Τέσσερα σημαντικά γεγονότα συνέβησαν το περασμένο καλοκαίρι, ενώ ο επιμελητής της στήλης βρισκόταν (ή ετοιμαζόταν να φύγει) σε διακοπές: η αποκάλυψη της παρακολούθησης του αρχηγού του ΚΙΝ.ΑΛΛ. από την ΕΥΠ των Κοντολέοντος-Μητσοτάκη· η ρητή άρνηση της κυβέρνησης να περιορίσει τα υπερκέρδη των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, που κερδοσκοπούν ασύστολα πάνω στην κρίση εφοδιασμού με φυσικό αέριο· η καταστροφική διαχείριση της μεγάλης πυρκαγιάς στην Πεντέλη, με τον ανεκδιήγητο Κυριάκο να συγχαίρει δημόσια, κατόπιν εορτής, όσους πολίτες αψήφησαν τις κυβερνητικές εντολές κι έσωσαν τα σπίτια τους· η εγκληματική, τέλος, «απώθηση» των Σύρων προσφύγων που εξορίστηκαν στην παραμεθόρια νησίδα του Εβρου, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός πεντάχρονου κοριτσιού.
Με τη σκέψη σε όλα αυτά, η στήλη επιλέγει να ασχοληθεί σήμερα με μια καθοριστική τομή που επήλθε τις τελευταίες εβδομάδες στον επίσημο κρατικό λόγο σε σχέση με την ιστορικά φορτισμένη έννοια της «εθνικής ασφάλειας»· τα χαρακτηριστικά και το εύρος, δηλαδή, του «εσωτερικού εχθρού» που θεωρείται νόμιμος προληπτικός στόχος των υπηρεσιών ασφαλείας. Τομή που ισοδυναμεί με ακύρωση των δημοκρατικών κεκτημένων της Μεταπολίτευσης και θεσμική επάνοδο στις μαύρες μέρες της μετεμφυλιακής «επιτηρούμενης δημοκρατίας».
Η Ασφάλεια πάνω απ’ τη Δημοκρατία
Το περιεχόμενο αυτής της τομής εκτέθηκε πανηγυρικά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, στο τηλεοπτικό διάγγελμά του της 8ης Αυγούστου και κατά τις ομιλίες του στη Βουλή στις 26/8. Και στις δύο περιπτώσεις ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπερασπίστηκε πλήρως το δικαίωμα της ΕΥΠ να παρακολουθεί προληπτικά οποιονδήποτε πολίτη στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, θέτοντας ρητά και κατηγορηματικά τα λαγωνικά της μυστικής υπηρεσίας (με τις δικές τους προτεραιότητες κι αντιλήψεις) πάνω από τις δημοκρατικές ελευθερίες και τους εκλεγμένους «εκπροσώπους του έθνους» (όπως είναι, κατά το Σύνταγμα, οι βουλευτές): «Οι υπηρεσίες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, ναι, να παρακολουθούν οποιονδήποτε κρίνουν. […] Θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα στην υπηρεσία, εφόσον χρειάζεται, να μπορεί να παρακολουθεί και έναν βουλευτή, να μην απαγορεύονται όλες οι παρακολουθήσεις βουλευτών. […] Ολοι είμαστε ίσοι απέναντι στον νόμο και σίγουρα αυτό δεν εξαιρεί ούτε τους τριακόσιους βουλευτές, όταν πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφάλειας» (26/8).
❝ «Κανείς πρωθυπουργός δεν έχει το δικαίωμα να γνωρίζει ποιους παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών» | Κυριάκος Μητσοτάκης (26•8•2022, στη Βουλή)
Τη σημασία αυτής της (πρωτοφανούς στα μεταπολιτευτικά χρονικά) ιεράρχησης ξεκαθάρισε η ταυτόχρονη διεύρυνση –από τα πρωθυπουργικά χείλη– της έννοιας της «εθνικής ασφάλειας», ώστε να περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από το καθολικά αποδεκτό μίνιμουμ (δηλαδή την προστασία της ειρήνης και ακεραιότητας της χώρας). Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κ. Μητσοτάκης αναγόρευσε «εσωτερικό εχθρό» κάθε Ελληνα πολίτη που αρνείται να αποδεχθεί τη φασίζουσα στοχοποίηση των απόκληρων μεταναστών και προσφύγων ως του κατεξοχήν εθνικού εχθρού, αποκλίνοντας από τα χουντικά πρότυπα του πάλαι ποτέ ΛΑΟΣ: «Η υπηρεσία αυτή» (η ΕΥΠ), διακήρυξε ο πρωθυπουργός στις 8/8, «είναι επιφορτισμένη με την εθνική ασφάλεια και την προστασία της πατρίδας από γεωπολιτικές κινήσεις, αλλά και από ασύμμετρες και υβριδικές απειλές. […] Υπάρχουν πολλοί εχθροί της πατρίδας που καραδοκούν και θα ήθελαν μία αδύναμη Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Και αν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας απεργάζονται οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, να ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη».
Ακόμη σαφέστερος υπήρξε κατά την αγόρευσή του στη Βουλή: «Στον Εβρο μεθοδεύεται ήδη ένα νέο κύμα εισβολής, αυτήν τη φορά με δήθεν ανθρωπιστικό προσωπείο. Αναρωτιέμαι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν σε αυτήν τη συγκυρία είναι δυνατόν να μην έχουμε όλοι μαζί μια κοινή στάση. […] Η Ελλάδα της ανθρωπιάς σώζει χιλιάδες ζωές, η Ελλάδα της Ευρώπης καθημερινά αποτρέπει εκατοντάδες παράνομες εισόδους στην ήπειρό μας. […] Είναι απαράδεκτη οποιαδήποτε άλλη κουβέντα και είναι ακόμα πιο απαράδεκτο ελληνικά στόματα να αναμασούν τουρκικά επιχειρήματα. Διαβάστε μόνο τα λόγια σας, τα λόγια του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία έγιναν τίτλοι στον τουρκικό Τύπο».
Πρόκειται ουσιαστικά για επαναφορά του παλιού, δοκιμασμένου θεωρήματος περί προστασίας της Ελλάδας των εθνικοφρόνων από τον «σλαβοκίνητο διεθνή κομμουνισμό», τα εγχώρια «όργανά» του και τους ανεύθυνους ή ιδιοτελείς ντόπιους «συνοδοιπόρους» τους, «απειλή» που δικαιολογούσε προδικτατορικά τη βίαιη προληπτική καταστολή ακόμη και της αξιωματικής αντιπολίτευσης· προσαρμοσμένου βέβαια στην τωρινή συγκυρία, με τα «μουσουλμανικά στίφη» να έχουν πάρει τη θέση των πάλαι ποτέ «σλαβοκομμουνιστών». Εγκαταλείπεται έτσι η μεταπολιτευτική παρακαταθήκη της ταύτισης του έθνους με τον λαό και τη δημοκρατία, προς όφελος μιας πανηγυρικά διακηρυγμένης ασυδοσίας των μηχανισμών του βαθέος κράτους.
Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε αναλυτικότερα το παρελθόν αυτής της προβληματικής εννοιολόγησης, όπως αποτυπώθηκε στα επίσημα κι ανεπίσημα ντοκουμέντα του μετεμφυλιακού κράτους των εθνικοφρόνων που ο φιλελεύθερος Κυριάκος επιχειρεί να ανασυστήσει σαν νέα κανονικότητα.
Από τη ΓΔΕΑ στην ΥΠΕΑ
Για την «εθνική ασφάλεια», ως έννοια στρεφόμενη πρωτίστως κατά του εσωτερικού εχθρού, δεν χρειάζεται να πάμε πίσω στο ολοκληρωτικό «Νέον Κράτος» της 4ης Αυγούστου, στον δωσιλογισμό της Κατοχής ή στα χρόνια του Εμφυλίου – εποχές αντικειμενικά έκρυθμες, η σύγκριση με τις οποίες δεν επιδέχεται καμία απολύτως αναλογία με το σήμερα. Σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, αντίστοιχες των σημερινών, οι απαρχές της εντοπίζονται το 1958, όταν η ΕΔΑ αναδείχτηκε από τις κάλπες της 11ης Μαΐου αξιωματική αντιπολίτευση και ο «εθνάρχης» Καραμανλής πέρασε στην αντεπίθεση, κινητοποιώντας τους μηχανισμούς του βαθέος κράτους κι ανασυγκροτώντας το παρακράτος.
Στις 10/11/1958 ιδρύθηκε έτσι μια αυτοτελής Γενική Διεύθυνσις Εθνικής Ασφαλείας (ΓΔΕΑ), υπαγόμενη «απ’ ευθείας εις τον Υπουργόν των Εσωτερικών», με αρμοδιότητα να «διαχειρίζεται ενιαίως πάντα τα θέματα Εθνικής Ασφαλείας καθ’ άπασαν την επικράτειαν» (Ν.Δ. 3914, άρθρο 5§1-2). Επανδρωμένη με προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας κι αποσπάσεις από τον στρατό και την ΚΥΠ (άρθρο 5§3), απέκτησε «Κοινόν Αρχείον Εθνικής Ασφαλείας, αρμοδιότητος Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων» (άρθρο 5§2) – τους πασίγνωστους φακέλους κοινωνικών φρονημάτων, βάσει των οποίων εκδίδονταν τα αντίστοιχα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης που ήταν απαραίτητα για την άσκηση ουκ ολίγων δικαιωμάτων των πολιτών στις σχέσεις τους με το Δημόσιο.
Η λειτουργία της ΓΔΕΑ ρυθμιζόταν με υπουργικές αποφάσεις, «διά την ισχύν των οποίων δεν απαιτείται δημοσίευσις εις την Εφημερίδαν της Κυβερνήσεως» (άρθρο 5§4). Περιττό να τονίσουμε πως η προστασία της «εθνικής ασφάλειας» από τη ΓΔΕΑ αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον εσωτερικό εχθρό, καθώς για τον εξωτερικό υπήρχε ήδη η ΚΥΠ.
Τη μακροημέρευση αυτής της αντίληψης περί εθνικής ασφάλειας και μετά τη φυγή του Καραμανλή στο εξωτερικό, το καλοκαίρι του 1963, πιστοποιούν δεκάδες εκθέσεις της ΓΔΕΑ της περιόδου 1964-1967 που φυλάσσονται στο Αρχείο Βασιλικών Ανακτόρων, στα ΓΑΚ. Τον Απρίλιο του 1965, λ.χ., ο επικεφαλής της, υποστράτηγος Αριστείδης Βλάχος, περιόδευσε επί δεκαήμερο σε εννιά νομούς της Δυτικής Ελλάδας για ενημέρωση «επί των προβλημάτων Εθνικής Ασφαλείας κατά περιοχάς» και παροχή οδηγιών στους υφισταμένους του.
Στην αναλυτική έκθεση που συνέταξε μετά την επιστροφή του, τα ζητήματα «εθνικής ασφαλείας» κατά νομό ταξινομούνται ως εξής: «Δραστηριότης ΕΔΑ», «Συνδικαλισμός», «Νεολαία Λαμπράκη» και (στην Πάτρα) «Πανελλαδική Ενωσις Γυναικών». Λίγο πριν από το πραξικόπημα του 1967, η ΓΔΕΑ υπέβαλε πάλι στις κατά τόπους διευθύνσεις των σωμάτων ασφαλείας το «Σχέδιο Θάλεια» (27/1/1967) για τη διάλυση και κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων πολλών «Συλλόγων-Οργανώσεων επιζημίων διά την Εθνικήν Ασφάλειαν»· σχέδιο που εφαρμόστηκε τελικά αμέσως μετά την 21η Απριλίου (Γιάννης Σκαλιδάκης, «Το Αρχείο Υποδιευθύνσεως Ασφαλείας Λεβαδείας», περ. Αρχειακά, τ. 24, 2011, σ. 48-49).
Ακόμη πιο διευρυμένη εκδοχή της εθνικής ασφάλειας επικράτησε φυσικά επί χούντας, όταν ως ανθέλληνες χαρακτηρίζονταν ακόμη και πατενταρισμένοι δεξιοί, αν διαφωνούσαν με την «εθνοσωτήριο». Τελικός αποδέκτης των χαφιεδόχαρτων της Ασφάλειας για το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα του 1972-1973 ήταν έτσι η ΓΔΕΑ, στα γραφεία της οποίας πραγματοποιούνταν επίσης οι υπηρεσιακές συνεδριάσεις για την «εξέτασιν της φοιτητικής καταστάσεως» (Φώντας Λάδης, «Ετσι φακέλωναν τη γενιά του Πολυτεχνείου», Αθήνα 2017, σ. 61, 65, 112, 120 και 132-157).
Στις 24/10/1973 ο δικτάτορας Παπαδόπουλος μετονόμασε τη ΓΔΕΑ σε Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (ΥΠΕΑ), διευρύνοντας τις αρμοδιότητές της: εκτός από την αρχική (γενικόλογη) στοχοθεσία της και την απορρόφηση των αρμοδιοτήτων της καταργηθείσας Διευθύνσεως Αλλοδαπών του υπ. Εσωτερικών, τα καθήκοντα της υπηρεσίας επεκτάθηκαν στην «εισήγησιν» και «λήψιν μέτρων διά την αποτροπήν της διαβρώσεως του προσωπικού» του Δημοσίου, των κρατικών ιδρυμάτων και των ΔΕΚΟ «υπό ανατρεπτικών ιδεών, ως και διά την αποτροπήν ή παρακώλυσιν πάσης περιπτώσεως ή καταστάσεως δυναμένης να διαταράξη την εύρυθμον λειτουργίαν και δραστηριότητα των εν λόγω φορέων» (άρθρο 2§1 του Ν.Π.Δ. 3/1973).
Μολονότι καταγγέλθηκε ευθύς εξαρχής από τον δημοκρατικό Τύπο ως «οργάνωση που προσιδιάζει περισσότερο σε καθεστώτα αυταρχικού και προσωπικού χαρακτήρα» («Το Βήμα», 25/10/1973), η ΥΠΕΑ παρέμεινε τελικά σε λειτουργία, με το ίδιο ακριβώς θεσμικό πλαίσιο όσον αφορά το περιεχόμενο της «εθνικής ασφάλειας», για μία ολόκληρη δεκαετία μετά τη Μεταπολίτευση, μέχρι την κατάργησή της από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (Ν.1481/1984, άρθρο 54). Για τη σχέση της δε με την καθαυτό εθνική ασφάλεια, εξαιρετικά εύγλωττο είναι το γεγονός ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 η υπηρεσία στεγαζόταν στο ίδιο ακριβώς κτίριο (ΜΤΣ) με τα εδώ κλιμάκια της CIA και της USIS («Ελευθεροτυπία» 12/4/1978· «Ταχυδρόμος» 16/7/1981).
«Εθνική ασφάλεια» στη Μεταπολίτευση
Σε αντίθεση με τη δημοφιλή (στην ελληνική Δεξιά) φιλολογία, που θέλει τη Δημοκρατία ν’ αποκαθίσταται πλήρως μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο τον Ιούλιο του 1974, στην πραγματικότητα ο προσανατολισμός της «εθνικής ασφάλειας» στον εσωτερικό πρωτίστως «εχθρό» διατηρήθηκε και μετά την αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού – ουσιαστικά, ίσαμε την πολιτική αλλαγή του 1981. Αψευδής μάρτυρας επ’ αυτού, κάμποσα ντοκουμέντα από το Αρχείο της Χωροφυλακής που έχουν κατατεθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και δημοσιευτεί από τον γράφοντα στο βιβλίο «Αστυνομία και “άκρα” στη Μεταπολίτευση» (διανεμήθηκε από την «Εφ.Συν.» στις 15/7/2017).
Τον Ιανουάριο του 1975 πραγματοποιήθηκε λ.χ. τριήμερη σύσκεψη των ηγετικών στελεχών της Χωροφυλακής για την εξέταση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε το σώμα στις μεταπολιτευτικές συνθήκες. Τόσο η ημερήσια διάταξη όσο και η εισήγηση του αρχηγού του, υποστράτηγου Κουτσιανά, κάνουν σαφή διάκριση ανάμεσα στη «Δημόσια Ασφάλεια» (καταπολέμηση της μη πολιτικής παραβατικότητας), αφ’ ενός, και την «Εθνική Ασφάλεια», αφ’ ετέρου. Το περιεχόμενο της δεύτερης περιγραφόταν ως εξής: «1) Οργανώσεις δρώσαι αντεθνικώς, 2) Μετωπικαί οργανώσεις, 3) Κομμουνιστική προπαγάνδα, 4) Ξέναι προπαγάνδαι εν γένει».
Τελικά, η εισήγηση του αρχηγού επικεντρώθηκε αποκλειστικά στα τρία πρώτα, ως ενιαία έκφραση του εσωτερικού εχθρού:
«Δ’. Εθνική Ασφάλεια
Το θέμα μας είναι αι κομμουνιστικαί οργανώσεις, αι μετωπικαί οργανώσεις και η προπαγάνδα των κομμουνιστών.
Θα
εχρειάζετο χρόνος πολύς διά να επιχειρηθή εκτενής περιγραφή της
εξελίξεως του κομμουνιστικού κινήματος κατά την κρίσιμον περίοδον της
τελευταίας δεκαετίας, συγκεκριμένως των ετών 1963-1974. Αλλως τε τα
θέματα αυτά είναι εις τους πολλούς γνωστά σχεδόν. Δι’ αυτό θα
περιορίσωμε την ανάπτυξιν εις το πώς εμφανίζεται σήμερον η κατάστασις».
Ακολούθησε αναλυτική χαρτογράφηση όλων των τάσεων της τότε Αριστεράς (εξαιρουμένου του ΠΑΣΟΚ) κι επισήμανση των δυσχερειών της πολιτικής καταστολής σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού και ελευθεροτυπίας. Την εισήγηση έκλεισε μια σημαδιακή επισήμανση, σχετικά με τον επαναπροσδιορισμό του εσωτερικού εχθρού μετά το ξεχείλωμα των σχετικών αντιλήψεων επί χούντας:
«Ως γνωστόν, κατά την παρελθούσαν επταετίαν άπασαι σχεδόν αι υποθέσεις ασφαλείας, εκτός ελαχίστων, εθεωρούντο υποθέσεις εθνικής ασφαλείας και ανεφέροντο εις την τότε ΓΔΕΑ, νυν ΥΠΕΑ. Υπό το καθεστώς των νεωτέρων εξελίξεων, είναι απαραίτητον να διευκρινισθή ότι ως υπόθεσις εθνικής ασφαλείας θα χαρακτηρίζηται μόνον εκείνη ήτις ευθέως και αμέσως συνδέεται με τον κομμουνισμόν. Εις την περίπτωσιν αυτήν και μόνον, η αναφορά της Υπηρεσίας θα απευθύνηται εις την ΥΠΕΑ».
Ενα χρόνο μετά, παρόμοια σύσκεψη αναγορεύει μείζον πρόβλημα «εθνικής ασφαλείας» την ηγεμονία της Αριστεράς στη νεολαία και τη θεσμική αποκρυστάλλωσή της στις φοιτητικές εκλογές. Το σχετικό «συνοπτικόν μνημόνιον» (17/1/1976) διευκρινίζει, μάλιστα, πως οι υπηρεσίες ασφαλείας είχαν ήδη λάβει κάποια απροσδιόριστα μέτρα για την «ανάσχεσιν» του κακού:
«Θέμα 3ον
Μέτρα αντιμετωπίσεως της αντεθνικής δραστηριότητος εις την Φοιτητιώσαν και Μαθητιώσαν Νεολαίαν.
α. Η προσπάθεια των Κομμουνιστών όλων των αποχρώσεων προς διείσδυσιν και διεύρυνσιν της εν γένει επιρροής των εις την Νεολαίαν, τόσον την Φοιτητιώσαν-Σπουδάζουσαν όσον και την Μαθητιώσαν, εσημείωσε θεαματικάς επιτυχίας και συνιστά τον μεγαλύτερον εθνικόν κίνδυνον, ως απεδείχθη εκ των εκδηλώσεων επί τη 2α επετείω των γεγονότων του Πολυτεχνείου, όσον και εκ των γνωστών αποτελεσμάτων των Φοιτητικών Αρχαιρεσιών.
β. Η ΥΠΕΑ έχει παράσχει σχετικάς οδηγίας προς τας Υπηρεσίας Ασφαλείας διά την λήψιν –εντός του πλαισίου των αστυνομικών αρμοδιοτήτων– διαφόρων μέτρων προς ανάσχεσιν του κομμουνιστικού κινδύνου.
γ. Και το Αρχηγείον, εν προκειμένω, συνεχώς παρέχει, κατά τας εντολάς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, τας δεούσας κατευθύνσεις και οδηγίας μέσω των Αστυνομικών Διευθυντών και Ανωτέρων Διοικητών, ιδία εις τον τομέα της Μαθητιώσης Νεολαίας, και αίτινες κατευθύνσεις και οδηγίαι δέον όπως εφαρμόζωνται επακριβώς και άνευ δισταγμών ή παρεκκλίσεων, παρά πάντων των υπευθύνων Βαθμοφόρων».
Η ίδια ακριβώς πρόσληψη της ύπαρξης και δράσης της Αριστεράς ως του κύριου (ή και αποκλειστικού) προβλήματος «εθνικής ασφάλειας» διαπερνά και τις αντίστοιχες εκθέσεις των επόμενων χρόνων. Χαρακτηριστικό δείγμα από την Πάτρα (18/12/1976):
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ
ΑΝΩΤΕΡΑ Δ.Χ. ΔΥΤ. ΕΛΛΑΔΟΣ
Πίναξ Σοβαρωτέρων θεμάτων, άτινα απασχολούν τας Υπηρεσίας της ως άνω την Ανωτέρας
Α’. ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
1. Εξαρσις κομμουνιστικής δραστηριότητος.
2. Τρόποι αντιμετωπίσεως διενεργείας παρανόμου εράνου ΚΚΕ/Εξ.
3.
Εθνικόφρονες τινές εδέχθησαν απειλητικά τηλεφωνήματα σχετικώς με την
ζωήν ή την σωματικήν των ακεραιότητα, εκ μέρους κομμουνιστών.
4. Εφοδιασμός Υπηρεσιών διά συγχρόνων μέσων, διά συλλογήν πληροφοριών και παρακολούθησιν. […]
Β’. ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
1. Η αποκάλυψις των δραστών των αφισσοκολλήσεων τυγχάνει δυσχερής και δεν επιτυγχάνεται πάντοτε».
Στην Κρήτη, πάλι, ο διοικητής της εκεί Χωροφυλακής ταξινομεί στις 8/7/1977 ως εξής τα ζητήματα «εθνικής ασφαλείας» που απασχολούν την υπηρεσία: «α) Κομμουνισμός, β) Βάσεις, γ) Αυτονομιστικόν, δ) Νεολαία, ε) Προβλήματα απασχολούντα αγροτικήν τάξιν». Από την ανάγνωση του εγγράφου διαπιστώνουμε ότι, καθώς το «αυτονομιστικό» θεωρούνταν πρακτικά ανύπαρκτο, το πρόβλημα ήταν κι εδώ το ίδιο με τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας: το κεφάλαιο (αμερικανικές) «Βάσεις» αφορά συμπλοκές «Κομμουνιστών και οπαδών του ΠΑΣΟΚ» με Αμερικανούς ναύτες· ως πρόβλημα της νεολαίας εκλαμβάνεται η παρατηρούμενη «τάσις της προς την αριστεράν ιδεολογίαν»· τα αγροτικά προβλήματα αναγορεύονται δε εθνικά, επειδή η χαμηλή τιμή της σταφίδας που όρισε η κυβέρνηση Καραμανλή «είναι βέβαιον ότι θα αποτελέση αντικείμενον κομματικής εκμεταλλεύσεως ιδία υπό των κομμουνιστών».
Ακόμη και στη Δυτική Μακεδονία, με τη μακρά παράδοση επαγρύπνησης όσον αφορά το (επισήμως «ανύπαρκτο») μειονοτικό, η τοπική ηγεσία της Χωροφυλακής ιεραρχεί στις 16/12/1976 τα διαφαινόμενα προβλήματα ως εξής:
«Δ’. ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Εις την περιοχήν της Ανωτέρας ευρίσκεται εις ευχάριστον σημείον, πλην όμως με την πάροδον του χρόνου πιστεύεται ότι προβλήματα Εθνικής Ασφαλείας θα προκύψουν και διά την περιοχήν ταύτην λόγω:
(α)
της λειτουργίας διαφόρων Ανωτέρων και Κατωτέρων Τεχνικών Σχολών -
Παιδαγωγικής Ακαδημίας - Εργοστασίων (Κοζάνη, Φλώρινα, Πτολεμαΐς)
(β) της ειδικής συνθέσεως του πληθυσμού, ιδία του Νομού Φλωρίνης (δίγλωσσοι - Βλάχοι)
(γ) της δραστηριότητος των διαφόρων Πολιτικών οργανώσεων».
Η τομή του 1981
Η πολιτική αλλαγή του 1981, μετά την πρώτη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, επέφερε δραστική τροποποίηση της σχετικής υπηρεσιακής ορολογίας και, εν μέρει, πρακτικής. Η «εθνική ασφάλεια» αντικαταστάθηκε ως όρος από την «κρατική», στερώντας από τους μηχανισμούς πολιτικής αστυνόμευσης την «εθνική» (και «υπεράνω πολιτικής», υποτίθεται) επικοινωνιακή νομιμοποίησή τους. Ταυτόχρονα, περιορίστηκε δραστικά το εύρος του «εσωτερικού εχθρού», η επιτήρηση και καταστολή του οποίου ήταν θεσμικά νομιμοποιημένη, σε κάποιους (εξ ορισμού «περιθωριακούς») «εξτρεμιστές» κι «εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος».
Σύμφωνα με το νέο οργανόγραμμα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης που καταρτίστηκε μετά την ενοποίηση των σωμάτων ασφαλείας και τη δημιουργία της ΕΛ.ΑΣ. (Π.Δ. 582 της 21/12/1984), η Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας περιλάμβανε τρία Τμήματα: (α) «Κοινωνικών και Πολιτιστικών Ζητημάτων», (β) «Διακρατικών και Διεθνών Υποθέσεων» και (γ) «Προστασίας του Πολιτεύματος».
Το πρώτο ασχολούνταν με τα μειονοτικά ζητήματα (κωδικοποιημένα ως «θέματα που αφορούν ιδιαίτερα κοινωνικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά ζητήματα αστυνόμευσης»)· το δεύτερο με τους αλλοδαπούς, τις αιτήσεις για πολιτικό άσυλο και την αντιμετώπιση ξένων μυστικών υπηρεσιών. Η επιτήρηση των «ύποπτων» ή ποινικά κολάσιμων πολιτικών δραστηριοτήτων ανατέθηκε στο Τμήμα Προστασίας του Πολιτεύματος, με καθορισμένο στόχο «τους εξτρεμιστές και τις οργανώσεις τους, που αποβλέπουν στην ανατροπή του πολιτεύματος της χώρας», ασχέτως αν επιδίδονται ή όχι σε παράνομη δράση (άρθρο 21§α-β), την «τρομοκρατία» και τις «εξτρεμιστικές ενέργειες» γενικώς (άρθρο 21§γ-ζ), καθώς και τη δράση «ατόμων και οργανώσεων που αποσκοπούν στην υπονόμευση και την ανατροπή του Κράτους και του συνταγματικού πολιτεύματος» δίχως να κατονομάζονται ρητά σαν «εξτρεμιστές» (άρθρο 21§η). Οι διατάξεις αυτές ισοδυναμούσαν ουσιαστικά με χαρτογράφηση των «άκρων» της πολιτικής σκηνής, προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες (και τους φόβους) της δεκαετίας του 1980.
Για ευνόητους λόγους, το ίδιο Τμήμα ήταν επίσης επιφορτισμένο με την έκδοση πιστοποιητικών για «αναγνώριση χρόνου υπηρεσίας λόγω διώξεων κατά τη δικτατορία και αναγνώρισης αγωνιστών της εθνικής αντίστασης» (άρθρο 21§ι), αλλά και με τις ασκήσεις υπηρεσιακής ετοιμότητας για ενδεχόμενη μελλοντική επιβολή στρατιωτικού νόμου («συνεργασία με τους συναρμόδιους κρατικούς φορείς για την εκπόνηση σχεδίων εθνικής άμυνας, εσωτερικής ασφάλειας και συμμετοχής της Ελληνικής Αστυνομίας σε ασκήσεις των ενόπλων δυνάμεων», είναι η εύσχημη διατύπωση του άρθρου 21§ιγ). Ανάλογη διάρθρωση και καταμερισμός καθηκόντων απαντώνται και στα συνακόλουθα οργανογράμματα της ΓΑΔΑ (Π.Δ. 95/1987) και της ΓΑΔΘ (Π.Δ. 161/1988).
Για την έμπρακτη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, μια ιδέα μάς δίνουν τα άκρως απόρρητα πρακτικά της «Σύσκεψης για Θέματα Κρατικής Ασφαλείας» της οικείας Διεύθυνσης (12/3/1985), από εκείνες που πραγματοποιούνταν τακτικά κάθε δεκαπενθήμερο. Δέκα από τις 26 σελίδες του εγγράφου καλύπτει η έκθεση του προϊσταμένου του Α’ Τμήματος (μειονοτικά) «γύρω από τα Βορειοελλαδικά θέματα [=Μακεδονικό], το Μουσουλμανικό, το Βορειοηπειρωτικό [και] Θρησκευτικά θέματα» κι άλλες 13 οι εισηγήσεις τριών στελεχών του Β’ Τμήματος («Προστασίας Πολιτεύματος»). Ο επικεφαλής του τελευταίου κάλυψε τις «ακροαριστερές-εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις» και τον «αναρχικό χώρο» με ειδικό σκέλος για τις «δραστηριότητες ακροαριστερών-αναρχικών οργανώσεων γύρω από το Στρατό»· αυτός του 1ου Γραφείου τις «Ελληνικές Εξτρεμιστικές-τρομοκρατικές οργανώσεις» και τη «διεθνή τρομοκρατία» (την τελευταία, με ειδήσεις που αφορούσαν αποκλειστικά το εξωτερικό)· εκείνος του 2ου Γραφείου ήταν, τέλος, ο καθ’ ύλην αρμόδιος για την Ακροδεξιά – με διάκριση σε «φιλοδικτατορικό», «φιλοφασιστικό» και «φιλοβασιλικό χώρο» κι ειδικό κεφάλαιο για τις «εξτρεμιστικές-βίαιες ενέργειές» τους.
Η διάκριση της Ασφάλειας σε «Δημόσια» (μη πολιτική) και «Κρατική» (πολιτική) θα διατηρηθεί και μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον πατέρα Μητσοτάκη το 1990, με μόνη ορατή μεταβολή μια κούφια μεγαλοστομία: σύμφωνα με τον νέο οργανισμό του υπουργείου Δημόσιας Τάξης (Π.Δ. 141 της 30/4/1991), οι διοικητές των Τμημάτων Ασφαλείας δεν είχαν πλέον απλώς «αρμοδιότητα» αλλά «καθήκον» να «παρακολουθούν τη δραστηριότητα των εξτρεμιστών και των οργανώσεών τους και να προλαμβάνουν ή καταστέλλουν ενέργειές τους που στρέφονται κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος» (άρθρο 26§2.ε).
Στο επόμενο οργανόγραμμα της ΕΛ.ΑΣ., καταρτισμένο επί κυβέρνησης Σημίτη και υπουργίας Χρυσοχοΐδη (Π.Δ. 14 της 31/1//2001), το Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτιστικών Ζητημάτων (=Μειονοτήτων) καθίσταται αρμόδιο για τον επαναπατρισμό πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου (άρθρο 7§2.δ), «τον έλεγχο της καταλληλότητας του προσωπικού που προτείνεται για χειρισμό διαβαθμισμένου υλικού» (άρθρο 7§2.δ) και την «αντιμετώπιση παράνομων δραστηριοτήτων ξένων Υπηρεσιών και των οργάνων τους» (άρθρο 7§2.ε) – ρυθμίσεις που σκιαγραφούν διακριτικά μια νέα εκδοχή εσωτερικού εχθρού. Το Τμήμα Προστασίας Πολιτεύματος διατηρεί πάλι τις προϋπάρχουσες αρμοδιότητές του, με ελάσσονες φραστικές τροποποιήσεις και διακριτική απάλειψη της πρόβλεψης για ασκήσεις επιβολής στρατιωτικού νόμου.
Οκτώ μήνες αργότερα, το χτύπημα της Αλ Κάιντα στους Δίδυμους Πύργους έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την εκ νέου στρατιωτικοποίηση της Κρατικής Ασφάλειας, στο όνομα των «ασύμμετρων απειλών». Κανείς δεν διανοούνταν, ωστόσο, ακόμη ν’ αναβιώσει την εμφυλιοπολεμική συλλογιστική των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Και, φυσικά, κανείς δεν τολμούσε να νομιμοποιήσει ποτέ πολιτικά τις (αποδεδειγμένες ή εικαζόμενες) παρακολουθήσεις πολιτικών του αντιπάλων: ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου (που διώχθηκε ποινικά γι’ αυτές το 1989, αλλά η δίωξή του ανεστάλη το 1992 από τη Βουλή για «εθνικούς λόγους»), ούτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (οι αποκαλύψεις για την «παρα-ΕΥΠ» του οποίου είχαν το 1994-1995 παρόμοια θεσμική κατάληξη), ούτε οι επίγονοί τους. Σε κάθε περίπτωση, όσοι πιάνονταν με ίχνη κοριού στο αυτί, έκαναν απλώς την πάπια.
Ολική επαναφορά;
Υπερασπιζόμενος αμήχανα τον εαυτό του και την υποτιθέμενη (αλλά διόλου πιστευτή) άγνοιά του για την επίσημη παρακολούθηση του ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού του ΚΙΝ.ΑΛΛ., ο πρωθυπουργός διέπραξε στη Βουλή ακόμη μια χοντράδα σε βάρος της δημοκρατίας, αναγορεύοντας τις μυστικές υπηρεσίες στο απόλυτο άβατο: «Κανείς πρωθυπουργός», ισχυρίστηκε, «δεν έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να γνωρίζει ποιους παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών». Για τη «δυνατότητα», συζητήσιμο· αλλά για το «δικαίωμα»; Επισήμως κράτος εν κράτει η ΕΥΠ, πέρα και πάνω από οποιονδήποτε έλεγχο!
Φυσικά, όπως εύστοχα επισήμανε προ ημερών ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης (efsyn.gr, 30/8), αυτό που «δεν επιτρέπεται» να γνωρίζει ο πρωθυπουργός το ξέρουν πολύ καλά οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας (του γερμανικού Δημοσίου συμπεριλαμβανομένου, λόγω COSMOTE), η σύμπραξη των οποίων είναι τεχνικά απαραίτητη για τη διενέργεια των «νόμιμων» επισυνδέσεων.
Θα μπορούσε εδώ να θυμηθεί κανείς (και να θυμίσει) την προφητική προειδοποίηση του Ηλία Ηλιού στη Βουλή (23/6/1965), μετά τις συλλήψεις που ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, η κατεξοχήν ενσάρκωση του προδικτατορικού βαθέος κράτους, είχε διατάξει (με τη σύμπραξη εισαγγελέα) για το υποτιθέμενο κομμουνιστικό «σαμποτάζ» σε στρατιωτικές μονάδες του Εβρου: «Ερωτώ την Κυβέρνησιν, ποίος ασκεί την εξουσίαν εις αυτόν τον τόπον; Πώς περί οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου υπάρχει το τεκμήριον της αληθείας και εις βάρος δεκάδων ελευθέρων πολιτών το τεκμήριον της ενοχής, ώστε αρκεί να συντάξη ένα χαρτί ο κ. Παπαδόπουλος, διά να συλληφθούν νύκτωρ από τα σπίτια των εις τα τέσσερα άκρα της Ελλάδος 10 πολίται, να τεθούν υπό απομόνωσιν, […] διά να ελεγχθούν ύστερα όλα αυτά ότι ήσαν πομφόλυξ; Και αν αύριον, με ένα νέον πόρισμα, κατονομάσωμεν όχι 10, αλλά 500, 1.000, 10.000 πολίτας, είναι δυνατόν να συγκλονισθή το καθεστώς των δημοσίων ελευθεριών, επί τη βάσει οιασδήποτε αυθαιρέτου, κακοβούλου ενεργείας οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου;» (Ηλίας Νικολακόπουλος, «Ηλίας Ηλιού», Αθήνα 2017, σ. 209).
Μια τέτοια υπενθύμιση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ήταν, ωστόσο, εκτός τόπου και χρόνου. Αν μη τι άλλο, ο ίδιος ο πάλαι ποτέ αρχηγός Νεολαίας του ισοβίτη δικτάτορα, υπουργός Εσωτερικών σήμερα (αρμόδιος, μεταξύ άλλων, για τη διενέργεια των επόμενων εκλογών), μας έχει με τη σειρά του έγκαιρα προειδοποιήσει προ τετραετίας: Η κυβέρνηση της Ν.Δ., δήλωσε στις 21/8/2018, «έρχεται να κάνει μια μεγάλη παρέμβαση στο κράτος, μια αλλαγή φιλοσοφίας στους μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας», προκειμένου «να μην ξανάρθει η Αριστερά σε καμιά της μορφή»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου