Τράπεζα θεμάτων ή θυμάτων;
Η Τράπεζα Θεμάτων αποτελεί ένα θεσμό, ο οποίος εφαρμόστηκε ανεπιτυχώς για πρώτη φορά το σχολικό έτος 2013 – 2014, αναδεικνύοντας κάποια μόνο από τα προβλήματα, καθώς και το διάτρητο της όλης διαδικασίας. Σε συνδυασμό με την καθιέρωση της βάσης του δέκα, ένας στους πέντε έμεινε μετεξεταστέος στην Α ́ Λυκείου, ενώ το ποσοστό μετεξεταστέων από 4,2% την προηγούμενη χρονιά εκτινάχθηκε στο 23,3%, για να μην αναφερθούμε στην αύξηση κατά 15% της φροντιστηριακής υποστήριξης.
Πρόκειται για εξετάσεις κατά το ήμισυ πανελλαδικές, οι οποίες προκαλούν στη μαθητιώσα νεολαία άγχος ήδη από την Α’ Λυκείου και οικονομικό ξεζούμισμα των οικογενειών τους. Η δε κλήρωση θεμάτων μάλλον ακυρώνει την προσπάθεια του/ της εκπαιδευτικού, να προσαρμόσει κατά έναν τρόπο και σε ένα βαθμό τα θέματα των εξετάσεων στις δυνατότητες, το επίπεδο και τις πραγματικές ανάγκες των μαθητών και μαθητριών, οι οποίες κατά τη διάρκεια της χρονιάς ανακαλύπτονται σταδιακά από τον καθηγητή ή την καθηγήτρια και μπορεί να εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, όπως ο τόπος, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες κ.α.
Άραγε μόνο εμείς οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε, ακούμε, βλέπουμε και ζούμε τις διαφορετικές ταχύτητες στην εκπαιδευτική διαδικασία; Διαφορετικές ταχύτητες που δεν οφείλονται σε μειωμένη ευφυΐα των μαθητών ή σε ολιγωρία των εκπαιδευτικών αλλά σε διαφορετικά σημεία εκκίνησης, κίνητρα μάθησης, εμπόδια, κοινωνικά πλαίσια γενικότερα, με κριτήρια τοπικά, οικονομικά, ταξικά. Ο εκπαιδευτικός οφείλει πάντα να αξιολογεί το συγκεκριμένο δυναμικό της τάξης του και να επιλέγει τον ρυθμό διδασκαλίας, τα μέσα και τις τεχνικές με τα οποία θα πετύχει το βέλτιστο αποτέλεσμα. Μπορεί και οφείλει να χρησιμοποιεί βιωματικές μεθόδους διδασκαλίας, να ανασύρει τεχνικές και τρόπους, να αξιοποιεί εποπτικά μέσα και την τεχνολογία, να αυτοσχεδιάζει. Αλλά και στο πλαίσιο της ίδιας τάξης αντιμετωπίζει μαθητές με ποικίλες εκπαιδευτικές ανάγκες, με διαφορετικές δεξιότητες, που απαιτούν διαφορετική εκπαιδευτική και παιδαγωγική προσέγγιση και επιβάλλουν την εφαρμογή διαφοροποιημένης διδασκαλίας.
Η διδασκαλία είναι μια ζωντανή διαδικασία η οποία διαφοροποιείται από
σχολείο σε σχολείο και από χρονιά σε χρονιά. Πώς όλα αυτά θα
διευκολυνθούν, θα ενισχυθούν και θα επιτευχθούν διαμέσου ενός
αποθετηρίου θεμάτων με οριζόντια διαδικασία στη δημιουργία, την επιλογή
και την απεύθυνση των θεμάτων; Η Τράπεζα Θεμάτων όχι μόνο δε θα συμβάλει
στους παραπάνω εκπαιδευτικούς στόχους αλλά θα αποτρέψει ακόμη και τη
σκέψη τους, θα επικεντρώσει το ενδιαφέρον
όλων στην γνωστική προετοιμασία για τα θέματά της (ουσιαστική ή
διαδικαστική), θα αποπροσανατολίσει όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, θα
διευρύνει το πεδίο δραστηριοποίησης της φροντιστηριακής εκπαίδευσης, θα
δημιουργήσει ένα γόνιμο έδαφος για την άνθιση της ιδιωτικής εκπαίδευσης,
και όποια εξαγορά βαθμών αυτή συνεπάγεται, και ταυτόχρονα την απαξίωση
της Δημόσιας Δωρεάν Παιδείας, θα βαθύνει τα χάσματα, θα ματαιώσει την
προσπάθεια κάποιων παιδιών, και τον ίδιο τον εκπαιδευτικό στον ρόλο του.
Και παρεμπιπτόντως, για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, για τα
αλλόγλωσσα, τα προσφυγόπουλα, γιατί δεν γίνεται κανένας λόγος;
Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψυχολογία των μαθητών, η ανομοιογένεια των τμημάτων τηςχώρας, οι μαθητές που αντιμετωπίζουν κοινωνικοοικονομικές δυσκολίες, γλωσσικές ελλείψεις και πολλά διδακτικά κενά, η ύλη ΠΡΕΠΕΙ να βγεί με κάθε κόστος. Με πρόσφατο έγγραφο (16/03/2022) του Γενικού Γραμματέα Πρωτοβάθμιας, Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής, Αλέξανδρου Κόπτση, οι Διευθυντές των Λυκείων σε συνεργασία με τους συλλόγους διδασκόντων, καλούνται να αναδιαμορφώσουν το ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολικών μονάδων, σε βάρος άλλων μαθημάτων, που δεν εξετάζονται με αυτόν τον τρόπο, ώστε να καλυφθεί η ύλη σε εξεταζόμενα μαθήματα στα οποία παρατηρούνται καθυστερήσεις. Σύμφωνα με το “έγγραφο Κόπτση”, μαθήματα που δεν εξετάζονται με την τράπεζα θεμάτων μετατρέπονται στην ουσία σε μαθήματα δεύτερης ταχύτητας και υποβιβάζονται στη συνείδηση των μαθητών και της κοινωνίας. Σελίδες που πρέπει τσεκαριστούν, ανεξάρτητα αν αντικατοπτρίζουν την πραγματική γνώση. Με εξουθενωτικούς ρυθμούς, με επιφανειακή κάλυψη της ύλης, γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος, για άλλη μια φορά ο προσανατολισμος της δημόσια παιδείας είναι προς την ποσότητα και όχι την ποιότητα. Ένα σύστημα εξετασιοκεντρικό, απομακρυσμένο από τις πραγματικές ανάγκες του ελληνικού σχολείου, της δημόσιας παιδείας, της ουσιώδους μάθησης. Πώς μπορούν να συνυπάρξουν άραγε στο ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα από τη μια η διαθεματικότητα, η δημιουργικότητα, η καλλιέργεια της πολλαπλής νοημοσύνης των μαθητών και μαθητριών, τα εργαστήρια, οι βιωματικές τεχνικές, η διαφοροποίηση της διδασκαλίας, τεχνικές που προτείνονται από τη σύγχρονη Διδακτική, και ταυτόχρονα από την άλλη το κυνήγι της ύλης και η προπόνηση σε φροντιστηριακού τύπου ασκήσεις;
Με τη θεσμοθέτηση δίκαιων εκπαιδευτικών διαδικασιών, η εκπαίδευση οφείλει να απέχει από ανισότητες, να δίνει ίσες ευκαιρίες, να ενισχύει όσα παιδιά το έχουν περισσότερο ανάγκη και να ενθαρρύνει την περαιτέρω ανάπτυξη όσων έχουν περισσότερες δυνατότητες. Μαθητές και μαθήτριες που έχουν αποκοπεί την τελευταία διετία από την εκπαιδευτική και εξεταστική διαδικασία, καλούνται να υπερβούν τα κενά τους. Δεν είναι λίγα τα σχολεία τα οποία υποδέχτηκαν καθηγητές τον Οκτώβριο, το Νοέμβριο ακόμα και το Δεκέμβριο. Πόσο δίκαιο μπορεί να είναι ένα κοινό εξεταστικό σύστημα, όταν δεν ξεκινούν όλοι οι μαθητές και μαθήτριες από το ίδιο επίπεδο; Πώς μπορεί η Τράπεζα Θεμάτων να αποτελέσει ένα εργαλείο αντικειμενικής αξιολόγησης των μαθητών και μαθητριών, όταν οι συνθήκες εφαρμογής της δεν είναι αντικειμενικές; Πού ακριβώς είναι η μέριμνα για την Ειδική Αγωγή, της οποίας οι στόχοι και οι σκοποί είναι η προσαρμογή της διδασκαλίας στις ανάγκες και τις δυνατότητες των μαθητών και μαθητριών και όπου η Τράπεζα Θεμάτων είναι πρακτικά αδύνατο να εφαρμοστεί; Δεν υπάρχει καμία σοβαρή τεκμηρίωση για την παιδαγωγική και μαθησιακή χρησιμότητά της, όπως αυτή πρόκειται να εφαρμοστεί, μια Τράπεζα Θεμάτων με υποχρεωτικό χαρακτήρα, σε αντίθεση με μια αντίστοιχη με συμβουλευτικό χαρακτήρα, η οποία θα εντασσόταν σε μια προσπάθεια παραγωγής και διάθεσης υλικού, όντως θα ήταν κάτι χρήσιμο και θα βελτίωνε την παρεχόμενη εκπαίδευση.
Η Τράπεζα Θεμάτων δεν είναι εχθρός. Θα μπορούσε από εργαλείο εξαναγκασμού – του εκπαιδευτικού, να διδάξει οπωσδήποτε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και του μαθητή να το μάθει οπωσδήποτε – να αναδειχθεί σε ένα χρήσιμο εργαλείο, μια ψηφιακή βιβλιοθήκη πλούσια σε εκπαιδευτικό υλικό, υποβοηθητικό στη διδασκαλία και υποστηρικτικό στους μαθητές σε πολλαπλά επίπεδα, με μια βασική προϋπόθεση, ότι από 1η Σεπτέμβρη όλα τα σχολεία είναι στελεχωμένα με καθηγητές και καθηγήτριες όλων των ειδικοτήτων, με βιβλία και σύγχρονο υλικοτεχνικό εξοπλισμό και ότι τα μαθήματα ξεκινούν κανονικά από την επομένη κιόλας του Αγιασμού. Αν όμως η Τράπεζα Θεμάτων δεν ενισχύει και δε συμπληρώνει το πρόγραμμα σπουδών, αλλά αντίθετα θρέφει το εξετασιοκεντρικό μοντέλο της εκπαίδευσης, τότε σίγουρα δε συντελεί στην πραγματική αναβάθμισή της, ούτε συνδέεται με τη μαθησιακή διαδικασία και σε καμία περίπτωση δεν συνδέεται με την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού, τουναντίον οδηγεί στην απαξίωσή του. Τελικά, σε συνθήκες μετα-πανδημίας, το πιο πιθανό σενάριο είναι απλά να μετατραπεί σε Τράπεζα Θυμάτων. Τα θύματά της οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και μαθήτριες, οι γονείς τους, και σε τελική ανάλυση η εκπαίδευση.
*των καθηγητριών και καθηγητών του Γυμνασίου με Λυκειακές Τάξεις Σίφνου «Νικόλαος Γ. Προμπονάς» :
Λεκάκη Άννα, Μαθηματικός
Κωνσταντάκης Γεώργιος, Μαθηματικός
Λουκάκος Θεόδωρος, Φυσικός
Μπελιός Νικόλαος, Γεωλόγος
Σαπουνά Χριστίνα, Χημικός
Σπανού Αναστασία, Φιλόλογος Γερμανικής
Σχοινά Στυλιανή, Πληροφορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου