Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ Ματίας Κόρμαν βρίσκεται σήμερα στην Αθήνα για να υπογράψει Μνημόνιο Κατανόησης με την κυβέρνηση για τη δημιουργία κέντρου του Οργανισμού στην Κρήτη. Στο πλαίσιο αυτό έγινε και η παρουσίαση της έκθεσης του ΟΟΣΑ, που ακτινογραφεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας όπως διαμορφώθηκε την τελευταία τριετία.
Παρά την επικοινωνιακή αξιοποίησή της από την κυβέρνηση και τις στρογγυλές, διπλωματικές διατυπώσεις της έκθεσης, τα βασικά ευρήματα της μελέτης του οργανισμού δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς και ανάλογου ύφους είναι και οι συστάσεις του.
Μεταξύ άλλων ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα περιοριστεί από το 5,1% του 2022 σε 1,1% το 2023 και 1,8% το 2024, κι αυτό παρά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί μόλις 0,5% φέτος, από 8% πέρσι και η συνολική εγχώρια ζήτηση θα διευρυνθεί κατά 0,9% το 2023, από 6,6% το 2023.
Ο ΟΟΣΑ προβλέπει επιβράδυνση του πληθωρισμού από το 9,6% το 2022 στο 3,7% φέτος και στο 2,3% του 2024, έλλειμμα 2,6% του ΑΕΠ το 2023 και 1,7% το 2024 και εκτίναξη των αποδόσεων των δεκαετών κρατικών ομολόγων από το μέσο 3,6% του 2022 στο 6,5% και 6,4% φέτος και το 2024 αντίστοιχα ενώ τα επιτόκια των τρίμηνων εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, που είναι το βασικό μέσο βραχυπρόθεσμου δανεισμού, αυξάνονται από 0,5% το 2022 σε 3,8% και 3,9% τα επόμενα δυο χρόνια.
Σχεδόν στο 10% του ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί φέτος και το 2024 το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Η απασχόληση θα αυξηθεί μόλις κατά 1,1% φέτος από 6,2% το 2022 και η ανεργία σταθεροποιείται στο 11,5% τα επόμενα δυο χρόνια.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνει τη μεγάλη επιβράδυνση της μετά Covid-19 ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας λόγω της ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, σημειώνει ως πρόσθετο μακροχρόνιο εμπόδιο τον πολύ χαμηλό ρυθμό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα, συστήνει υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα όλη την τρέχουσα δεκαετία, ενώ αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του στην ανάγκη να ενθαρρυνθεί ο καθορισμός των μισθολογικών αυξήσεων μέσω κλαδικών συλλογικών συμβάσεων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ολόκληρη την έκθεση ΟΟΣΑ (στα αγγλικά).
-ΣΧΕΤΙΚΟ με την Ελληνική Οικονομία και το ακόλουθο:
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Ελληνική Στατιστική Αρχή) για το εμπορικό ισοζύγιο του Νοεμβρίου. Το έλλειμμα παραμένει στα… γνωστά υψηλά επίπεδα, αλλά για πρώτη φορά παρουσιάζεται σαφής κάμψη των εισαγωγών, μετά την οριακή κάμψη των εισαγωγών σε σχέση με τα αντίστοιχα μεγέθη του Οκτωβρίου. Το γεγονός αυτό είναι ένδειξη εισόδου σε φάση επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας από τον μήνα Νοέμβριο.Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ:
■ Οι εισαγωγές μειώθηκαν τον Νοέμβριο του 2022 σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα Οκτώβριο κατά 313,5 εκατ. ευρώ (από 8.806,3 σε 8.492,8 εκατ. ευρώ) και οι εξαγωγές κατά 15,5 εκατ. ευρώ.
■ Ετσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τον Νοέμβριο του 2022 μειώθηκε σε σχέση με τον Οκτώβριο κατά 298 εκατ. ευρώ (από 4.050,9 εκατ. ευρώ, σε 3.752,9 εκατ. ευρώ).
■ Οι εισαγωγές αυξήθηκαν τον Νοέμβριο του 2022 σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2021 κατά 23,5% ενώ οι εξαγωγές κατά 20,4%.
Διαρθρωτικό
Το υψηλό έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου είναι ο πυρήνας του -συνολικότερου- ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που το 2022 αναμένεται να κλείσει σε πολύ υψηλά επίπεδα (άνω του 8% του ΑΕΠ). Εχει επίμονο και συστηματικό χαρακτήρα, αλλά και αυξητική τάση όλα τα τελευταία χρόνια και ο λόγος είναι απλός: υπό «φυσιολογικές» συνθήκες, δηλαδή υπό συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, οι εισαγωγές αυξάνονται ταχύτερα, και μάλιστα προϊόντων των ετών πολύ ταχύτερα, σε σχέση με τις εξαγωγές.
Τα τελευταία χρόνια η αυξητική τάση των εξαγωγών είναι σημαντική, αλλά είναι όλο και πιο αδύναμη να αντισταθμίσει την αυξητική τάση των εισαγωγών. Η εμπειρία του 2020, έτους βαθιάς ύφεσης της ελληνικής -και όχι μόνο- οικονομίας λόγω της επιβολής του λοκντάουν εξαιτίας της πανδημίας, είναι εύγλωττη: μόνο τους δύο πρώτους μήνες της βαθιάς ύφεσης, τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2020, είχαμε εμπορικό πλεόνασμα, επειδή σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης αντιστρέφεται η σχέση εισαγωγών-εξαγωγών: οι εισαγωγές μειώνονται ταχύτερα απ’ ό,τι οι εξαγωγές.
Ο Νοέμβριος του 2022 είναι ο πρώτος μήνας που παρατηρείται ξανά κάτι τέτοιο, με τη μορφή «προδρομικού» φαινομένου της προβλεπόμενης σημαντικής επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2023.
Αυτή η σχέση μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών (στην ανάπτυξη να αυξάνονται ταχύτερα οι εισαγωγές σε σχέση με τις εξαγωγές και στην επιβράδυνση-ύφεση να μειώνονται ταχύτερα οι εισαγωγές σε σχέση με τις εξαγωγές) αποκαλύπτει ότι το υψηλό εμπορικό έλλειμμα είναι διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας.
Τουρισμός και εξαγωγές καυσίμων «σώζουν την κατάσταση»
Η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν δεν υπήρχε το αξιόλογο αντιστάθμισμα από τις εξαγωγές καυσίμων (προϊόντα επεξεργασίας πετρελαίου και δευτερευόντως… φυσικό αέριο), που αποτελεί με συνέπεια δυναμικό εξαγωγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. Από το σύνολο των εξαγωγών ύψους 4.739,9 εκατ. ευρώ τον Νοέμβριο, τα 1.548,4 εκατ. ευρώ οφείλονται στις εξαγωγές καυσίμων, που αντιστοιχούν στο 32,7% των συνολικών εξαγωγών!
Στο συνολικότερο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, την «κατάσταση σώζει» το ισοζύγιο υπηρεσιών, κοινώς τα έσοδα από τον τουρισμό. Ετσι, οι εξαγωγές καυσίμων και τα έσοδα από τον τουρισμό είναι τα δύο βασικά αντισταθμίσματα, το πρώτο του εμπορικού ελλείμματος και το δεύτερο του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου