14 Μαΐου 2022

Πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), για τα «υπερκέρδη» των εταιρειών Ενέργειας: Από τα υπερκέρδη στις υπερεκπτώσεις στους παρόχους

Κατατέθηκε στη Βουλή την Πέμπτη το πολυαναμενόμενο πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), για τα «υπερκέρδη» των εταιρειών Ενέργειας. Όπως προκύπτει από τις 86 σελίδες του επίσημου πορίσματος, η ΡΑΕ εκτιμά αυτήν την «αυξημένη κερδοφορία» σε 927 εκατ. ευρώ ενώ «θυμήθηκε» και 67 εκατ. ευρώ αισχροκέρδειας πριν από ενάμιση χρόνο. Κάπου εδώ όμως, αρχίζουν οι αστερίσκοι, οι εκπτώσεις προς τους παρόχους και τα πολύ σοβαρά ερωτήματα, που αγγίζουν ακόμα και τον τρόπο υπολογισμού των κερδών, με την Αρχή να ακολουθεί ουσιαστικά υποδείξεις της κυβέρνησης, τις οποίες κρίνει λίγες σελίδες πιο πάνω ως «μη αντιπροσωπευτική μεθοδολογία».
  
Aris Oikonomou/ SOOC

του Θάνου Καμήλαλη

Από τον Μάρτιο, ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, υπό την αυξανόμενη πίεση της αγανάκτησης από τις αδιανόητες αυξήσεις στους λογαριασμούς Ενέργειας, υποσχέθηκε στη Βουλή πως θα «φορολογήσει τα υπερκέρδη» των εταιρειών, φτάνοντας στο σημείο να κάνει λόγο και για «φορολόγηση του 90% των υπερκερδών». Την απάντηση στο πόσα είναι αυτά τα «λεγόμενα υπερκέρδη», πώς ορίζονται και πώς διαφέρουν από το (κατά τα φαινόμενα απόλυτα… δίκαιο σε περιόδους τέτοιας κρίσης) κέρδος, υποτίθεται ότι θα την έδινε το πολυδιαφημισμένο και πολυαναμενόμενο πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.

Το πόρισμα κατατέθηκε σήμερα, Πέμπτη 12 Μαΐου στη Βουλή, κατά την ακρόαση του Προέδρου της Αρχής, Θανάση Δαγούμα στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Η ανάγνωση του πλήρους κείμενου όμως, δημιουργεί πολλά ερωτήματα και σοβαρές ενστάσεις.

Καταρχάς, όπως αναφέρει η ΡΑΕ στη σύνοψη του πορίσματος, μόλις πριν δύο εβδομάδες, στις 28 Απριλίου συγκεκριμένα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος της έστειλε μία επιστολή, με την οποία ζήτησε να υπολογιστούν τα οικονομικά αποτελέσματα των παρόχων για το 2021 και αυτά να συγκριθούν με αυτά του 2019 και 2020, ώστε να βρεθούν με αυτόν τον τρόπο τα λεγόμενα υπερκέρδη.

Η ΡΑΕ απαντάει ωστόσο, μέσα στο πόρισμα, στην κυβερνητική υπόδειξη, λέγοντας πως αυτό δεν είναι η κατάλληλη μεθοδολογία. «Η Αρχή δεν θεωρεί ότι η σύγκριση των οικονομικών καταστάσεων με αυτά των προηγούμενων ετών αρκεί ως η πλέον αντιπροσωπευτική μεθοδολογία για την εξέταση της  πιθανής αυξημένης κερδοφορίας κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης» τονίζει η ΡΑΕ, εξηγώντας συνοπτικά στη συνέχεια τους λόγους που κάτι τέτοιο θα ήταν λανθασμένο. Ένας από αυτούς είναι ότι «κάθε δραστηριότητα πρέπει να εξετάζεται διακριτά όπως επιβάλλει η θεμελιώδης διάκριση  των αγορών ώστε να αποφεύγονται στρεβλώσεις μέσω της υιοθέτησης στρατηγικών  συμπεριφορών από τους καθετοποιημένους συμμετέχοντες».

Το «παράδοξο» όμως εδώ είναι ότι στη συνέχεια, η ΡΑΕ εξηγεί τον δικό της τρόπο υπολογισμού των υπερκερδών, ο οποίος όμως επίσης βασίζεται στη σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους. Δεδομένου ότι η ίδια Αρχή εξέφρασε αντιρρήσεις στην πρόταση της κυβέρνησης για συγκρίσεις με προηγούμενα έτη, δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για το αν αυτή η πρακτική είναι «η πλέον αντιπροσωπευτική».

Η χρονική περίoδoς που εξέτασε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας αφορά το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2021 μέχρι «τα διαθέσιμα στοιχεία του Μαρτίου του 2022 και τα υπερκέρδη των εταιρειών εμφανίζονται να είναι συνολικά 927 εκατομμύρια ευρώ.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε μία περίοδο τέτοιας «ενεργειακής κρίσης», από «εξωγενείς παράγοντες», όπως ψευδώς υποστηρίζεται, ακόμα και ο όρος «υπερκέρδη» είναι προβληματικός. Γιατί συνηγορεί στο ότι είναι δίκαιο και θεμιτό να υπάρχουν «σκέτα» κέρδη, όπως ακριβώς την προηγούμενη χρονιά και η εταιρεία να μπορεί να διατηρεί αμετάβλητη, στη χειρότερη των περιπτώσεων, την κερδοφορία της, την ώρα που οι πολίτες υποφέρουν από την προσπάθεια να πληρώσουν για ένα κοινωνικό αγαθό.

Ωστόσο υπάρχει σειρά προβλημάτων που δείχνει ότι ο αριθμός είναι ακόμα μεγαλύτερος. Το πρώτο είναι ότι δεν έχει μετρηθεί ο Απρίλιος, ενώ η ΡΑΕ αυθαίρετα έχει ορίσει ως αφετηρία της «ενεργειακής κρίσης» τον Οκτώβριο του 2021. Οι αυξήσεις όμως, είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο ίδιο πόρισμα, η ΡΑΕ σημειώνει ότι «όπως είναι γνωστό, το φθινόπωρο του 2021, οι τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη αυξήθηκαν  σε πρωτοφανή επίπεδα, σημειώνοντας τον Οκτώβριο αύξηση έως και 400% σε σχέση με τον Απρίλιο του ίδιου έτους και συμπαρασύροντας τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας».

Σε επόμενο σημείο, η ΡΑΕ γράφει ότι τον Νοέμβριο του 2021 «αναμενόταν η αποκλιμάκωση των τιμών φυσικού αερίου από τον Απρίλιο του 2022, εκτίμηση που ανατράπηκε τον Φεβρουάριο λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία». Καταρρίπτεται δηλαδή και από τη Ρυθμιστική Αρχή το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι «για όλα φταίει η ρωσική εισβολή και ο πόλεμος». Αυτή η αλματώδης αύξηση του φυσικού αερίου έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στην Ελλάδα (παρά το ότι η ΡΑΕ το παραλείπει), λόγω της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, όπου εισάγεται το 100% της ενέργειας.

Όπως σχολίασε σχετικά ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος «παραλείπεται το τρίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου Σεπτεμβρίου του 2021 ενώ η μέση μηναία τιμή χονδρικής είχε ήδη εκτοξευτεί από τον Ιούλιο του 2021». Πρόσθεσε ότι «απουσιάζει ο υπολογισμός των ουρανοκατέβατων κερδών των ΑΠΕ. Ενώ ακόμη και η Κομισιόν μιλάει για ουρανοκατέβατα κέρδη των ΑΠΕ, στην Ελλάδα η κυβέρνηση και η ΡΑΕ δεν τα υπολογίζουν, ενώ στην Ισπανία η κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτά καλύπτουν σχεδόν το 30% των λογαριασμών». ενώ «απουσιάζουν ακόμη τα στοιχεία για τα υπερκέρδη της αγοράς φυσικού αερίου ειδικά όταν η ΔΕΠΑ Εμπορίας που συμμετέχει το Ελληνικό Δημόσιο έκανε λόγο πριν από λίγους μήνες για ρεκόρ κερδοφορίας για το 2021»

Θολές εκπτώσεις στους παρόχους

Στη συνέχεια όμως, η Ρυθμιστική Αρχή ξεκινάει ένα ψαλίδισμα των Υπερκερδών που η ίδια βρήκε, σε μεγάλο βαθμό βάσει εκτιμήσεων και όχι συγκεκριμένων στοιχείων. Γράφει συγκεκριμένα ότι «από την παράθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων προκύπτει ότι όλοι οι καθετοποιημένοι συμμετέχοντες εμφανίζουν ζημίες στην δραστηριότητα της Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας για το έτος 2021. Μέρος αυτών δύναται να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα α) των μακροχρόνιων  συμβάσεων με καταναλωτές Υψηλής Τάσης σε σταθερές τιμές, και β) της διατήρησης των  ανταγωνιστικών χρεώσεων στα σταθερά τιμολόγια Χαμηλής και Μέσης Τάσης που  προϋπήρχαν της ενεργειακής κρίσης, τα οποία ερμηνεύονται από τους καθετοποιημένους  Προμηθευτές ως «έμμεση παροχή εκπτώσεων» στους τελικούς καταναλωτές».

Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η ίδια η ΡΑΕ παραδέχεται εξαρχής στο πόρισμα ότι «δεν έχει την αρμοδιότητα (ούτε την επιστημονική εξειδίκευση) ορκωτού λογιστή  ώστε να σχολιάσει το ορθό και το εύλογο όλων των εγγραφών των οικονομικών καταστάσεων». Παράλληλα, δέχεται την ερμηνεία των παρόχων για «έμμεσες εκπτώσεις» στους καταναλωτές, χωρίς να ορίζεται αναλυτικά τι είδους είναι αυτές.

Για τη ΔΕΗ, οι εκπτώσεις αυτές καταγράφονται στα 335 εκατ. ευρώ, γεγονός που έδωσε στην ευκαιρία στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και φιλοκυβερνητικά μέσα να μετρούν τα υπερκέρδη μετά την αφαίρεση των στοιχείων της ΔΕΗ εμφανίζοντάς τα ως 591,43 εκατ. ευρώ.

Εδώ όμως συμβαίνει ίσως η πιο εμφανής λαθροχειρία της όλης υπόθεσης. Όπως αναφέρει το πόρισμα ως υποσημείωση, οι εκπτώσεις της ΔΕΗ περιλαμβάνουν και τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο. Διάστημα κατά το οποίο η ΡΑΕ δεν μετράει υπερκέρδη.


Θεωρείται βέβαιο ότι παρόμοια στοιχεία θα προσκομίσουν και οι ιδιώτες πάροχοι, προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν όσο το δυνατόν περισσότερο την αοριστία των «έμμεσων εκπτώσεων». Η ΡΑΕ μάλιστα σημειώνει ότι «οι καθετοποιημένοι προμηθευτές παρείχαν Σταθερά Τιμολόγια προ της ενεργειακής κρίσης, τα οποία εκτιμάται ότι αποτελούν περί το 5-20% των ποσοτήτων που  εκπροσωπούν». Το ακριβές ποσοστό δεν το γνωρίζει και δεν μας το λέει, ενώ Ρυθμιστική Αρχή και Υπουργείο Περιβάλλοντος ασπάζονται την άποψη των παρόχων ότι αυτά τα σταθερά τιμολόγια συνιστούν «εκπτώσεις» στους καταναλωτές. «Για τον τελικό προσδιορισμό του ύψους των επιπλέον εσόδων πρέπει να αφαιρεθούν από το παραπάνω ποσό οι έμμεσες εκπτώσεις που ο κάθε πάροχος έχει εφαρμόσει μέσα από τα σταθερά τιμολόγια που προσφέρει, και τα οποία η ΡΑΕ προσδιορίζει σε ένα εύρος μεταξύ 5%-20%. Μετά τον τελικό προσδιορισμό, σύμφωνα με τις υποδείξεις και τα στοιχεία της ΡΑΕ, η Κυβέρνηση θα προχωρήσει στην επιβολή του έκτακτου τέλους 90% στο ποσό αυτό» έσπευσε να διευκρινίσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος.

Κάπως έτσι φτάνουμε στον Υπουργό Ανάπτυξης που αναράγει πανηγυρικά άρθρα υπέρ των παρόχων στο twitter, τα οποία υποστηρίζουν ότι «άνθρακες ο θησαυρός των υπερκερδών».


Μέσα σε όλα αυτά, στην οργή των πολιτών στους πενταπλάσιους λογαριασμούς και τις καταγγελίες για αισχροκέρδεια και πιέσεις προς την Αρχή, η ΡΑΕ «θυμήθηκε» να αναφερθεί μετά από ενάμιση χρόνο, σε 67 εκατομμύρια από τον Οκτώβριο του 2020 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021,

«Η ΡΑΕ έχει εκτιμήσει ότι κατά το διάστημα Νοεμβρίου 2020 – Φεβρουαρίου 2021 οι παραγωγοί  ηλεκτρικής ενέργειας εισέπραξαν ποσά συνολικού ύψους περίπου 67 εκατ. ευρώ, τα οποία δεν  αντικατοπτρίζουν εύλογες ανάγκες και αποδοτική λειτουργία της αγοράς και τα οποία, δεδομένης και της πολύ δύσκολης συγκυρίας, πρέπει να επιστραφούν στην αγορά λιανικής  ή/και στους καταναλωτές»

Αυτή η αισχροκέρδεια βασίζεται στην έναρξη λειτουργίας του Τarget Model και κατά τη ΡΑΕ, μετά από σχετική της απόφαση «τροποποίησης» σταμάτησε. Η ΡΑΕ προτείνει μάλιστα σχετική νομοθετική ρύθμιση για την επιστροφή αυτού του ποσού.

Φτάνουμε λοιπόν από τη συζήτηση για τα υπερκέρδη  των παρόχων, με σειρά ρυθμίσεων όπως η Ρήτρα Αναπροσαρμογής (η οποία δεν αναφέρεται πουθενά) και το ιδιαίτερα βολικό γι αυτούς «Χρηματιστήριο Ενέργειας, σε μία προσπάθεια δημιουργίας… υπερεκπτώσεων, ώστε να εξαφανιστεί ένα ποσό που φαίνεται ότι υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ. Σίγουρα, δεν γίναμε ούτε σοφότεροι, ούτε πιο σίγουροι για την Αρχή που θεωρητικά, καλείται να ρυθμίσει την αγορά της Ενέργειας.

Εδώ ολόκληρο το 86σέλιδο πόρισμα της ΡΑΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου