12 Μαρτίου 2024

Κομπίνα και Σύνταγμα: Τι στο καλό νομοθετήθηκε για τα πανεπιστήμια; - Του Γερ. Καψάλα

 
 
Οι αλλαγές που με ενθουσιασμό διατυμπανίζουν απλώς δεν υπάρχουν: αυτό που υπάρχει, όμως, είναι ζεστό χρήμα - και ένα πρώην Σύνταγμα.

Δεν έχει απολύτως καμία σημασία το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με την κυβέρνηση για τα οφέλη που δήθεν απορρέουν από το νομοσχέδιο για τα πανεπιστήμια. Διότι οι αλλαγές που με ενθουσιασμό διατυμπανίζουν απλώς δεν υπάρχουν: αυτό που υπάρχει, όμως, είναι ζεστό χρήμα – και ένα πρώην Σύνταγμα.

Τώρα που, θέλοντας και μη, θα αρχίσει να κάθεται ο κουρνιαχτός, αφού η κυβέρνηση (οποία έκπληξη) πέρασε το νομοσχέδιο της για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια (συγγνώμη, για τα μη κρατικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια) με την κοινοβουλευτική της πλειοψηφία, ενδεχομένως αξίζει να κάνουμε μια σούμα του τι αλλάζει και τι όχι.

Η θέση αυτού του άρθρου είναι ότι το νομοσχέδιο δεν προσφέρει απολύτως τίποτε από αυτά που υπόσχεται πως προσφέρει, και ότι το μόνο που αφήνει ως κληρονομιά είναι, αφενός, μια γιγαντιαία οικονομική κομπίνα με άμεσους κυβερνητικούς ενδιαφερόμενους, και αφετέρου μια συνολική σχετικοποίηση του Συντάγματος, η οποία θα έχει ως βασική συνέπεια όχι την ευκολία υπερβάσεών του στο μέλλον από κυβερνήσεις χωρίς αντιπολίτευση (διότι είδαμε ήδη με πόση χαρακτηριστική ευκολία αυτό μπορεί να λάβει χώρα: ζήσαμε ένα παράδειγμα, όχι ένα προηγούμενο), αλλά την έλλειψη της συλλογικής εμπιστοσύνης στο Σύνταγμα ως σύνολο αμετακίνητων ορίων ελέγχου της εκτελεστικής εν τέλει (και μόνο παρεμπιπτόντως της νομοθετικής) εξουσίας. Ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση καθ’ εαυτήν, σχεδόν τίποτα δεν αλλάζει – και επαφίεται στην αναγνώστρια να κρίνει εάν αυτό είναι περισσότερο ή λιγότερο κρίσιμο από τα προηγούμενα.

Τι ίσχυε μέχρι προχθές;

Να θυμηθούμε λίγο ποια ήταν η κατάσταση πριν το νομοσχέδιο. Καλώς ή κακώς, στην Ελλάδα είχαμε μια πανσπερμία ιδιωτικών «κολεγίων» (ελληνική πατέντα αυτή η ορολογία για το συγκεκριμένο σχήμα, κατά γενίκευση των δραστηριοτήτων του Αμερικανικού Κολεγίου στην Ελλάδα), τα οποία παρείχαν μέσω συμφωνιών δικαιόχρησης (franchise) πτυχία του μητρικού ιδρύματος, εσχάτως με πλήρη επαγγελματικά δικαιώματα πλήρως εξισωμένα με αυτά των δημόσιων πανεπιστημίων. Το εάν αυτή η πλήρης εξίσωση ήταν μια πανουργία της Κεραμέως ως υπουργού Παιδείας ή μια νομοτέλεια συνεπεία του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου και της νομολογίας του παρέλκει εν προκειμένω – αποτελεί θέμα άλλου άρθρου. Ούτε είναι το θέμα της συζήτησής μας εδώ το γεγονός ότι αυτά τα πτυχία, συνήθως αλλά όχι πάντα τριτοτέταρτων βρετανικών ΑΕΙ, αποτελούν τον ορισμό του «Bon pour l’Orient», καθότι απλώς εκθέτουμε την προ-Πιερρακάκη κατάσταση. Με αυτά τα πτυχία και την αναγνώριση τους ως εχόντων ίσα και ίδια επαγγελματικά δικαιώματα, ο κολεγιοπτυχιούχος μπορεί ως και να διορισθεί στο δημόσιο: το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να προχωρήσει σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό ελληνικού ΑΕΙ και να εκλεγεί μέλος ΔΕΠ επ’ αυτής της βάσης. Σημειώνουμε ότι το δισυπόστατο των κολεγιοπτυχίων με αναγνώριση πλήρων επαγγελματικών, αλλά όχι πλήρων ακαδημαϊκών δικαιωμάτων, καθαυτό συνέπεια των ορίων της υπερεθνικής νομολογίας (η οποία δε συντρέχει κάποιος λόγος να μένει στο απυρόβλητο), δεν περιορίζει τον κολεγιοπτυχιούχο στο εξωτερικό: μπορεί στην Ελλάδα το πτυχίο του από το Southnorthern Puchester University κτηθέν εν οδώ Κάνιγγος να μην περνάει ΔΟΑΤΑΠ, αλλά μπορεί πάντοτε να επιχειρήσει να ακολουθήσει την ακαδημαϊκή καριέρα που ονειρεύεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ή όπου δει.

Αμέσως-αμέσως βλέπουμε εδώ το ψεύδος και την πανουργία δύο βασικών επιχειρημάτων της κυβερνητικής πλευράς και των συμμάχων της σχετικά με τη θρυλούμενη τομή που φέρνει το νομοσχέδιο. Αφενός δηλαδή ότι τα περίφημα νέα πανεπιστημιακά παραρτήματα θα προσελκύσουν ξένους φοιτητές, και αφετέρου ότι θα προσελκύσουν σημαντικά ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Διότι όποιος ξένος φοιτητής θέλει για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο να έρθει στην Ελλάδα για να σπουδάσει σε μη κρατικά πανεπιστήμια κάποιο από τα αντικείμενα που αυτά προσφέρουν και να πάρει ένα πτυχίο από το εκτός Ελλάδας μητρικό ίδρυμα, το οποίο να έχει πλήρη επαγγελματική αλλά και ακαδημαϊκή ισχύ αλλαχού, μπορούσε να το κάνει ήδη στα κολέγια. Απλώς δεν υπάρχει λογικός τόπος στο επιχείρημα ότι τώρα διανοίγεται μια νέα δυνατότητα για αυτόν τον υποθετικό πληθυσμό ξένων φοιτητών, η οποία δεν υπήρχε ήδη αμέσως πριν – πρόκειται κοινώς για επιχείρημα ντελούλου.

Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στερείται λογικού τόπου το επιχείρημα ότι ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν πλέον δυνατότητα και κίνητρο να έλθουν στην Ελλάδα, ενώ πριν δεν την είχαν. Δεν αναφέρομαι φυσικά εδώ στα ψυχεδελικά επιχειρήματα ότι το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης είχε μεγάλο καημό να ανοίξει μαγαζί στην Αθήνα, αλλά δυστυχώς ο νόμος δεν του το επέτρεπε, ούτε φυσικά προτίθεμαι να πάρω στα σοβαρά την εκούσια σύγχυση που προάγει η κυβέρνηση ανάμεσα στο «ανοίγω ένα τμήμα (ή έστω ένα παράρτημα τμήματος) που προσφέρει σπουδές, οι οποίες οδηγούν σε πανεπιστημιακό τίτλο», και στο «ανοίγω ένα κέντρο, μια βάση, για να γίνει κάποιο συνέδριο ή κάποιο εργαστήριο ή ένα πρόγραμμα χωρίς πτυχίο ή για να δοθεί κάποια ερευνητική υποτροφία ολιγόμηνης παραμονής στη χώρα». Το τελευταίο ήδη υπάρχει: Harvard στο ΝαύπλιοPrinceton στο Παγκράτι, καταστάσεις παντελώς άσχετες με την παροχή αυτοτελούς σπουδής και πτυχίων.

Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο ακριβώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς και σχετικά με το επιχείρημα ότι οι φοιτητές εξ Ελλάδος που τώρα ξενιτεύονται, πλέον έχουν δυνατότητα και κίνητρο να μείνουν στη χώρα τους, άπαξ και βρεθούν εκτός δημόσιων πανεπιστημίων. Διότι, ξαναλέμε, αυτή η δυνατότητα υπήρχε και πριν, με τα κολέγια, από τότε που εδώ και λίγα χρόνια ξεκίνησε η πλήρης και απόλυτη εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των κολεγιοπτυχίων με τα κρατικά. Προφανώς δεν αλλάζει κάτι με το νομοθέτημα στα κίνητρα ή στην έλλειψη κινήτρων κάποιου φοιτητή που ξενιτεύεται, είτε για να σπουδάσει σε κορυφαίο πανεπιστήμιο είτε επειδή δεν τα κατάφερε στις πανελλήνιες: άμα ήταν να ξενιτευτεί κάποιος και για οποιονδήποτε λόγο δεν του επαρκούσαν τα παρ’ ημίν «κολέγια», με τα πλήρη επαγγελματικών δικαιωμάτων πτυχία τους, τώρα δεν θα του επαρκούν και τα «παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων ως Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ)» – δεν είναι δα και κβαντική φυσική το συμπέρασμα.

Διαπιστώνουμε λοιπόν πως ο βασικός κορμός των κυβερνητικών επιχειρημάτων είναι talking points για τους αφελείς (ασχέτως αν κάποιοι κυβερνητικοί τα πιστεύουν και οι ίδιοι…), καθ’ ότι καλώς ή κακώς περιγράφουν αλλαγές, προτεινόμενες ως επωφελείς, οι οποίες απλούστατα δεν υφίστανται. Προσοχή, δεν περιγράφουμε εδώ την πολιτική, πανεπιστημιακή ή ιδεολογική διαφωνία μας με τα επιχειρήματά τους, αλλά καταδεικνύουμε ότι αυτά τα επιχειρήματα είναι του γιατρού, αφού υπόσχονται μια εντελώς νέα κατάσταση γεμάτη νέες δυνατότητες, οι οποίες όμως ήδη υπάρχουν χωρίς ουσιαστική διαφορά.

Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο νόμος δεν θα φέρει πραγματικά πανεπιστημιακά τμήματα, αλλά όπως λένε και οι ίδιοι «παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων ως Νομικά Πρόσωπα Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΝΠΠΕ)» εξαρτώμενα από το μητρικό ίδρυμα, το οποίο δίνει και το πτυχίο: κολέγια δηλαδή, όπως αυτά που έχουμε ήδη, απλώς τώρα θα λέγονται Πανεπιστήμια καρικατουροποιώντας το άρθρο 16 του Συντάγματος. Πάλι μέσω συμφωνιών δικαιόχρησης (franchise) και πιστοποίησης (accreditation) θα γίνεται η δουλειά. Όπου θα υπάρχει κάποιο μεγάλο συμφέρον (βλ. παρακάτω περί κομπίνας), ενδέχεται το μητρικό ίδρυμα να μπει το ίδιο στη διαδικασία να δομήσει το παράρτημα, αλλά στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων απλώς θα προστρέχουν σε αυτά οι εγχώριοι επιχειρηματίες, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι ως άνω συμφωνίες και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους: κολέγια δηλαδή, ό,τι είχαμε και πριν, απλώς προηγουμένως είχαμε και ένα άρθρο 16 που δεν τα ονόμαζε Πανεπιστήμια. Στα χαρτιά θα είναι το μητρικό ίδρυμα που συμπηγνύει το παρ’ ημίν ΝΠΠΕ, στην πράξη θα είναι ο ενδιάμεσος εκπαιδευτικός εργολάβος.

Αξίζει να καταλάβουμε πως αυτό που νομοθετήθηκε δεν είναι «ιδιωτικά (μη-κρατικά, whatever) πανεπιστήμια» με την πλήρη έννοια, ώστε έστω να μαλώνουμε για το αν αυτά είναι καλή ιδέα ή όχι. Παράπλευρη συνέπεια των παραπάνω είναι πως, όπως ακριβώς σήμερα στα κολέγια έτσι και αύριο στα ΝΠΠΕ, τα εδώ «τμήματα» και οι «σχολές» δεν θα είναι αυτοτελή πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές, η συνέλευση των καθηγητών των οποίων θα αποφασίζει την κατεύθυνση και το πρόγραμμα των σπουδών, αλλά απλά κογκλάβια εφαρμογής όσων θα έχει προαποφασίσει το μητρικό ίδρυμα (όπως και στα κολέγια), η δε διδασκαλία δεν θα είναι αυτοδύναμη (όπου το τμήμα δίνει στον διδάσκοντα τίτλο μαθήματος, και ο διδάσκων αποφασίζει περαιτέρω τι ακριβώς θα διδάξει και πώς θα βαθμολογήσει), αλλά φροντιστηριακή, δοτή: εφαρμογή των προαποφασισμένων. Για ανεξάρτητη έρευνα εξ ορισμού ούτε λόγος, συνεπώς τα ΝΠΠΕ εξ ορισμού θα γίνουν μύλοι οιονεί φροντιστηριακής διδασκαλίας για ατυχείς διδάκτορες μέχρι την τελεσίδικη εξάντλησή τους, πλην κάποιων flashy εξαιρέσεων που θα φέρει ο επιχειρηματίας για μόστρα, για το βάρος της αμειβόμενης υπογραφής του (όπως γίνεται ήδη ενίοτε στα παρ’ ημίν κολέγια και κατά κόρον στα κυπριακά ιδιωτικά πανεπιστήμια, που τόσο μα τόσο ζηλέψαμε τα χάλια τους). Ας μη φαντάζονται οι ατυχείς διδάκτορες «εκλογή σε θέση ΔΕΠ» α λα ιδιωτικά λοιπόν.

Τι το καινούργιο όντως έρχεται τώρα;

Το γεγονός, αγαπητή αναγνώστρια, ότι σε καθιστά καχύποπτη το ότι τα κυβερνητικά επιχειρήματα για τα πρωτοφανή, γιγαντιαία και πλατιά οφέλη των ΝΠΠΕ είναι άλλα αντ’ άλλα της Παρασκευής το γάλα είναι απολύτως εύλογο και δικαιολογημένο, είναι δείγμα υγείας. Αν κάτι καινούργιο έρχεται, αυτό είναι οι νέες, συναρπαστικές δυνατότητες για οικονομικές κομπίνες. Πριν απ’ αυτό όμως, δυο κουβέντες για μια βόμβα μεγαλύτερη και βραδυφλεγή: το συνταγματικό κομμάτι.

Θυμίζουμε εν τάχει το άρθρο 16Σ: «16.5: H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου … 16.6: Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. … 16.8: H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Έχει, νομίζουμε, εξαντληθεί η δημόσια συζήτηση για το αν οι λέξεις «αποκλειστικά» και «απαγορεύεται», μαζί με τη ρητή προϋπόθεση οι καθηγητές ΑΕΙ ναι είναι «δημόσιοι λειτουργοί» και όχι ιδιωτικοί υπάλληλοι, αποτελούν αμφίσημες διατυπώσεις που επιδέχονται ελαστικές αναγνώσεις και ερμηνείες, είτε ποιητική είτε ευρωνομολογιακή αδεία. Όσοι συνταγματολόγοι έχουν την ατυχία να διαβάζουν το σύνταγμα όχι σε σύμπνοια με μια κυβερνητική συναστρία έχουν φτύσει αίμα προσπαθώντας να εξηγήσουν ότι το Σύνταγμα λέει αυτό που λέει και όχι το ακριβές αντίθετό του (οποία έκπληξις!), ιδίως όταν μετέρχεται κατηγορηματικές διατυπώσεις όπως οι παραπάνω. Να σημειωθεί, δε, πως η επίκληση της υπερεθνικής νομολογίας ως κάποιας πανσθενούς θεότητας σκοντάφτει στο εξής απλό: η ευρωνομολογία δηλώνει απολύτως ικανοποιημένη με την τρέχουσα διάταξη περί κολεγίων (πλήρη, εξισωμένα επαγγελματικά δικαιώματα – η δε πλήρης ακαδημαϊκή αναγνώριση καθορίζεται ως αλλουνού παπά ευαγγέλιο).

Ένα διακριτό και εξ ίσου σημαντικό ζήτημα είναι ότι έστω, ας υποθέσουμε πως η ευρωνομολογία υπαγορεύει κάτι που βρίσκεται σε ρητή αντίφαση με κατηγορηματικές πρόνοιες του Συντάγματος (όπερ δεν συντρέχει εδώ, ξαναλέμε, μετά την παρελθούσα επαγγελματική εξίσωση των κολεγιοπτυχίων): ένα πράγμα είναι το να εκκινείς μια πολιτική διαδικασία αναθεώρησης των συγκεκριμένων προνοιών του Συντάγματος, εάν υπάρχει συναίνεση προς τούτο, και εντελώς διαφορετικής τάξεως κατάσταση είναι το να υποκρίνεσαι ότι οι κατηγορηματικές αυτές πρόνοιες απλώς δεν υφίστανται.

Όμως δεν θέλω να σταθώ στο άρθρο 16, δεν θέλω να σταθώ σε όλα αυτά που τα ξέρουμε ήδη. Θέλω να σταθώ στην εξής παράπλευρη συνέπεια όλης αυτής της επιχειρηματολογίας περί Συντάγματος η οποία επέτρεψε στην κυβέρνηση να δικαιολογήσει το νομοθέτημά της, μια παράπλευρη συνέπεια με πολύ ευρύτερες επιπτώσεις. Η δυναμική εμπέδωση της ούτως ή άλλως επιστημονικά προβληματικής θέσης ότι σε κάθε περίπτωση και για κάθε ζήτημα η υπερεθνική νομολογία, ή για την ακρίβεια η εγχώρια ερμηνεία της υπερεθνικής νομολογίας (η οποία δεν απαιτεί καν αυτά που μας λένε ότι απαιτεί…), υπερβαίνει ξεκάθαρα και πάντοτε το Σύνταγμα, με τρόπο ώστε εν τέλει ακόμη και ρητές, κατηγορηματικές πρόνοιες και απαγορεύσεις του Συντάγματος να μην έχουν καμία απολύτως βαρύτητα, κανονιστικότητα και αξία παρά μόνο ιστορικό και διακοσμητικό περιεχόμενο, εν τέλει καταλήγει στη θέση ότι δεν υπάρχει Σύνταγμα εν συνόλω, παρά μόνο ως στοιχείο διακοσμητικό.

Να το ξαναπούμε: αν είναι τόσο μα τόσο εύκολο οι ρητές, κατηγορηματικές πρόνοιες και απαγορεύσεις του Συντάγματος να καθίστανται ολοσχερώς άκυρες στη βάση μιας ερμηνείας της υπερεθνικής νομολογίας, τότε δεν υπάρχει καμία πρόνοια ή απαγόρευση του Συντάγματος στην οποία οι πολίτες να μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ως φερέγγυο ανάχωμα στην αυθαιρεσία της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, ή ως κανονιστική υπαγόρευση των υποχρεώσεων της πολιτικής εξουσίας. Οι ενοχλητικές διατάξεις δε χρειάζεται καν να αναθεωρηθούν, διότι δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα. Τίποτα δεν είναι ρητό και σαφές, όλα «ερμηνεύονται», το θεμελιώδες κοινωνικό συμβόλαιο που συνιστά το Σύνταγμα μετατρέπεται σε ποιητική βραδιά με νικητή όποιον έχει πιο δυνατή φωνή, ή εν πάση περιπτώσει το μικρόφωνο. Χωρίς να επεκταθούμε παραπάνω, αφήνουμε τις αναγνώστριες να σκεφτούν την εμβέλεια των επιπτώσεων αυτής της νέας διάταξης.

Ας επιστρέψουμε τώρα στη μεγάλη κομπίνα – ιδού το νέο που φέρνει το καλό νομοσχέδιο.

Αυτή έχει δύο ποδάρια, ένα γενικό και ένα ειδικό.

Το ειδικό έχει ήδη καλυφθεί επαρκώς από τον ημερήσιο τύπο και λογικά το έχετε ήδη διαβάσει: μοιάζει σαν ολόκληρο το νομοθέτημα να έχει χτιστεί για να λάβει σάρκα και οστά ένα πολύ συγκεκριμένο deal. Ωραία τα κολέγια, αλλά δε χτίζουν εύκολα Ιατρικές Σχολές. Δόξα τω Θεώ όμως, το hedge fund CVC Capital Partners έχει τη λύση. Με τη σφραγίδα ενός κυπριακού ιδιωτικού πανεπιστημιακού ιδρύματος ωμέγα κατηγορίας θα γίνει η πρώτη «μη κρατική μη κερδοσκοπική» Ιατρική Σχολή στο… Ελληνικό, φυσικά. Άλλωστε η CVC, «ο μεγαλύτερος ιδιώτης ιδιοκτήτης νοσοκομείων στην Ελλάδα», έχει ήδη ένα σκασμό νοσοκομεία: Υγεία, Μetropolitan Hospital, Μητέρα, Metropolitan General, Λητώ, Creta Inter Clinic. Τώρα θα μπορεί να φτιάχνει in-house και τους γιατρούς της. Και αν δεν έχουν να πληρώσουν όλα τα δίδακτρα, σίγουρα θα μπορούσε να προκύψει μια διευκόλυνση, ώστε ένα εσωτερικό student debt (νέα ήθη παρ’ ημίν, best practices to die for στον αγγλοσαξωνικό κόσμο) να αργοσβήνει με τα χρόνια εργασίας σε κάποιο από τα νοσοκομεία του πανεπιστημιάρχη. Δεν προσλαμβάνεις απλώς έναν γιατρό, αλλά σου χρωστάει κιόλας με το καλημέρα ένα πενταψήφιο νούμερο που θα αφαιρείς σιγά σιγά από τον μισθό του για χρόνια – τι το βέλτιον; Και όλα αυτά στο Ελληνικό. Η κυβέρνηση είδε σε όλο αυτό έναν θρίαμβο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, γοητεύθηκε θατσερικώ τω τρόπω και είπε, δεν γίνεται, ένα τέτοιο όνειρο επιχειρηματικότητας πρέπει να λάβει σάρκα και οστά. Δεν είμαστε δα και το «Μακελειό» για να σκεφτούμε έστω ότι κάποιοι ενδέχεται και να τα τσιμπάνε.

Εν γένει, φρονούμε ότι η αντιπολιτευόμενη πλευρά της κοινής γνώμης δεν δίνει την πρέπουσα βαρύτητα στο κατά πόσον η CVC έχει αγοράσει εσχάτως τη μισή χώρα. Μιλάμε για εγχώριους εφοπλιστές και ολιγάρχες, μιλάμε για το ένα, μιλάμε για το άλλο, την ώρα που ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο fund, η CVC αγοράζει τη χώρα με ταχύτατους ρυθμούς – και όχι λόγω υπερεκχειλίζοντος φιλελληνισμού. Η CVC είτε έχει αγοράσει πλήρως είτε έχει αγοράσει ένα επαρκές κομμάτι, ώστε να κυριαρχεί στα εξής, εντελώς ενδεικτικά: ΔΕΗ, Εθνική Ασφαλιστική, Skroutz, Vivartia (Δέλτα, Δωδώνη, Μπάρμπα Στάθης, Χρυσή Ζύμη, Flocafe, Everest, La Pasteria), Υγεία, Μetropolitan Hospital, Μητέρα, Metropolitan General, Λητώ, Creta Inter Clinic, Κωτσόβολο μέσω ΔΕΗ, σύντομα NOVA. Ξαναδιαβάστε αυτή τη λίστα. Δηλώνουμε με στεντόρεια φωνή ότι η μαζική εξαγορά της χώρας από τη CVC δεν έχει απολύτως καμία συσχέτιση με το ότι η κόρη του κυβερνήτη μας δούλευε μέχρι πρότινος στην καλή εταιρεία και καταγγέλλουμε ως ανεύθυνους λαϊκιστές της λάσπης και του αγρού όσους θα υπαινίσσοντο (πέρα από οικογενειακή ευθύνη) πως κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί βγάζουν, πέραν του μισθού τους, τρελά προσωπικά λεφτά για τα γεράματά τους και την οικογένειά τους από ανόσια win-win deals σε βάρος της χώρας με την πολιτική δύναμη της θέσης τους. Μια τέτοια χυδαιότητα δεν θα είχε θέση στη σοβαρή μας ανάλυση εδώ.

Εν πάση περιπτώσει, μοιάζει σαν το «κυρίως πιάτο» του νομοθετήματος να στοχεύει ακριβώς στο παραπάνω εξής ένα deal, το οποίο ειδάλλως θα ήταν ανέφικτο (σε αντίθεση με όλα τα κυβερνητικά επιχειρήματα υπέρ των ΝΠΠΕ, που περιγράφουν καταστάσεις ήδη και πριν εφικτές, όπως εξηγήσαμε). Πηγαίνοντας στο ευρύτερο πεδίο, εισαγόμαστε στο καλαμπούρι του «μη κερδοσκοπικού». Πρώτον, αν ισχύει το «μη κερδοσκοπικό» των ΝΠΠΕ, είναι απορίας άξιον ότι τα σημερινά κολέγια, που δεν δεσμεύονται από παρόμοιους περιορισμούς, έχουν αρχίσει ήδη να συνωστίζονται για να μετατραπούν σε ΝΠΠΕ: η μετάβαση από το σαφώς κερδοσκοπικό στο μη-κερδοσκοπικό status πρέπει λογικά να ιδωθεί ως μεταστροφή και μετάνοια ανάλογη του Σαούλ-Παύλου καθοδόν προς τη Δαμασκό, ως μια έκρηξη ξαφνικής ανιδιοτέλειας. Δεύτερον, υπάρχουν πολλοί τρόποι που το «μη κερδοσκοπικό» δύναται να κερδοσκοπεί, παρωνυχίδα μόνο του οποίου είναι ότι το ύψος των αμοιβών των επιτελών δεν σχετίζεται με το μη-κερδοσκοπικό status. Τρίτον, προϋποθέτει μια πλήρη απονέκρωση της ευφυίας μας το να υποθέσουμε ότι ένα συχνά απολύτως κερδοσκοπικό μητρικό ίδρυμα έχει μεγάλο καημό να στήσει ένα μη-κερδοσκοπικό παράρτημα, διότι και η ψυχή της μάνας μας πρέπει κάπως να επωφεληθεί ελέω κατά τόπους αγαθοεργιών. Τέταρτον, άμα η ίδια μητρική εταιρεία έχει μια σειρά από επιχειρήσεις πέρα από το πανεπιστημιακό παράρτημα που τρέχει, η μία εκ των οποίων πουλάει κτήρια ή νοικιάζει υποδομές στο ΝΠΠΕ, η άλλη συνάπτει συμβάσεις περί διαφόρων χρησίμων πραγμάτων με αυτό, η τρίτη νοικιάζει διαμερίσματα στους μη Αθηναίους φοιτητές, η τέταρτη κλπ. κλπ., η μη-κερδοσκοπικότητα βρίσκει όχι παραθυράκια, αλλά ορθάνοιχτες αυτοκρατορικές πύλες, ακόμα και αν όλα μοιάζουν by the book. Σε αυτά αξίζει να προσθέσουμε το πόσο ενδιαφέρον θα είναι να δούμε το πότε και πώς (όχι το υποθετικό «εάν») γνωστός υψίφωνος υπουργός θα καταφέρει να συμβληθεί το φω-αρχαιολατρικό μαγαζάκι του με κάποιο ομιχλώδες πανεπιστήμιο, ώστε να στηθεί ένα ωραιότατο «πανεπιστημιακό παράρτημα», το οποίο, πέραν των ατυχών πτυχίων, θα προβαίνει και σε μια σειρά άλλων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων εκτός των σπουδαστικών προγραμμάτων και της εποπτείας του μητρικού ιδρύματος, αλλά με όλην την «πανεπιστημιακή» αχλύ του ΝΠΠΕ.

Υπάρχει κι άλλη μια φοβερή μαγκιά όμως, κολοσσιαίων διαστάσεων: έστω ότι, σε χρόνο μελλοντικό που ο Πιερρακάκης θα διακονεί άλλο υπουργείο ή τα έδρανα της αντιπολιτεύσεως, ο νόμος καταπέσει στο ΣτΕ λόγω αντισυνταγματικότητας – ενδεχόμενο που ήδη υπαινίχθηκε η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής, η οποία καταπώς φαίνεται έχει μεγαλύτερη παρρησία από τους αυλικούς συνταγματολόγους. Αφ’ ότου θα έχουν δοθεί άδειες, θα έχουν πληρωθεί παράβολα, θα έχουν ξεκινήσει διαδικασίες, ίσως δε και σπουδές. Εκεί έχει να γίνει της αποζημίωσης το κάγκελοαπό τα αστικά δικαστήρια. Με χρήμα κρατικό, με χρήμα των φορολογουμένων. Είτε λοιπόν μείνουν ανοιχτά είτε αναγκαστούν να κλείσουν τα ΝΠΠΕ, το χρήμα-χρήμα, δεν χαλάνε ρε οι φιλίες για τα κόμματα. Δεν τα λέμε μόνο εμείς, τα λένε και άλλοι.

Τέλος, πολλοί ισχυρίζονται ότι είναι σημαντικό για την κυβέρνηση το συμβολικό κομμάτι: το πώς, στα μάτια της, κατεδαφίζει με την εισαγωγή «μη κρατικών πανεπιστημίων» την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» και την υποκαθιστά με τη δική της «ιδεολογική ηγεμονία». Ίσως αυτά τα πράματα να είναι σημαντικά για τους ακολούθους, τους κυβερνητικούς συνοδοιπόρους, τους νεροκουβαλητές και εν γένει τους χαχόλους της δεξιάς: στα δικά μου μάτια (και μπορεί να κάνω και λάθος) το ζεστό χρήμα ενδέχεται να μετράει κάπως περισσότερο στα μάτια των επί κεφαλής, ιδίως δε όταν ρέει άφθονο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου