13 Σεπτεμβρίου 2023

Πλημμύρες: Τοπική αυτοδιοίκηση και νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση

 
Έχουμε ένα μοντέλο διακυβέρνησης, το οποίο «σπάει» και είναι διεφθαρμένο σε τουλάχιστον τέσσερα επίπεδα..., με μόνη σταθερά τη λεηλασία και την οργανωμένη κλεπτοκρατία.

Κυκλοφορεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια φωτογραφία με τον Αχιλλέα Μπέο στα εγκαίνια μιας γέφυρας πριν από περίπου ενάμισι χρόνο. Πρόκειται για μια από τις γέφυρες που αυτές τις μέρες κατέρρευσε.

Κυκλοφορεί η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη πριν από λίγο καιρό για τον «τυφώνα Αγοραστό».

Κυκλοφορεί η δήλωση αυτών των ημερών του ίδιου του Αγοραστού περί της περιφέρειάς του που δεν έκανε κανένα λάθος.

Κυκλοφορεί ότι από το στόλο των Super Puma μόνο το ένα τρίτο μπορεί να πετάξει.

Κυκλοφορούσε και ένα Shinook, αλλά αντί να διασώζει εγκλωβισμένους μετακινούσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη για σόου στην Καρδίτσα και στο Βόλο.

Θα μπορούσαμε να σταχυολογήσουμε πραγματικά χιλιάδες δηλώσεις και εικόνες που περιγράφουν τα όσα συμβαίνουν (και) στη Θεσσαλία, αλλά δεν υπάρχει νόημα να αποπειραθούμε μια αναλυτική παράθεσή τους. Η βαθιά ανηθικότητα του κατεστημένου είναι απερίγραπτη.

Πέρα όμως από την ανικανότητα και την ουτιδανότητα των κυβερνώντων υπάρχουν ορισμένα δομικά ζητήματα που αφορούν τη διακυβέρνηση (και όχι μόνο την κυβέρνηση). Το μοντέλο αυτοδιοίκησης που έχουμε είναι παντελώς ακατάλληλο για την Ελλάδα, διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό. Το σημερινό μοντέλο, το οποίο από τον «Καποδίστρια» εξελίχτηκε στον «Καλλικράτη», το εμπνεύστηκε ο γερμανοτραφής εκσυγχρονισμός, όταν φανταζόταν ότι θα έπρεπε και ότι θα μπορούσαμε να γίνουμε Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία κλπ., του Νότου. Η λογική ήταν να μεταφυτεύσουν τα εκεί μοντέλα εδώ, προκειμένου μέσα από συγκέντρωση δομών στην αυτοδιοίκηση να φτιαχτεί μοντέλο διακυβέρνησης με επαρκή μέσα. Επρόκειτο στην πραγματικότητα για μανταμσουσουδισμό που έφερε πιο κοντά, πιο γρήγορα την οικονομική και πολιτική χρεωκοπία. Η μεταφύτευση ξένων μοντέλων από μία χώρα σε άλλη, δηλαδή από έναν κοινωνικό σχηματισμό σε έναν διαφορετικό, αποδεικνύεται πάντα καταστροφική. Εφαρμόζεται μόλα ταύτα σε όλες τις αποικίες και σε όσους θέλουν να γίνουν αποικία, όπως η Ελλάδα. Ακριβώς όπως ήταν έγκλημα καθοσιώσεως (και παραμένει) να αμφισβητήσει κανείς τη δυνατότητα να υπάρχει ένα νόμισμα για διαφορετικές οικονομίες έτσι είναι αδιανόητη η αμφισβήτηση ενός μοντέλου διακυβέρνησης για διαφορετικές κοινωνίες και ενός ξένου και ακατάλληλου μοντέλου αυτοδιοίκησης.

Αντί να επενδύσουμε σε σχήματα συντονισμού και εμβάθυνσης της παραδοσιακής κοινοτικής-τοπικής κουλτούρας, προκειμένου να ενισχύσουμε την αυτοοργάνωση κάθε περιοχής, αντί να ενισχύσουμε πραγματικά τη δημοτική αυτοδιοίκηση χωρίς όμως να την ξεκόβουμε από τις τοπικές κοινωνίες αναφοράς μέσα από δήμους- κολλάζ, αντί να φέρουμε το κεντρικό κράτος εκεί και με τον τρόπο που πρέπει να βρίσκεται για να δουλεύει η δημόσια διοίκηση (πράγμα το οποίο συχνά απαιτεί έναν υπηρεσιακό και πολιτικό παράγοντα της κεντρικής κυβέρνησης άμεσα, πάνω τους τοπικούς παράγοντες), φτιάξαμε «μικρές Αθήνες» σε κάθε περιφέρεια. Σε ένα παντελώς ανεκπαίδευτο και απροετοίμαστο μηχανισμό διακυβέρνησης δόθηκε η διαχείριση δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς σχεδόν κανένα μηχανισμό διαφανούς και χρηστής διοίκησης, παρά μόνο με κυκεώνες αλληλοεπικαλυπτομένων αρμοδιοτήτων. Η αυτοδιοίκηση τεραστίων για τα ελληνικά δεδομένα διοικητικών μονάδων, δύο βαθμών, το μόνο το οποίο πέτυχε ήταν ότι γιγάντωσε τη γραφειοκρατία και το φαγοπότι, δίνοντας ΕΣΠΑ σε περιφερειάρχες, προκειμένου αυτοί να τα μοιράσουν σε κολλητούς, δικούς τους και της κεντρικής κυβέρνησης. Εκεί που υπήρχαν τοπικά μικροσυμφέροντα εγκαταστάθηκαν συμφέροντα και διαφθορά εθνικών διαστάσεων, χωρίς κανένα μηχανισμό ελέγχου, με διοικητικές δυνατότητες επιπέδου παλιάς κοινότητας σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι τόσο οι καλλικρατικοί δήμοι όσο και οι περιφέρειες δεν έχουν ούτε έναν τομέα στον οποίο να επιδεικνύουν σημαντικές επιτυχίες ή για να είμαστε πιο δίκαιοι, στον οποίο να μη χρεώνονται εκκωφαντικές αποτυχίες. Οι καλλικρατικοί Δήμοι (σφραγίδας Γιάννη Ραγκούση) στάθηκε εντελώς αδύνατο να προωθήσουν τόσο διακυβέρνηση με διαφάνεια, όσο και επαρκή συγκέντρωση μέσων. Οι δε περιφέρειες είναι απλώς απούσες από οτιδήποτε πέρα από μοίρασμα κονδυλίων και δράσεις δημοσίων σχέσεων, με ελάχιστες εξαιρέσεις (τις οποίες δεν γνωρίζουμε, αλλά υποθέτουμε ότι θα υπάρχουν). Η Ελλάδα δεν χρειάζεται περιφέρειες-κρατίδια, αλλά δήμους που να ακολουθούν τις τοπικές ανάγκες, εξοπλισμένους με μέσα, με προσωπικό και με εύκολα κατανοητούς κανόνες διαφάνειας. Επιπλέον όμως χρειάζεται διαδικασίες που να βασίζονται στην και να στηρίζουν την αυτενέργεια των πολιτών. Τα αντίθετα δηλαδή από όσα συμβαίνουν σήμερα.

Δεύτερον, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι (υπ)εργολαβίες, δηλαδή το νεοφιλελεύθερο πάρτι, μετά από 30 σχεδόν χρόνια σταθερής πορείας σε αυτήν την κατεύθυνση έχουν διαμορφώσει ένα παλίμψηστο αναθέσεων, διάχυσης ευθυνών, αλλοίωσης κάθε ελεγκτικού μηχανισμού και κυρίως απίθανης ρεμούλας εις βάρος του δημοσίου χρήματος. Από την περίοδο του εκσυγχρονισμού και έπειτα, με αποκορύφωμα την περίοδο των μνημονίων κατίσχυσε η νεοφιλελεύθερη στρατηγική: ό,τι μπορούν να μετατρέψουν τα ολιγοπώλια σε αγορά, τους αποδίδεται με συνοπτικές διαδικασίες και με ληστρικούς όρους, αντί να παραχωρείται δωρεάν από το δημόσιο ως κοινωφελές αγαθό ό,τι δεν είναι απολύτως αναγκαίο να παράγεται και να διανέμεται με ιδιωτικοοικονομικούς όρους. Αντί να έχουμε ως σηματωρό την κοινωνική ανάγκη βάλαμε στη θέση της την εργολαβική ρεμούλα. Η κατάσταση αυτή εξελίχθηκε όχι μόνο στη συνήθη διαφθορά και διαπλοκή, αλλά επιπλέον στη σύμφυση οργανωμένου εγκλήματος, μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, ανωτάτων υπηρεσιακών παραγόντων, έως και κυβερνητικών στελεχών. Κάθε αποτυχία και κάθε καταστροφή την οποία προκαλεί αυτό ακριβώς το σύστημα οδηγεί σε νέες αναθέσεις, με ακόμα καταστροφικότερα αποτελέσματα. Επιπλέον όμως, ενώ η χώρα διοικητικώς χρειάζεται ισχυρούς, συγκεντροποιημένους φορείς πρόληψης και αντίδρασης με ενιαίες αρμοδιότητες, έχουμε ένα σύστημα διακυβέρνησης διάχυτων αρμοδιοτήτων και αναγκαστικής σύμπραξης ιδιωτών εργολάβων και δημοσίου τομέα, η οποία είναι απλώς ανέφικτη.

Τρίτον, το μητσοτακικό επιτελικό κράτος, πέρα από καταφανώς διεφθαρμένο, αναδεικνύει και ένα γενικότερο ζήτημα: ο πυρήνας της κεντρικής εξουσίας, στελεχωμένος από πρόσωπα πριγκιπικής αντίληψης και ανύπαρκτων ικανοτήτων, δηλαδή από γόνους του πολιτικού κατεστημένου και από γραφειοκράτες χωρίς καμιά γείωση στην πραγματική ζωή των πραγματικών κοινωνικών δυνάμεων, μπορεί να κινητοποιεί κόσμο μόνο με βάση τη ροή του χρήματος. Προφανώς δίπλα στους «πρίγκηπες» (που πάντα είναι και αρπακτικά) μαζεύονται απατεώνες. Το αποτέλεσμα είναι ότι πάνω στην κρίση, ακόμα και ένα επιτελικό μοντέλο διακυβέρνησης που θα προοριζόταν να λειτουργήσει (σε αντίθεση με το σημερινό) θα κατέρρεε επίσης. Η κοινωνία είναι απούσα από αυτό. Η έξωση του κοινωνικού από το πολιτικό δεν είναι μόνο αντιδημοκρατική και αντισοσιαλιστική είναι επιπλέον και καταστροφική για τη δημόσια διοίκηση και διακυβέρνηση, την οποία ασκούν «ανειδίκευτοι ειδικοί».

Έχουμε ένα μοντέλο διακυβέρνησης λοιπόν, το οποίο «σπάει» και είναι διεφθαρμένο σε τουλάχιστον τέσσερα επίπεδα: Δήμους, περιφέρειες, διακυβέρνηση κρισίμων υποδομών και αγαθών, κεντρική κυβερνητική διακυβέρνηση, με μόνη σταθερά τη λεηλασία και την οργανωμένη κλεπτοκρατία. Αυτό που έχει επιδεινώσει δραματικώς τα πράγματα δεν είναι η κλιματική αλλαγή αλλά τα 15 χρόνια οικονομικής κρίσης και παρακμής. Το σύστημα εξουσίας, όντας παρασιτικό στον πυρήνα του δεν μπορεί να αποστεί από το βασικό (ή και μοναδικό ίσως πλέον) συνεκτικό του ιστό, ακόμα και με κόστος μια σειρά από καταστροφές κολοσσιαίου μεγέθους για τα ελληνικά δεδομένα. Υπ’ αυτήν την έννοια, το ελληνικό σύστημα εξουσίας προσομοιάζει αρκετά με αυτό του μαφιόζικου καπιταλισμού της πρώιμης μετασοβιετικής Ρωσίας. Συνδυάζει νεωτερικές και προνεωτερικές μορφές, οι οποίες συμπυκνώνονται σε μια καταφανή αδιαφορία για οποιονδήποτε αδύναμο, Έλληνα και ξένο. Αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης μπορεί να παράγει μόνο καταστροφές, ολοένα και μεγαλύτερες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου