Η αύξηση των ανισοτήτων που παρατηρείται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο από τις δεκαετίες του 1970, του 1980 και ιδιαίτερα από την δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα, ήταν το αποτέλεσμα των ασκούμενων περιοριστικών πολιτικών, ιδιαίτερα στον φορολογικό και κοινωνικό τομέα. Η πορεία αυτή, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ανέτρεψε, μεταξύ των άλλων, το περιεχόμενο και τους στόχους της δυναμικής της κατανομής του παραγόμενου πλούτου προς την κατεύθυνση της απόκλισης, της εισοδηματικής αποσταθεροποίησης της εργασίας και της διεύρυνσης των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων (Th.Piketty,2013).
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η ασκούμενη φορολογική και κοινωνική πολιτική μεταμορφώνει σταδιακά το φορολογικό σύστημα και το κοινωνικό κράτος από θεσμούς της δευτερογενούς αναδιανομής του εισοδήματος σε χρήμα και σε είδος και της άμβλυνσης της πρωτογενούς ανισοκατανομής των πόρων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, σε μηχανισμούς «θεσμοποιημένης θέσπισης» των εισοδηματικών και των κοινωνικών ανισοτήτων. Στις συνθήκες αυτές, είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση (Δ.Στεργίου, o.t.gr-20/10/2022) της υπερφορολόγησης στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια, δεδομένου ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων σε σχέση με την αντίστοιχη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ υπερβαίνει την μονάδα.
Το γεγονός μάλιστα ότι κατά την συγκεκριμένη περίοδο 1993-2023, σύμφωνα με την προαναφερόμενη δημοσίευση, η κυριαρχία των έμμεσων φόρων (82% το 1960, 81% το 1970, 70% το 1980, 72% το 1990, 59% το 2000, 61% το 2010, 59% το 2020, 65% το 2022) στο σύνολο των φορολογικών εσόδων, είναι συνεχής και αδιάλειπτη, αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι στην χώρα μας η «θεσμοποιημένη θέσπιση» της ανισοκατανομής του εισοδήματος βασίζεται, κατά βάση, στα μικρά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Παράλληλα, διερευνώντας την μεταβολή του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2002-2022, την ετήσια μεταβολή των δημοσίων δαπανών για την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση καθώς και την ελαστικότητα των δημοσίων δαπανών υγείας και κοινωνικής ασφάλισης διαπιστώνονται οι συσχετίσεις των συγκεκριμένων μεγεθών. Με άλλα λόγια παρουσιάζεται η μεταβολή των δημόσιων δαπανών υγείας και κοινωνικής ασφάλισης σε σχέση με την μεταβολή του ΑΕΠ.
Όταν ο δείκτης έχει τιμή 1 τότε έχουν την ίδια μεταβολή, όταν ο δείκτης έχει τιμή μεγαλύτερη του 1 δείχνει ότι τη μεταβολή του ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μεταβολή των δημοσίων δαπανών για την υγεία και την κοινωνική ασφάλιση. Όταν, η τιμή της ελαστικότητας είναι αρνητική αυτό σημαίνει ότι η μεταβολή του ΑΕΠ και η αντίστοιχη μεταβολή των δημοσίων δαπανών έχουν αρνητική συσχέτιση, δηλαδή η μια μεταβολή είναι αυξητική ενώ η άλλη είναι πτωτική. Σε κανονικές συνθήκες αυτός ο δείκτης θα έπρεπε να έχει μια τιμή που να προσεγγίζει την μονάδα.
Από την ανάλυση των στοιχείων παρατηρούμε ότι η συγκεκριμένη περίοδος 2002-2022 χωρίζεται σε δύο υποπεριόδους ( 2002- 2009) και (2010-2022). Σ την πρώτη περίοδο οι δημόσιες δαπάνες παρουσίασαν μεγαλύτερη μεταβολή από αυτή του ΑΕΠ, εκτός από το έτος 2006 και στην δεύτερη περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης οι δημόσιες δαπάνες μειώνονται συνεχώς σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την μείωση του ΑΕΠ, γεγονός που αναδεικνύει τον προσανατολισμό των πολιτικών λιτότητας των Μνημονίων.
Συγκεκριμένα παρατηρούμε ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία από το 2010 μέχρι το 2014, δηλαδή για πέντε έτη μειώθηκαν συνολικά κατά 58,6% και οι δαπάνες για συντάξεις κατά 28,4%, όταν το ΑΕΠ σε αυτή την χρονική περίοδο μειώθηκε κατά 27,5%. Δηλαδή, οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση ακολούθησαν την μείωση του ΑΕΠ, ενώ η μείωση των δημοσίων δαπανών για την υγεία ήταν 2,13 μεγαλύτερη από αυτή του ΑΕΠ.
Η κατάσταση αυτή αλλάζει τα έτη 2015 και 2016 όπου με οριακή μείωση του ΑΕΠ παρουσιάζεται σημαντική αύξηση των δαπανών για την υγεία, κάτι όμως που μεταβάλλεται τα επόμενα έτη 2017 και 2018, όπου ενώ παρατηρείται αύξηση του ΑΕΠ, οι δημόσιες δαπάνες υγείας μειώθηκαν. Το έτος 2019 ενώ παρατηρείται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,7%, οι δημόσιες δαπάνες υγείας αυξάνονται κατά 2,6% αλλά η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις παρουσιάζει μείωση κατά 3,4%. Το 2020, το πρώτο έτος της πανδημίας ενώ παρατηρείται ύφεση στην ελληνική οικονομία, οι δαπάνες υγείας αυξάνονται κατά 1,6%.
Το 2021, η ύφεση αντικαθίσταται από αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,4%, οι δημόσιες δαπάνες υγείας παραμένουν σχεδόν σταθερές και οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις μειώνονται. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο η ελαστικότητα είναι σχεδόν μηδενική όπως αποτυπώνεται στον Πίνακα. Γενικά από την ανάλυση των στοιχείων της μεταβολής του ΑΕΠ και της αναντίστοιχης μεταβολής των δημοσίων δαπανών για την υγεία και τις συντάξεις την περίοδο 2002 – 2022, αυτό το οποίο αναδεικνύεται είναι η σταδιακή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους στην χώρα μας με την σημαντική μείωση των δαπανών υγείας την περίοδο 2010-2014, την μείωση των ετών 2017 και 2018 για τις δημόσιες δαπάνες υγείας, ενώ υπήρξε αύξηση του ΑΕΠ, την μείωση το 2019 των δημοσίων δαπανών για τις συντάξεις, ενώ υπήρξε αύξηση του ΑΕΠ και την μηδενική αύξηση των δημοσίων δαπανών υγείας και συντάξεων το 2021 παρά την αύξηση του ΑΕΠ.
* Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι Ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου