Η διάταξη με την οποία ποινικοποιείται η κατάληψη των χώρων εργασίας κατά τη διάρκεια μιας απεργίας και προστατεύονται οι απεργοσπάστες από την άσκηση ακόμα και «ψυχολογικής βίας» απέναντί τους δεν έχει καμία σχέση με την Οδηγία 2019/1152 την οποία υποτίθεται ότι ενσωματώνει το νομοσχέδιο, αλλά αποτελεί αποκλειστικά και μόνο βούληση του Έλληνα νομοθέτη ώστε να αποδυναμώσει ακόμα παραπάνω το απεργιακό δικαίωμα
Στους δεκάδες κρίκους της μακράς και βαριάς αλυσίδας με την οποία σέρνονται οι εργαζόμενοι για να προσφέρουν τον εαυτό τους βορά στην ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία των επιχειρήσεων, στερημένοι της ελάχιστης προστασίας που τους προσέφερε κάποτε η εργατική νομοθεσία, προστίθεται άλλος ένας κρίκος με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας. Θα σταθώ σήμερα στο άρθρο 31 που φέρει τον περιπαικτικό τίτλο «Προστασία δικαιώματος στην εργασία», προστατεύοντας την εργασία προφανώς από τους εχθρούς της, δηλαδή τους εργαζομένους. Με τη διάταξη αυτή ποινικοποιείται η κατάληψη των χώρων εργασίας κατά τη διάρκεια μιας απεργίας και προστατεύονται οι απεργοσπάστες από την άσκηση ακόμα και «ψυχολογικής βίας» απέναντί τους. Να ειπωθεί εισαγωγικά ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει καμία σχέση με την Οδηγία 2019/1152 την οποία υποτίθεται ότι ενσωματώνει το νομοσχέδιο, αλλά αποτελεί αποκλειστικά και μόνο βούληση του Έλληνα νομοθέτη ώστε να αποδυναμώσει ακόμα παραπάνω το απεργιακό δικαίωμα. Η επιστημονική συζήτηση για τη νομιμοποίηση των παραπάνω μορφών εργατικού αγώνα είναι αρκετά παλιά και ανατρέχει σε μια εποχή που οι απεργίες λάμβαναν μαζική στήριξη από τους εργαζομένους και απειλούσαν καίρια τα εργοδοτικά συμφέροντα. Στις σημερινές συνθήκες της μερικής αποδυνάμωσης όλων των μορφών πάλης και αγώνα, η θεσμοθέτηση ποινικών κυρώσεων αποτελεί είτε ετεροχρονισμένη ταξική εκδίκηση του νικητή είτε προοιωνίζεται βαθιές κοινωνικές αναταράξεις.
Η δαιμονοποίηση των καταλήψεων των χώρων εργασίας συνδέεται ιστορικά με την παραβίαση του «ιερού» δικαιώματος του εργοδότη στην ιδιοκτησία καθώς και μιας σειράς ποινικών αδικημάτων (παράνομης βίας, διατάραξης οικιακής ειρήνης, φθοράς). Απέναντι στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας προβάλλει πάντα το συνταγματικό δικαίωμα στην εργασία και την απεργία. Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να περιφρουρήσουν την εργασία τους, που αποτελεί συνήθως τη μοναδική πηγή βιοπορισμού τους. Η κατάληψη των χώρων εργασίας είναι μια σπάνια μορφή αγώνα και χρησιμοποιείται σε εκείνες τις περιπτώσεις που η συλλογική αποχή από την εργασία δεν κρίνεται επαρκής. Πώς θα μπορούν οι εργαζόμενοι να διαφυλάξουν την εργασία τους όταν γνωρίζουν πως ο εργοδότης σχεδιάζει άμεσα την πώληση και μεταφορά των μηχανημάτων ή των πρώτων υλών της επιχείρησης ή το οριστικό κλείσιμό της ή τη μαζική πρόσληψη νέων εργαζομένων που θα λειτουργήσουν ως απεργοσπαστικός μηχανισμός; Θεωρήθηκε έτσι με ισχυρή επιχειρηματολογία ότι η παραμονή των απεργών στους χώρους εργασίας είναι συστατικό στοιχείο της αγωνιστικής εκδήλωσης και δεν μπορεί να στηρίζει αποδοκιμασία της απεργίας από το δίκαιο. Εγκαταλείφθηκε σταδιακά μετά τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα η πατερναλιστική αντίληψη που ταύτιζε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επιχείρησης με την απόλυτη κυριαρχία του εργοδότη στους χώρους εργασίας. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουν και πολλά περιθώρια πλέον οι επιχειρηματίες να επικαλούνται το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς μέσα στους χώρους της εργασίας όταν σε περιόδους οικονομικής ύφεσης οι επιχειρήσεις στηρίζονται κατά κύριο λόγο σε κρατικές χρηματοδοτήσεις και ευνοϊκές δανειακές συμβάσεις που αντλούνται από τους φόρους και τα λαϊκά εισοδήματα. Οπως ορθά έχει επισημανθεί, ακόμα και η διάπραξη ποινικών αδικημάτων, όπως εξυβρίσεων, με θύματα τους μη απεργούς είναι συνηθισμένο φαινόμενο κατά τη διάρκεια των εργασιακών αγώνων και για τον λόγο αυτό η απαξία τέτοιων πράξεων σχετικοποιείται. Και νομολογιακά θεωρήθηκε εδώ και 50 χρόνια ότι η χρησιμοποίηση υβριστικών εκφράσεων που απευθύνονται σε απεργοσπάστες είναι μεν «ασφαλώς οξείαι αλλά αποτελούν έντονον εκδήλωσιν πικρίας και κείνται εις τα πλαίσια των συνήθων μαχητικών εκδηλώσεων των απεργών, οι οποίοι είναι φυσιολογικόν και εύλογον να προσπαθούν να προσελκύσουν (και ουχί να εκβιάσουν) και άλλους εργάτας εις την απεργίαν των….» (ΜονΠρΘηβ 304/1977, ΔΕΝ 1978, 194).
Σήμερα τα επιχειρήματα της ιδιοκτησιακής αντίληψης στην εκμετάλλευση επιστρατεύονται και πάλι ως λογική συνέπεια μιας σταδιακής κοινωνικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης, μιας συστηματικής ιδεολογικής προπαγάνδας σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, στα μέσα ενημέρωσης, μέσα στους χώρους δουλειάς. Επιστροφή και πάλι στον ν. 330/1976 (άρθρο 40 παρ. 4β) που προέβλεπε ειδικές αυστηρές ποινικές κυρώσεις, ο οποίος καταργήθηκε με τον ν. 1264/1982! Και αφού ο εργοδότης αναγνωρίζεται στις μέρες μας ως μοναδικός και απόλυτος αφέντης του χώρου δουλειάς, αφού ντύθηκαν οι έντονες και πάντα παρούσες ταξικές συγκρούσεις τον μανδύα του κοινωνικού εταιρισμού και της συναίνεσης με νεολογισμούς και ουδέτερους όρους ώστε να μην προκαλούν τον κοινωνικό αντίπαλο, έρχεται ο νομοθέτης να επικυρώσει την εργοδοτική κυριαρχία με ένα πραγματικό μένος εναντίον των απεργών. Οι παραβάτες απεργοί θα τιμωρούνται σκληρότερα από κάθε άλλο δράστη. «Φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 200 ημερησίων μονάδων, οριζομένης της τιμής εκάστης ημερησίας μονάδας σε 25 ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη». Ενώ το άρθρο 57 Π.Κ. ορίζει το ανώτατο όριο της χρηματικής ποινής το οποίο δεν πρέπει να ξεπερνά τις 360 ημερήσιες μονάδες (όταν απειλείται αθροιστικά και ποινή στερητική της ελευθερίας), στην προκειμένη περίπτωση σε μια εντυπωσιακή αλλαγή του μοντέλου που υιοθετεί ο νομοθέτης, θέτει όχι το ανώτατο αλλά το κατώτατο όριο χρηματικής ποινής, χωρίς επίσης να διευκρινίζει ποιο είναι το ανώτατο. Σημειώνεται ότι ακόμα και σε κακουργήματα τίθεται ανώτατο και όχι κατώτατο όριο χρηματικής ποινής. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι ενώ το άρθρο 57 παρ. 3 Π.Κ., που ρυθμίζει τις χρηματικές ποινές, ορίζει ότι το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας κυμαίνεται από 1 έως 100 ευρώ, με το υπό ψήφιση νομοθέτημα αφαιρείται η σχετική κρίση από τα δικαστήρια και ορίζεται ex lege ένα ελάχιστο ποσό χρηματικής ποινής τα 5.000 ευρώ (200 μονάδες x 25 ευρώ). Το κρεσέντο νομοθετικής σκληρότητας απέναντι στους απεργούς κορυφώνεται με το τελευταίο εδάφιο: «Σε περίπτωση υποτροπής τα ανωτέρω ελάχιστα όρια διπλασιάζονται». Δεν διευκρινίζεται εάν διπλασιάζονται μόνο οι ημερήσιες μονάδες και άρα η χρηματική ποινή φτάνει τα (400x25) 10.000 ευρώ ή διπλασιάζεται και η τιμή της ημερήσιας μονάδας σε 50 ευρώ και συνεπώς η ελάχιστη χρηματική ποινή που θα καταβάλλουν οι απεργοί διαμορφώνεται σε (400x50) 20.000 ευρώ. Είναι πλέον προφανές ότι η χρηματική ποινή σε βάρος των απεργών θα είναι μεγαλύτερου ύψους και από τις χρηματικές ποινές που επιβάλλονται στα κακουργήματα, σε μια προφανέστατη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και σε μια σαφή προσπάθεια εκφοβισμού κάθε μορφής αγώνα απέναντι στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες.
*Δ.Ν.-εφέτης, μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου