Μαουρίτσιο Βίρολι
Γράφει ο Θανάσης Γιαλκέτσης
Η σημαντική άνοδος της Ακροδεξιάς σε μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες σηματοδοτεί άραγε μιαν «επιστροφή του φασισμού»; Γνωρίζουμε βέβαια ότι ένα ιστορικό φαινόμενο δεν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο. Εξάλλου, δεν μπορούμε να μιλάμε για «επιστροφή», αφού οι φασιστικές ή νεοφασιστικές ιδέες και τα αντίστοιχα κινήματα δεν είχαν εκλείψει ολικά ακόμη και μετά την ιστορική ήττα του 1945. Δεν «επιστρέφει» αυτό που ποτέ δεν είχε ξεριζωθεί εντελώς. Συχνά μάλιστα αναγεννιέται και εκδηλώνεται με νέες μορφές, χαμαιλεοντικά προσαρμοσμένες στις διαφορετικές ιστορικές καταστάσεις.
Στην Ιταλία, αμέσως μετά το 1945, οι νοσταλγοί του Μουσολίνι αναδιοργανώθηκαν και δημιούργησαν το Movimento Sociale Italiano (MSI), που με ηγέτη τον Τζόρτζιο Αλμιράντε εξασφάλισε κοινοβουλευτική παρουσία στα μεταπολεμικά χρόνια. Το 1994, το MSI μετασχηματίστηκε σε Alleanza Nazionale (ΑΝ) και με ηγέτη τον Τζιανφράνκο Φίνι συγκυβέρνησε με τον Μπερλουσκόνι. Από το ναυάγιο της AN προέκυψε, το 2012, το κόμμα Fratelli d’ Italia, του οποίου ηγείται η Τζόρτζια Μελόνι.
Το ακόλουθο άρθρο του Μαουρίτσιο Βίρολι, ομότιμου καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Il Fatto Quotidiano στις 17/12/21.
Πριν από μερικές μέρες, η Τζόρτζια Μελόνι ευχήθηκε ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας να είναι ένας πατριώτης. Επιτρέψτε μου να προσκαλέσω την αξιότιμη Μελόνι να σκεφτεί γύρω από μερικούς απλούς συλλογισμούς.
1. Να είμαστε πατριώτες σημαίνει να αγαπάμε την πατρίδα. Το να εξηγήσουμε τι θα έπρεπε να εννοούμε ως αγάπη για την πατρίδα απαιτεί μιαν εμβάθυνση που οι λίγες γραμμές αυτού του άρθρου δεν επιτρέπουν. Περιορίζομαι να παρατηρήσω ότι η αγάπη για την πατρίδα, στο πιο ευγενές νόημά της, είναι πρώτα απ’ όλα αγάπη για την ελευθερία ενός λαού.
2. Να αγαπάμε την ιταλική πατρίδα, αν οι λέξεις έχουν ακόμα κάποιο νόημα, σημαίνει επομένως να υπερασπιζόμαστε τη ζωή, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των Ιταλών. Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο να υποστηρίζουμε ότι αγαπούσε τους Ιταλούς εκείνος που τους σφαγίασε, τους έριξε άδικα στη φυλακή, τους ανάγκασε να εξοριστούν, τους αφαίρεσε τις θεμελιώδεις πολιτικές και προσωπικές ελευθερίες, τους έστειλε να σκοτωθούν σε επαίσχυντους αποικιακούς πολέμους, έκλεισε σε στρατόπεδα τους Εβραίους της Ιταλίας, έβαλε τους Ιταλούς στρατιώτες να μάχονται στο πλάι ενός εγκληματία όπως ο Χίτλερ, εξαπέλυσε τον εμφύλιο πόλεμο.
3. Οι φασίστες τα έκαναν όλα αυτά. Είναι πράγματα γνωστά, αλλά η επανάληψη είναι «μήτηρ πάσης μαθήσεως», έλεγαν οι υπομονετικοί δάσκαλοί μας. Προτού ακόμα ο Μουσολίνι κληθεί από τον αξιοκαταφρόνητο μονάρχη Βιτόριο Εμανουέλε Γ’ να σχηματίσει κυβέρνηση, οι φασίστες είχαν ήδη καταστρέψει σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές και λαϊκές τοπικές οργανώσεις και συνδικάτα, είχαν επιτεθεί βίαια σε αγωνιστές των αριστερών και δημοκρατικών κομμάτων. Οταν ανέβηκαν στην εξουσία, εφάρμοσαν την ποταπή μέθοδο της πολιτικής δολοφονίας.
Ο εφημέριος Τζιοβάνι Μιντσόνι κατακρεουργήθηκε στις 23 Αυγούστου 1923 από τις φασιστικές ομάδες δράσης του Ιταλο Μπάλμπο. Ο Τζιάκομο Ματεότι δολοφονήθηκε στις 10 Ιουνίου 1924 με εντολή του Μουσολίνι. Ο Τζιοβάνι Αμέντολα, που είχε δεχτεί πολλές επιθέσεις από τους φασίστες, εξέπνευσε στις 7 Απριλίου 1926. Ο Αντόνιο Γκράμσι καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια φυλακή και πέθανε στις 27 Απριλίου 1937. Οι αδελφοί Κάρλο και Νέλο Ροσέλι θανατώθηκαν από πληρωμένους δολοφόνους της φιλοφασιστικής οργάνωσης Cagoule στις 9 Ιουνίου 1937.
Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί. Στα χρόνια 1925 και 1926, η κυβέρνηση Μουσολίνι θέσπισε τους λεγόμενους «φασιστικούς νόμους», που αφαίρεσαν από τους Ιταλούς την ελευθερία του λόγου και του Τύπου, την ελευθερία να συνενώνονται σε πολιτικά κόμματα και συνδικάτα και το δικαίωμα της απεργίας. Δημιούργησε το ειδικό δικαστήριο για την υπεράσπιση του κράτους, με σκοπό να καταδιώκει τους αντιφασίστες σαν εγκληματίες. Μεταξύ των ετών 1931 και 1935, εξαπέλυσε μια βίαιη καταπίεση στην Κυρηναϊκή και τον κατακτητικό πόλεμο στην Αιθιοπία. Τον Σεπτέμβριο του 1938, θέσπισε τους περιβόητους ρατσιστικούς νόμους, που σκοπό τους είχαν να πλήξουν τους Εβραίους της Ιταλίας. Στις 10 Ιουνίου 1940, ο Μουσολίνι κήρυξε τον πόλεμο στην Αγγλία και την (ήδη ηττημένη) Γαλλία και έστειλε τους Ιταλούς να πεθαίνουν στην Αφρική, στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στη Ρωσία. Τον Σεπτέμβριο του 1943 ίδρυσε, με εντολή του Χίτλερ, την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία. Μια σειρά αληθινά εμβληματικών «πράξεων αγάπης» προς τους Ιταλούς και την Ιταλία.
«Ο φασισμός όμως έκανε και καλά πράγματα», λέει η θλιβερή επωδός που εδώ και μερικές βδομάδες ξανακούγεται πολύ συχνά. Τα λεγόμενα «καλά πράγματα» του φασισμού δεν ήταν τέτοια, για τον απλό λόγο ότι ο Μουσολίνι τα έκανε όχι για το καλό των Ιταλών, αλλά για να ενισχύσει τη συναίνεση στο καθεστώς· τη συναίνεση ανθρώπων από τους οποίους το ίδιο καθεστώς είχε αφαιρέσει την ελευθερία και επομένως τους είχε υποδουλώσει. Αν θα είχε θελήσει αληθινά το καλό των Ιταλών, ο φασισμός θα έπρεπε να είχε αποκαταστήσει την ελευθερία τους, το πιο πολύτιμο αγαθό, σε σχέση με το οποίο οι παροχές βοηθημάτων διάφορων ειδών είναι εντελώς ασήμαντες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά σιχαμερά δωράκια του αφέντη στους δούλους του.
4. Καθώς ο φασισμός έκανε περισσότερο κακό στους Ιταλούς από οποιοδήποτε άλλο καθεστώς, πώς μπορεί όποιος αγαπάει την Ιταλία και τους Ιταλούς να μην απεχθάνεται τον φασισμό; Πώς μπορεί, με άλλα λόγια, ένας πατριώτης να μην είναι και αδιάλλακτος αντιφασίστας; Σίγουρα στο προεδρικό αξίωμα πρέπει να αναδειχτεί ένας αληθινός πατριώτης. Και επειδή θα ήταν αληθινά παράλογο να έχουμε έναν πρόεδρο της Δημοκρατίας –ο οποίος έχει το συνταγματικό καθήκον να προστατεύει την εθνική ενότητα– που δεν αγαπά την ιταλική πατρίδα. Θα ήταν σαν να έχουμε στην προεδρία έναν σεσημασμένο, όπως ο Μπερλουσκόνι, φίλο προσώπων καταδικασμένων για διαφθορά ή και για μαφιόζικη δραστηριότητα. Τέλος, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι εγγυητής της εφαρμογής του Συντάγματος.
Το Σύνταγμά μας είναι αντιφασιστικό από το πρώτο άρθρο, που διακηρύσσει τη λαϊκή κυριαρχία, ώς τον τελευταίο κανόνα που απαγορεύει την ανασυγκρότηση του διαλυμένου φασιστικού κόμματος. Ενας πρόεδρος «πατριώτης», αλλά όχι αντιφασίστας, θα μπορούσε να είναι μόνον ένας εθνικιστής ή και κάποιος άθλιος, ικανός μόνο να ψελλίζει κενές φράσεις για την πατρίδα και τη φιλοπατρία.
* O Mαουρίτσιο Βίρολι είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου