«Στο λεξιλόγιό μας πρέπει να ξαναμπεί η λέξη “αντίσταση”»
Τι σήμαινε για τη νεολαία στη διάρκεια της δικτατορίας 1967-1974 να αναζητά παράνομα όπλα, να κατασκευάζει εκρηκτικά και να προκαλεί εκρήξεις βομβών μικρής ισχύος σε κεντρικά ξενοδοχεία, σε αυτοκίνητα ξένων αποστολών, σε πρακτορεία της Ολυμπιακής Αεροπορίας, σε καταστήματα της American Express, στην Αμερικανική Βιβλιοθήκη, σε εργοστάσια κ.α.
Τι σήμαινε για έναν ανερχόμενο λαμπρό οικονομολόγο 38 ετών να σκάει μια βόμβα στα χέρια του και να αναλαμβάνει το πολιτικό κόστος για την αντίστασή του στο αυταρχικό καθεστώς της χώρας του, ενώ η πλειονότητα της κοινωνίας γύρω του επιδείκνυε παθητικότητα;
Γιατί νέες και νέοι που προέρχονταν από τους πολιτικούς χώρους του Κέντρου και της Αριστεράς υιοθέτησαν τους τρόπους της «δυναμικής αντίστασης» ενάντια στη χούντα; Ηλπιζαν ότι θα τη γλίτωναν, αλλά η εξουσία ήταν πανίσχυρη με μηχανισμούς τελειοποιημένους ύστερα από τόσα χρόνια σκληρής δεξιάς διακυβέρνησης. Το ρίσκο που πήραν ήταν πολύ μεγάλο, διότι δεν είχαν την κατάλληλη πείρα και διότι δεν υπήρχε κίνημα να τους πλαισιώσει.
Με τις στοχευμένες συλλήψεις που έκανε τις πρώτες μέρες της επιβολής της, η χούντα είχε εξουδετερώσει κάθε δυνατότητα αντίστασης. Εξι χιλιάδες πρόσωπα δοκιμασμένα στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες, συνδικαλιστές, βουλευτές, δημοσιογράφοι κ.ά., είχαν οδηγηθεί στη Γυάρο και μια άλλη μερίδα με ακτινοβολία και διασυνδέσεις είχε διαφύγει στο εξωτερικό. Η νεότερη γενιά έμεινε πίσω, σε ένα τοπίο σκοτεινό όπου δεν υπήρχαν περιθώρια μαζικής αντίδρασης. Αλλά δεν αδράνησε. Και το πλήρωσε με συλλήψεις, κτηνώδη βασανιστήρια, φυλακίσεις, βλάβες στην υγεία και τραύματα στην ψυχή της.
Ιδωμένα τα πράγματα από τη σημερινή προοπτική, ίσως το πιο προβληματικό να είναι το πέπλο σιωπής που κάλυπτε αυτή την ιστορία μετά το 1974 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Και ενώ τα «Παιδιά της δικτατορίας» απέκτησαν πρόσφατα (2015) το πολιτισμικό πορτρέτο τους με την ομότιτλη μελέτη του ιστορικού Κωστή Κορνέτη, εστιασμένη στη «μακρά δεκαετία του ΄60 στην Ελλάδα», αυτός καθαυτός ο αντιδικτατορικός αγώνας εντός των τειχών ούτε είχε αναλυθεί σε βάθος ακαδημαϊκά με τις συνέπειές του ούτε ποτέ τιμήθηκε επίσημα όπως η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μέχρι σήμερα.
Με αυτό το θέμα αναμετριέται ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής Κοινωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που ολοκλήρωσε την πρώτη σε βάθος μελέτη γι’ αυτή την υπόθεση, με τίτλο «Δυναμική Αντίσταση. Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Το βιβλίο του τραβά την κουρτίνα της δαιμονοποίησης και της αποσιώπησης της πολιτικής βίας-που-απαντά-στην κρατική βία ενός αυταρχικού καθεστώτος. Επιπλέον, αποκαθιστά τη σημασία της αντίστασης στη δικτατορία των συνταγματαρχών που εκείνη η γενιά προέβαλε, χωρίς –όπως επισημάνθηκε και από άλλους ιστορικούς– να περάσει το «κατώφλι του αίματος».
Ταυτόχρονα, συμβάλλει ουσιαστικά στην ιστορική έρευνα ρίχνοντας φως στην ανάδυση, στη διαμόρφωση και στον μετασχηματισμό της υποκειμενικότητας των ανθρώπων που αποφάσισαν να εμπλακούν στον αγώνα ενάντια στη χούντα. Και διαλύει τη σύγχυση που κυριάρχησε στη Μεταπολίτευση για την υποτιθέμενη συνάφεια της «δυναμικής αντίστασης» είτε με τα ένοπλα αντάρτικα πόλης, όπως εκείνα που έδρασαν σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, είτε με τη δράση τρομοκρατικών ομάδων σε σύγχρονες δημοκρατίες.
«Πολλοί εισέπραξαν το πραξικόπημα ως ήττα της Αριστεράς που δεν μπόρεσε να το αποτρέψει», σχολιάζει ο συγγραφέας στην «Εφ.Συν.». «Με δεδομένο ότι τις εβδομάδες πριν από τις εκλογές του 1967 υπήρχαν έντονες φήμες πως σχεδιαζόταν πραξικόπημα, θα περίμενε κανείς ότι η Αριστερά, η οποία είχε παράδοση στην παρανομία λόγω των διώξεων, που είχε υποστεί, θα προετοιμαζόταν γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Από την άλλη όμως πλευρά, πώς να σταματήσεις τα τανκς;
Τελικά, ακριβώς το γεγονός ότι δεν υπήρχαν περιθώρια μαζικής αντίδρασης ώθησε μικρές ομάδες να προβούν σε συμβολικές ενέργειες ενάντια στο καθεστώς. Αν και πολλές ομάδες υιοθετούσαν στις διακηρύξεις τους μια επαναστατική ρητορική, οι ενέργειες δεν προκαλούσαν παρά μικρές υλικές καταστροφές. Αυτό συνέβη γιατί κανείς δεν πίστευε ότι με αυτές τις ενέργειες θα έπεφτε το καθεστώς, και επιπλέον δεν ήθελαν να προκαλέσουν ανθρώπινα θύματα. Αυτό που τους ωθούσε ήταν η έννοια του χρέους απέναντι στους συντρόφους τους και την ελληνική κοινωνία και, από την άλλη, ήταν η έννοια της αξιοπρέπειας: η ανάγκη να προβάλουν την υποκειμενικότητά τους απέναντι σε ένα αυταρχικό και αντιδημοκρατικό καθεστώς».
Η μελέτη φωτίζει τη μεγάλη συμμετοχή του κεντρώου χώρου στη δυναμική αντίσταση [δραστήριες οργανώσεις ήταν π.χ. η «Δημοκρατική Αμυνα» με έναν αξιόλογο πυρήνα διανοούμενων και στη Θεσσαλονίκη, το «Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα» (ΠΑΚ), το «Ελληνικό Δημοκρατικό Κίνημα»], καθώς και την ανάδειξη μιας πληθυντικής Αριστεράς που δημιούργησε αντίστοιχες ποικίλες συσσωματώσεις [π.χ. το «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ), το «Κίνημα 20 Οκτώβρη», η «Λαϊκή Επαναστατική Αντίσταση», η ομάδα «Αρης» του «Ρήγα Φεραίου»]. Αλλωστε, ειδικότερα το ορθόδοξο ΚΚΕ, μετά τη διάσπαση του 1968, καθώς και ένα μέρος της επαναστατικής Αριστεράς κράτησαν αυστηρά μια θέση ενάντια στη δυναμική αντίσταση, προτάσσοντας την αναγκαιότητα μαζικών κινητοποιήσεων.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Βόγλης δεν αναφέρεται γενικά στην «ελληνική κοινωνία» αλλά εστιάζει σε υποκειμενικότητες. Παρακολουθεί πώς αυτές διαμορφώθηκαν στο ζοφερό πλαίσιο, μέσα από ποιες περίπλοκες διαδικασίες μετασχηματίστηκαν, φωτίζει το ζήτημα της προσωπικής επιλογής… Σε αυτό το ευαίσθητο πεδίο αποδεικνύεται πόσο σημαντικό είναι το ότι δεν έχει μια «αστυνομική αντίληψη της Ιστορίας», δεν ενδιαφέρεται να καταρτίσει λίστες με ονόματα και ενέργειες, αλλά να εμβαθύνει σε στάσεις ζωής όπως αυτές αναπροσανατολίζονται μετά την επιβολή της δικτατορίας. Οπως εξηγεί:
«Αλλάζει η καθημερινότητα, οι προτεραιότητες, οι σχέσεις, αυτών των ανθρώπων. Ανατρέπεται το πώς φαντάζονταν τον εαυτό τους να εξελίσσεται στο μέλλον, δηλαδή τις σπουδές, την εργασία, τη δημιουργία οικογένειας ή τη συμμετοχή τους στην πολιτική. Γυναίκες και άντρες μπαίνουν σε μια διαδικασία να κάνουν πράγματα που κινούνται στο μεταίχμιο της παρανομίας και της νομιμότητας ή και τελείως στην παρανομία. Και δεν είμαι σίγουρος ότι ήταν προετοιμασμένες/οι για κάτι τέτοιο.
Στον χώρο της Αριστεράς, η νεολαία μπορεί να μην είχε γνωρίσει τον Εμφύλιο, όμως γνώριζε το βάρος και την αδυναμία που προκαλεί η συνθήκη της ήττας. Στον χώρο του Κέντρου δεν βάραινε η αίσθηση της ήττας, υπήρχε όμως η αίσθηση της ματαίωσης των ελπίδων και των σχεδίων για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Αυτός ακριβώς ο εκδημοκρατισμός μετατράπηκε εκείνη την εποχή σε ριζοσπαστικό πρόταγμα, το οποίο οδήγησε τη νεολαία σε σύγκρουση με το κράτος ήδη τον Ιούλιο του 1965, και για πολλούς ανθρώπους αποτέλεσε το προανάκρουσμα για τη δυναμική αντίσταση. Ωστόσο η πολιτική βία στη δεκαετία του 1960 δεν ήταν κάτι ενιαίο και, βέβαια, δεν λειτούργησε σαν προθάλαμος για κάποια άλλη μορφή βίας αργότερα».
Ριζοσπαστικοποίηση
Ως ιστορικός, ο Πολυμέρης Βόγλης από τις αρχές του 2000 επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στη δεκαετία του ’40 και μελέτησε την κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου καθώς και την εμπειρία της φυλακής και της εξορίας για τους πολιτικούς κρατούμενους/ες στον Εμφύλιο. Ομως στη δικτατορία η κοινωνική δυναμική όσων επέλεξαν την πολιτική βία ήταν πολύ διαφορετική. Οπως παρατηρεί: «Στον Εμφύλιο, το ΚΚΕ ήταν κυρίαρχο στον χώρο της Αριστεράς.
Τη δεκαετία του ΄60 γίνονται όμως κατακλυσμιαίες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και αντίστοιχα αλλάζει και η Αριστερά. Αναδύεται μια Αριστερά “από τα κάτω”, που παίρνει πρωτοβουλίες χωρίς να περιμένει καθοδήγηση από την ηγεσία ή από κάποιον κομματικό μηχανισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο και η αντίσταση στη χούντα δεν οργανώνεται από κάποιο κέντρο, αλλά είναι αποτέλεσμα της αυτενέργειας, των πρωτοβουλιών νέων ανθρώπων που ριζοσπαστικοποιήθηκαν στο κλίμα της δεκαετίας του ’60».
Πέρα από την περίπτωση του Αλέκου Παναγούλη –που η απόπειρά του να δολοφονήσει τον δικτάτορα Παπαδόπουλο στις 13/8/1968 υπερέβαινε τα όρια της πολιτικής βίας των οργανώσεων εκείνης της εποχής– λίγες περιπτώσεις «δυναμικής αντίστασης» ενάντια στο καθεστώς είναι ευρύτερα γνωστές.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1970 ο Κύπριος Γιώργος Τσικουρής και η Ιταλίδα Μαρία Ελενα Αντζελόνι, που ήταν μέλη μιας ομάδας του «ΠΑΜ», επιχείρησαν να αφήσουν ένα αυτοκίνητο με εκρηκτικά στο πάρκινγκ της αμερικανικής πρεσβείας, αλλά βρήκαν τραγικό θάνατο καθώς το αυτοκίνητο εξερράγη ενώ οι ίδιοι ήταν μέσα. Χαρακτηριστική και η περίπτωση του οικονομολόγου Σάκη Καράγιωργα, μετέπειτα πρύτανη της Παντείου, που ήταν ο μόνος από τους «39» της «Δημοκρατικής Αμυνας» ο οποίος καταδικάστηκε το 1970 σε ισόβια. Αργότερα, υπήρξαν επιπλέον κάποια αναστοχαστικά αφηγήματα και μυθιστορήματα γραμμένα από εμπλεκόμενα πρόσωπα, όπως το 1983, το «Μια ιστορία της νύχτας» του Τ. Δαρβέρη, παλιού μέλους της «Λαϊκής Πάλης» ή, το 2008, το «Πριν και μετά τα τείχη» του Σωτήρη Χαλικιά, μέλους της Ομάδας «Αρης» του «Ρήγα Φεραίου».
Είναι λοιπόν σημαντικό το ότι ο Βόγλης κατάφερε να πείσει έναν μεγάλο αριθμό από τους πρωταγωνιστές της δυναμικής αντίστασης να σπάσουν τη σιωπή τους σε καίριες προφορικές συνεντεύξεις. Δεκατέσσερις –μεταξύ τους ο Δημοσθένης Δώδος, ο Γεράσιμος Νοταράς, ο Νίκος Μανιός, η Χριστίνα Αγριαντώνη– καταγράφονται επώνυμα στο βιβλίο, που παρακολουθεί και τους προβληματισμούς τους, όπως εξελίχθηκαν μέχρι σήμερα. Διότι την πολιτική βία ενάντια στη δικτατορία οι περισσότεροι/ες την πλήρωσαν με βαρύ τίμημα όχι μόνο τότε, αλλά και μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας…
«Η σιωπή όσων συμμετείχαν σε πράξεις δυναμικής αντίστασης δεν δηλώνει κάποια συστολή τους αλλά μάλλον την επιθυμία αποστασιοποίησής τους», εξηγεί ο συγγραφέας. «Είναι η συνέπεια της στοχοποίησής τους από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι ήδη από τα μέσα του ’70 τούς τσουβάλιαζαν με κάθε αφορμή ως υποψήφια μέλη ή στελέχη τρομοκρατικών οργανώσεων. Η νεολαία που πήρε το ρίσκο της δυναμικής αντίστασης αντιμετωπίστηκε ως ύποπτη για σχέσεις με τη 17Ν ή και για ενέργειές της. Αλλά ήταν και η στάση των κομμάτων όπως εξελίχθηκε στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, που την ώθησε να σιωπήσει. Το ΠΑΣΟΚ π.χ. και η Αριστερά θεωρούσαν ότι σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν συνάδει με το μεταπολιτευτικό συμβόλαιο ένα προφίλ συνδεδεμένο με τις βόμβες ενάντια στη χούντα…
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συλλογική μνήμη πέρασε μόνο η εικόνα του τανκ που ρίχνει την πόρτα του Πολυτεχνείου προχωρώντας προς τους άοπλους φοιτητές και τις φοιτήτριες. Ομως είχε προηγηθεί μια θερμή νύχτα βίαιων συγκρούσεων στα οδοφράγματα γύρω από το Πολυτεχνείο, με μολότοφ από την πλευρά των φοιτητών. Αλλά ακόμη κι αυτές οι συγκρούσεις αποσιωπήθηκαν».
Γιατί όμως στη Μεταπολίτευση λειάνθηκαν οι γωνίες της φοιτητικής εξέγερσης στο Πολυτεχνείο; Γιατί αποσιωπήθηκε η δυναμική αντίσταση απέναντι στη χούντα; Σχεδόν μισόν αιώνα μετά τα γεγονότα, το βιβλίο του Βόγλη εισδύει στην ψυχή εκείνων των χρόνων, αποκαθιστά τη θερμοκρασία των γεγονότων, δίνει φωνή σε εκείνους και εκείνες που έπαιξαν με τη φωτιά – επώνυμους ή αφανείς. Και δημιουργεί επιτέλους τους όρους για να συζητηθεί αναστοχαστικά το ζήτημα της πολιτικής βίας σε συνθήκες δικτατορίας. Παράλληλα, προκαλεί και καινούργια ερωτήματα.
«Πράγματι προκύπτει ένα θέμα που μάλλον χρειάζεται ένα άλλο βιβλίο για να συζητηθεί», σημειώνει ο ίδιος. «Διότι γενικότερα στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα η έννοια της αντίστασης υποβαθμίζεται – η αντίσταση δηλώνει την απόρριψη της κυρίαρχης συνθήκης, και με αυτή την έννοια η εναντίωση “βλάπτει”. Αυτή η μετακίνηση του φακού αποτυπώνεται στην εισαγωγή των εννοιών της “ανθεκτικότητας” και της “προσαρμοστικότητας” στη λιτότητα, στον αυταρχισμό κ.ο.κ.
Αυτό είναι σήμερα το αίτημα των ελίτ. Με άλλα λόγια στη θέση της αντίστασης πριμοδοτείται η ανθεκτικότητα – λέξη του νεοφιλελεύθερου στρατοπέδου. Ομως αλίμονό μας εάν το πρόταγμα της ελληνικής κοινωνίας είναι η “ανθεκτικότητα” και η “προσαρμοστικότητα”. Το δικαίωμα στην αντίσταση δεν παραγράφεται. Αν δεν εναντιωθείς στις πολιτικές λ.χ. της ανισότητας που επιβάλλονται, αποδέχεσαι τις ανισότητες. Η αντίθεση είναι δικαίωμα, και γι’ αυτό πρέπει να ξαναμπεί στο λεξιλόγιό μας η λέξη “αντίσταση”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου