Γιώργος Τσιμουρής: Εμείς οι ναυτικοί, μπαρκαρισμένοι και ξέμπαρκοι, Μια ανθρωπολογική προσέγγιση, σελ. 300, Εκδόσεις Da Vinci Αθήνα 2021 |
- Ταξίδι σε έναν κόσμο... μυθικό
Ο συγγραφέας του βιβλίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αρχίζω μ’ αυτήν την επισήμανση γιατί το επιβάλλει το ίδιο το βιβλίο, προϊόν συστηματικής έρευνας τόσο μέσα σε ποντοπόρο πλοίο -μπάρκαρε για σαράντα πέντε μέρες- όσο και στη στεριά, εκεί που ζουν οι οικογένειες των ναυτικών.
Εξαρχής ο συγγραφέας δηλώνει ότι ένα βασικό κίνητρο που τον ώθησε στην ενασχόληση μ’ αυτήν την έρευνα ήταν το εφηβικό όνειρο να γίνει καπετάνιος. Το νησί του, η Λήμνος, οι ιστορίες για μέρη εξωτικά και το κοινοτικό βίωμα τροφοδότησαν τα όνειρά του. Δεν τα κατάφερε κι έτσι η έρευνα, θα έλεγαν οι ψυχολόγοι, ανέσυρε παλιές επιθυμίες που μετασχηματίστηκαν σε ερευνητικό υποκείμενο.
O Τσιμουρής, ως προσωπικότητα, πλέει παρέα με τους ανθρώπους και τις ομάδες που ερευνά. Μαζί με αυτούς κατοικεί αθεράπευτα στο ταξίδι της έρευνας των μεταναστών και προσφύγων αλλά και των ναυτικών. Είναι ένας αιώνιος έφηβος που ταξιδεύει διασχίζοντας τα επιστημονικά όρια και θέτοντας υπό αμφισβήτηση τον ανθρωπολογικό κανόνα.
Στην καρδιά του βιβλίου -αλλά και αφετηρία της έρευνας- είναι η ανάγκη να κατανοήσει τη ζωή των ναυτικών ως ψυχοσωματικών και κοινωνικών οντοτήτων τόσο στο πλοίο όσο και στη στεριά. Ακόμη, διευρύνει τους κεντρομόλους κύκλους του εισάγοντας στην οπτική του τις οικογένειες των ναυτικών και τις ζωές τους. Ετσι, η μελέτη του Τσιμουρή είναι μια πρόταση για το πώς οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες θα γίνουν πιο κατανοητές και δεν θα είναι ανάγνωσμα μόνο για τους ειδικούς.
Ο συγγραφέας καταφέρνει να συνομιλεί με τους αναγνώστες, πέρα από το αν έχουν ειδική γνώση. Αναδεικνύει το θέμα των ναυτικών μέσα από τα εφτά κεφάλαια, στα οποία πραγματεύεται βασικά ζητήματα (ο εγκλεισμός και η κοντεϊνεροποίηση, η αλληλεπίδραση, γυναίκες ναυτικοί, αυτοί που μένουν πίσω, το πάθος της φυγής, αρρώστιες και ατυχήματα).
Στο τελευταίο κεφάλαιο επιστρέφει σ’ αυτό που κυοφορείται σε όλα τα προηγούμενα. Βασική του κατεύθυνση είναι να αναμετρηθεί με τα στερεότυπα και τους εξωτισμούς πάσης φύσεως. Ενα τέτοιο σημείο είναι το «θαύμα της ελληνικής ναυτιλίας», το οποίο ο δημόσιος λόγος στα ΜΜΕ αποδίδει στο δαιμόνιο της φυλής.
Ο Τσιμουρής δεν αρκείται στα στερεότυπα. Αναζητά αυτό που υπάρχει ως υπόστρωμα, πέρα από τις ναυτικές ιστορίες που εστιάζουν στον ανδρισμό, στην περιπέτεια, στον κοσμοπολιτισμό, τους μεγάλους μισθούς, τον πλάνητα βίο, όπως έχει αποτυπωθεί στον λαϊκό πολιτισμό ή στη λογοτεχνία (Καββαδίας, Καρυστιάνη).
Η συγκρότηση του στερεότυπου για τους δαιμόνιους Ελληνες πλοιοκτήτες συσκοτίζει, για τον συγγραφέα, την ουσιαστική συνεισφορά των ναυτικών. Γράφει: «Ο μη αμειβόμενος μόχθος τους, οι οριακές ζωές τους και οι στερήσεις τους -οι δικές τους και των οικείων- αποτέλεσαν βασική προϋπόθεση της πρωταρχικής συσσώρευσης της ελληνικής ναυτιλίας». Σε όλα αυτά προσθέτει και τις «σημαίες ευκαιρίας», που διαμόρφωσαν ευνοϊκές συνθήκες.
Ο συγγραφέας θέτει ως στόχο του την αποεξωτικοποίηση του ναυτικού επαγγέλματος. Εγκιβωτίζει τις ζωές τις δικές τους και των οικείων τους στο ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον. Επιχειρεί να αφαιρέσει τα στερεότυπα επιστρέφοντας συνεχώς στον Καββαδία, από τον οποίο δανείζεται τον εθνογραφικό σουρεαλισμό του, υπό την έννοια ότι καταφέρνει να συζεύξει διαφορετικά, φαινομενικά αταίριαστα πράγματα, προσδίδοντάς τους νόημα.
Ο Καββαδίας υποστηρίζει ότι οι ιστορίες του «δεν είναι αλήθεια ούτε ψέματα». Ο Τσιμουρής αποδέχεται την υποκειμενικότητα των αφηγήσεων και την αδυναμία της ρεαλιστικής απεικόνισης του παρελθόντος (Benjamin). Εχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι οι ιστορίες για τους ναυτικούς και οι μελέτες γενικότερα δεν διεκδικούν την απόλυτη αντικειμενικότητα.
Κατά συνέπεια καταθέτει τον δικό του λόγο, που επιχειρεί να ορθοτομήσει τα στερεότυπα. Αυτό τον οδηγεί στη χρήση του όρου «ολοπαγές ίδρυμα» για το πλοίο. Αυτός ο χαρακτηρισμός αναφέρεται σε χώρους με μακροχρόνιο εγκλεισμό και σχεδόν συνταύτιση της προσωπικής ζωής με την επαγγελματική.
Το καράβι λοιπόν είναι ένας τέτοιος χώρος, στον οποίο ο δημόσιος χώρος (σαλόνι, τραπεζαρία) δεν έχει σαφή διαφοροποίηση από τον ιδιωτικό (καμπίνες, κομοντέσια), δεδομένου ότι ασκείται οπτικός έλεγχος ανά πάσα στιγμή από τον καπετάνιο και τους αξιωματικούς.
Η ιδιομορφία στην οργάνωση του χώρου και η συνεχής αλληλόδραση των μελών του πληρώματος διαμορφώνουν ιδιόμορφες συνθήκες για την έρευνα, καθώς χρειάζονται ιδιαίτερες δεξιότητες ώστε να αναπτυχθούν ευνοϊκές συνθήκες γι’ αυτήν. Στο καράβι υπάρχει ένας κόσμος με ιδιαίτερα γνωρίσματα αλλά και πολιτισμικούς κώδικες, που δεν είναι ομοιογενοποιημένοι.
Το καράβι ως ολοπαγές ίδρυμα διέπεται από αυστηρή πειθαρχία, η οποία αντανακλάται τόσο στην οργάνωση του χώρου όσο και στη διεξαγωγή των συζητήσεων. Οι καμπίνες του καπετάνιου και των αξιωματικών είναι σε διαφορετικό χώρο από εκείνες του κατώτερου πληρώματος, ενώ διαφέρουν, στην ίδια βάση, οι δημόσιοι χώροι (σαλόνια, τραπεζαρία).
Σπάνια και μετά από πρόσκληση μπορούν τα μέλη του κατώτερου πληρώματος να έχουν πρόσβαση στους χώρους των αξιωματικών. Η συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πιστεύεται ότι είναι αναγκαία ώστε να εμπεδωθούν η ιεραρχία και η πειθαρχία για τη διαχείριση της καθημερινότητας και των δυσκολιών του ναυτικού επαγγέλματος. Οι συγκεκριμένες δομές ανιχνεύονται και στον τρόπο που διεξάγεται η συζήτηση, κατά την οποία ο κατώτερος στην ιεραρχία ουδέποτε διακόπτει τον ανώτερο, ο οποίος έχει εξ οφίτσιο το προνόμιο αυτό προς τους υφισταμένους.
Ο συγγραφέας θέτει υπό διερεύνηση τα στερεότυπα για τον κοσμοπολίτη ναυτικό, που τροφοδότησαν την αναπαράστασή του ως ερωτικά αχόρταγου που ενίοτε προσομοίαζε στο πρότυπο του Οδυσσέα. Γοητευόταν κι αυτός από τις Κίρκες των λιμανιών, μένοντας μόνιμα στο λιμάνι ή δημιουργώντας δυο φωλιές, μια στον τόπο του και μια στο λιμάνι της «Κίρκης».
Ο Τσιμουρής αποδομεί αυτή την εικόνα, η οποία ανήκει στο ναυτικό παρελθόν. Πλέον οι νέες τεχνολογίες έχουν δημιουργήσει το φαινόμενο της κοντεϊνεροποίησης, κατά το οποίο το πλοίο δεν εισέρχεται στο λιμάνι, οι εργασίες, (φόρτωμα/ξεφόρτωμα, τροφοδοσία) γίνονται από απόσταση και αυτό στέρησε από τους ναυτικούς τη ζωή στο λιμάνι ως βιότοπο για όσα έχουν αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία και τον αφηγηματικό πλούτο που έτρεφε τον ελεύθερο χρόνο των ναυτικών. Αυτές οι νέες συνθήκες στέρησαν τον καιρό της ψυχαγωγίας στο λιμάνι και ταυτόχρονα αποτέλεσαν παράγοντα αύξησης του εργασιακού άγχους και εντατικοποίησης της εργασίας.
Μια άλλη διάσταση της μελέτης, που προκαλεί για επανεξέταση πολλών δεδομένων, είναι η σχέση του πολυεθνικού πληρώματος, από το οποίο αποτελούνται τα πλοία, μετά την υιοθέτηση του θεσμού των σημαιών ευκαιρίας λόγω των μικρότερων φορολογικών συντελεστών για τους πλοιοκτήτες και μικρότερων μισθών, αφού η αμοιβή για τα πληρώματα εξαρτιόταν από την εργασιακή νομοθεσία στις χώρες προέλευσής τους.
Θα περίμενε κανείς ότι η μακρόχρονη συνύπαρξη και εργασιακή συνεργασία ανθρώπων από διαφορετικά εθνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα θα συνέβαλλε στην αλληλεπίδραση και την ανεκτικότητα. Οι ναύτες θα γίνονταν κοσμοπολίτες επηρεαζόμενοι από όσα έβλεπαν και άκουγαν στη διάρκεια της καθημερινότητας. Η έρευνα αποδεικνύει ότι τα πληρώματα παρέμειναν «ντόπιοι».
Οι εθνικές ομάδες λειτουργούσαν με εσωστρέφεια, χωρίς διάθεση για μια ουσιαστική αλληλόδραση, πέραν της τυπικής εργασιακής επικοινωνίας. Πληθυσμοί που διέσχιζαν συνεχώς σύνορα δεν πλησίαζαν ούτε κατανοούσαν τον καταγόμενο από άλλες περιοχές. «Οι ναυτικοί εκτίθενται ελάχιστα σε άλλες κουλτούρες και κατά κανόνα περιορίζονται στον κύκλο των ομοεθνών τους, επιπλέον ο σταδιακός περιορισμός του αριθμού των Ελλήνων στα ποντοπόρα πλοία αναφέρθηκε από τους ναυτικούς τόσο ως αθέμιτος ανταγωνισμός ως προς τα μισθολόγια, αλλά κυρίως ως έλλειψη επικοινωνίας και απουσία πολιτισμικής συνάφειας και οικειότητας».
Εκείνο που διατρέχει τη μελέτη είναι η μοναξιά, η εργασιακή πίεση με τις συνακόλουθες ψυχολογικές παρενέργειες, οι «ανολοκλήρωτες» οικογένειες των ναυτικών που ανασυγκροτούνται μετά τη συνταξιοδότηση.
Πέρα από το γεγονός ότι το ποντοπόρο πλοίο είναι δύσκολο περιβάλλον για τις γυναίκες ναυτικούς, κάτι που η μελέτη το αναδεικνύει με τρόπο που απηχεί προϋπάρχοντα μοτίβα για την «ανδροποίηση» της γυναίκας για την επιβίωσή της, η μοναξιά και η αναμέτρηση με την απουσία είναι το βασικό στοιχείο που διατρέχει τόσο τους ναυτικούς στα πλοία όσο και τις οικογένειές τους. «Ενιωθα σαν να ήταν ξένος στο κρεβάτι μου», εκμυστηρεύεται γυναίκα ναυτικού για την προσωρινή επιστροφή του συζύγου στη συζυγική κλίνη. Τα σώματα, τα αισθήματα και συναισθήματα, οι οικογενειακοί ρόλοι δοκιμάζονται έντονα.
Το βιβλίο του Τσιμουρή είναι ένα βιβλίο αξιοδιάβαστο από όλους, επιστήμονες και μη. Οι ναυτικοί είναι ένας κόσμος με πολλές ρωγμές και πολλή μοναξιά. Είναι ένας κόσμος που έχει ρομαντικοποιηθεί εν πολλοίς. Ο συγγραφέας βάζει το δάχτυλό του επί τον τύπον των ήλων -και της επιστήμης και των ναυτικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου