Μάριος Αραβαντινός
Το αφήγημα του «τεμπέλη Ελληνα», που τόσο δημοφιλές υπήρξε πανευρωπαϊκά τα προηγούμενα χρόνια, επανέρχεται απλώς και μόνο για να αποκρύψει την αλήθεια. Το γεγονός δηλαδή ότι χιλιάδες άνθρωποι επιλέγουν πια να μην εργαστούν στον κλάδο του τουρισμού ή της εστίασης λόγω των δραματικών συνθηκών που αντιμετωπίζουν, είτε ως προς τα χρήματα που λαμβάνουν και την ασφάλισή τους είτε ως προς τη συμπεριφορά του εκάστοτε εργοδότη τους είτε βέβαια και ως προς τις συνθήκες της διαβίωσής τους. Eπίσης αποσιωπάται πλήρως το γεγονός ότι, όπως καταγγέλλεται σήμερα στο Documento, πολλές από τις οργανικές θέσεις εργασίας καλύπτονται κακήν κακώς από νέους οι οποίοι κάνουν πρακτική άσκηση και βέβαια πληρώνονται ελάχιστα, αφού δεν απολαβαίνουν τα δικαιώματα που προβλέπονται από τη συλλογική σύμβαση εργασίας.
Τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα και οι μαρτυρίες που καταγράφει το Documento, αλλάζοντας για την προστασία των εργαζομένων τα ονόματα και σε ορισμένες περιπτώσεις τις τοποθεσίες, είναι αποκαλυπτικές των συνθηκών. Το παλμαρέ της εργοδοτικής αυθαιρεσίας συνθέτουν πια κακοποιητικές συμπεριφορές, άρνηση πληρωμής ενσήμων, άρνηση παροχής ρεπό, δώρων και επιδομάτων, ακόμη και σεξουαλικές παρενοχλήσεις ή παράνομες παρακολουθήσεις εργαζομένων. Σε αυτά προστίθενται οι κακές έως άθλιες συνθήκες διαβίωσης και το γεγονός ότι πολλές φορές οι εργαζόμενοι καταλήγουν να πληρώνουν μόνοι τους εξωφρενικά ενοίκια και πρακτικά να εργάζονται για να καλύπτουν τα πάγια και βασικά έξοδά τους, χωρίς στο τέλος της λεγόμενης «σεζόν» να τους μένουν αρκετά χρήματα ώστε να… ξεχειμωνιάσουν.
Με μια πρόχειρη έρευνα στις τιμές των πιο κοσμοπολίτικων ελληνικών νησιών, εκεί όπου ένα πιάτο φαγητό μπορεί πια να κοστίζει ακόμη και 500 ευρώ και ένα τραπέζι σε κέντρο όπου τραγουδάει κάποιος δημοφιλής καλλιτέχνης μπορεί να ξεπερνά τα 1.000 ευρώ κατ’ άτομο, θα διαπιστώσει κανείς ότι ένας μέσος εργαζόμενος ακόμη κι αν επιχειρήσει να βρει χώρο για να αναπαύεται μαζί με άλλους συναδέλφους του είναι πρακτικά αδύνατον να τον νοικιάσει. Στη Μύκονο, για παράδειγμα, διαμερίσματα ακόμη και 50 τ.μ. ενοικιάζονται αντί 15.000 ευρώ για ολόκληρη τη σεζόν, δηλαδή πρακτικά για ένα εξάμηνο, ενώ έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο οι τιμές σε αυτά τα νησιά να προσεγγίζουν για αντίστοιχο χρονικό διάστημα ακόμη και τις 25.000 ευρώ. Αντίστοιχες είναι οι τιμές και στη Σαντορίνη όπου σε ορισμένες περιπτώσεις το μηνιαίο ενοίκιο για ένα σπίτι περίπου 30 τ.μ. ενδέχεται να ξεπερνά ακόμη και τις 2.500 ευρώ.
Καλύπτουν τις θέσεις με νέους που κάνουν πρακτική
Μόνο το Συνδικάτο Επισιτισμού – Τουρισμού – Ξενοδοχείων νομού Αττικής λαμβάνει εβδομαδιαίως δεκάδες καταγγελίες από επισκέπτες οι οποίοι έχουν ήδη ταξιδέψει σε κάποιον από τους πιο δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Ο Γιώργος Στεφανάκης, ένας από τους ανθρώπους που προ μηνών πρωτοστάτησαν και στον αγώνα των εργαζομένων ενάντια στις έμμεσες απολύσεις στην efood και πρόεδρος του συνδικάτου, σημειώνει μιλώντας στο Documento ότι «οι κενές θέσεις καλύπτονται ήδη από σπουδαστές σχολών που πραγματοποιούν την πρακτική τους άσκηση ή από σπουδαστές κολεγίων άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέσω των προγραμμάτων ανταλλαγής σπουδαστών ή άλλων αντίστοιχων προγραμμάτων περί πρακτικής άσκησης».
Ο κ. Στεφανάκης εξηγεί ότι το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε περίπου 20% και αφορά θέσεις εργασίας τις οποίες θα έπρεπε να καλύπτει κάποιος άλλος εργαζόμενος, κάποιος εκπαιδευμένος και έμπειρος, ο οποίος θα απολάμβανε και τα δικαιώματα που απορρέουν από τη συλλογική σύμβαση εργασίας. «Εξυπακούεται» λέει ο ίδιος «ότι οι εργαζόμενοι που κάνουν την πρακτική τους άσκηση δεν πληρώνονται με βάση τη συλλογική σύμβαση και βέβαια παίρνουν πολύ λίγα χρήματα». Ασφαλώς και αυτά τα παιδιά ζουν, όπως λέει ο πρόεδρος του συνδικάτου, σε τρώγλες.
Αδιανόητες συνθήκες διαμονής
Το μεγαλύτερο πρόβλημα ως προς τη διαμονή παρατηρείται στις Κυκλάδες, κυρίως δε στη Μύκονο και τη Σαντορίνη. Το γεγονός επιβεβαιώνει ο Γ. Στεφανάκης, ο οποίος σημειώνει ότι «έχουμε καταγγελίες και για μικρότερα νησιά, όπως η Ιος και η Αντίπαρος, νησιά δηλαδή με όχι τόσο εξελιγμένες υποδομές».
«Τις τελευταίες ημέρες» περιγράφει ο ίδιος την κατάσταση «μας κάλεσε ένας συνάδελφος ο οποίος κλήθηκε να πάει σε κάποιο νησί για να ξεκινήσει σεζόν ως μάγειρας. Εφτασε και το κατάστημα δεν ήταν έτοιμο. Ηταν ακόμη γιαπί. Και τελικά ξεκίνησε, αντί να μαγειρεύει, να ξεμπαζώνει μαζί με άλλους εργαζόμενους, ώστε να δουλέψει κάποια στιγμή η κουζίνα. Μάλιστα όταν ζήτησαν κάπου να μείνουν, ο εργοδότης στοίβαξε πέντε έξι ανθρώπους σε ένα δωμάτιο και τους έδωσε ένα πιάτο φαγητό. Εφυγε βέβαια ο συνάδελφος, δεν έμεινε εκεί. Ομως άλλοι συνάδελφοι δεν φεύγουν, κάποιοι δεν μπορούν να φύγουν. Εχουμε κι άλλα παραδείγματα με συναδέλφους οι οποίοι κοιμούνταν σε υπόγεια. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα συναδέλφων που τους είχαν βάλει σε δωμάτιο από όπου περνούσαν όλες οι σωληνώσεις που αφορούσαν την ψύξη και τη θέρμανση της μονάδας, δεν είχε εξαερισμό ούτε παράθυρο, με αποτέλεσμα να είναι αποπνικτικά. Και βέβαια, έχουμε παραδείγματα για χώρους με κατσαρίδες».
Φυσικά το κάθε άλλο παρά σπάνιο φαινόμενο εργαζόμενοι να ζουν σε άθλιες συνθήκες, σε χώρους δίχως εξαερισμό ή παράθυρα, με μία τουαλέτα την οποία μπορεί να μοιράζονται τέσσερις, πέντε ή και περισσότεροι άνθρωποι και δίπλα σε κατσαρίδες δεν είναι, σύμφωνα με μαρτυρίες που εξασφάλισε το Documento, το μείζον πρόβλημα. Οχι βέβαια γιατί δεν είναι σοβαρό, αλλά επειδή δεν είναι το κυρίαρχο, μπροστά τουλάχιστον σε άλλες εργοδοτικές αυθαιρεσίες οι οποίες, όπως όλοι μαρτυρούν, αποτελούν τον κανόνα.
Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της διαμονής απασχολεί έντονα πρωτίστως όλους όσοι τα καλοκαίρια φεύγουν από τα μεγάλα αστικά κέντρα για να εργαστούν στη νησιωτική Ελλάδα ή ευρύτερα στην περιφέρεια. Ο Σπύρος, για παράδειγμα, 27 ετών σήμερα, εργάζεται στην εστίαση την τελευταία δεκαετία. «Σε νησιά όπως η Μύκονος ή η Σαντορίνη μπορεί οι εργαζόμενοι να μένουν σε άθλιες συνθήκες, σε ένα δωμάτιο πέντε ή και έξι άνθρωποι, ακόμη και σε κοντέινερ» λέει στο Documento και προσθέτει ότι στα Χανιά, όπου εργάζεται σήμερα, «αυτό το φαινόμενο δεν ήταν ποτέ έντονο».
«Ωστόσο» συνεχίζει «πολλοί εργαζόμενοι οι οποίοι έρχονται από την Αθήνα αναγκάζονται να νοικιάσουν κάποιο διαμέρισμα. Αυτός όμως είναι και ο λόγος που κατά τη γνώμη μου δεν έρχονται πια εργαζόμενοι στην πόλη. Διότι τα ενοίκια έχουν εκτοξευτεί. Αν είναι να βγάζεις 1.200 ευρώ τον μήνα και τα μισά να τα δίνεις για ενοίκιο, δεν έχει νόημα. Ξέρετε πόσο έχουν ανέβει τα ενοίκια στα Χανιά εξαιτίας και του Airbnb;» ρωτάει ρητορικά, για να δώσει μόνος του την απάντηση: «Αν βρεις με 500 ευρώ τον μήνα, είσαι τυχερός. Αν βρεις με 400 ευρώ, είναι μεγάλη ευκαιρία. Σε μια τέτοια περίπτωση δηλαδή ο εργαζόμενος μπορεί να βγάλει χρήματα μόνο από τα φιλοδωρήματα».
Απλήρωτες υπερωρίες για ανασφάλιστους εργαζόμενους
Οι περισσότερες από τις καταγγελίες που καθημερινά φτάνουν στα κατά τόπους σωματεία αφορούν βέβαια εργοδοτική αυθαιρεσία. Ο Γ. Στεφανάκης αναφέρει ότι «είναι πλέον άγραφος νόμος το δεκάωρο και το δωδεκάωρο, όπως βέβαια και η δουλειά χωρίς ανάπαυση και χωρίς ρεπό». Κατά τον ίδιο, «το πρόβλημα αυτό παρατηρείται κυρίως στα νησιά και στην περιφέρεια, ακόμη όμως και σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες όπου δεν υπάρχει σωματείο. Οπου υπάρχει σωματείο» λέει «τα προβλήματα αυτά είναι πιο περιορισμένα. Δυστυχώς όμως στη συντριπτική πλειονότητα των ξενοδοχείων δεν υπάρχει σωματείο. Στην Αθήνα, κυρίως στα μεγάλα ξενοδοχεία που ανήκουν σε πολυεθνικές, υπάρχουν σωματεία. Στην υπόλοιπη Ελλάδα όμως όχι».
Αν όμως οι απλήρωτες υπερωρίες είναι το ένα σκέλος του προβλήματος, το άλλο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας η ασφάλιση. Ο Σπύρος, εξηγεί στο Documento, ότι «πολλοί εργοδότες δεν πληρώνουν καθόλου ή πληρώνουν μισά ένσημα και αυτό το πρόβλημα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια που δεν υπάρχει ουσιαστικά το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Οταν ξεκίνησα να εργάζομαι» λέει «θυμάμαι τους παλαιότερους σερβιτόρους να μου λένε να υπογράψουμε ώστε να κληθεί η Επιθεώρηση Εργασίας επειδή κάποιο κατάστημα είχε απολύσει ένα συνάδελφο. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει τόσο πολύ από τότε που σήμερα σου λένε ευθαρσώς ότι θα παίρνεις 5 ευρώ την ώρα και σου πληρώνουν μισά ένσημα. Και βέβαια δεν πληρώνονται σε πάρα πολλές περιπτώσεις δώρα».
«Δέκα χρόνια εργάζομαι στην εστίαση και δώρο δεν έχω πάρει ποτέ» συνεχίζει ο Σπύρος και αποδίδει την εικόνα πίσω από τη λάμψη του χώρου: «Εχω ακούσει από εργοδότη να μου λέει ευθέως ότι πληρώνει 3,50 ευρώ την ώρα, χωρίς ένσημα και χωρίς δώρα. Του απάντησα ότι δεν έχει τσίπα και έφυγα, αλλά αυτό δεν το κάνουν όλοι ούτε έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν όλοι. Ενα δεύτερο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ρεπό ή έχεις ένα ρεπό τον μήνα. Γελοιότητες. Και βέβαια δεν συζητάμε για τις υπερωρίες. Οι συμφωνίες στην εστίαση είναι ελαστικές. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ωράρια. Αλλά υπερωρίες δεν υπάρχει περίπτωση να πληρωθούν, όπως φυσικά δεν πληρώνονται όπως προβλέπεται οι αργίες, οι Κυριακές και οι βραδινές βάρδιες. Ακόμη δηλαδή κι αν κάνεις μια συμφωνία για οκτάωρο και πέσεις στην περίπτωση του εργοδότη που θα καταβάλλει ένσημα, οι υπερωρίες δεν φαίνονται πουθενά».
«Τα καταστήματα που δουλεύουν μόνο σεζόν συνήθως πληρώνουν λίγο καλύτερα, αλλά επίσης δεν βάζουν ένσημα. Και ξέρετε, όταν δεν έχεις συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων, μετά το τέλος της σεζόν δεν μπορείς να μπεις στο ταμείο ανεργίας. Και αν δεν μπεις ταμείο ανεργίας για το διάστημα που δεν εργάζεσαι, έχεις καταστραφεί. Πώς θα επιβιώσεις; Είναι πολύ μεγάλο πρόβλημα αυτό» καταλήγει.
«Σου λένε “οι κομμουνιστές ζητάνε”»
Τα λεγόμενα του Σπύρου επιβεβαιώνει μέχρι κεραίας η 25άχρονη Δήμητρα που έτυχε να εργαστεί σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό, σε μεγάλο νησί με πελάτες προερχόμενους σε μεγάλο ποσοστό από το Ηνωμένο Βασίλειο. «Τα τουριστικά μαγαζιά έχουν φτιαχτεί ως επί το πλείστον για να δελεάζουν τους τουρίστες» σημειώνει και συνεχίζει: «Εργαζόμασταν δύο άτομα στη βάρδια, ένας στον μπουφέ κι ένας στο σέρβις. Σε μια βάρδια κάθε εργαζόμενος εξυπηρετεί εκατοντάδες πελάτες. Και βέβαια δεν συζητάμε για καταβολή δώρων ή πληρωμή υπερωριών. Αυτό είναι δεδομένο, δεν μπορείς καν να το συζητήσεις. Αν το ζητήσεις, είσαι κομμουνιστής. Σου λένε “έχεις έρθει να δουλέψεις ή να ζητήσεις; Οι κομμουνιστές ζητάνε”. Σε κατάστημα που εργάστηκα πριν από λίγο καιρό μου είχαν πει ότι θα μου πληρώνουν τις βενζίνες, πράγμα το οποίο ασφαλώς δεν έγινε. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το μαγαζί αυτό ήταν καφέ και επιπλέον φτιάχναμε βάφλες. Ολα αυτά βέβαια τα κάναμε δύο άτομα. Φτιάχναμε καφέ, φτιάχναμε βάφλες, βάζαμε παγωτά, έπρεπε να έχουμε τον νου μας μην κλέψει κάποιος κάτι, κάναμε λάντζα, καθαρίζαμε τις τουαλέτες, φτιάχναμε την αποθήκη, κανονίζαμε τις προμήθειες, όλα! Οταν τους ζήτησα να πάρουν ακόμη ένα άτομο μου απάντησαν ότι δεν βγάζω ούτε εγώ το μεροκάματό μου. Λες κι ευθυνόμουν εγώ αν το μαγαζί το οποίο δεν είχε επαρκές προσωπικό δεν είχε πολλούς πελάτες. Μου έλεγαν ότι δεν πουλάω καλά τα προϊόντα όταν δεν υπήρχε κατανάλωση».
Ο Γ. Σφακιανάκης από την πλευρά του αναφέρει, μιλώντας για καταγγελίες όπως αυτές του Σπύρου ή της Δήμητρας, ότι «σε πολλές περιπτώσεις δεν καταβάλλονται καθόλου ένσημα. Ακόμη όμως κι εκεί που καταβάλλονται είναι πλασματικά, διότι οι εργαζόμενοι δουλεύουν πολύ περισσότερες ώρες από αυτές που προβλέπονται. Σκεφτείτε ότι δεν υπάρχει εργαζόμενος που να δουλεύει 22 ή 25 μέρες τον μήνα. Δουλεύουν 30 και 31 ημέρες. Στον επισιτισμό εμφανίζεται πολύ περισσότερο η υποδηλωμένη εργασία. Ασφαλίζονται δηλαδή για δύο τρεις μέρες την εβδομάδα ή στην καλύτερη των περιπτώσεων ασφαλίζονται για τόσο όσο θα χρειαστεί για να μπουν στο ταμείο ανεργίας. Φυσικά είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι στο τέλος της σεζόν δεν έχουν συμπληρώσει τα απαιτούμενα ένσημα για να μπουν στο ταμείο. Ιδιαίτερα εκείνοι που εργάζονται ως εποχικοί για πρώτη φορά. Και βέβαια οι καταγγελίες που γίνονται αφορούν και τις άδειες αλλά και τα δώρα, όταν δεν μιλάμε για εποχική εργασία, τα οποία άλλοτε δεν δίνονται καθόλου και άλλοτε ζητείται να επιστραφούν. Αυτό είναι κανόνας δηλαδή, είναι άγραφος νόμος».
Κρυφές κάμερες και σεξουαλικές παρενοχλήσεις
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη μια περίπτωση αυθαιρεσίας εργοδότη, η οποία φαίνεται να παραβιάζει τα όρια του νόμου. Οπως περιγράφει στο Documento η Δήμητρα, στο κατάστημα στο οποίο εργαζόταν μέχρι πριν από λίγες ημέρες και το οποίο επίσης βρίσκεται σε δημοφιλές τουριστικό θέρετρο εκείνη και μια συνάδελφός της εντόπισαν μια κάμερα στην κουζίνα, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν. «Το χειρότερο» σημειώνει μιλώντας στο Documento «είναι ότι εντοπίσαμε μες στην κουζίνα μια κάμερα την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαμε. Ηταν μέσα σε έναν πίνακα με ασφάλειες ο οποίος δεν ήταν πραγματικός. Κάποιες μέρες αργότερα η εργοδότριά μου με έπιασε από το χέρι με βία, με τράβηξε στην κουζίνα, με κλείδωσε και άρχισε να μου φωνάζει ότι δεν κάνω τη δουλειά μου και ότι θα της κλείσω το μαγαζί. Ασφαλώς έκανα τη δουλειά μου στο μαγαζί, αλλά δεν έκανα όσα μου ζητούσε. Πόσες ώρες μετά το ωράριό μου να εργαστώ δηλαδή, για να κάνω κάτι το οποίο στην τελική δεν ήταν δική μου αρμοδιότητα; Κάπως πρέπει και ο εργαζόμενος να προστατευτεί. Τελικά λόγω της συμπεριφοράς αυτής παραιτήθηκα. Αλλά όταν έφυγα μ’ έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν ότι είμαι ανήθικη και ότι θα με πάνε στα δικαστήρια. Σημειωτέον ότι δεν σεβάστηκαν τίποτε απ’ όσα είχαμε συμφωνήσει. Από την πρώτη στιγμή τους είχα ενημερώσει ότι κάνω αγγλικά τα οποία είναι απαραίτητα για ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο οποίο θέλω να συμμετάσχω. Ομως μου άλλαζαν τις ώρες όποτε ήθελαν, απαιτώντας να αλλάξω τις ώρες των μαθημάτων μου αναλόγως με το τι ήθελαν εκείνοι να κάνουν. Επιπλέον μου κολλούσαν ένσημα για οκτάωρο προφανώς, ενώ δούλευα περισσότερο».
Η Ιωάννα από την πλευρά της περιγράφει στο Documento κάτι απείρως χειρότερο. «Πέρυσι τον Αύγουστο πήγα να εργαστώ σε ταβέρνα ξενοδοχείου ως καθαρίστρια. Εκανα λάντζα και καθάριζα τουαλέτες κατά κύριο λόγο, πράγμα όχι εύκολο αφού η κατάσταση πολλές φορές ήταν απελπιστική, ενώ και τα ωράρια ήταν ακραία. Συζητάμε δηλαδή για δώδεκα, ενίοτε και 14 ώρες. Εκεί ήμασταν πέντε εργαζόμενοι οι οποίοι ζούσαμε σε νεόδμητο αξιοπρεπέστατο κατάλυμα, το οποίο όμως είχε μία τουαλέτα για όλους και δεν είχε κουζίνα. Τουλάχιστον στα δωμάτια ήταν ο καθένας μόνος του. Ο εργοδότης μου δεν ήταν αντιπαθητικός, αλλά πολλές φορές μου έκανε σχόλια για το βάρος μου, πράγμα το οποίο δεν μπορώ να πω ότι ήταν το σημαντικότερο πρόβλημα. Αντιθέτως, υπήρχε συνάδελφος στο μαγαζί ο οποίος έπινε πολύ και ήταν παρενοχλητικός. Μια μέρα όπως έπλενα ήρθε από πίσω μου, ενώ ήταν εμφανώς ζαλισμένος, με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί τη φράση “εσύ στο σεξ θα είσαι για μπουνιές” και αμέσως κόλλησε από πίσω μου. Εγώ τον έσπρωξα και μια συνάδελφος που ήταν μπροστά και είδε το περιστατικό του φώναξε κι έτσι σταμάτησε. Γενικώς ο συγκεκριμένος, λόγω και του αλκοόλ, είχε περίεργη συμπεριφορά που γινόταν αντιληπτή από τον εργοδότη, ο οποίος όμως δεν έκανε τίποτε. Οταν ενημέρωσα για το περιστατικό την εργοδοσία μού απάντησαν ότι αυτό έχει συμβεί και στο παρελθόν και μου ζήτησαν αν ξανασυμβεί κάτι να τους ενημερώσω. Δεν εξεπλάγησαν καθόλου από αυτό που τους είπα. Ο άνθρωπος αυτός εργαζόταν εκεί ήδη κάποια χρόνια. Δηλαδή οι εργοδότες γνώριζαν τόσα χρόνια και δεν έκαναν τίποτε. Τότε παραιτήθηκα και με παρακαλούσαν να μην τους το κάνω αυτό προτού τελειώσει η σεζόν. Δεν σκέφτηκαν ότι, πέρα από τον χώρο της δουλειάς, εγώ φοβόμουν και να επιστρέψω το βράδυ μες στο σκοτάδι στο δωμάτιο όπου έμενα».
Οι ιστορίες εργοδοτικής αυθαιρεσίας ή αδιαφορίας για τις σοβαρές καταγγελίες των εργαζομένων δεν είναι σπάνιες. Η Μαριτίνα, μια γυναίκα 29 ετών η οποία εργάστηκε πρόσφατα σε κρεπερί νησιού του βόρειου Αιγαίου και δέχτηκε να μιλήσει στο Documento, έχει ακόμη ένα περιστατικό να διηγηθεί. Η ίδια εργαζόταν εκεί ως σερβιτόρα και σήμερα περιγράφει τη συμπεριφορά του εργοδότη της ως επιεικώς άθλια. «Ο άνθρωπος αυτός μας συμπεριφερόταν χυδαία» εξηγεί. «Ετσι ο μάγειρας που είχε, ο άνθρωπος δηλαδή που έφτιαχνε τις κρέπες, παραιτήθηκε. Τότε με υποχρέωσε να αναλάβω εγώ την εργασία του, παρά το γεγονός ότι είχα προσληφθεί ως σερβιτόρα και δεν γνώριζα καθόλου πώς να κάνω αυτήν τη δουλειά. Την πρώτη φορά που χρειάστηκε να την κάνω προφανώς τα έκανα μαντάρα» συνεχίζει η Μαριτίνα και καταλήγει: «Εριξα το λάδι πάνω στο μηχάνημα και πίστευα ότι έτσι απλά θα γίνει η κρέπα. Εκείνος με είδε και μου φώναξε μπροστά στον κόσμο: “Τι κάνεις, μωρή καργιόλα!”. Εξυπακούεται ότι έφυγα επιτόπου και δεν επέστρεψα ποτέ».
Δεν εκπλήσσονται τα συνδικάτα, αδιαφορούν οι αρμόδιοι
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες των εργαζομένων στον τουρισμό και τον επισιτισμό, από αυτές που κατάφερε να εξασφαλίσει το Documento μέχρι εκείνες που φτάνουν στα σωματεία και τα συνδικάτα του κλάδου, είναι βέβαιο ότι αποτελούν ένα πολύ μικρό κομμάτι του παζλ της αυθαιρεσίας και του πλούτου που κάποιοι σωρεύουν στις πλάτες εργαζομένων. Ο Γ. Σφακιανάκης επισημαίνει στο Documento ότι «όλα αυτά που συζητιούνται σήμερα για εμάς δεν αποτελούν κάτι καινούργιο». Τι γίνεται όμως με τους ελέγχους; Ελάχιστα πράγματα, όπως μαρτυρούν οι γνωρίζοντες. «Ακόμη και τώρα, που αναδεικνύεται το ζήτημα περισσότερο απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν βλέπουμε να λαμβάνονται πρωτοβουλίες από την πολιτεία για την επίλυση αυτών των προβλημάτων» λέει ο Γ. Στεφανάκης. «Πρέπει να καταλάβετε ότι πολλές φορές ένας εργαζόμενος δουλεύει για δέκα. Δηλαδή μια καμαριέρα μπορεί να καθαρίζει 20 δωμάτια την ημέρα και ο μέσος όρος είναι να καθαρίζει 13 δωμάτια. Και δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει τα καθήκοντα κάθε εργαζόμενου. Εμείς το φωνάζουμε εδώ και χρόνια ότι πρέπει να καθοριστούν καθήκοντα. Μπορεί δηλαδή κάποιος μάγειρας να βάφει ή να ξεμπαζώνει; Οχι. Κι όμως συμβαίνει. Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη».
«Ως προς τους ελέγχους» συνεχίζει «θεωρούμε ότι το τελευταίο διάστημα έχει αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Το υπουργείο Εργασίας μιλάει για χιλιάδες ελέγχους, αλλά εμείς δεν έχουμε διαπιστώσει κάτι τέτοιο. Δεν φαίνεται να υπάρχει γενική κατεύθυνση ώστε να ελεγχθούν συνολικά τα μαγαζιά. Εμείς κάθε φορά που μας γίνεται καταγγελία απευθυνόμαστε στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά προφανώς αναλαμβάνουμε κι εμείς δράση διότι η Επιθεώρηση μέχρι να ξεκινήσει περνούν 20 μέρες στην καλύτερη των περιπτώσεων». Καταλήγοντας ο πρόεδρος του Συνδικάτου Επισιτισμού – Τουρισμού – Ξενοδοχείων του νομού Αττικής λέει: «Πρόβλημα έλλειψης προσωπικού δεν υπήρχε τόσο έντονο παλαιότερα, παρότι οι συνθήκες δεν ήταν καλύτερες. Απλώς σήμερα υπάρχουν περισσότερες επιλογές για αλλαγή κλάδου. Αυτό δεν σημαίνει ότι αλλάζουν κλάδο και έχουν καλύτερο εισόδημα. Μπορεί να παίρνουν λιγότερα χρήματα αλλά να είναι καλύτερες οι εργασιακές συνθήκες. Ιδιαίτερα μες στην πανδημία πολλοί συνάδελφοι άλλαξαν κλάδο κι αυτό διόγκωσε το πρόβλημα. Εμείς για όλους αυτούς τους λόγους θα προχωρήσουμε σε γενικές συνελεύσεις σε όλα τα σωματεία και θα οργανώσουμε και απεργιακές κινητοποιήσεις. Δεν περιμένουμε από την κυβέρνηση να λύσει κανένα θέμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου