Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την έναρξη της πανδημίας και όπως φαίνεται τα μέτρα για την αντιμετώπισή της δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Στο σύνολο των χωρών της ΕΕ διαπιστώνεται, την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, μια ανεξέλεγκτη αύξηση των κρουσμάτων, ενώ στην χώρα μας πλησιάζουμε συνολικά τους 18.000 νεκρούς, και τα 7.000 κρούσματα ημερησίως. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των πολιτών διακατέχεται από μια βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, τις φαρμακευτικές εταιρίες και τις πολιτικές ηγεσίες.
Για το τι έγινε και το τι δεν έγινε αυτό το διάστημα, έχουν γραφεί πολλά. Μια πλήρης καταγραφή βρίσκεται στο άρθρο του Νίκου Μπογιόπουλου: “Για τον “υποχρεωτικό” εμβολιασμό. Ναι στην Επιστήμη, όχι στους τσαρλατάνους – Ναι στην Δημοκρατία, όχι στον εκβιασμό”, Ημεροδρόμος 24/ 8/2021.
Με την πολιτικοποίηση της ιατρικής και την ιατρικοποίηση της πολιτικής επιχειρήθηκε να νομιμοποιηθεί η στρατηγική της επιβολής σκληρών και κάποιες φορές αντισυνταγματικών μέτρων, που στοχοποίησαν το άτομο μέσα από τις θεωρίες περί ατομικής ευθύνης και είχαν ως κοινό παρανομαστή, το διχασμό, το στιγματισμό, την τιμωρία και ενίοτε την διαπόμπευση όσων είχαν και έχουν διαφορετική άποψη.
Η αποτυχία της στρατηγικής της αυταρχικής επιβολής, ανέδειξε την αναγκαιότητα μιας άλλης στρατηγικής που θα βασίζεται στην παιδαγωγική της κοινότητας, στην συμμετοχή της κοινότητας και στην δημοκρατική διαχείριση.
Στο πλαίσιο αυτής της αναγκαιότητας, μεταξύ άλλων, αναδεικνύονται ζητήματα ενημέρωσης, αγωγής και ευαισθητοποίησης της κοινότητας και του ατόμου, που είναι καθοριστικά για την ουσιαστική αντιμετώπιση της πανδημίας.
Βέβαια, η επιλογή της μιας η της άλλης στρατηγικής (βλ. άρθρο, “πολιτικές διαχείρισης της πανδημίας” Ημεροδρόμος, 29/3/2021) είναι μια βαθιά πολιτική επιλογή που διαμορφώνεται πρωτίστως, από κοινωνικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς παράγοντες και αποτελεί μέρος της ευρύτερης κυβερνητικής πολιτικής.
Παρόλα αυτά, ακόμα και τώρα υπάρχει χρόνος ώστε χωρίς διχασμούς και προκαταλήψεις να δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη με την πανδημία, η οποία όπως φαίνεται ήρθε για να μείνει.
Το πρώτο που θα πρέπει να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της κοινότητας γενικά αλλά και ειδικά, στοχεύει στο να μειώσει τις αντιδράσεις και να ενισχύσει τις δράσεις.
Πρόκειται για βασική προϋπόθεση ώστε να στηριχθεί η αναγκαιότητα των εμβολιασμών, όχι ως πανάκεια, αλλά ως μέρος της συνολικής λήψης των απαραίτητων προστατευτικών μέτρων για εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους, που αφορούν στις συναθροίσεις, στην χρήση μάσκας, στις παρεμβάσεις στα ΜΜΜεταφοράς, στα ολιγομελή τμήματα στα σχολεία, στην ενίσχυση του ΕΣΥγείας και της πρωτοβάθμιας φροντίδας, του θεσμού του οικογενειακού γιατρού….
Αυτό σημαίνει ότι ο κύριος στόχος είναι το άτομο ως μέρος μιας κοινότητας, δηλαδή το κοινωνικό άτομο να έχει τον έλεγχο των δράσεων που απαιτείται να υλοποιηθούν.
Η κοινότητα αποκτά έτσι ενεργητικό ρόλο και σε καμία περίπτωση δεν γίνεται παθητικός δέκτης μηνυμάτων και δράσεων. Στην κοινότητα λοιπόν δεν κουνάμε το δάχτυλο, την κοινότητα την εκπαιδεύουμε.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στις νουθεσίες που προέρχονται από τα ΜΜΕ, τα οποία έναντι αδράς αμοιβής, επιχειρούν να επιβάλλουν στο μέσο καθημερινό άνθρωπο τις κυβερνητικές επιλογές διαχείρισης της πανδημίας. Εάν δεν δοθεί η απαιτούμενη προσοχή στον τρόπο επικοινωνίας των μηνυμάτων τότε μπορεί να έχουμε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Τα ΜΜΕ πρέπει να αποτελούν μέρος του πλαισίου μιας σαφούς και ξεκάθαρης στρατηγικής αγωγής της κοινότητας, σε διαφορετική περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει η στρατηγική μέρος του πλαισίου των ΜΜΕ.
Ένα από τα άμεσα αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας, της οποίας μάλιστα είμαστε όλοι μάρτυρες, είναι να ταυτιστούν οι ειδικοί επιστήμονες με τα ΜΜΕ, να αποκτήσουν χαρακτηριστικά τηλεοπτικών περσόνων και αφού αποκοπούν από το μέσο καθημερινό άνθρωπο, να ενισχύσουν με την καθημερινή παρουσία τους σε αυτά, την έλλειψη εμπιστοσύνης και των φόβο των ανθρώπων. Τα μηνύματα που επικοινωνούνται, πρέπει να έχουν σαφή προσανατολισμό και στόχο, να αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού και να μην είναι αντιφατικά, αυτοαναιρούμενα και ετερόκλητα μεταξύ τους.
Οι ειδικοί, καθώς και οι ιδιαίτερες τεχνικές που μπορούν να εφαρμοστούν, στοχεύουν στην ενίσχυση των ικανοτήτων και των δεξιοτήτων των κοινωνικών ατόμων και των κοινοτήτων, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα η ίδια η κοινότητα να είναι εκπαιδευμένη να υποστηρίξει και να εφαρμόσει αυτά που απαιτούνται, ενώ παράλληλα πρέπει να βρίσκεται και σε θέση εκπαιδευτή. Με άλλα λόγια η κοινότητα, πρέπει να μπορεί να εκπαιδεύεται και να εκπαιδεύει.
Συμπέρασμα: οι ειδικοί δεν υποκαθιστούν την κοινότητα, δεν μιλάνε στο όνομά της για αυτήν χωρίς αυτήν και κυρίως δεν μιλάνε πολλοί και πάρα πολύ. Η πανδημία δεν είναι υπόθεση μόνο των ειδικών.
Οφείλουμε να επισημάνουμε πως οι στρατηγικές ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση του φόβου. Ο φόβος οδηγεί στον στιγματισμό, στα στερεότυπα, στις προκαταλήψεις, στην άρνηση. Είναι αδιανόητο να χρησιμοποιείται ο φόβος ως στοιχείο της πρόληψης.
Εάν βέβαια εισάγουμε και το στοιχείο του φόβου της τιμωρίας για την μη πιστή εφαρμογή των μέτρων τότε τα πράγματα περιπλέκονται πολύ.
Η τιμωρία ως μοντέλο διαπαιδαγώγησης έχει αποτύχει. Προϋποθέτει την διαίρεση της κοινωνίας σε υπάκουους και ανυπάκουους, σε εμβολιασμένους και σε αρνητές, στρέφει τους μεν ενάντια στους δε. Οδηγεί σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, άδικες και ανορθολογικές συγκρίσεις, απομακρύνοντας από την επικοινωνία και τον διάλογο, επιβάλλοντας χωρίς να πείθει. Οδηγεί επίσης, στην εκδικητικότητα, στην απόρριψη και στην εξόντωση, ηθική και μη, αντί να οδηγεί στην ενσωμάτωση και την αλληλεγγύη. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αψυχολόγητη και επιλεκτική αναστολή εργασίας στους υγειονομικούς.
Οι σοβαρές διαφορετικές απόψεις και αυτοί που τις εκφράζουν, όχι μόνο δεν πρέπει να αποκλείονται αλλά αντίθετα να εντοπίζονται και να αναδεικνύονται με σκοπό να αλλάξουν. Σε διαφορετική περίπτωση, ο αποκλεισμός περιχαρακώνει τους ανθρώπους στον ανορθολογισμό, την μεταφυσική σκέψη και την συνωμοσιολογία και προσδίδει στη φήμη και την φημολογία “μαγικές” ιδιότητες που εδραιώνονται ως πίστη και σε μερικούς ανθρώπους αποκτούν ισχυρότερα χαρακτηριστικά από την γνώση και την επιστήμη. Η ασάφεια και η αντιφατικότητα των μηνυμάτων εντείνει τις παραπάνω καταστάσεις.
Γίνεται αντιληπτό, πως το περιεχόμενο ενός τέτοιου προγράμματος ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως γραφειοκρατικός μηχανισμός και σχεδιασμός. Χρειάζεται ενιαία φιλοσοφία, αντίληψη και μεθοδολογία, ευαισθησία, γνώση και ανθρωποκεντρισμό.
Πρόκειται ουσιαστικά, για μια μη στείρα παιδαγωγική δραστηριότητα που έχει σαν στόχο την υιοθέτηση ενός τρόπου ζωής, μιας κοσμοαντίληψης, που βασίζεται στην ορθολογική σκέψη και έχει απέναντί της τον ανορθολογισμό και την μεταφυσική.
Κύρια επιδίωξη είναι η δημιουργία συνθηκών επικοινωνίας, διαλόγου και συνεργασίας, που θα αντικαταστήσουν τα μοντέλα αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς που βασίζονται στο σχήμα τιμωρία – ανταμοιβή. Σημαντικός στόχος, είναι η ενθάρρυνση των κοινωνικών ατόμων να υπερασπιστούν το δικαίωμά τους να επιλέγουν ελεύθερα, αφού πρώτα έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη να ενισχύσουν την δυνατότητα τους να βασίζονται σε ορθολογικά κριτήρια επιλογής.
Με αυτό τον τρόπο, μπορούμε να διαμορφώσουμε υπεύθυνους και ελεύθερους πολίτες που θα είναι οι βασικοί συνεργάτες της πολιτείας στην μάχη κατά της πανδημίας στο παρόν, αλλά και στις προκλήσεις του αύριο.
Το σύνολο της μέχρι σήμερα καμπάνιας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στηρίζεται στην κυρίαρχη ιδεολογία της εξαγοράς των ανθρωπίνων σχέσεων και συμπεριφορών (αμοιβές στους νέους για να εμβολιαστούν, χρήματα, δεδομένα διαδικτύου, κλπ), της δημιουργίας συνθηκών φόβου, της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Θα αναρωτηθεί κάποιος , ποιά η διαφορά επί του περιεχομένου, από τα ρεάλιτι της καθημερινότητας των τηλεοπτικών σταθμών;
Το κυρίαρχο ιδεολογικά κοινωνικό περιβάλλον, οδηγεί στην διαμόρφωση πολιτών που δεν δρουν, δεν επιλέγουν, αλλά αντιδρούν. Είναι άνθρωποι, που νοιώθοντας αδύναμοι στο να κατανοούν την καθημερινότητά τους, παγιδεύονται στους φόβους τους και τους ξορκίζουν με την μεταφυσική σκέψη και τον ανορθολογισμό.
Μπροστά λοιπόν στην ανάγκη για ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και ενίσχυση της αγωγής υγείας, τίθεται το εξής ερώτημα για την πολιτεία.Τι πολίτες θέλει; Είναι στις επιλογές της να έρθει σε ρήξη με τους παράγοντες εκείνους που δημιουργούν καταπιεσμένους και ανταγωνιστικούς μεταξύ τους πολίτες; Από τον τρόπο που θα απαντηθεί αυτό ερώτημα, θα εξαρτηθεί και η επιλογή της μιας ή της άλλης στρατηγικής αντιμετώπισης της πανδημίας.
Τίθεται όμως το ερώτημα, σε συνθήκες μιας πρωτόγνωρης πανδημίας έχουμε το χρόνο να αναπτύξουμε τέτοιες δράσεις; Η απάντηση είναι ναι, είχαμε τον χρόνο να έχουμε πολύ καλά αποτελέσματα σε ότι αφορά στην ευαισθητοποίηση των πολιτών, από μια τέτοια προσέγγιση. Άλλωστε, τον χρόνο τον έχουμε ακόμα. Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για παρεμβάσεις που γίνονται στο παρόν, στοχεύοντας στο μέλλον.
Ποιό λοιπόν είναι το περιεχόμενο ενός προγράμματος ταχείας ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της Ελληνικής κοινωνίας, των τοπικών κοινοτήτων και της συμμετοχής τους στην δημοκρατική διαχείριση και αντιμετώπιση της πανδημίας του Covid-19;
Υπάρχουν πολλά προγράμματα και μεγάλη εμπειρία στην ανάπτυξη τέτοιων δράσεων και θα μπορούσε κανείς να κάνει μια πλήρη βιβλιογραφική αναφορά, αλλά και μια εξίσου πλήρη παρουσίαση των κλινικών και εμπειρικών δεδομένων. Εδώ, θα περιοριστούμε σε μια σύντομη σκιαγράφηση του βασικού πλαισίου παρεμβάσεων που θα πρέπει να διέπεται από μια ενιαία φιλοσοφία, αντίληψη και μεθοδολογία.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να ξεκινάει από κάτω προς τα πάνω (πχ μικρές κοινότητες κλπ). Δεν περιμένουμε την κοινότητα να έρθει σε εμάς αλλά πάμε εμείς σε αυτήν και εμπλέκουμε την τοπική αυτοδιοίκηση και τους τοπικούς φορείς προκειμένου να διασφαλισθεί η υποστήριξη και η συμμετοχή τους στην υλοποίηση των προγραμμάτων αγωγής υγείας (Πανεπιστήμια, Δήμους, Περιφέρειες, Σωματεία, Συνδικάτα, Πολιτιστικούς, Αθλητικούς Συλλόγους, Εκκλησία κλπ). Ταυτόχρονα, συνεργαζόμαστε με φορείς που αναπτύσσουν παράλληλη δράση (Ιατρικούς Συλλόγους, Οικογενειακούς Ιατρούς, Φαρμακευτικούς Συλλόγους, Συλλόγους Καθηγητών, Δασκάλων κλπ).
Επιλέγονται οι δράσεις που θα υλοποιηθούν και ξεκαθαρίζονται οι προτεραιότητες, ώστε να προσδιορισθούν στη συνέχεια οι στόχοι της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης (παροχή γνώσεων, αλλαγή απόψεων κλπ} και να χαραχθούν τα στάδια παρεμβάσεων (εντοπισμός απόψεων, μελέτη της κοινότητας κλπ). Πρέπει επίσης να αποσαφηνισθούν οι τρόποι επικοινωνίας (βιωματικά σεμινάρια, ΜΜΕ κλπ) και να τεθούν σε εφαρμογή τεχνικές, διαδικασίες, μέθοδοι αλλαγής στάσεων και συμπεριφορών (έλεγχος συμπεριφορών, δουλειά σε ομάδες κλπ).
Στην ανάπτυξη της γενικής μας στρατηγικής παίρνουμε πάντα υπόψη μας το γεγονός ότι όχι μόνο δεν φτάνει να απευθυνόμαστε άμεσα στις ομάδες υψηλού κινδύνου, αλλά είναι και λάθος (ανακοινώσεις, ΜΜΕ κλπ).
Τις ομάδες αυτές τις προσεγγίζουμε μέσω αυτών που έρχονται καθημερινά σε επαφή μαζί τους ( Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, Οικογενειακός Ιατρός, Ιερωμένοι κλπ).
Αφού δημιουργηθούν ομάδες ειδικών και έρθουν σε επαφή με την κοινότητα, η προσέγγιση γίνεται μέσω ενός ευρύτερου πλαισίου αγωγής υγείας που δεν είναι ξεκομμένο από τα γενικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινότητα ή οι ομάδες υψηλού κινδύνου. Η προσέγγιση αυτών των ομάδων μόνο μέσω των ΜΜΕ, όχι μόνο δεν επαρκεί, αλλά δίνει και λάθος μυνήματα.
Είναι επίσης πολύ σημαντικό να παρθούν υπόψη οι γεωγραφικές, πολιτιστικές, κοινωνικές, οικονομικές κλπ διαφορές στην αρχή κάθε παρέμβασης.
Τα μηνύματα προς τους πολίτες για να μην είναι γενικά και αόριστα, για να μην έχουν την μορφή διαγγελμάτων, ή ανακοινώσεων θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την καταγραφή των γνώσεων, των στάσεων, των αξιών, των αντιλήψεων, των προκαταλήψεων και των στερεότυπων των πολιτών. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να κερδίσουμε και να κινητοποιήσουμε το ενδιαφέρον των πολιτών και των κοινοτήτων στη μάχη κατά της πανδημίας.
Όλα αυτά έχουν νόημα και σημασία μόνο εάν υπάρχει ένα αποκλειστικά δημόσιο και δωρεάν Εθνικό Σύστημα Υγείας, μια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας που δεν θα έχει κατακερματισμένες υπηρεσίες, θα μπορεί να συνδέεται με τις δράσεις Δημόσιας Υγείας, και οι κοινωνικές ανισότητες δεν θα αποτελούν εμπόδιο για την ελεύθερη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.
(*) Ο Ηλίας Μιχαλαρέας είναι Δρ. Ψυχολογίας – Δρ. Γεωγραφίας. Μέλος του Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Νοσοκομειακών Ψυχολόγων – Π.Ε.ΝΟ.ΨΥ. Επιστημονικά Υπεύθυνος της Μονάδας Απεξάρτησης ΔΙΑΠΛΟΥΣ, της Ψ.Κ του Γ.Ν.Κ. Επιστημονικά Υπεύθυνος της Μονάδας Υποστήριξης κρίσεων (Μ.Υ.Κ), της Ψ.Κ του Γ.Ν. Κέρκυρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου