Στην υπηρεσία του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος της Ευρώπης ● Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των θυμάτων πολιτικής κατασκοπείας είναι αριστεροί ακτιβιστές, υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών και δημοσιογράφοι που ερευνούν υποθέσεις διαφθοράς.
Εδώ και μια δεκαετία η αγορά των smartphones αναπτύσσεται σταθερά, μέχρι σήμερα που έχει φτάσει σε ποσοστό εξοπλισμού 80% στην Ευρώπη. Μεταξύ των νέων κάτω των 30 ετών, το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 90%. Στις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες, οι χρήστες ξοδεύουν, κατά μέσο όρο, περισσότερες από τρεις ώρες την ημέρα σε εφαρμογές.
Αυτά τα ψηφιακά εργαλεία, όλο και πιο πολύπλοκα και πανταχού παρόντα, έχουν γίνει με την πάροδο των ετών δυνητικοί φορείς ενός συστήματος μαζικής παρακολούθησης. Το σύστημα αυτό αξιοποιείται τώρα στην Ευρώπη από ένα ισχυρό στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα για την κατασκοπεία πολιτικών, δημοσιογράφων, ακτιβιστών, επιχειρηματιών και απλών πολιτών.
Πώς τα κινητά τηλέφωνα έγιναν κατάσκοποι
Τα κινητά τηλέφωνα ήταν αρχικά απλά τηλέφωνα. Οι μόνες πληροφορίες που περνούσαν μέσω αυτών ήταν η διαπροσωπική επικοινωνία σε μορφή προφορικού λόγου ή κειμένου. Για να τις «κρυφακούσει» κανείς, έπρεπε να υποκλέψει αυτές τις επικοινωνίες σε πραγματικό χρόνο μέσω τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή να έχει φυσική πρόσβαση στη συσκευή. Αλλά από την έλευση των smartphones, τα κινητά τηλέφωνα έχουν γίνει κανονικοί υπολογιστές. Η λειτουργικότητά τους έχει πολλαπλασιαστεί, καθιστώντας τα απαραίτητα, αλλά και απαιτώντας τη συλλογή και επεξεργασία πλήθους πληροφοριών για τους κατόχους τους.
Ως αποτέλεσμα, κάθε συσκευή μπορεί να μεταδίδει συνεχώς πληροφορίες σχετικά με τον χρήστη της – από την τοποθεσία και τις προσωπικές συνομιλίες μέχρι τα δίκτυα επαφών και την καταγραφή ήχου και βίντεο του άμεσου περιβάλλοντος. Οι πληροφορίες αυτές συλλέγονται μαζικά από τους κατασκευαστές των τερματικών, τους τηλεπικοινωνιακούς φορείς και τους ιδιοκτήτες των λειτουργικών συστημάτων και των εφαρμογών. Αλλά αυτή η χρήση εμπορικού χαρακτήρα διέπεται συνήθως από ειδικούς κανονισμούς, όπως το ευρωπαϊκό GPDR.
Ωστόσο, όπως κάθε υπολογιστική συσκευή, έτσι και τα smartphones έχουν τρωτά σημεία ασφαλείας. Πολλά τρωτά σημεία υπάρχουν και στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα που μεταφέρουν τα δεδομένα στις συσκευές. Ως αποτέλεσμα, κακόβουλοι φορείς μπορούν να αποκτήσουν εξ αποστάσεως μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες.
Αυτά τα τεχνικά κενά χρησιμοποιούνται από τους χάκερ για να εκβιάζουν ή να πωλούν δεδομένα με σκοπό το κέρδος. Αλλά αξιοποιούνται επίσης σε βιομηχανική κλίμακα από γνωστούς εξειδικευμένους παρόχους υπηρεσιών, η παγκόσμια αγορά των οποίων εκτιμάται στα 12 δισεκατομμύρια δολάρια. Θεωρητικά, η μόνη δυνατή χρήση αυτών των εξελιγμένων συσκευών κατασκοπείας, οι οποίες παραβιάζουν το απόρρητο των επικοινωνιών, είναι η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, οι αγοραστές υποτίθεται ότι είναι μόνο οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το λογισμικό Pegasus, η NSO, η ισραηλινή εταιρεία που το κατασκευάζει, έχει συμβόλαια σε δώδεκα χώρες της Ε.Ε. με είκοσι δύο υπηρεσίες ασφαλείας. Η επιτροπή συστήθηκε μετά τις δημοσιογραφικές αποκαλύψεις του «Project Pegasus» τον Ιούλιο του 2021 ότι δημοσιογράφοι, πολιτικοί αντίπαλοι, ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα και πολιτικοί σε περίπου 20 χώρες είχαν κατασκοπευθεί με αυτόν τον τρόπο. Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται η Γαλλία, η Ισπανία, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην πραγματικότητα, εδώ και μερικά χρόνια αναπτύσσεται στην Ευρώπη ένα στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο συνδέει εταιρείες από τον τομέα του λογισμικού επιτήρησης, όπως η NSO –αλλά και η ιταλική RCS Lab, η γαλλική Nexa και η Intellex, με έδρα την Ελλάδα–, κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας και ένα πλήθος μεσαζόντων.
Στο επίκεντρο αυτού του συμπλέγματος, το οποίο υποστηρίζεται από ισχυρά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, βρίσκονται προσωπικότητες όπως ο Tal Dilian, βετεράνος του ισραηλινού στρατού, ο οποίος ήταν επικεφαλής της μονάδας κυβερνοπολέμου πριν συνιδρύσει την Intellexa, μια κοινοπραξία που περιλαμβάνει, εκτός από τη γαλλική Nexa (πρώην Amesys, η οποία το 2011 πούλησε τεχνολογία παρακολούθησης στο καθεστώς Καντάφι), τις WiSpear, Cytrox και Senpai. Οι εταιρείες αυτές ελέγχονται από Ισραηλινούς επενδυτές, αλλά εδρεύουν στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη (Ελλάδα, Κύπρος, Βόρεια Μακεδονία, Ουγγαρία και Βουλγαρία), προφανώς για να επωφεληθούν από την έλλειψη κανονισμών, το χαμηλό κόστος εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και την ανοχή των αρχών.
Το λογισμικό Predator που εμπορεύεται η Intellexa, με λειτουργίες αντίστοιχες του Pegasus, ήταν στο επίκεντρο του πρόσφατου σκανδάλου στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση, όπως στη Γαλλία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, πίσω από αυτές τις αντιδημοκρατικές πρακτικές κρύβεται ένα κουβάρι οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που εφαρμόζει ένα σύστημα που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» με σκοπό την κατασκοπεία και τελικά την εξουδετέρωση πολιτικών αντιπάλων.
Οι μυστικές υπηρεσίες αναθέτουν υπεργολαβικά την κατασκοπεία σε εταιρείες τεχνολογίας που εργάζονται ταυτόχρονα για επιχειρηματίες και πολυεθνικές. Η αντικατασκοπεία και η καταπολέμηση του εγκλήματος, η βιομηχανική κατασκοπεία, η οικονομική πληροφόρηση και η καταστολή των πολιτικών αντιπάλων διαπλέκονται έτσι έξω από κάθε έλεγχο ή κανονιστικό πλαίσιο.
Οι παράγοντες που τροφοδοτούν το σύμπλεγμα επιτήρησης
Η άνοδος του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος επιτήρησης στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ο πρώτος παράγοντας είναι προφανώς ο εθισμός μας στα smartphones, αλλά και η εξάρτησή μας από τα προϊόντα των ψηφιακών πολυεθνικών όπως η Meta (Facebook), η Alphabet (Google) ή η Apple. Αυτή η υπερσυγκέντρωση διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό την κατασκοπεία σε βιομηχανική κλίμακα: εκμεταλλευόμενος τα τρωτά σημεία ασφαλείας τους, ένας κακόβουλος φορέας μπορεί να κατασκοπεύει οποιονδήποτε είναι εξοπλισμένος με ένα smartphone.
Ο άλλος παράγοντας είναι το πολιτικό πλαίσιο: εντατικοποίηση του διεθνούς γεωπολιτικού ανταγωνισμού και πολλαπλασιασμός των ένοπλων συγκρούσεων· αύξηση της αστυνομικής καταστολής των κοινωνικών κινημάτων στην Ευρώπη· συγκέντρωση του πλούτου, διεύρυνση των ανισοτήτων και ενδημική διαφθορά· κλιματική, ενεργειακή και μεταναστευτική κρίση.
Οι συνθήκες αυτές ευνοούν την άνοδο στην εξουσία κομμάτων στην Ευρώπη, τα οποία, όπως στην Ουγγαρία, την Πολωνία και την Ελλάδα, δεν διστάζουν να καταπατήσουν το κράτος δικαίου, να προωθήσουν ακροδεξιές ιδέες και να συμβιβαστούν προς όφελος επιχειρηματικών συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλειονότητα των θυμάτων πολιτικής κατασκοπείας είναι αριστεροί ακτιβιστές, υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών και δημοσιογράφοι που ερευνούν υποθέσεις διαφθοράς.
Τέλος, η Ευρωπαϊκή Ενωση αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την πολιτική κατασκοπεία λόγω της έλλειψης κανονισμών και κοινής στρατηγικής μεταξύ των χωρών-μελών. Για παράδειγμα, ενώ το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ έχει βάλει στη μαύρη λίστα τον όμιλο NSO το 2021 για δραστηριότητες «αντίθετες προς την εθνική ασφάλεια» και για το ότι συνεργάζεται με αυταρχικές κυβερνήσεις, στην Ευρώπη δεν έχει ληφθεί ακόμη κανένα τέτοιο μέτρο.
Ωστόσο, είναι επείγον να ελεγχθεί αυτή η αγορά και να ρυθμιστεί αυστηρά και με διαφάνεια η χρήση αυτών των συστημάτων σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπεράσπισης του γενικού συμφέροντος. Είναι επίσης σημαντικό να μειώσουμε την εξάρτησή μας από ψηφιακά εργαλεία που ελέγχονται εξ ολοκλήρου από το ολιγοπώλιο του Διαδικτύου.
*Αναπληρωτής καθηγητής στην Πολιτική Οικονομία της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου