμού, μέσα στο κτίριο των Πολιτικών Μηχανικών, χωρίς να βλέπει, χωρίς να ακούει, έγινε ο πιο ευαίσθητος δέκτης των πάντων. Ενιωσε τα χτυπήματα, ένιωσε τις σφαίρες, μας έδωσε φωνή και κράτησε ξάγρυπνη την Ελλάδα για πολύ καιρό. Αυτό θέλει ικανότητες μαγικού ρεαλισμού και είμαστε τυχεροί που τον είχαμε».
Ο καθηγητής μίλησε για ένα παράδειγμα ανθρώπου που σημαδεύτηκε και σημάδεψε «τα γεγονότα και δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι πρόδωσε, χρηματίστηκε, αντάλλαξε τις περγαμηνές του». Και υπογράμμισε την ανάγκη αναστοχασμού της μεγάλης αποτυχίας όχι μόνο της γενιάς του, αλλά όλης της κοινωνίας, για το ότι «η Ελλάδα δεν έφτασε ούτε κατά διάνοια στο επίπεδο που όλοι οραματιζόμαστε και ελπίζαμε». Τέλος, ξεχώρισε την επιλογή του συγγραφέα να μπλέξει τους ζωντανούς με τους νεκρούς αγωνιστές στη «στρατιά» των προσώπων του, από τραγουδιστές, συγγραφείς, επιστήμονες, φιλόσοφους, από τον Ολλανδό σκηνοθέτη Αλμπερτ Κουράντ που απαθανάτισε την εισβολή του τανκς μέχρι τον Καραγκιόζη, τον Βελουχιώτη και τον Ηράκλειτο.
Το «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε», γέννημα της «χειμαρρώδους ιδιοσυγκρασίας και γραφής του συγγραφέα», συνιστά συγχρόνως, όπως τόνισε ο Πέτρος Μανταίος, «λογοτεχνία, αφήγηση και μαρτυρία», «με αφηγηματική καθαρότητα, συχνά με αυτόματη γραφή, με ψήγματα σουρεαλισμού», «ένα χρονικό από τα πιο σημαντικά στη μεταπολιτευτική Ιστορία» από το Πολυτεχνείο μέχρι τις συντροφιές στο εξαρχειώτικο στέκι της Μουριάς, μέχρι «τον κόσμο τον μικρό τον μέγα», που μπαινοβγαίνει στην ιστορία του με ονόματα, χρώματα και αρώματα.
Ο δημοσιογράφος τόνισε ακόμα ότι η εξέγερση συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής -και όχι επετείων- «γιατί το Πολυτεχνείο ζει. Γιατί από τη σύστασή του δεν είχε σπέρμα θανάτου. Γιατί ήταν εξέγερση νέων». Αρα, μια εξέγερση, «καταδικασμένη να είναι πάντα νέα, ενάντια στην τυραννία και το γήρας των συμβιβασμών και ιδεολογιών», μια «εξέγερση-μήνυμα που περνά από γενιά σε γενιά, μήνυμα που ενοχλεί, που δεν αφήνει σε ησυχία όλους όσοι είναι αρμοί της εξουσίας, δουλοπάροικοι ή υπηρέτες και πασχίζουν μάταια να υποβιβάσουν τη σημασία του Πολυτεχνείου με 100 τρόπους εκ των οποίων ο ηπιότερος είναι η παραποίηση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου